Η Αντίσταση, το ΕΑΜ, το ΚΚΕ: Γιατί ηττηθήκαμε στη δεκαετία του ’40;

Αντώνης Νταβανέλος
Ημερ.Δημοσίευσης

Οι «αναθεωρήσεις» της ηγεσίας του ΚΚΕ σχετικά με την ιστορία του κόμματος, θέτοντας σε αμφισβήτηση «μύθους» που ήταν κυρίαρχοι για δεκαετίες στην Αριστερά, ανοίγουν μια συζήτηση για τη στρατηγική που τότε οδήγησε στην ήττα, που είναι πολύτιμη και για τη σύγχρονη ριζοσπαστική Αριστερά.

ΕΑΜ Διαδήλωση

Λένε, και σωστά, ότι η ιστορία αποτελεί τη «µνήµη του µέλλοντος». Αυτό ισχύει περισσότερο για την ιστορία του κινήµατος. Και ισχύει ακόµα περισσότερο για χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ισπανία, όπου η ιστορία του κινήµατος έχει χαράξει βαθιές διαχωριστικές γραµµές, µε αίµα, ιδρώτα και δάκρυα, µε αποτέλεσµα τα ιστορικά συµπεράσµατα να αποτελούν τµήµα της τρέχουσας πολιτικής συγκρότησης.

Για την παρούσα γενιά των στελεχών της Αριστεράς και του κοµουνιστικού κινήµατος, η ιστορία έχει «γραφτεί» µε περιορισµένο σεβασµό στα δεδοµένα και ακόµα λιγότερο σεβασµό στην υποχρέωση να «ταιριάξουν» τα ιστορικά δεδοµένα µέσα σε µια συνεκτική αντίληψη που να εξηγεί το κοµβικό ερώτηµα: Γιατί ηττηθήκαµε στη «µεγάλη» δεκαετία του ’40;

Η προηγούµενη γενιά κοµουνιστικών στελεχών, οι µανάδες και οι πατεράδες µας, γαλουχήθηκαν µε τις απαντήσεις της δεκαετίας του ’50, που διαµόρφωσε η ηγεσία του ΚΚΕ που είχε τότε να διαχειριστεί την ήττα.

Μια καλή περιγραφή αυτών των απαντήσεων θα βρει κανείς στο «Βοήθηµα για την Ιστορία του ΚΚΕ» (που εκδόθηκε το 1952 από την ΚΕ του ΚΚΕ, µε βάση τις «Θέσεις για την Ιστορία του ΚΚΕ» του Ν. Ζαχαριάδη). Το κείµενο αυτό ξεκινά µε το ερώτηµα: «Πώς πρέπει να µελετάµε την ιστορία του ΚΚΕ;». Το πρώτο κριτήριο, από τα 8 που θέτει, είναι: «Σε σχέση µε την ιστορία του ΚΚ (µπ) της ΕΣΣΔ, που είναι η πραγµατική εγκυκλοπαίδεια των βασικών γνώσεων του µ-λ και αποτελεί τη βάση για την κατανόηση της ιστορίας του ΚΚΕ. Το ΚΚ (µπ) της ΕΣΣΔ είναι το καθοδηγητικό κόµµα». Και το τελικό, όγδοο, κριτήριο είναι: «Πρέπει σωστά να δούµε το ρόλο του σ. Ν. Ζαχαριάδη στο κόµµα µας… Να γιγαντώσει πιο πολύ µέσα µας η αγάπη και ο σεβασµός προς τον αρχηγό µας και να γίνει ατράνταχτη η πεποίθησή µας, η εµπιστοσύνη και η σιγουριά στη δοκιµασµένη καθοδήγησή του» (Βοήθηµα, Κεφάλαιο 1ο, σελ. 8-12).

Την αφήγηση για την ιστορία του κινήµατος που αναπτύσσει το «Βοήθηµα» τη στήριξαν για πολλά χρόνια οι οργανωµένες δυνάµεις του ΚΚΕ, αλλά µετά τη Μεταπολίτευση και οι δυνάµεις των µεγάλων µαοϊκών οργανώσεων της εποχής, το ΕΚΚΕ και η ΟΜΛΕ (η τελευταία έκδοση του «Βοηθήµατος» είναι µετά το 1974, από τις «Εκδόσεις του Λαού» που συνδέονταν µε το ΕΚΚΕ). Αυτός ο όγκος υποστήριξης –που περιλάµβανε πολλά συνέδρια, πολλά αχτίφ στελεχών και δηµόσιες εκδηλώσεις, χιλιάδες άρθρα και συζητήσεις– προσέδωσε σταδιακά στην αφήγηση αυτή το χαρακτήρα του αυτονόητου, του κοινού τόπου, έστω και αν η αφήγηση παρουσίαζε τεράστια κενά και εκρηκτικές αντιφάσεις.

Μετά τη διάσπαση του ’68, οι δυνάµεις της Ανανεωτικής Αριστεράς, γύρω από το ΚΚΕ Εσωτερικού, ξεδίπλωσαν µια περιορισµένη ρήξη µε τη σταλινική παράδοση, µια στροφή κυρίως προς τη σοσιαλδηµοκρατική κατεύθυνση του «εθνικού και δηµοκρατικού δρόµου» προς τον σοσιαλισµό. Όµως ποτέ αυτή η ρήξη δεν στράφηκε προς την ιστορία µε έναν συνεκτικό τρόπο, επιχειρώντας να δώσει µια συλλογική εκτίµηση για την ήττα.

Ο Άγγελος Ελεφάντης, στο σηµαντικό για τη διαµόρφωση των νεολαίων του «ανανεωτικού ρεύµατος» βιβλίο «Η Επαγγελία της Αδύνατης Επανάστασης», γράφει:

«Στον αδιάλλακτο επαναστατικό ροµαντισµό των παλαιών πολεµιστών θα πρέπει να αναζητήσουµε την αιτία της πρώιµης αυτοαποµόνωσης του ΚΚΕ… ο σταλινισµός ήταν στις τοτινές συνθήκες η µόνη υπαρκτή επαναστατική προσπάθεια της εργαζόµενης ανθρωπότητας…» (Επαγγελία, εκδόσεις Ολκός).

Η «ανανέωση» στάθηκε σε πολλά σηµεία στο πλευρό της κυρίαρχης αφήγησης: «Το ΚΚΕ γεννήθηκε και γαλουχήθηκε… άντρωσε και αναπτύχθηκε σε µεγάλη λαϊκή δύναµη µε τη διδασκαλία του Στάλιν».

Η αφήγηση αυτή µπορεί να συµπτυχθεί στο εξής σχήµα: α) Το ΚΚΕ βγήκε από την πρώιµη περίοδο της συγκρότησής του, «αναπτύχθηκε σε µεγάλη λαϊκή δύναµη», όταν µε την επέµβαση της Διεθνούς εγκαταστάθηκε η ηγεσία του Ν.Ζ. (όπως γλαφυρά λέει ο Ελεφάντης, όταν «ήρθε η ώρα των Κούτβηδων»…). β) Η ηγεσία Ζαχαριάδη, µε την «τοµή» της 6ης Ολοµέλειας της ΚΕ του 1934, συνέδεσε σταθερά τη στρατηγική και την τακτική του ΚΚΕ µε το σταλινισµό («τη µόνη υπαρκτή επαναστατική προσπάθεια…») και τις νεότερες επεξεργασίες της Διεθνούς προς τα Λαϊκά Μέτωπα και τις αντιφασιστικές συµµαχίες. γ) Αυτή η ηγεσία, και ειδικά µε το «Γράµµα» του Ζαχαριάδη σχετικά µε τον ιταλοελληνικό πόλεµο, προσανατόλισε σωστά το ΚΚΕ και «έθεσε τις βάσεις για την εποποιία του ΕΑΜ».

Εδώ σταµατά η ενότητα των οπαδών αυτού του αφηγήµατος. Μπροστά στο κρίσιµο ερώτηµα πώς και γιατί «χάθηκε» η νικηφόρα επανάσταση του 1941-1945, οι ερµηνείες που ξεκινούν από το έδαφος των παραπάνω απόψεων διασπώνται. Ας δούµε δύο διαµετρικούς πόλους: Ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης δηλώνει ότι η στρατηγική και η κατεύθυνση του κόµµατος ήταν σωστή, αλλά υπονοµεύτηκε από µια σειρά «λάθη» και «προδοσίες» (Λίβανος, Γκαζέρτα, Βάρκιζα), που η ηγεσία του κόµµατος δεν κατόρθωσε να αντιµετωπίσει, γιατί υποτίµησε την «κοµµατικότητα» και δεν αντέδρασε έγκαιρα στον «προβοκατόρικο ρόλο» του Γιώργη Σιάντου και άλλων («Βοήθηµα», Αιτίες που χάσαµε την πρώτη επανάσταση, σελ. 212-219). Ο Θανάσης Χατζής (στο ογκώδες βιβλίο του «Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε») ισχυρίζεται το ακριβώς αντίθετο: ο ζαχαριαδικός µηχανισµός που, υπό τον Ιωαννίδη, αποκατέστησε σταδιακά τον έλεγχό του στο εσωτερικό του ΚΚΕ, είχε λάθος στρατηγική, υποτιµώντας την πάλη για την εξουσία, εγκλωβίστηκε στην επιδίωξη της εθνικής ενότητας και οδήγησε το κίνηµα στην ουρά του Παπανδρέου και του Σκόµπι, παρά την ενστικτώδη αντίσταση του «αυθεντικού λαϊκού αγωνιστή» Γ. Σιάντου, πολλών στελεχών του ΚΚΕ και των καπεταναίων του ΕΛΑΣ.

Είναι φανερό ότι στη βάση του παραπάνω σχήµατος δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί ουσιαστικά το ερώτηµα του πώς και γιατί ηττήθηκε το µεγάλο κίνηµα της Αντίστασης.

Εδώ γίνεται σηµαντική η ιστορική παρέµβαση της σηµερινής ηγεσίας του ΚΚΕ και οι «αναθεωρήσεις» της ΚΕ σχετικά µε την ιστορία του κόµµατος και του κινήµατος. Είτε µε τα αρχειακά δεδοµένα που φέρνει στην επιφάνεια, είτε µε τα συµπεράσµατά της που στρέφουν τη συζήτηση σε µεγαλύτερο βάθος: Δείχνοντας, για πρώτη φορά στην ιστορία του ΚΚΕ, ως πηγή της κακοδαιµονίας τα στρατηγικά και προγραµµατικά στοιχεία στην πολιτική του ΚΚΕ πριν τη µεγάλη δοκιµασία του ’40 (6η Ολοµέλεια του 1934) και, ακόµα, τη σχέση αυτής της ιδεολογικοπολιτικής «στροφής» µε τις µεγάλες αλλαγές που συντελούνταν µέσα στην 3η Διεθνή και την ΕΣΣΔ.

Οι πολιτικοί λόγοι αυτής της «αναθεώρησης» από την πλευρά του ΚΚΕ δεν είναι αντικείµενο του παρόντος άρθρου. Κάποιοι «κουκουεδογενείς» µέσα στην Αριστερά έκαναν λόγο για µια «τροτσκιστική στροφή». Ο ισχυρισµός είναι πέρα για πέρα στον αέρα. Όµως το ΚΚΕ στρέφει πράγµατι την προσοχή όλων των αριστερών σε κάποια ζητήµατα που, µέχρι σήµερα, υπογράµµιζαν µόνο οι «αιρετικές φωνές», κυρίως οι οργανώσεις και οι διανοούµενοι που δεν καθορίζονταν από το αντι-τροτσκιστικό µένος που δηµιούργησαν οι παλιότερες εποχές των «εκκαθαρίσεων»…

Δεν µπορούµε να συζητήσουµε σοβαρά για το ’40, αν δεν κατανοήσουµε τις ανατροπές που είχαν προηγηθεί.

Η µεγάλη δεκαετία του ’30

Το πρώτο µισό της δεκαετίας του ’30 χαρακτηρίζεται στην Ελλάδα από µια σηµαντική άνοδο της ταξικής πάλης και µια γενικευµένη ριζοσπαστικοποίηση των µαζών, φαινόµενα που κορυφώθηκαν µε την εξέγερση της Θεσσαλονίκης το Μάη του 1936.

Μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία, το ΚΚΕ αναπτύχθηκε παίρνοντας για πρώτη φορά διαστάσεις ενός (σχετικά) µαζικού εργατικού κόµµατος. Τα στοιχεία δείχνουν ότι κινήθηκε µεταξύ των 4,5 και των 10 χιλιάδων µελών. Το φαινόµενο ήταν παγκόσµιο: Το κύρος της 3ης Διεθνούς –που πάνω της αντανακλούσε η αµείωτη ακόµα αίγλη της νικηφόρας Οκτωβριανής επανάστασης– λειτουργούσε ως µαγνήτης που έλκυε την εργατική ριζοσπαστικοποίηση της εποχής προς τα ΚΚ.

Στην Ελλάδα είχε προηγηθεί η παρέµβαση της Κοµιντέρν για τον ορισµό καθοδηγητικής οµάδας στο ΚΚΕ. Το φαινόµενο αυτό υπήρξε πολύ πιο άναρχο και ασταθές από ό,τι φαντάζονται οι εκ των υστέρων θαυµαστές των «ατσάλινων» κούτβηδων που, τάχα, εγκατέστησαν δια µαγείας µια «µονολιθική» πειθαρχία και αφοσίωση.

Η πρώτη ηγετική οµάδα των «κούτβηδων» είχε ως επικεφαλής τους Ανδρόνικο Χαϊτά και Κ. Ευτυχιάδη. Παρά τα θρυλούµενα ηγετικά προσόντα του Χαϊτά, η οµάδα αυτή σύντοµα αποπροσανατολίστηκε και βυθίστηκε στο φραξιονισµό και την κρίση. Μερικές δεκάδες στελεχών κλήθηκαν στη Μόσχα για «επανεκπαίδευση», διαδικασία από την οποία επέστρεψε µόνο ένα τµήµα τους. Ο Χαϊτάς και ο Ευτυχιάδης εκτελέστηκαν κατά τις εκκαθαρίσεις του 1937-38 ως µπουχαρινικοί.

Η δεύτερη ηγετική οµάδα, που εγκαταστάθηκε το 1931, είχε επικεφαλής την τριάδα: Ν. Ζαχαριάδης, Γ. Κωνσταντινίδης (Ασηµίδης), Γ. Μιχαηλίδης (είναι η τριάδα της Γραµµατείας του Πολιτικού Γραφείου που διορίστηκε από την Κοµιντέρν). Ο Ασηµίδης γρήγορα διαφώνησε µε τον Ζαχαριάδη, κυρίως πάνω στην εκτίµηση ότι ο φασισµός στην Ελλάδα προετοιµαζόταν κυρίως από τους… βενιζελικούς («σοσιαλφασίστες») και αποµονώθηκε ως τροτσκιστής. Ο Ασηµίδης διαγράφτηκε, ιδιώτευσε και αν και ως δικηγόρος υπερασπίστηκε συχνά τα στελέχη του ΚΚΕ και τους διωκόµενους συνδικαλιστές, το 1944 εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ στου Γκύζη.

Ο Γ. Μιχαηλίδης παρέµεινε προσκολληµένος στον Ν. Ζαχαριάδη, που στο µεταξύ είχε λάβει τον τίτλο του «Αρχηγού» του κόµµατος. Το 1938 πήρε την εντολή να βγει από τις φυλακές (υπογράφοντας δήλωση µετανοίας) για να βοηθήσει στην εξάρθρωση του δικτύου που ο Ν. Ζαχαριάδη θεωρούσε χαφιέδες. Έγινε χαφιές και συνεργάστηκε µε τον Μανιαδάκη για την εγκατάσταση της διαβρωµένης Προσωρινής Διοίκησης του ΚΚΕ.

Παρ’ όλα αυτά, η ηγεσία Ζαχαριάδη σταθεροποιήθηκε. Κοµβική παρέµβασή της ήταν η 6η Ολοµέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το 1934, που άλλαξε την ταξική ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας που διέθετε το ΚΚΕ και, συνακόλουθα, τη στρατηγική για την κοινωνική επανάσταση που το ΚΚΕ είχε κληρονοµήσει από την Κοµιντέρν της εποχής του Λένιν. Σύµφωνα µε τη νέα ανάλυση, ο κοινωνικός σχηµατισµός στην Ελλάδα καθοριζόταν από την καθυστέρηση («τσιφλικάδικα κατάλοιπα»), την οποία η αστική τάξη δεν µπορούσε να ξεπεράσει, από την εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο, η οποία δεν ήταν στοιχείο δυναµικής, αλλά εµπόδιο στην ανάπτυξη του καπιταλισµού, ενώ –κατά συνέπεια– ο χαρακτήρας της επερχόµενης επανάστασης στην Ελλάδα δεν θα µπορούσε παρά να είναι αστικοδηµοκρατικός.

Πολλά χρόνια µετά, µέσα στη φωτιά της µάχης, ο Ν. Ζαχαριάδη γράφοντας για τον χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάµεις της Αντίστασης (εισήγηση στην 12η Ολοµέλεια της ΚΕ, Ιούνης 1945), υπογραµµίζει:

«Ο χαρακτήρας της επανάστασης αυτής ήταν αστικοδηµοκρατικός, γιατί αστικοδηµοκρατικά ήταν τα καθήκοντα που είχε να λύσει. Ο δρόµος για τη νεοελληνική λαϊκή δηµοκρατική αναδηµιουργία περνούσε υποχρεωτικά και πρώτα απ’ όλα από τούτα τα ορόσηµα: α) Την αποκατάσταση και ολοκλήρωση της εθνικής ανεξαρτησίας. β) Το σπάσιµο των µισοφεουδαρχικών σχέσεων στο χωριό, πράγµα που απαιτούσε να δηµιουργηθεί στο χωριό λεύτερο, βιώσιµο, φτωχοµεσαίο αγροτικό νοικοκυριό. γ) Την ανάπτυξη ορισµένων βασικών βιοµηχανικών προϋποθέσεων. Η ανάπτυξη αυτή έπρεπε να στηριχθεί βασικά στην εσωτερική αγορά. δ) Την απαλλαγή της από τη ληστρική εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο. Όταν πραγµατοποιούνταν οι προϋποθέσεις αυτές, δηλαδή όταν δηµιουργούνταν η νεοελληνική λαϊκή δηµοκρατία, θα φτιάχναµε και τις βάσεις για ένα µελλοντικό ανώτερο κοινωνικό-οικονοµικό-πολιτικό ανέβασµα» («Βοήθηµα», σελ. 202).

Το ΚΚΕ, σήµερα, υποδεικνύει µε σαφήνεια αυτή τη στρατηγική αντίληψη για το χαρακτήρα της επανάστασης ως βασική αιτία για την ήττα του 1941-1945. Και έχει δίκιο. Ο ρεφορµισµός των σταδίων –γιατί περί αυτού πρόκειται– που έβλεπε µια µαζική ένοπλη εξέγερση να έχει ως στόχο την ολοκλήρωση της δηµοκρατικής εξέλιξης, την ολοκλήρωση της καπιταλιστικής ανάπτυξης (στην πόλη και στο χωριό!) και την κατάκτηση µιας κάποιας χηµικά καθαρής εθνικής ανεξαρτησίας (στην εποχή του ιµπεριαλισµού!) έδενε το κίνηµα στην ουρά της ντόπιας αστικής τάξης, στην ουρά των ντόπιων αστικών πολιτικών δυνάµεων και δι’ αυτών στην ουρά των Άγγλων. Εγκλώβιζε την ηγεσία του στο δίλληµα µεταξύ της «εθνικής ενότητας» και της ορµής των µαζών, οδηγώντας µε «σιδερένια πειθαρχία» στην… ήττα.

Οφείλουµε να θυµίσουµε ότι στην ανάλυση της 6ης Ολοµέλειας απάντησε έγκαιρα ο Παντελής Πουλιόπουλος µε το ιστορικό βιβλίο του «Σοσιαλιστική ή Δηµοκρατική Επανάσταση στην Ελλάδα;». Σε αυτό το βιβλίο, ο Π. Πουλιόπουλος βάζει τα θεµέλια για µια σύγχρονη ταξική ανάλυση: Ο ελληνικός καπιταλισµός, έχοντας πάρει µέρος στους προηγούµενους πολέµους µε την πλευρά των νικητών, είναι «ο πιο δυναµικός των Βαλκανίων», η σχέση εξάρτησης µε τους δυτικούς ιµπεριαλιστές είναι εθελούσια επιλογή της ντόπιας κυρίαρχης τάξης και βάση για µια ταχύτερη ανάπτυξη του καπιταλισµού, τα «τσιφλικάδικα» κατάλοιπα στην ύπαιθρο είναι υπό την ηγεµονία µιας σύγχρονης αστικής τάξης που βασίζει σε αυτή τη συµµαχία µε τους µεγαλογαιοκτήµονες τον σταθερό έλεγχό της πάνω στις εξελίξεις της ανάπτυξης. Απαντώντας προδροµικά σε µια συκοφαντία (ότι, τάχα, οι τροτσκιστές πάντα υποτιµούν το αγροτικό ζήτηµα), ο Παντελής Πουλιόπουλος, µέσα από την καθυστέρηση της αγροτικής µεταρρύθµισης στην Ελλάδα, βγάζει το συµπέρασµα ότι είναι απολύτως εφικτή και επίκαιρη µια µαζική αγροτική εξέγερση που, σε συµµαχία µε την εργατική τάξη στις πόλεις, ενισχύει την προοπτική για µια κοινωνική επανάσταση, όπου το προλεταριάτο και οι κοµουνιστές θα πρέπει να παλέψουν για να πάρει σοσιαλιστικό χαρακτήρα. Δεν πρόκειται κυρίως για µια νοσταλγία για το «τραγούδι του Οκτώβρη», αλλά περισσότερο για µια πρόβλεψη της µεγάλης κοινωνικής καταιγίδας που εκδηλώθηκε στη δεκαετία του ’40, σε αντίθεση µε τα δογµατικά «σχηµατάκια» της 6ης Ολοµέλειας.

Η ηγεσία Ζαχαριάδη, που σταθεροποιήθηκε µε την 6η Ολοµέλεια και τα επόµενα συνέδρια του ΚΚΕ, πολύ σύντοµα δοκιµάστηκε, µε αρνητικά αποτελέσµατα, στην πραγµατική πολιτική ζωή. Έµεινε άναυδη µπροστά στην έκρηξη της εργατικής πάλης το Μάη του ’36 και δεν κατόρθωσε να οργανώσει τίποτα ως αλληλεγγύη στην εξεγερµένη Θεσσαλονίκη. Μπροστά στον κίνδυνο της δικτατορίας επέλεξε (µετά από πολλές κωλοτούµπες που προκαλούσε η θεωρία του «σοσιαλφασισµού») τη συνεργασία µε τους φιλελεύθερους (Σύµφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα), δίνοντάς τους ψήφο ανοχής στη Βουλή και παρακολουθώντας στη συνέχεια παθητικά την «κοινοβουλευτική» πορεία, που κάλεσε τον Ι. Μεταξά να αναλάβει την εξουσία…

Όµως το σηµείο όπου η ηγεσία του Ν. Ζαχαριάδη δοκιµάστηκε σκληρότερα είναι ακριβώς αυτό που οι µετέπειτα «θρύλοι» έχτισαν ως, τάχα, το ισχυρότερο ατού των «κούτβηδων»: η οργανωτικότητα.

Ελάχιστες βδοµάδες µετά το ξέσπασµα της δικτατορίας του Μεταξά, πιάστηκε ο Ν. Ζαχαριάδης Σε λιγότερο από έναν χρόνο µετά την 4η Αυγούστου του 1936, είχε συλληφθεί το σύνολο των καθοδηγητικών στελεχών του ΚΚΕ. Λίγο αργότερα, στις εξορίες αναπτυσσόταν η άποψη ότι «το Κόµµα ανασυγκροτείται µέσα στις φυλακές»! Το κόµµα που µαζικοποιήθηκε από το 1931 ως το 1936, σε ελάχιστο χρόνο συντρίφτηκε από τα χτυπήµατα του Μανιαδάκη.

Αυτό, από µόνο του, δεν θα έλεγε κάτι καταδικαστικό. Δεν ήταν άλλωστε πρωτόγνωρο στη δεκαετία του ’30. Για παράδειγµα στη γειτονική Ιταλία το καθεστώς του Μουσολίνι είχε ήδη πετύχει την προσωρινή διάλυση του PCI.

Η σηµερινή ηγεσία του ΚΚΕ προσθέτει στη συζήτηση κάτι ποιοτικά διαφορετικό:

«Στα χρόνια 1939-1940 η Ασφάλεια πέτυχε κάτι πολύ πιο σηµαντικό από το πέρασµα µε το µέρος της κάποιων στελεχών του ΚΚΕ. Δηµιούργησε “ανώτατο όργανο” καθοδηγούµενο από αυτήν, µε όσα συνεπαγόταν η τέτοια εξέλιξη» («Το ΚΚΕ στον ιταλο-ελληνικό πόλεµο», έκδοση του τµήµατος ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ).

Και πράγµατι, ο Μανιαδάκης κατόρθωσε να συγκροτήσει µια ελεγχόµενη από την Ασφάλεια ΚΕ –τη διαβόητη «Προσωρινή Διοίκηση»– ακόµα και να εκδίδει τον δικό του «Ριζοσπάστη». Το χειρότερο όµως είναι ότι το «κέντρο» του κόµµατος, µέσα στις φυλακές, –ο Ζαχαριάδης στην Κέρκυρα και ο Ιωαννίδης στην Ακροναυπλία– θεωρούσε ότι η χαφιέδικη ηγεσία της Προσωρινής Διοίκησης ήταν η αυθεντική, ενώ αντίστροφα, οι λίγοι κοµουνιστές που πάλευαν να σώσουν το κόµµα µέσα από το δίκτυο της «Παλιάς ΚΕ» (ουσιαστικά µε την καθοδήγηση του Πλουµπίδη)… ήταν οι χαφιέδες! Δεν είναι σε γνώση µας ανάλογος βαθµός διάβρωσης σε κανένα άλλο ΚΚ στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία.

Το ΚΚΕ έχει σήµερα ουσιαστικά αποκαταστήσει την Παλιά ΚΕ,[1] συµπεριλαµβάνοντας τις απόψεις της στα επίσηµα κοµµατικά ντοκουµέντα. Πέρα από αυτό, φροντίζει να µας υποδείξει το µίτο για να ερµηνεύσουµε τη διάβρωση πολιτικά, πέρα από τις αστυνοµικές ιστορίες:

«Ο εχθρός κινήθηκε στο έδαφος που εξ αντικειµένου είχε δηµιουργηθεί µε τις συνεχείς θέσεις της Κοµουνιστικής Διεθνούς για τον πόλεµο. Δεν ήταν δυνατό (και δεν ήταν εύκολο) για πολλά µέλη και στελέχη του Κόµµατος να ξεχωρίζουν αποχρώσεις θέσεων και να αντιλαµβάνονται σε κάθε περίπτωση την έντεχνη κρατική παρέµβαση. Το πολιτικό τους κριτήριο αδυνάτιζε εξαιτίας των αλληλοσυγκρουόµενων αποφάσεων της ΚΔ, που άλλαζαν σε ελάχιστο χρόνο». («Το ΚΚΕ στον ιταλοελληνικό πόλεµο», σελ. 117).

Και εδώ η σηµερινή ΚΕ του ΚΚΕ έχει δίκιο. Μόνο που η παραπάνω φράση υστερεί σε σχέση µε την πραγµατικότητα της ιδεολογικοπολιτικής αποσύνθεσης που είχε προκληθεί. Για να την κατανοήσουµε, οφείλουµε να προσπαθήσουµε να ανασυνθέσουµε στο µυαλό µας τις συγκλονιστικές συνέπειες που είχαν για τα ΚΚ (αλλά και για τα µεµονωµένα στελέχη) οι διαδοχικές «στροφές» της Κοµιντέρν:

Στην περίοδο του επαναστατικού κύµατος του ’17, η 3η Διεθνής, στην εποχή του Λένιν, συµπύκνωσε την πολιτική πείρα του κινήµατος στο «σώµα» των αποφάσεων των 4 πρώτων συνεδρίων της: Τελευταίο «µήνυµα» αυτής της µνηµειώδους εργασίας, ένα «µήνυµα» µε τη σφραγίδα του Λένιν, είναι οι αποφάσεις του 4ου Συνεδρίου: Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο, Μεταβατικό Πρόγραµµα, Μεταβατική Πολιτική. Μετά το θάνατο του Λένιν και το ξέσπασµα της εσωκοµµατικής πάλης στην ΕΣΣΔ, οι κοµουνιστές ξαφνικά πληροφορούνταν, δια της Κοµιντέρν, ότι όλα αυτά ήταν λάθος: ο καπιταλισµός διερχόταν την «3η και τελική περίοδο» καταστροφικής κρίσης του, τα ΚΚ βρίσκονταν περικυκλωµένα από µια θάλασσα «σοσιαλφασιστών», τα πολιτικά καθήκοντα ταυτίζονταν µε τη διεκδίκηση της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Αυτό το σύντοµο διάλλειµα «αριστερισµού», υπό την ηγεσία του Ζινόβιεφ, ως µοναδική χρησιµότητα είχε την κατεδάφιση της προηγούµενης πολιτικής και µαζί την κατεδάφιση των ηγετικών οµάδων που είχαν χτιστεί στο εσωτερικό των ΚΚ στην περίοδο του 3ου και 4ου Συνεδρίου της Κοµιντέρν.

Και αίφνης, οι κοµουνιστές πληροφορούνταν, ξανά δια της Κοµιντέρν, ότι όλα αυτά ήταν λάθος. Το δίληµµα πλέον ήταν: «Φασισµός ή αστική δηµοκρατία;» και τα ΚΚ όφειλαν να αναπτύξουν πλατιά Λαϊκά Μέτωπα, σε συνεργασία µε τις αστικές δηµοκρατικές δυνάµεις και να ανοιχθούν ακόµα και στο ενδεχόµενο της συµµετοχής σε αστικές δηµοκρατικές κυβερνήσεις που θα στέκονταν, λέει, εµπόδιο στον φασισµό.

Σε αυτό το υπέδαφος διαρκών αλλαγών στρατηγικής, µε µοναδικό πλέον κριτήριο τα συµφέροντα και τους διπλωµατικούς προσανατολισµούς της ρωσικής ηγεσίας, η είδηση του Συµφώνου µη-επίθεσης µεταξύ της χιτλερικής Γερµανίας και της ΕΣΣΔ, του Συµφώνου Μολότοφ-Ρίµπεντροπ, είχε διαλυτικές συνέπειες. Πολλοί αγωνιστές-στριες στη σηµερινή Αριστερά έχουν αποδεχθεί ότι το σύµφωνο ήταν ένας «τακτικός ελιγµός» που ήταν αναγκαίος για να «κερδηθεί χρόνος» κ.ο.κ. Όµως η σκέψη αυτή δεν αντέχει στη δοκιµασία των γεγονότων και των αρχειακών δεδοµένων. Είναι π.χ. δεδοµένο για όλους τους ιστορικούς του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου (συµπεριλαµβανοµένου του επικεφαλής της άµυνας του Στάλινγκραντ, Ν. Χρουτσόφ) ότι η ΕΣΣΔ αιφνιδιάστηκε από τη γερµανική επίθεση κι ότι είχε αξιοποιήσει το «χρόνο που κέρδισε» µε το Σύµφωνο για κάθε άλλου είδους υποθέσεις, παρά για προετοιµασία της από µια επίθεση της ναζιστικής Γερµανίας.

Πολύ περισσότερο, η σκέψη αυτή υποτιµά τις τεράστιες πολιτικές δυσκολίες που το Σύµφωνο πρόσθεσε πάνω στις πλάτες των ηγεσιών και των στελεχών των ΚΚ στην Ευρώπη, που ήδη παρέπαιαν µπροστά σε τεράστιας κλίµακας δοκιµασίες.[2]

Η διαδικασία αυτή δεν εξελίχθηκε ως µια αφηρηµένη ιδεολογικοπολιτική συζήτηση. Οι «στροφές» συνδυάζονταν µε αλλαγές προσώπων, µε ανατροπές συσχετισµών, µε εκκαθαρίσεις.

Η ηγεσία Ζαχαριάδη παρακολούθησε όλες αυτές τις «στροφές», φροντίζοντας να παραµένει µέσα στο πλειοψηφικό ρεύµα των «νικητών» στην Κοµιντέρν. Εγκατέστησε µέσα στην πολιτική του ΚΚΕ το ρεφορµισµό των σταδίων, αλλά όχι µε οποιαδήποτε µορφή αυτής της µεταρρυθµιστικής στρατηγικής: Εγκατέστησε τον σταλινικό ρεφορµισµό των σταδίων. Και σε αυτόν το χαρακτηρισµό κάθε λέξη έχει τη σηµασία της, όπως αποδείχθηκε µε τραγικό τρόπο στη δεκαετία που ακολούθησε.

Το ΚΚΕ µπροστά στον πόλεµο

Οι κοµουνιστές της εποχής βάδιζαν προς τη µεγάλη δοκιµασία του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου, έχοντας ένα ιδεολογικό δεδοµένο, αυτό της ανάλυσης του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου από τον Λένιν, την Αριστερά του Τσίµερβαλντ και, τελικά, την 3η Διεθνή. Αυτό το δεδοµένο δεν έλυνε όλα τα κρίσιµα ζητήµατα τακτικής που θα αντιµετώπιζαν τα ΚΚ, έθετε όµως µε σαφήνεια τα όρια µέσα στα οποία θα µπορούσε να κινηθεί η τακτική: α) Ο χαρακτήρας το πολέµου δεν κρίνεται από τα «επεισόδια» της αρχής του, από το ποιος έριξε την πρώτη τουφεκιά ή από το ποιος κίνησε πρώτος το στρατό του. Κρίνεται από το ποιες τάξεις καθοδηγούν τον πόλεµο, για ποιους λόγους και µε ποιους σκοπούς. β) Κατά συνέπεια, η καθοδηγητική αρχή για την τακτική των κοµουνιστών είναι η προσπάθεια της µετατροπής της κρίσης, που δηµιουργεί ένας διεθνής πόλεµος, σε κοινωνική επανάσταση, σε αγώνα για τη σοσιαλιστική απελευθέρωση της εργατικής τάξης. γ) Σε αντίθεση µε τις απόψεις των παλιών σοσιαλδηµοκρατικών κοµµάτων, αυτή η στρατηγική δεν είναι σωστό να τεµαχιστεί σε στάδια: Πρώτα η άµυνα, ή πρώτα η νίκη, και µελλοντικά βλέπουµε. Αντίθετα, το επαναστατικό κίνηµα οφείλει, µέσα στην τροµερή κρίση του πολέµου, να χαράξει το δικό του δρόµο προς τη δική του «έξοδο» από την πολεµική κρίση, όπως έκαναν οι Μπολσεβίκοι το ’17. Το ζήτηµα της ανεξαρτησίας των ΚΚ απέναντι στα διλλήµατα µεταξύ «χορτάτων» και «πεινασµένων» ιµπεριαλιστών θεωρούνταν αναντικατάστατη προϋπόθεση για τη δράση.

Παρότι (όπως θα εξηγήσουµε παρακάτω) µεταξύ του Α΄ και του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου υπάρχουν διαφορές, οι αναλογίες µεταξύ τους είναι δεδοµένες και δεν επιτρέπουν αλλαγή στρατηγικής: η σύγκρουση που ξέσπασε στα 1939-1940 είναι η σύγκρουση µεταξύ των «πεινασµένων» και «χορτάτων» ιµπεριαλισµών, όπως αυτοί διαµορφώθηκαν από την κατάληξη του Α΄ Παγκόσµιου Πολέµου.

Όµως αυτό το πλαίσιο ανάλυσης είχε υποβαθµιστεί και εξασθενήσει µέσα από τις µετατοπίσεις της Διεθνούς κατά τη δεκαετία του ’30.

Παρ’ όλα αυτά, η στάση του ΚΚΕ, όπως συγκεκριµενοποιήθηκε µε το γνωστό «γράµµα» του Νίκου Ζαχαριάδη πάνω στο ξέσπασµα του ιταλοελληνικού πολέµου, αποτελεί «υπέρβαση»: Ο γραµµατέας του ΚΚΕ ορίζει τον πόλεµο ως «εθνικοαπελευθερωτικό» και κάνει το παραπάνω βήµα να καλέσει:

«Στον πόλεµο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι µας πρέπει να δώσουµε όλες µας τις δυνάµεις, δίχως καµιά επιφύλαξη» (31 Οκτώβρη 1940, οι υπογραµµίσεις δικές µας).

Την πολιτική προς την οποία προσανατολίζεται ο Ν. Ζαχαριάδης φωτίζει καλύτερα το «σηµείωµα» που έστειλε για διαπραγµάτευση προς τη δικτατορία του Μεταξά και που το ΚΚΕ επιλέγει σήµερα να υπενθυµίσει, συµπεριλαµβάνοντάς το στον τόµο για τον ιταλοελληνικό πόλεµο. Αυτό το σηµείωµα περιλάµβανε 4 προτάσεις:

1) Το ΚΚΕ αναλαµβάνει τη γραµµή του «Ανοιχτού Γράµµατος» να την κρατήσει ως το τέλος του πολέµου (υπογράµµιση δική µας).

2) Η κυβέρνηση δίνει γενική αµνηστία.

3) Ξαναβγαίνει ο «Ριζοσπάστης».

4) Όποιο µέλος του ΚΚΕ διαφωνήσει µε τη γραµµή του «Ανοιχτού Γράµµατος» θα διαγραφεί από το ΚΚΕ (η υπογράµµιση δική µας).

(«Το ΚΚΕ στον ιταλοελληνκό πόλεµο», σελ. 138).

Στο σηµείωµα αυτό ο Ν. Ζαχαριάδης αναλαµβάνει να κρατήσει µια πολιτική («υπό τη διεύθυνση της κυβέρνησης Μεταξά… δίχως καµιά επιφύλαξη») µέχρι το τέλος του πολέµου! Ταυτόχρονα αποδεικνύει τεράστιες αυταπάτες για τις προθέσεις της «κυβέρνησης» (δηλαδή της δικτατορίας) Μεταξά (αµνηστία, επανακυκλοφορία «Ριζοσπάστη»), ενώ προτιµάµε να αφήσουµε ασχολίαστη τη δέσµευση για τη διαγραφή όποιου διαφωνήσει µε αυτή την πρωτοφανή «διαπραγµάτευση» µε ένα φασιστικό/δικτατορικό καθεστώς.[3]

Πολλοί σήµερα µέσα στην Αριστερά εξακολουθούν να πιστεύουν και να αναπαράγουν την άποψη ότι το ΕΑΜ χτίστηκε πάνω στην πολιτική που προδιαγράφει το Ανοιχτό Γράµµα του Ν. Ζαχαριάδη. Είναι µια αντίληψη που χτίστηκε µέσα στις ανώµαλες για την Αριστερά συνθήκες της δεκαετίας του ’50 και δεν έχει καµιά σχέση µε τις πραγµατικότητες του 1940 και τις συνέπειες του Γράµµατος ακόµα και µέσα στις γραµµές του ΚΚΕ.

Στην πραγµατικότητα η δηµοσίευση του Γράµµατος οδήγησε σε παροξυσµό την πολιτική σύγχυση που προϋπήρχε.

Το «Γράµµα» έγινε σηµαία της χαφιέδικης Προσωρινής Διοίκησης. Ο «Ριζοσπάστης» που εξέδιδε ο Μανιαδάκης, κάνει έκκληση στα µέλη του ΚΚΕ «να τσακίσουν τους άτιµους χαφιέδες που πάνε να διαστρεβλώσουν τη γραµµή του κόµµατος… τη γραµµή που έβαλε ο σ. Ζαχαριάδης µε το Ανοιχτό Γράµµα… ο πόλεµός µας είναι επαναστατικός-αντιιµπεριαλιστικός… γι’ αυτό το λόγο τις διαφορές µας µε τη διχτατορία τις θέσαµε στην µπάντα… Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας υπό τον Μεταξά». Τη γραµµή αυτή έτρεξε να στηρίξει από την Ακροναυπλία ο Γ. Ιωαννίδης:

«Αναγνωρίζουµε για µοναδική πραγµατική καθοδήγηση του ΚΚΕ την Προσωρινή Διοίκηση. Υιοθετούµε πέρα για πέρα την πολιτική γραµµή που αυτή χάραξε για την υπεράσπιση των ζωτικών συµφερόντων του ελληνικού λαού και την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της χώρας µας».

Αντίθετα, η Παλιά ΚΕ καταγγέλλει το Γράµµα ως πλαστό, επιµένει στη θέση ότι ο πόλεµος είναι ιµπεριαλιστικός και εξακολουθεί να υποστηρίζει την ανατροπή του Μεταξά. Ο Πλουµπίδης αρθρογραφεί στον παράνοµο «Ριζοσπάστη», δηλώνοντας ενυπόγραφα ότι το Γράµµα είναι κατασκευή του Μανιαδάκη και ότι όσοι το ακολουθήσουν, «παίρνουν λαθεµένη πορεία, προς τα δεξιά». Ανάλογη στάση κρατούν οι εξόριστοι στη Φολέγανδρο (Στ. Αναστασιάδης), στην Ανάφη, ενώ ο Θαν. Χατζής, από το Μακεδονικό Γραφείο, έγραφε στην αναφορά του:

«Χάος επικρατούσε στις γραµµές των κοµµουνιστών. Δεν υπήρχε ούτε ένας που να υποστήριζε στο σύνολο κι ανεπιφύλακτα το γράµµα του Ν. Ζαχαριάδη. Όσοι δεν γνώριζαν το γραφικό χαρακτήρα του, υποστήριζαν πως όλο είναι πλαστό…».

Ακόµα και έξω από τις γραµµές του κόµµατος το Γράµµα δεν ήταν πειστικό. Όταν ο Σαράφης κλήθηκε να πολεµήσει στο αλβανικό µέτωπο, έθεσε ως προϋπόθεση την προηγούµενη ανατροπή της κυβέρνησης Μεταξά!

Μπροστά σε αυτές τις επιπτώσεις, ο Ν. Ζαχαριάδης φρόντισε γρήγορα να αναδιπλωθεί. Στο δεύτερο και στο τρίτο γράµµα του (που µετά το ’50 οδηγήθηκαν στην αφάνεια…) αλλάζει γραµµή και για τον πόλεµο και για τον Μεταξά. Φροντίζει µάλιστα να δηλώσει ότι το πρώτο γράµµα, «αν διαβαστεί από µόνο του», τότε καταντά ένα σοσιαλσοβινιστικό κείµενο που µπορεί να… λερώσει την τιµή του ΚΚΕ!

Όσοι επιµένουν στη θέση ότι ένα µεγάλο µαζικό κίνηµα χτίστηκε στη βάση αυτού του σαθρού ντοκουµέντου, υποστηρίζουν µια λαθεµένη στρατηγική επιλογή και υιοθετούν µια αντι-ιστορική, µια σχεδόν µεταφυσική, ερµηνεία για τα θεµέλια του ΕΑΜ.

Η στροφή σήµερα του ΚΚΕ σε αυτή την υπόθεση, αντικειµενικά βοηθάει να σπάσουν τα δεξιόστροφα στερεότυπα, που εµπεδώθηκαν µέσα στον κόσµο της Αριστεράς κατά τις ανώµαλες συνθήκες της δεκαετίας του ’50, όταν η κρατική καταστολή εδώ εµπόδιζε κάθε αυθεντική ιστορική συζήτηση, ενώ στο εσωτερικό του ΚΚΕ το φαινόµενο που ονοµάστηκε (λαθεµένα και περιοριστικά κατά τη γνώµη µου…) «προσωπολατρεία», µπορούσε να διαστρεβλώσει τα πάντα…

Πώς χτίστηκε το ΕΑΜ;

Η είσοδος των Ναζί στην Αθήνα, τον Απρίλη του ’41, βρίσκει το ΚΚΕ σε κατάσταση µεγάλης αδυναµίας: Με ελάχιστες οργανωµένες δυνάµεις, µε το κληρονοµηµένο πρόβληµα της διάβρωσης από το µηχανισµό του Μεταξά, µε µεγάλα προβλήµατα πολιτικού προσανατολισµού ως προς τα κεντρικά καθήκοντα της συγκυρίας, µε µεγάλα προβλήµατα καχυποψίας µεταξύ των ηγετικών στελεχών που θα έπρεπε να πάρουν τις κεντρικές πρωτοβουλίες.

Η κατάσταση αυτή θα παραταθεί, τουλάχιστον, ως τα τέλη του ’41. Χαρακτηριστικό αυτής της αδυναµίας είναι το γεγονός ότι στην περίοδο αυτή τα καθήκοντα του Γραµµατέα της ΚΕ αναλαµβάνει, µε υπόδειξη του µηχανισµού της Ακροναυπλίας, ο Α. Τσίπας. Κατά τον Θ. Χατζή, ποτέ άλλοτε στην ιστορία του ΚΚΕ δεν υπήρξε τόσο µεγάλη αντίφαση ανάµεσα στην κρισιµότητα των καθηκόντων και τις αδυναµίες του προσώπου που τα αναλάµβανε.[4]

Η άποψη ότι ένα κόµµα που βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση –και µάλιστα µε βάση µια «γραµµή» που δεν ήταν ενιαία ακόµα και στο εσωτερικό της υπό συγκρότηση ηγετικής οµάδας– έχτισε ένα κολοσσιαίο µαζικό κίνηµα, δείχνει ελάχιστο σεβασµό στην ιστορία του κινήµατος, αναποδογυρίζει τα ιστορικά δεδοµένα, βάζοντας τα πόδια απάνω και το κεφάλι κάτω.

Αντίθετα, τόσο µέσα από τα ιστορικά στοιχεία, όσο και µέσα από τις «αναµνήσεις» των αγωνιστών της εποχής, προκύπτει αβίαστα η εικόνα ότι η κίνηση των πρωτοπόρων στοιχείων αρχικά και των µεγάλων τµηµάτων των λαϊκών µαζών στη συνέχεια, µια κίνηση µαζική που πυροδοτείται από τον άµεσο κίνδυνο της πείνας, αλλά, στην ουσία, συνιστά γενικευµένη παρέµβαση του κόσµου µπροστά στα προβλήµατα µιας πρωτοφανούς εθνικής/κοινωνικής κρίσης, ήταν η κινητήρια δύναµη που έχτισε το κίνηµα της περιόδου της Αντίστασης. Το ξέσπασµα αυτού του κινήµατος έδωσε τη δυνατότητα στο ΚΚΕ να ανασυγκροτηθεί και να µαζικοποιηθεί και όχι το αντίστροφο.

Στις συνθήκες της πρώιµης κατοχής εµφανίζονται συχνά κάποια «στελέχη» της φυσικής πρωτοπορίας του πληθυσµού, συνήθως φαντάροι που γυρνούν εξαγριωµένοι και ριζοσπαστικοποιηµένοι από το µέτωπο, που δηλώνουν στους συντοπίτες τους ότι είναι «εκπρόσωποι» του ΚΚΕ (ακόµα και της ηγεσίας του), και αρχίζουν να παίρνουν πρωτοβουλίες οργάνωσης της αντίστασης. Χαρακτηριστικό γεγονός των διαστάσεων που µπορούσε να πάρει η δράση αυτών των «ασύντακτων» στοιχείων είναι το ξέσπασµα της πρόωρης εξέγερσης στη Δράµα (Σεπτέµβρη του ’41) που πνίγηκε στο αίµα από το βουλγαρικό στρατό κατοχής.[5]

Η γενίκευση της κίνησης του πληθυσµού προς την αντίσταση είχε δύο κεντρικούς πυλώνες:

α) Τη δράση της εργατικής τάξης µέσα στις πόλεις, µε τα «κλασικά» όπλα του εργατικού κινήµατος –την απεργία, τη γενική απεργία, τη διαδήλωση και τα µεγάλα κεντρικοποιηµένα συλλαλητήρια– που χρησιµοποιήθηκαν µε σθένος, παρά το µεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, ενάντια σε έναν πάνοπλο αντίπαλο. Το γεγονός ότι οι εργάτες στις πόλεις αντιµετώπισαν µε αυτόν τον τρόπο τον κίνδυνο της πείνας και της επιστράτευσης, είχε τεράστια πολιτική σηµασία. Καθόριζε την κοινωνική ραχοκοκαλιά, τον κοινωνικό χαρακτήρα της αντίστασης. Και ταυτόχρονα δηµιουργούσε µια ολόκληρη «γενιά» αγωνιστών, µια νέα γενιά πολιτικών στελεχών, που θα µπορούσαν στη συνέχεια να στελεχώσουν το ευρύτερο κίνηµα που ξέσπαγε.

Το γεγονός ότι οι πόλεις αντιµετώπισαν έτσι τους κινδύνους της κατοχής, ήταν ένα σάλπισµα που γινόταν ιδιαίτερα αντιληπτό στην ύπαιθρο.

β) Την ορµητική είσοδο των αγροτών στον αγώνα. Ο Θοδωρής Κουτσουµπός, στο καλό βιβλίο του για το 1941-1945, δίνει τον τίτλο: «Πόλεµος των χωρικών και κοινωνική επανάσταση», εξηγώντας µέσα από το σχήµα του «πολέµου των χωρικών» τη µαζική βάση του ένοπλου αγώνα στο πρώτο Αντάρτικο.

Η καθυστέρηση της αγροτικής µεταρρύθµισης στον ελληνικό καπιταλισµό είχε ως άµεση συνέπεια ότι η ύπαιθρος δεν εξαιρούνταν από τον κίνδυνο της πείνας. Η αντίσταση στις διαταγές για συγκέντρωση της σοδειάς, η αντίσταση στη βαριά φορολόγηση της σοδειάς για να τραφεί ο στρατός κατοχής, η αντίσταση στις λεηλασίες από τους ντόπιους συνεργάτες των κατακτητών και τους µαυραγορίτες, γίνονται οι σκληρές κοινωνικές αιτίες που στηρίζουν το ξεκίνηµα της ένοπλης αντίστασης στην ύπαιθρο.

Ο κατάλογος των εν δράσει ανταρτοοµάδων, πριν ο Άρης βγει στο βουνό και πολύ πριν το ΚΚΕ υιοθετήσει αυτή τη µορφή αγώνα, είναι κυριολεκτικά εκπληκτικός για τις συνθήκες µιας κατεχόµενης χώρας.[6]

Ο Θ. Κουτσουµπός σωστά σηµειώνει ότι οι οµάδες αυτές θα µπορούσαν να εκτραπούν σε άλλες πορείες, ακόµα και να γίνουν µάστιγα για τα χωριά. Η τιµή που ανήκει στον Άρη και στα στελέχη του πρώιµου ΕΛΑΣ είναι ότι όχι µόνο συνένωσαν αυτές τις µάχιµες οµάδες, αλλά τις συνένωσαν πάνω στη συγκεκριµένη κοινωνική κατεύθυνση, που έκανε το αντάρτικο να αναγνωριστεί από τους χωρικούς σαν πολύτιµη δύναµη υπεράσπισης και απελευθέρωσής τους. Δεν είναι τυχαίο ότι στο βουνό ή στον κάµπο, σε όλη τη διάρκεια του πρώτου αντάρτικου, ο ΕΛΑΣ κολυµπά σαν το ψάρι «µέσα στο νερό», που δηµιουργεί γύρω του η ενεργός υποστήριξη των αγροτών.

Η είσοδος του χωριού στον αγώνα είχε, µε τη σειρά της, τεράστιες πολιτικές συνέπειες. Οι γυναίκες κάνουν ένα ιστορικό άλµα, ξεπερνώντας σε ελάχιστο χρόνο την συντηρητική αγροτική ή κτηνοτροφική παράδοση, βγαίνουν από τα δεσµά του νοικοκυριού και της οικογένειας και αναλαµβάνουν πρωταγωνιστικούς ρόλους στην οργάνωση της κοινωνίας και του αγώνα. Η ριζοσπαστικοποίηση των µαζών αποκρυσταλλώνεται σε νέες µορφές οργάνωσης –τις Λαϊκές Επιτροπές και τις Λαϊκές Συνελεύσεις– που παίρνουν στα χέρια τους όλο και περισσότερα καθήκοντα, υποκαθιστώντας τον παλιό κρατικό µηχανισµό, που βρίσκεται υπό κατάρρευση. Οι αντιλήψεις µε τις οποίες εκπληρώνονται αυτά τα βασικά καθήκοντα της νέας οργάνωσης της κοινωνίας, σταδιακά, αρχίζουν να παίρνουν τη µορφή της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης και της Λαϊκής Δικαιοσύνης. (βλ. Χρήστος Τυροβούζης, «Αυτοδιοίκηση και Λαϊκή Δικαιοσύνη», εκδόσεις Προσκήνιο).

Στην περίοδο της ανάπτυξης της Αντίστασης τίθενται στο στόχαστρο της λαϊκής δράσης ορισµένα από τα «ιερά και όσια» του αστισµού, όπως η οικογένεια και η ιδιοκτησία: Τα διαζύγια και γενικότερα οι οικογενειακές διαφορές/συγκρούσεις αρχίζουν να κρίνονται στη Συνέλευση του χωριού, υπό το άγρυπνο µάτι της απελευθερωµένης κι απελευθερωτικής συµµετοχής των γυναικών. Οι αγρότες, για να αντιµετωπίσουν την πείνα, βάζουν χέρι στα τσιφλίκια και στα µοναστηριακά κτήµατα, προβάλλοντας το ιστορικό αίτηµα του αγροτικού κινήµατος: Η γη ανήκει σε αυτούς που τη δουλεύουν![7] Στις πόλεις, οι εργάτες και οι φτωχοί, πέρα από την οργανωµένη διεκδίκηση αυξήσεων στο µισθό και στο δελτίο τροφίµων, για να αντιµετωπίσουν την πείνα, υποχρεώνονται να καταφύγουν συχνά στη λεηλασία των αποθηκών τροφίµων και των µαγαζιών των µαυραγοριτών.

Η ανάπτυξη αυτού του µεγάλου κινήµατος, µε ρυθµούς ταχύτερους από κάθε άλλη χώρα στην Ευρώπη (µε µοναδική εξαίρεση, ίσως, τη Γιουγκοσλαβία), έβαζε επιτακτικά το ζήτηµα της πολιτικής συγκρότησης κι εκπροσώπησής του.

Αυτό απαντήθηκε µε την ταχύτατη ανάπτυξη του ΚΚΕ. Οι αδυναµίες του «ισοφαρίζονταν» από τη διαλυτική κρίση όλων των άλλων υποψήφιων να παίξουν αυτό το ρόλο. Στα δεξιά του ΚΚΕ, τα παλιά αστικά κόµµατα έµειναν παράλυτα µέχρι να «φανεί το φως» για την κατάληξη του πολέµου. Στα αριστερά του (µε την εξαίρεση των µικρών τροτσκιστικών οµάδων, για τις οποίες θα αναφερθώ παρακάτω) δεν υπήρχε τίποτα. Αυτό είναι επίσης ένα τµήµα των εξελίξεων στις δεκαετίες του ’20 και του ’30, ενώ µόνο όποιος δεν έχει καθόλου αίσθηση του βάρους της ιστορίας µπορεί να θέτει το ερώτηµα γιατί στην Ελλάδα (ή και στη Γαλλία, την Ιταλία κ.ο.κ.) δεν υπήρξε µαζική οργανωτική εναλλακτική πέρα από τα ΚΚ.

Όµως έχει σηµασία να επιµείνουµε στην αντίφαση ανάµεσα στον πολιτικό ρόλο που οι µάζες ανέθεταν στο ΚΚΕ και στην πολιτική γραµµή που επικρατούσε στο εσωτερικό της ηγεσίας του.

Τη γραµµή αυτή περιγράφει αναλυτικά ο Δηµ. Γληνός στη «διακηρυκτική» µπροσούρα του «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ». Σε όσους επιµένουν στην άποψη ότι µε αυτήν «τέθηκαν τα θεµέλια της αντίστασης», να θυµίσουµε ότι τυπώθηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβρη του 1942 (όταν το κίνηµα στις πόλεις και στα βουνά ήταν ήδη µια συγκλονιστική πραγµατικότητα) και κυκλοφόρησε σε περίπου 5.000 αντίτυπα (Χατζής).

Όµως είναι φανερό ότι η πολιτική που περιγράφει ο Γληνός είχε γίνει µέχρι το τέλος του ’42 κυρίαρχη στο εσωτερικό της ηγεσίας του ΚΚΕ και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συνέχεια. Τα βασικά της στοιχεία ήταν: α) Η εκτίµηση ότι ο αγώνας είναι εθνικοαπελευθερωτικός. β) Ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνει «παλλαϊκός», µε τη συµµετοχή της αστικής τάξης και των κοµµάτων της. γ) Η πεποίθηση ότι η ταξική πάλη αναστέλλεται µέχρι το τέλος του πολέµου. δ)) Το «έπαθλο» για τις λαϊκές µάζες θα διεκδικηθεί «µετά», αφού θα έχει προηγηθεί η επίτευξη του στόχου της εθνικής απελευθέρωσης και το έπαθλο θα πάρει τη µορφή µιας κάποιας «λαϊκής δηµοκρατίας».

Σήµερα γνωρίζουµε ότι καµιά από αυτές τις προβλέψεις δεν ήταν σωστή. Το ΚΚΕ υπογραµµίζει –και σωστά– ότι στην περίοδο της κατοχής η ταξική πάλη όχι µόνο δεν ανεστάλη, αλλά «έφτασε σε παροξυσµό». Ως εκ τούτου τα εθνικοαπελευθερωτικά καθήκοντα υπήρξαν άρρηκτα δεµένα µε τα ταξικά. Γι’ αυτό άλλωστε η αστική τάξη και τα κόµµατά της δεν πήραν µέρος στον «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα».[8] Αντίθετα, ο αστικός κόσµος διασπάστηκε: Ένα τµήµα «δραπέτευσε» στο εξωτερικό (Λονδίνο και Μέση Ανατολή), ένα τµήµα συνεργάστηκε αρµονικά µε τους Ναζί, ένα τµήµα «λούφαξε» και συνοµιλούσε µε το ΚΚΕ, φροντίζοντας κυρίως να επηρεάζει τη γραµµή του, µε το µάτι πάντα στις µεταπολεµικές εξελίξεις. Κυρίως, όµως, γνωρίζουµε ότι η αστική τάξη και οι Σύµµαχοι δεν αποδέχθηκαν ποτέ το διαχωρισµό µε το «µετά»: Αντιµετώπισαν τις εξελίξεις του πολέµου και της κατοχής µε αποφασιστικό κριτήριο να χτίσουν τις προϋποθέσεις για τη συντριβή του εργατικού και του λαϊκού κινήµατος µετά το τέλος του πολέµου. Αυτό το καθαρό ταξικό κριτήριο των ντόπιων καπιταλιστών και των Συµµάχων ήταν αυτό που έλλειψε από τη στρατηγική του ΚΚΕ.

Γνώµη µου είναι ότι η πολιτική που περιγράφει ο Γληνός, ενώ δεν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην περίοδο της ανάπτυξης του κινήµατος της αντίστασης, υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας που ερµηνεύει την ήττα.

Πώς ηττήθηκε το ΕΑΜ;

Συχνά ακούγεται ο ισχυρισµός, συνήθως από τους συντρόφους που υποστηρίζουν µια «πατριωτική» γραµµή µέσα στην Αριστερά, ότι «υπάρχει σχέση ανάµεσα στο εθνικό και στο ταξικό», ισχυρισµός που συνήθως συνοδεύεται από µια οµιχλώδη αναφορά στα γραπτά του Λένιν για την Παρισινή Κοµµούνα.

Αν αυτό ήταν αρκετό, θα µπορούσαµε να δεχθούµε ως αυτονόητο αυτόν τον ισχυρισµό. Πράγµατι κάθε µεγάλη επαναστατική κρίση είναι συνήθως η σύνθεση µιας βαθιάς κοινωνικής κρίσης µε µια εθνική κρίση που προκαλείται από πολέµους ή άλλες καταστροφές. Αυτό ήταν αλήθεια στην Κοµµούνα, στη Ρωσία του ’17 κ.ο.κ.

Όµως το ερώτηµα δεν είναι το αν υπάρχει σχέση µεταξύ εθνικού και ταξικού, αλλά το ποια είναι η σχέση ανάµεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία. Ο Λένιν έγραφε για την Παρισινή Κοµµούνα:

«Εξεγειρόµενο ενάντια στο παλιό καθεστώς, το προλεταριάτο αναλάµβανε δύο καθήκοντα, το ένα εθνικό, το άλλο κοινωνικό: την απελευθέρωση της Γαλλίας από τη γερµανική εισβολή και τη σοσιαλιστική απελευθέρωση του προλεταριάτου από το ζυγό του καπιταλισµού. Η συνένωση αυτών των δύο καθηκόντων αποτελεί το πιο πρωτότυπο χαρακτηριστικό της Κοµµούνας».

Ακριβώς επειδή «η συνένωση αυτών των δύο καθηκόντων» είναι η απάντηση της Κοµµούνας, οι κοµµουνάροι δεν επιδίωξαν την εθνική ενότητα µε τους Βερσαγιέζους για να αντιµετωπίσουν τους Πρώσους, και δεν ανέστειλαν για «µετά» τα καθήκοντα σοσιαλιστικής απελευθέρωσης του προλεταριάτου από το ζυγό του καπιταλισµού. Αντίστοιχα, η γαλλική αστική τάξη δεν σκέφτηκε ποτέ το ενδεχόµενο να συµµετάσχει σε «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα» µαζί µε τους κοµµουνάρους, αλλά συνεργάστηκε µε τους Πρώσους για να κατασφάξει την Κοµµούνα.

Αν αυτό το µάθηµα µας το κληροδότησε η Κοµµούνα µε αρνητικό τρόπο, µέσα από την αιµατηρή ήττα της, λίγο αργότερα η Ρώσικη Επανάσταση µας το έδωσε µε τον θετικό, µε τον νικηφόρο τρόπο: η εθνική κρίση που προκαλούσε ο Α΄ Παγκόσµιος Πόλεµος και η κατάρρευση του τσαρισµού, δεν αντιµετωπίστηκε από τους Μπολσεβίκους µέσω της «ενότητας» µε τους δηµοκράτες αστούς, αλλά µε το σύνθηµα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!» και την εξέγερση του Οκτώβρη.

Η Ελλάδα του 1941-1945 είναι ένα τρανταχτό παράδειγµα για το πόσο ακριβά µπορεί να πληρωθεί µια πολιτική που επιχειρεί να διαχωρίσει, αντί για να συνενώσει, τα «εθνικά» από τα «ταξικά» καθήκοντα, µέσα σε µια επαναστατική διαδικασία που από τη φύση της είναι µια ενιαία διαδικασία.

Είναι κοινός τόπος, ακόµα και για τους πιο άπειρους αγωνιστές-στριες, η θέση ότι το µεγάλο κίνηµα της Αντίστασης, αυτή η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, οδηγήθηκε σε µια, επιφανειακά, ανεξήγητη αλυσίδα από «γκάφες» ή «προδοσίες»: η συµφωνία στο Λίβανο, η αποκήρυξη του κινήµατος στη Μέση Ανατολή, η συµφωνία στην Καζέρτα, η αποφυγή της κατάληψης της Αθήνας, η υποδοχή των στρατευµάτων του Σκόµπι ως απελευθερωτών, η αυτοκτονική στρατιωτική τακτική στο Δεκέµβρη, η Βάρκιζα, η διαγραφή και η εγκληµατική αποµόνωση του Άρη, είναι «λάθη» που στοίχειωσαν στις ψυχές των µανάδων και των πατεράδων µας.

Σε αυτή τη λίστα θα προσθέσω δύο ακόµα «σηµεία» που, κατά τη γνώµη µου, έχουν µεγάλη σηµασία, αν και έχουν υποτιµηθεί στη δηµόσια συζήτηση:

1) Στα τέλη του ’43 και τις αρχές του ’44, την περίοδο που ο αγώνας µπαίνει στην αποφασιστική καµπή προς τις µεταπολεµικές εξελίξεις, την περίοδο όπου το ΚΚΕ έχει ήδη συγκροτήσει στις γραµµές του µια µεγάλη λαϊκή δύναµη, η ηγεσία του ΚΚΕ αποφασίζει να στρέψει τη δύναµη του κόµµατος όχι προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των ριζοσπαστικών λαϊκών οργανώσεων, αλλά προς την πίεση µέσα σε αυτές για µια πιο συντηρητική «εθνικοενωτική» πολιτική. Το ΠΓ του ΚΚΕ στέλνει «εγκύκλιο» προς τις κοµµατικές οργανώσεις, µε την οποία απαιτεί «να αποφεύγουν την καταπάτηση θεσµών, που πρέπει να παραµείνουν σεβαστοί» και συνιστά ιδιαίτερη προσοχή στις σχέσεις µε την εκκλησία. Σε πολλά χωριά και κωµοπόλεις επανέρχονται οι παλιοί «εκλεγµένοι» (επί Μεταξά!) αυτοδιοικητικοί «άρχοντες». Ο Κώδικας της Λαϊκής Δικαιοσύνης υφίσταται σοβαρές τροποποιήσεις σε συντηρητική κατεύθυνση (Τυροβούζης). Η 10η Ολοµέλεια της ΚΕ (Γενάρης 1944) υπογραµµίζει την αντίθεσή της: «στα αριστερά λάθη, που φάνηκαν σαν αποτέλεσµα της πρωτοβουλίας των εχθρών, µε διαθέσεις για αντιαγγλική πολεµική [σσ: !], για εχτίµηση του ΕΛΑΣ σαν µελλοντικού στρατού [σσ: !!] και σοβαρά στραπατσαρίσµατα της πολιτικής γραµµής του κόµµατος, ιδίως στην ελεύθερη Ελλάδα, όπου εχθρικά στοιχεία ζήτησαν να ικανοποιήσουν ατοµικά συµφέροντα σε βάρος του λαού…».

Το τελευταίο µέρος αυτής της φοβερής φράσης («εχθρικά στοιχεία») αφορά σε µεγάλο βαθµό εκείνο το τµήµα του κινήµατος (συµπεριλαµβανοµένων στελεχών και οργανώσεων του ΚΚΕ) που σε πολλές περιοχές στήριζε τις απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών και των µοναστηριακών κτηµάτων, πρακτική ενάντια στην οποία το ΚΚΕ πήρε πολιτικά, αλλά και οργανωτικά µέτρα. Με τη συγκρότηση της «Κυβέρνησης του Βουνού», της ΠΕΕΑ, οι πρακτικές αυτές τέθηκαν τελικά «εκτός νόµου»:

«Η Πράξη 12 της ΠΕΕΑ, που αναφερόταν στις διατάξεις για τη Λαϊκή Δικαιοσύνη ξανάφερνε σε ισχύ το πριν την κατοχή ιδιωτικό και ποινικό Δίκαιο. Περιοριζόταν η δικαιοδοσία των Λαϊκών Δικαστηρίων. Δεν θα µπορούσαν να δικάζουν, προς το παρόν, υποθέσεις κληρονοµικές, κυριότητας [σσ: δηλαδή ιδιοκτησίας, που ήταν το βασικό «αίτηµα» των γαιοκτηµόνων], διαζυγίου και ακύρωσης γάµου [σσ: που ήταν το βασικό «αίτηµα» της Εκκλησίας]». (Χατζής)

Αυτή η υποχώρηση είχε σηµαντικές πολιτικές συνέπειες: στο τέλος του πολέµου οι αγρότες διαπίστωσαν ότι οι µεγάλες θυσίες τους στην περίοδο της αντίστασης, έµειναν χωρίς υλικό αντίκρισµα στη βελτίωση της ζωής τους. Η παραµονή της γης στην κυριότητα των µεγαλοκτηµατιών και των µοναστηριών (µε τη «βούλα» της ΠΕΕΑ, δηλαδή του ΚΚΕ) είναι η βάση που ερµηνεύει τη διαφορετική στάση της αγροτιάς στο Δεύτερο Αντάρτικο.

2) Είναι φυσιολογικό η προσοχή, ιδίως των νέων αγωνιστών-στριών, να στρέφεται κυρίως στα «ένδοξα» γεγονότα, στις µεγάλες µάχες, στα στρατιωτικά ζητήµατα κ.ο.κ. Όµως για την έκβαση των επαναστάσεων η πολιτική γραµµή έχει καθοριστική σηµασία. Και ένα ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό γεγονός για την πραγµατική πολιτική του ΚΚΕ είναι η συµµετοχή στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, υπό τον Γ. Παπανδρέου, στις µέρες της «σιδερένιας πραγµατικότητας της απελευθέρωσης». (Το βιβλίο του Δηµ. Μαριόλη «Η αδύνατη ταξική ανακωχή», για την πολιτική του ΕΑΜ στα υπουργεία Οικονοµικών, Εργασίας και στα συνδικάτα µέχρι τα Δεκεµβριανά, από τις εκδόσεις ΚΨΜ, αποτελεί ένα αναντικατάστατο διάβασµα).

Η ντόπια κυρίαρχη τάξη και οι Εγγλέζοι όχι απλώς δέχτηκαν, αλλά τράβηξαν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ µέσα στην κυβέρνηση Παπανδρέου, που ως αποστολή είχε την «εθνική ανασυγκρότηση». Το ΕΑΜ ανέλαβε τα υπουργεία Οικονοµικών (Σβώλος), Γεωργίας (Ζέβγος), Εργασίας (Πορφυρογένης), Δηµοσίων Έργων (Ασκούτσης) και τη θέση του υφυπουργού Οικονοµικών (Αγγελόπουλος), ενώ νωρίτερα του είχε ανατεθεί ο έλεγχος της διοίκησης της ΓΣΕΕ. Ουσιαστικά «ελέγχει» το σύνολο των οικονοµικών και παραγωγικών υπουργείων και τα συνδικάτα.

Τι έκαναν οι Εαµικοί υπουργοί µέσα σε αυτή την κυβέρνηση «ανασυγκρότησης»; Με τη σηµερινή πολιτική γλώσσα, η απάντηση είναι µονολεκτική. Μνηµόνιο: Μειώσεις µισθών (Μπαρτζώτας: «Τραγική ειρωνία! Οι εργάτες σήµερα πληρώνονται λιγότερο απ’ ό,τι επί Γερµανών»!), απολύσεις «πλεοναζόντων» δηµοσίων υπαλλήλων, κίνητρα στους βιοµήχανους για να βάλουν, τάχα, «µπροστά την παραγωγή», απίστευτη ρεµούλα µε τους πόρους της διεθνούς βοήθειας. Το χειρότερο όµως ήταν ότι οι Εαµικοί υπουργοί ανέχτηκαν τη νοµισµατική µεταρρύθµιση του Ζολώτα, µέσω της οποίας εξαερώθηκαν οι λαϊκές αποταµιεύσεις, αλλά και τα προπολεµικά χρέη των καπιταλιστών. Σε ελάχιστο χρονικό διάστηµα αυτή η πολιτική εξαπέλυσε έναν απίστευτο υπερπληθωρισµό, «µε αποτέλεσµα να εξανεµίζονται οι µισθοί και να απλώνεται επικίνδυνα το φάσµα της πείνας πάνω από τις µεγάλες πόλεις» (Μαριόλης).

Η ντόπια κυρίαρχη τάξη και οι πολύπειροι Εγγλέζοι, πριν φτάσουν στη στρατιωτική λύση, φρόντιζαν να εκθέσουν το ΚΚΕ µέσα στο σκληρό πυρήνα της κοινωνικής επιρροής του, µέσα στην εργατική τάξη και τους φτωχούς των πόλεων:

«Οι πιο σηµαντικές και µαζικές αντιδράσεις στην οικονοµική πολιτική των Εαµικών υπουργών προήλθαν από την εργατική και λαϊκή βάση του ΕΑΜ… Οι κοινωνικές συµµαχίες της κατοχικής περιόδου κλονίζονται, τα µεσαία και µικροαστικά στρώµατα ταλαντεύονται, αναζητώντας πολιτικές λύσεις και στηρίζοντας την πολιτική επιλογή της εθνικής ενότητας, ενώ η εργατική τάξη… βλέπει τις πολιτικές και κοινωνικές προσδοκίες της να διαψεύδονται…» (Μαριόλης).

Το ΚΚΕ σήµερα υποδεικνύει ότι σε αυτή την απαράδεκτη πολιτική επιλογή, το τότε ΚΚΕ δεν ήταν µόνο. Παρά τη διάλυση της Κοµιντέρν, το «διεθνές κέντρο» της Μόσχας είχε τη δυνατότητα να στρέψει πολλά Κοµουνιστικά Κόµµατα προς τη συµµετοχή στις αστικές κυβερνήσεις «ανασυγκρότησης» του καπιταλισµού, µε κορυφαία παραδείγµατα το Γαλλικό και το Ιταλικό ΚΚ. Η στρατηγική της «ειρηνικής συνύπαρξης» στη βάση του σεβασµού των συµφωνιών της Γιάλτας και η πολιτική του «κοινοβουλευτικού δρόµου» (τάχα) προς τον σοσιαλισµό είχαν τεθεί σε εφαρµογή πολλά-πολλά χρόνια πριν το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ.

Όµως στην Ελλάδα το µέγεθος του κινήµατος ήταν τόσο σηµαντικό, που δεν άφηνε τους καπιταλιστές και τους Συµµάχους να ησυχάσουν µε την προοπτική ενός κοινοβουλευτικού εκφυλισµού του. Η τελική λύση του δράµατος θα δινόταν µε τον στρατιωτικό-πολεµικό τρόπο.

Δεν υπάρχει λόγος να επιµείνουµε στην ανάλυση των Συµφωνιών που σηµατοδοτούν το δρόµο προς την ήττα του κινήµατος της Αντίστασης (Λίβανος, Καζέρτα, Βάρκιζα). Έχουν καταγραφεί στη συνείδηση του κόσµου της Αριστεράς ως καταστροφικά λάθη. Αυτό που αξίζει να αναζητήσουµε είναι το κόκκινο νήµα που συνδέει και εξηγεί τα λάθη της ηγεσίας του ΚΚΕ. Κατά τη γνώµη µου, το συνθέτουν τρία βασικά στοιχεία:

α) Η εµπέδωση της ρεφορµιστικής στρατηγικής των σταδίων στην πολιτική του ΚΚΕ από το 1934 και µετά. Αυτή η στρατηγική εκφράστηκε στα 1941-1945 µε την αυταπάτη ότι είναι δυνατόν να διαχωριστεί ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας από την ταξική πάλη, µε την υποτίµηση του ζητήµατος της εξουσίας, µε τη ροπή προς τις πολιτικές εθνικής ενότητας.

β) Αυτή η µεταρρυθµιστική εθνικοενωτική στρατηγική, όµως, ξεδιπλωνόταν σε συνθήκες παγκοσµίου πολέµου, όπου η αστική τάξη της χώρας είχε επιλέξει «στρατόπεδο», αυτό των Αγγλοαµερικάνων. Το ΚΚΕ, υποχωρώντας από την εκτίµηση του πολέµου ως ιµπεριαλιστικού, υποχωρώντας από τη θέση της αδιαπραγµάτευτης ανεξαρτησίας του κινήµατος απέναντι και στα δύο ιµπεριαλιστικά στρατόπεδα, έµπαινε στην επιρροή ενός πανίσχυρου µαγνήτη που το έλκυε προς φιλοαγγλική πολιτική και στην υποτίµηση του κινδύνου της µεταπολεµικής επέµβασης του εγγλέζικου ιµπεριαλισµού στην Ελλάδα. Μόνο έτσι µπορούν να εξηγηθούν τα «λάθη» του Λιβάνου και της Καζέρτας, η ένταξη του ΕΛΑΣ υπό την καθοδήγηση του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, η αποδοχή και η υποδοχή του Σκόµπι, αλλά και η κατασταλτική αντιµετώπιση του Πολιτικού Γραφείου απέναντι στις προειδοποιήσεις όχι µόνο των καπεταναίων, αλλά και των στρατιωτικών στελεχών της ΚΕ που (από το 1943!) ζητούσαν να διακοπεί η σχέση µε τη Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή στο Βουνό.

γ) Είναι αδύνατον να γίνει κατανοητή όλη αυτή η ιστορία, αν δεν συνυπολογιστεί η κατεύθυνση που έδινε η ΕΣΣΔ.

Για δεκαετίες γινόταν προσπάθεια να συγκαλυφθεί αυτός ο παράγοντας. Το ΚΚΕ παραδέχεται σήµερα, κυρίως, τις έµµεσες συνέπειες: τη σύγχυση που προκαλούσαν στα ΚΚ οι εναλλασσόµενες θέσεις των σοβιετικών και οι αλληλοσυγκρουόµενες οδηγίες της Κοµιντέρν. Όµως όποιος έχει αποκτήσει στοιχειώδη ιστορική αίσθηση για τις σχέσεις µεταξύ των ηγετικών οµάδων των ΚΚ και της Μόσχας, είναι αδύνατον να δεχθεί ότι το ΚΚΕ πήρε όλες αυτές τις κρίσιµες αποφάσεις χωρίς λεπτοµερέστερες οδηγίες.

Ο Δηµ. Βλαντάς, επί χρόνια στενός συνεργάτης του Ζαχαριάδη, γράφει στις αναµνήσεις του ότι η αντιπροσωπεία του ΚΚΕ στο Λίβανο πήρε από τη ρωσική πρεσβεία στο Κάιρο τις εξής κατευθύνσεις για τη συνέχεια: «α) Η συµφωνία του Λιβάνου ανταποκρίνεται προς τη σηµερινή κατάσταση πραγµάτων. β) Η στάση της αντιπροσωπείας σας ήταν σωστή. γ) Πρέπει να µπείτε στην κυβέρνηση, και δ) Να φροντίσετε να γίνει γνωστή η γνώµη αυτή στα βουνά» (Δηµ. Βλαντά, «Ο Ζαχαριάδης και οι συνεργάτες του», εκδόσεις Γλάρος). Πρόκειται για επιβεβαίωση της µαρτυρίας του Π. Ρούσου, µέλους του ΠΓ και της αντιπροσωπείας του ΚΚΕ στο Λίβανο, στο βιβλίο του «Η Μεγάλη Τετραετία».

Ο Θ. Χατζής περιγράφει αναλυτικά την κρίσιµη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ, που συγκλήθηκε τον Αύγουστο του ’44 για να εκτιµήσει τη συµφωνία του Λιβάνου, µε την αίσθηση ότι αυτή αποτελούσε σηµείο ιστορικής καµπής (ο Βλαντάς συνοψίζει το κλίµα µεταξύ των µελών της ΚΕ ως εξής: «Καταγγελία της συµφωνίας του Λιβάνου. Ανάκληση της αντιπροσωπείας µας. Μόλις αυτή γυρίσει στην Ελεύθερη Ελλάδα, να παραπεµφθεί σε ανταρτοδικείο»). Ο Χατζής σηµειώνει ότι η συνεδρίαση αυτή διακόπηκε από την άφιξη της Σοβιετικής Αποστολής (υπό το συνταγµατάρχη Ποπόφ), που ζήτησε συνάντηση µε το ΠΓ του ΚΚΕ. Η τελική απόφαση ήταν όχι µόνο να εγκριθεί η συµφωνία του Λιβάνου, αλλά και να βάλει το ΕΑΜ υπουργούς στην «εξόριστη» κυβέρνηση στο Κάιρο.

Κατά τη γνώµη µου, είναι βέβαια η παρέµβαση των σοβιετικών υπέρ της πολιτικής που τελικά ακολούθησε το ΚΚΕ. Και η παρέµβαση αυτή είχε ως µοναδικό κριτήριο τα διπλωµατικά συµφέροντα της ΕΣΣΔ, που ήδη βρισκόταν σε διαπραγµάτευση µε τους αγγλοαµερικάνους για τις ζώνες επιρροής στον µεταπολεµικό κόσµο. Με την άκοµψη γλώσσα του Βλαντά: «Ο Στάλιν µας έριξε στο αγγλικό σακί, κατά τα πειρατικά παζάρια του µε τον Τσόρτσιλ στην Τεχεράνη το 1943».[9]

Μετά τη συµφωνία της Βάρκιζας, εκδηλώθηκε η διαφωνία του Άρη. Στην ιστορική επιστολή του «προς τα µέλη της ΚΕ του ΚΚΕ» (24/3/45), ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ εµφανίζεται ενήµερος για το ζήτηµα αυτό, όπως και για τη σηµασία του:

«Μπορεί όπως µου παράγγειλε ρητά ο σ. Γιάννης [σσ: Ιωαννίδης] δια του Ζήση [σσ: Ζωγράφος] να υπάρχει “σαφής παραίνεση” των Ρώσων συντρόφων προς το ΚΚΕ για το κλείσιµο της συµφωνίας της Βάρκιζας. Όµως αυτό δεν αλλάζει τίποτα… Η διάσκεψη και η συµφωνία της Γιάλτας δεν πρέπει να έχετε καµιά αυταπάτη πως είναι δυνατό να επιδράσει σε τόσο µεγάλο βαθµό, ώστε να στρέψει το τιµόνι της χώρας που αφήσατε να κρατούν γερά στα χέρια τους οι Άγγλοι… Η Σοβιετική Ένωση θα µπορούσε να επέµβει “ενεργότερα”… αν εµείς –εσείς δηλαδή– ήσασταν ικανοί να δηµιουργήσετε στην Ελλάδα διαφορετική κατάσταση, ανάλογη περίπου µε της Γιουγκοσλαβίας και ίσως και καλύτερη, µε µια ορθή και συνεπή πολιτική και όχι γεµάτη “αριστερά” και δεξιά οπορτουνιστικά λάθη στα βασικότερα προβλήµατα της χώρας…». Αν διαβαστεί, πέρα από τις συµβατικότητες της κοµµατικής γλώσσας της εποχής, η επιστολή αυτή προτείνει στην ΚΕ του ΚΚΕ: α) Να αδιαφορήσει για τις «σαφείς παραινέσεις» των Ρώσων για υποταγή στο καθεστώς που δροµολογούσε η Βάρκιζα, και β) Να αδιαφορήσει για τα όρια της Γιάλτας, επιχειρώντας να τα σπάσει «µε µια κατάσταση ανάλογη µε της Γιουγκοσλαβίας και ίσως καλύτερη».

Ανάλογη θέση υποστήριξε, αργότερα, ο Ερνέστ Μαντέλ:

«Νοµίζω ότι οι επαναστάτες έπρεπε να προσπαθήσουν να κάνουν σε όλες τις κατεχόµενες χώρες ό,τι έκαναν οι Γιουγκοσλάβοι κοµµουνιστές στη Γιουγκοσλαβία –ασφαλώς µε καλύτερες µεθόδους και καλύτερα αποτελέσµατα, που να οδηγούν σε εργατική δηµοκρατία και εργατική εξουσία, που θα ασκείται απευθείας από εργατικά συµβούλια και όχι από ένα γραφειοκρατικοποιηµένο εργατικό κόµµα και µια προνοµιούχο γραφειοκρατία…». (Ερνέστ Μαντέλ, «Οι Τροτσκιστές και η Αντίσταση στον Δεύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο», παρατίθεται από την ιστοσελίδα E La Liberta).

Αυτή η επιλογή, της ρήξης µε τις οδηγίες που έρχονταν από το «διεθνές κέντρο», οδηγίες που ενίσχυαν την αδιέξοδη µεταρρυθµιστική γραµµή της δεκαετίας του ’30, έχοντας πλέον ως αποφασιστικό κριτήριο τη µοιρασιά του µεταπολεµικού κόσµου, δεν έγινε ποτέ από την ηγεσία του ΚΚΕ. Και ένα τεράστιο κίνηµα πήρε το δρόµο προς µια απρόσµενη βαριά ήττα.

Οι τροτσκιστικές οργανώσεις
και το κίνηµα της Αντίστασης

Η σκληρή δεκαετία του ’30 ήταν πολύ περισσότερο σκληρή για τους τροτσκιστές.

Είχαν να αντιµετωπίσουν τη «διπλή καταστολή». Από τη µια, τα χτυπήµατα του ταξικού εχθρού, γιατί, παρά το απίστευτο κύµα συκοφάντησής τους, παρέµειναν αφοσιωµένοι αγωνιστές-στριες του εργατικού κινήµατος και της σοσιαλιστικής επανάστασης. Από την άλλη, τα δολοφονικά χτυπήµατα του σταλινικού µηχανισµού που τους καταδίωξε συστηµατικά, µε αποκορύφωµα τη δολοφονία του ίδιου του Τρότσκι, στο Μεξικό, το 1940.

Όµως το πολιτικό πρόβληµα ήταν ακόµα σκληρότερο. Οι ήττες του διεθνούς κινήµατος (στη Γερµανία, την Ισπανία, τη Γαλλία κ.ο.κ.) έµοιαζαν να «επιβεβαιώνουν» τις λαµπρές κριτικές του Τρότσκι. Οι λιγότερο έµπειροι οπαδοί του αισθάνονταν ότι έρχεται η ώρα της αντεπίθεσης. Ο ίδιος ο Τρότσκι προειδοποιούσε ενάντια σε αυτές τις ψευδαισθήσεις: «Για τις µάζες, δεν υπάρχει χειρότερο δηλητήριο από τις ήττες…». Προσπάθησε να προετοιµάσει τις µικρές οργανώσεις που αναφέρονταν στις απόψεις του για µια παρατεταµένη πορεία «ενάντια στο ρεύµα». Είχε δίκιο.

Όµως η παρατεταµένη πορεία «ενάντια στο ρεύµα», ακόµα κι όταν είναι επιβεβληµένη, έχει τον κίνδυνο για σοβαρές παρενέργειες. Οι αποµονωµένες οµάδες αναπτύσσουν νοοτροπία «αίρεσης», δογµατισµό και αυτάρκεια, που συνήθως εκδηλώνονται µε την υπερ-αριστερή, σεχταριστική απόκλιση.

Πριν το ξέσπασµα του Πολέµου, το τροτσκιστικό ρεύµα διατρεχόταν από δυο «µεγάλες συζητήσεις»:

α) Σχετικά µε το χαρακτήρα του καθεστώτος στην ΕΣΣΔ. Η άποψη του Τρότσκι (που επιµένει στη θέση του «γραφειοκρατικά εκφυλισµένου εργατικού κράτους» και κατά συνέπεια στην υπεράσπιση της ΕΣΣΔ στο ενδεχόµενο ιµπεριαλιστικής επίθεσης εναντίον της) παρέµενε κυρίαρχη, αν και εντάθηκαν οι αµφισβητήσεις από τη σκοπιά της ανάλυσης του «κρατικού καπιταλισµού» (Σάχτµαν, Ντουναϊέφσκαγια, Σ.Λ.Ρ. Τζέιµς κ.ά.). β) Σχετικά µε τη δυνατότητα «ίδρυσης» µιας νέας Διεθνούς, της 4ης Διεθνούς, από το αδύναµο και αποµονωµένο δίκτυο των τροτσκιστικών οργανώσεων.

Η δολοφονία του Τρότσκι αφαίρεσε από αυτό το ήδη ασθενικό δίκτυο το µοναδικό «κέντρο» που είχε την πείρα και το κύρος για να τους προσανατολίζει. Και αυτό συµβαίνει την ώρα που ερχόταν η µεγάλη δοκιµασία του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου. Η νεοϊδρυµένη «4η Διεθνής» δεν µπόρεσε να καθοδηγήσει κατά τη διάρκεια του πολέµου τις ασθενικές οργανώσεις που εµφανίζονταν ως τµήµατά της.

Ο Β΄ Παγκόσµιος Πόλεµος σύµφωνα µε τις αναλύσεις του Τρότσκι ήταν µια «συνέχεια του Α΄ Παγκόσµιου Πολέµου». Όπως, όµως, τονίζει ο ίδιος ο Τρότσκι:

 «…συνέχεια δεν σηµαίνει επανάληψη. Συνέχεια σηµαίνει ανάπτυξη, βάθεµα, όξυνση. Η πολιτική µας… απέναντι στο δεύτερο παγκόσµιο ιµπεριαλιστικό πόλεµο είναι συνέχεια της πολιτικής που διαµορφώθηκε κατά τον τελευταίο ιµπεριαλιστικό πόλεµο, πρωταρχικά υπό την ηγεσία του Λένιν. Αλλά συνέχεια δεν σηµαίνει επανάληψη. Και σε αυτήν την περίπτωση επίσης σηµαίνει ανάπτυξη, βάθεµα, όξυνση…». (Τρότσκι, «Βοναπαρτισµός, Φασισµός και Πόλεµος», κείµενα 1939-1940).

Ποια ήταν τα βασικά διαφορετικά χαρακτηριστικά του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου, µέσα στη συνέχειά του µε τον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο;

Το πρώτο ήταν το ζήτηµα της κατοχής, το γεγονός ότι πολλές χώρες στην Ευρώπη βρέθηκαν κάτω από τη στρατιωτική κατοχή των δυνάµεων του Άξονα. Έθετε αυτό το ζήτηµα ειδικά καθήκοντα; Ο πιο «αρµόδιος» για την απάντηση είναι ο ίδιος ο Τρότσκι:

«Στις ηττηµένες χώρες, η θέση των µαζών θα επιδεινωθεί αµέσως στο έπακρο. Στην κοινωνική καταπίεση προστίθεται η εθνική καταπίεση, που το κύριο βάρος της θα κληθούν να σηκώσουν οι εργάτες. Από όλες τις µορφές δικτατορίας, η ολοκληρωτική δικτατορία ενός ξένου κατακτητή είναι η πιο ανυπόφορη.

Ταυτόχρονα, στο βαθµό που οι Ναζί θα προσπαθούν να χρησιµοποιήσουν τους φυσικούς πόρους και το βιοµηχανικό δυναµικό των ηττηµένων εθνών, οι ίδιοι οι Ναζί θα εξαρτώνται αναπόφευκτα από τους ντόπιους εργάτες. Μετά τη στρατιωτική νίκη αρχίζουν πάντα οι οικονοµικές δυσκολίες. Είναι αδύνατο να βάλουν έναν φαντάρο πλάι σε κάθε Πολωνό, Νορβηγό, Δανό, Ολλανδό, Βέλγο και Γάλλο εργάτη και αγρότη. Ο εθνικοσοσιαλισµός δεν έχει καµιά δυνατότητα για να µετατρέψει τους ηττηµένους λαούς από εχθρούς σε φίλους… Μπορεί να περιµένει κανείς µε βεβαιότητα τη γοργή µετατροπή όλων των κατακτηµένων χωρών σε πυριτιδαποθήκες…» (Τρότσκι, «Δεν θα αλλάξουµε πορεία», κείµενα 1939-40).  

Η ανάλυση του Τρότσκι δείχνει ως αυτονόητη την πάλη ενάντια στην κατοχική καταπίεση («την πιο ανυπόφορη από όλες τις µορφές δικτατορίας»), αλλά ταυτόχρονα τη δείχνει και ως «ευκαιρία», ως δυνατότητα νίκης απέναντι σε έναν πανίσχυρο αντίπαλο, που στο µεταξύ είχε επιβληθεί στρατιωτικά πάνω στις δυνάµεις της «ιµπεριαλιστικής δηµοκρατίας» στην Ευρώπη.

Το δεύτερο ζήτηµα ήταν το ζήτηµα του Ναζισµού, το γεγονός ότι οι στρατιές της Βέρµαχτ δεν επέβαλαν µόνο µια «ξενική κατοχή», αλλά και ένα πολιτικό πρόγραµµα, αυτό του Εθνικοσοσιαλισµού. Ο Γιώργος Βιτσώρης[10] γράφει σχετικά µε αυτό:

«Ο Εθνικοσοσιαλισµός που βρέθηκε επικεφαλής των δυνάµεων του Άξονα, καθόρισε σαν στόχο του όχι µόνο να συντρίψει τους αντίπαλους ιµπεριαλισµούς, αλλά επίσης να αναδιοργανώσει την Ευρώπη σύµφωνα µε τις φιλοσοφικές και πολιτικές του αντιλήψεις. Δεν περιορίστηκε µόνο σε στρατιωτική κατοχή. Χρησιµοποιώντας τα ντόπια αντιδραστικά στοιχεία, ανέλαβε την εγκατάσταση φασιστικού καθεστώτος. Επέβαλε το κορπορατιστικό σύστηµα. Οι εργατικές οργανώσεις απαγορεύτηκαν τελείως. Οι ρατσιστικοί διωγµοί πήραν ανήκουστες διαστάσεις: οι Εβραίοι εξολοθρεύτηκαν… και αυτά δεν είχαν έναν προσωρινό χαρακτήρα: ήταν η εθνικοσοσιαλιστική “νέα Ευρώπη” που θα έπρεπε να συνεχίσει να υπάρχει µετά τον πόλεµο, αν αυτός ο πόλεµος κερδιζόταν από τον φασισµό…» (Παρατίθεται από τον Θ. Κουτσουµπό, στο «Πόλεµος των Χωρικών»)

Οι τροτσκιστές στην Ελλάδα, στην πλειοψηφία τους, δεν έβγαλαν τα ανάλογα συµπεράσµατα. Έµειναν σταθεροί στην άποψη ότι ο Β΄ Παγκόσµιος Πόλεµος ήταν ένας πόλεµος ιµπεριαλιστικός και κατά συνέπεια το βασικό καθήκον ήταν η µετατροπή του πολέµου σε κοινωνική επανάσταση. Σ’ αυτό είχαν απολύτως δίκιο. Όµως η θέση αυτή είναι µια «ιδεολογική αρχή» που έπρεπε να καθοδηγεί τους επαναστάτες µαρξιστές στην προσπάθεια να επεξεργαστούν τη συγκεκριµένη πολιτική γραµµή, µέσω της οποίας θα µπορούσαν να συµβάλουν στη µετατροπή του πολέµου σε κοινωνική επανάσταση. Η υποκατάσταση της συγκεκριµένης πολιτικής γραµµής από την ιδεολογική κατεύθυνση είναι ένα µεγάλο λάθος µε, συνήθως, βαριές συνέπειες.

Οι τροτσκιστές στην Ελλάδα δεν κράτησαν όλοι ακριβώς την ίδια στάση. Οι οπαδοί του Άγι Στίνα (ΚΔΕΕ/ΚΔΚΕ) προσανατολίστηκαν σε ένα σκληρό «ντεφετισµό»[11] που έβλεπε το ΕΑΜ µε απόλυτα απορριπτικό τρόπο. Η θέση αυτή επηρρεαζόταν από τον γενικότερο προσανατολισµό του Στίνα, που αποµακρυνόταν από τον τροτσκισµό προς την κατεύθυνση, αρχικά, ενός οµιχλώδους «λουξεµπουργκισµού» και στη συνέχεια προς απόψεις ανάλογες µε αυτές που διαµόρφωσε ο Κ. Καστοριάδης. Οι οπαδοί του Πουλιόπουλου (ΕΟΚΔΕ, ΚΚΔΕ) κράτησαν σταθερά τη θέση ότι ο πόλεµος είναι ιµπεριαλιστικός, επέµειναν στην άποψη ότι η ΕΣΣΔ εξακολουθεί να είναι ένα εργατικό κράτος και κατά συνέπεια υπήρχε το καθήκον υπεράσπισής της απέναντι στη ναζιστική επίθεση, αλλά απέτυχαν να αναγνωρίσουν το επαναστατικό δυναµικό του κινήµατος Αντίστασης και να επεξεργαστούν µια τακτική σύνδεσής τους µε αυτό. Απέτυχαν να δουν ότι το κεντρικό καθήκον στο οποίο αφιέρωναν τη ζωή τους, η µετατροπή του πολέµου σε κοινωνική επανάσταση, ήταν ακριβώς αυτό που εξελισσόταν γύρω τους µε την εκπληκτικών διαστάσεων ενεργοποίηση των εργατικών και λαϊκών µαζών. Αντίθετα, τάσεις που προέρχονταν από τον Αρχειοµαρξισµό, αλλά και µικρότερες οµάδες που δρούσαν µέσα στο ΕΣΚΕ (Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Κόµµα Ελλάδας, του Θ. Αποστολίδη) και αργότερα στην ΕΛΔ-ΣΚΕ (Ένωση Λαϊκής Δηµοκρατίας – Σοσιαλιστικό Κόµµα Ελλάδας) θα ενταχθούν στο κίνηµα αντίστασης και κυρίως στον ΕΛΑΣ. (Για περισσότερα βλέπε στο αναλυτικό βιβλίο του Μ. Εµµανουηλίδη, «Αιρετικές Διαδροµές, ο ελληνικός τροτσκισµός και ο Β΄ Παγκόσµιος Πόλεµος», εκδόσεις Φιλίστωρ).

Στα 1946 η Ευρωπαϊκή Γραµµατεία της 4ης Διεθνούς, σε απόφασή της για την κριτική της πολιτικής των Ελλήνων τροτσκιστών, υπογραµµίζει ότι η στάση τους ήταν «υπεραριστερίστικη και σεχταριστική», που «δεν κατόρθωσε να διακρίνει και να αναγνωρίσει τον αντιιµπεριαλιστικό και αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα που περιείχε, σε τελευταία ανάλυση, αυτό το κίνηµα, καθώς και το επαναστατικό δυναµικό του», για να καταλήξει στην προειδοποίηση ότι «ο µεγαλύτερος κίνδυνος που απειλεί το ελληνικό µας τµήµα, είναι αυτός του σεχταρισµού». Αυτή η σωστή κριτική και αυτή η σωστή θέση ήρθαν, όµως, αργά. (Παρατίθεται από τον Θ. Κουτσουµπό, στο παράρτηµά του «Ο Πόλεµος των Χωρικών»).

Ο Πιερ Μπρουέ, ο παθιασµένος τροτσκιστής ιστορικός, γράφει στο «Πώς ο Τρότσκι και οι τροτσκιστές αντιµετώπισαν τον Δεύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο»:

«Οι Έλληνες τροτσκιστές καταδίκασαν τον εαυτό τους σε θάνατο, περιοριζόµενοι στις αρνητικές προοπτικές και µη παίρνοντας µέρος στο µαζικό κίνηµα».

Παρότι η οργάνωσή µας δεν προέρχεται από τον χώρο της τροτσκιστικής «ορθοδοξίας» –των διακλαδώσεων της 4ης Διεθνούς– αλλά περισσότερο από τις διαδικασίες διαµόρφωσης της µετά το 1968 «Νέας Αριστεράς», η αναφορά µας στον Τρότσκι, η αναγνώριση της κορυφαίας συµβολής του στη διαµόρφωση και στην υπεράσπιση του επαναστατικού µαρξισµού, υποχρεώνει να θέσουµε στον εαυτό µας µε ευθύτητα το ερώτηµα: Τι θα έπρεπε να κάνουν;

Η γνώµη µου είναι ότι θα έπρεπε να αναγνωρίσουν τον αντικατοχικό-αντιφασιστικό αγώνα των µαζών στην Αντίσταση και να αναλάβουν το µερίδιο του βάρους που τους αντιστοιχούσε. Θα έπρεπε να εκτιµήσουν ότι ο αγώνας αυτός και οι οργανώσεις του –το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ– ήταν το πραγµατικό (όχι το φαντασιακό και θεωρητικά «καθαρό») «µονοπάτι» που µετέτρεπε τη φοβερή κρίση, στην οποία είχε οδηγήσει ο πόλεµος, σε ευκαιρία κοινωνικής επανάστασης. Θα έπρεπε να προσπαθήσουν –µέσα σε πρωτοφανείς δυσκολίες– να µείνουν µέσα σε αυτό το κίνηµα µε το πρόγραµµά τους, µε τις προβλέψεις τους, µε τις προτάσεις τους. Και στην κρίσιµη ώρα των καθοριστικών αποφάσεων, στα 1944-1945, να είναι εκεί, µαζί µε τα στελέχη και τον απλό κόσµο που αντέδρασε στο Λίβανο και στη Βάρκιζα, που µπήκε σε κίνηση ενάντια στην κυβέρνηση Εθνικής Ανασυγκρότησης του Παπανδρέου, παρά τη συµµετοχή των Εαµικών υπουργών. Είναι εξαιρετικά απίθανο ότι θα κατόρθωναν να αλλάξουν την πορεία των πραγµάτων, όµως θα είχαν θέσει τον εαυτό τους και τις οργανώσεις τους στο ίδιο «κάδρο» που οι µανάδες και οι πατεράδες µας έθεσαν τον Άρη. Και θα είχαν χτίσει τα θεµέλια για µια διαφορετική προοπτική του τροτσκισµού στις επόµενες δεκαετίες.

Γιατί, όπως υπογραµµίζει ο Μαντέλ, όταν καταδικάζεσαι «να σηκώνεις το ηθικό βάρος της παθητικότητας και της αποχής από ένα µεγάλο εµφύλιο πόλεµο… (τότε) οδηγείσαι σήµερα σε µια, τουλάχιστον, πολύ δύσκολη θέση» («Οι Τροτσκιστές και η Αντίσταση στον Δεύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο», E La Liberta, ό.π.).

Έχοντας πει αυτά, οφείλουµε να υπογραµµίσουµε ότι δεν αποτελούν κανενός είδους δικαιολογία για το όργιο δολοφονικής βίας που εξαπόλυσε εναντίον τους το ΚΚΕ στις µέρες λίγο πριν και λίγο µετά τα Δεκεµβριανά.

Ο Μ. Εµµανουηλίδης έχει συγκεντρώσει τον κατάλογο των 84 βεβαιωµένων δολοφονιών τροτσκιστών και αρχειοµαρξιστών. Ο ίδιος υπογραµµίζει ότι αυτός ο αριθµός είναι µικρός: δεν περιλαµβάνει τα θύµατα που η δολοφονία τους δεν καταγγέλθηκε (καθώς οι τροτσκιστικές οργανώσεις επέλεγαν να µην προκαλέσουν την επέµβαση του αστικού κράτους στο «εσωτερικό» του εργατικού κινήµατος), αλλά και τους τροτσκιστές που πέθαναν υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες ως αντάρτες του ΕΛΑΣ.

Ο Στίνας µιλά για «εκατοντάδες δολοφονίες». Ο Πιέρ Μπρουέ έχει «ξεθάψει» µια αναφορά του Μπαρτζώτα, όπου ο υπεύθυνος της ΟΠΛΑ κοκορεύεται για περισσότερες από «800 εκτελέσεις τροτσκιστών». Ο αριθµός αυτός είναι πολύ µεγάλος. Προφανώς ο Μπαρτζώτας, κατά τις συνήθειες της εποχής, περιλαµβάνει στην κατηγορία «τροτσκιστής» κάθε αγωνιστή –µέλος ή όχι του ΚΚΕ– που διαφώνησε µε τις επιλογές της ηγεσίας.

Η ένταση αυτής της «εσωτερικής βίας» που, αν και δεν είχε φτάσει ποτέ στην κορύφωση ενός οργανωµένου κύµατος δολοφονιών όπως στα 1944-45-46, όµως προϋπήρχε από τις αρχές της δεκαετίας του ’30, εξηγεί, σε έναν βαθµό, τα «λάθη» των ηγεσιών των τροτσκιστικών οργανώσεων το ’40.

Και θα πρέπει να προσθέσουµε κάτι ακόµα. Παρά το λάθος τους σχετικά µε το ΕΑΜ, δεν πέρασαν «απέναντι», όπως µε χυδαίο τρόπο συχνά κατηγορήθηκαν. Μέσα σε πρωτοφανείς δυσκολίες, που κανένας από εµάς δεν έχει αντιµετωπίσει, προσπάθησαν να συνεχίσουν να δρουν, πληρώνοντας το αντίτιµο. Στον τοίχο των εκτελέσεων, στην Καισαριανή ή στο Κούρνοβο, η «συµµετοχή» των τροτσκιστών που έπεσαν φωνάζοντας «Ζήτω η παγκόσµια επανάσταση!» είναι µια από τις αποδείξεις.

Όµως, όπως γράφει ο Βιτσιώρης, συνοψίζοντας την κριτική του στους Έλληνες συντρόφους του:

«Το καθήκον µας ήταν όχι να γυρίσουµε την πλάτη στις µάζες και να µείνουµε “πάνω από το ρεύµα”, αλλά να µπούµε µέσα στον αγώνα µε το πρόγραµµα και τα συνθήµατά µας… “Ενάντια στο ρεύµα” δεν σηµαίνει “πάνω από το ρεύµα”…».

Σηµειώσεις

1. Γράφει το Τµήµα Ιστορίας της ΚΕ: «Τα στελέχη του ΚΚΕ που πήραν την πρωτοβουλία να συγκροτήσουν την Παλιά ΚΕ, έπραξαν σωστά και υπεύθυνα… Στην πορεία της διαπάλης εκείνης της περιόδου, η Παλιά ΚΕ ήταν το µοναδικό εµπόδιο στη δράση της Προσωρινής Διοίκησης» («Το ΚΚΕ στον ιταλοελληνικό πόλεµο», σελ. 113). Αυτή η θέση, κατά τη γνώµη µου, αφήνει έκθετους τους Ν. Ζαχαριάδη και Γ. Ιωαννίδη ως προς την αντιµετώπιση της «διείσδυσης» του Μανιαδάκη στις γραµµές του ΚΚΕ (ενώ ρίχνει κι ένα πρόσθετο φως στις δραµατικές συνθήκες της µετέπειτα εκτέλεσης του Ν. Πλουµπίδη υπό την κατηγορία σε βάρος του για χαφιέδικο ρόλο).

2. Ο Βλαντάς στις αναµνήσεις του αναφέρει ότι η Κοµιντέρν είχε στείλει µήνυµα στο ΚΚΕ, µετά την υπογραφή του Συµφώνου Μολότοφ-Ρίµπεντροπ, να υποβαθµίσει την πάλη ενάντια στην κυβέρνηση Μεταξά. Το Τµήµα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ δηµοσιεύει πλέον τη γραπτή οδηγία της Κοµιντέρν τον Ιούλη του ’39 (πριν την έναρξη του ιταλοελληνικού πολέµου!) που περιλαµβάνει τη φράση: «…δεν υπάρχει λόγος να επιδιώκεται πρώτα απ’ όλα την ανατροπή της».

3. Έχει σηµασία το γεγονός ότι το ΚΚΕ σήµερα θέτει το ερώτηµα αν «ο Ν. Ζαχαριάδης γνώριζε, και σε ποιο βαθµό, τις αλλεπάλληλες, εξελισσόµενες κι αλληλοσυγκρουόµενες αποφάσεις-οδηγίες της ΚΔ». Το Τµήµα Ιστορίας της ΚΕ υιοθετεί το συµπέρασµα ότι «κατά βάση ο Ζαχαριάδης γενικά ήταν ενηµερωµένος… είχε υπόψη του τη γενική κατεύθυνση της Κοµ. Διεθνούς πριν το Σύµφωνο Μολότοφ-Ρίµπεντροπ και τη θέση της µετά από αυτό..». Αυτό, κατά τη γνώµη µου, οδηγεί στο συµπέρασµα ότι η ανεξήγητη κατά τα άλλα «φιλικότητα» του Γράµµατος προς το καθεστώς Μεταξά εδράζεται στην εκτίµηση ότι η ιδεολογική συγγένεια του Μεταξά µε τους Ναζί θα µπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να εξελιχθεί σε µια ρήξη µε το στρατόπεδο των Αγγλογάλλων, ρήξη που, πριν τη γερµανική επίθεση στην ΕΣΣΔ, «ταιριάζει» στις επιθυµίες της ρωσικής διπλωµατίας στα Βαλκάνια.

4. Ο Α. Τσίπας κατέρρευσε κι αντικαταστάθηκε από τον Γ. Σιάντο, όταν, κατά τον Θ. Χατζή, σε ένα από τα πολλά µεθύσια του έστειλε τον ταβερνιάρη να ζητήσει να πληρωθεί για το λογαριασµό, στο σπίτι όπου συνεδρίαζαν τα υπόλοιπα µέλη του ΠΓ, σε συνθήκες βαθιάς παρανοµίας.

5. Ο Αντρέας Τζήµας, σε µια µετέπειτα αναφορά του σχετικά µε τα γεγονότα της Δράµας, αφού περιγράφει την «αριστερίστικη» πολιτική της ηγεσίας των εξεγερµένων (µε αιτήµατα για λύσεις «σοβιετικού τύπου»), σηµειώνει ότι τα γεγονότα αυτά έχτισαν στην περιοχή µια πολιτική παράδοση, που τα καθοδηγητικά στελέχη του ΚΚΕ έβρισκαν µπροστά τους για πολλά χρόνια µετά. Αυτή είναι, πιστεύω, η ιστορική βάση για την καχυποψία µε την οποία αντιµετωπίστηκαν οι δυνάµεις του αντάρτικου στον Έβρο σε όλη τη µεγάλη δεκαετία.

6. Ο Χατζής αναφέρει: τους «κλαρίτες» στη Ρούµελη, τους «Λαϊκούς Εκδικητές» στην Ανατολική Μακεδονία, τις «Ένοπλες Οµάδες για την Ελευθερία» στο Κιλκίς και στη Νιγρίτα, τις «Οµάδες Αυτοάµυνας» στη Δυτική Μακεδονία, τους «Ελεύθερους Σκοπευτές» στον Όλυµπο, τις «Οµάδες Αιφνιδιασµού» στη Θεσσαλία, τους «Ελευθερωτές» στην Ήπειρο, τους «Αυτοαµυνίτες» στην Πελοπόννησο, τη «Νέα Φιλική Εταιρία» στην Καλαµάτα, το «Μέτωπο Ελεύθερης Ελλάδας» στην Κρήτη κ.ο.κ. Στη Νιγρίτα και στο Κιλκίς εµφανίστηκαν επίσης  οι πιο συνδεδεµένες µε το ΚΚΕ ανταρτοοµάδες «Οδυσσέας Ανδρούτσος» και «Αθανάσιος Διάκος».

7. Το φαινόµενο της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών είχε µεγαλύτερη έκταση απ’ ό,τι αφέθηκε να «επιβιώσει» στην ιστορική ανάµνηση, ενώ απασχόλησε έντονα το ΚΚΕ. Έχει σηµασία να υπενθυµίσουµε ότι αυτή την τάση την υποστήριξε το Άρης και γενικότερα οι Καπεταναίοι: η πρώτη ένοπλη «ενέργεια» του Βελουχιώτη είναι η επίθεση στο κτήµα του τσιφλικά Μαραθιά και η εκτέλεσή του για παραδειγµατισµό των οµοίων του. Η πράξη αυτή προκάλεσε σκάνδαλο στις διαπραγµατεύσεις µεταξύ του ΚΚΕ και των αστικών κοµµάτων για τη συγκρότηση του εθνικοαπελευθερωτικού µετώπου και η ηγεσία του ΚΚΕ δεν την αποδέχθηκε (Χατζής). Η «αµαρτία» αυτή δεν ήταν η µοναδική του Βελουχιώτη. Τα λεγόµενα «παραστρατήµατα» του αντάρτικου στη Ρούµελη κάνουν το ΠΓ του ΚΚΕ, το 1942, να στείλει τον Βαγγέλη Παπαδάκη στο βουνό, µε εντολή να παραλάβει αυτός την ηγεσία των ενόπλων και να διατάξει τον Άρη να επιστρέψει στην Αθήνα για «να αναλάβει άλλα καθήκοντα». Βλέποντας τις πραγµατικότητες στο βουνό, ο Παπαδάκης παραβίασε την απόφαση, δεν έδωσε στον Άρη την εντολή της επιστροφής στην Αθήνα και αντίθετα «µετατράπηκε», ο ίδιος, στον Καπετάν Λευτεριά.

8. Ως εξαίρεση εδώ, εµφανίζεται η συµµετοχή ενός αριθµού αξιωµατικών –µε εµβληµατική τη µορφή του Σαράφη– από κάποια στιγµή και µετά στον ένοπλο αγώνα. Δεν αντικατοπτρίζει µια «εθνικοαπελευθερωτική» µειοψηφία του αστικού δυναµικού. Είναι αποτέλεσµα της προηγούµενης βαθιάς κρίσης στο στρατό, µέσα από τη σύγκρουση βενιζελικών-µοναρχικών. Στη δεκαετία του ’30 αποστρατεύτηκαν εκατοντάδες βενιζελικοί αξιωµατικοί, που οδηγήθηκαν στην ανεργία και την περιθωριοποίηση, µε αποτέλεσµα κάποιοι από αυτούς να ριζοσπαστικοποιηθούν ιδιαίτερα. Είναι χαρακτηριστικό το ότι πολλοί από αυτούς κράτησαν στις µετέπειτα αντιπαραθέσεις µια γραµµή στα «αριστερά» του ΠΓ, κυρίως στα στρατιωτικά ζητήµατα.

9. Ο Βλαντάς αναφέρεται σε µια ακόµα «επαφή» µε την ηγεσία του ΚΚΣΕ, που αφορά τη γραµµή για το δεύτερο Αντάρτικο: «Στα µέσα του Μάρτη του ’46, ο Ν. Ζαχαριάδης έκανε ένα ταξίδι αστραπή στη Μόσχα. Συνάντησε τον Στάλιν και του έκθεσε όλη την προπαρασκευή για µια αστραπιαία πολιτικοστρατιωτική εξέγερση. Ο Στάλιν απόρριψε κατηγορηµατικά την πρότασή του. Όµως επειδή ένας µίζερος ένοπλος αγώνας στην Ελλάδα θα βοηθούσε τη ρωσική ηγεσία να δηµιουργήσει την εντύπωση κινδύνου ενός τρίτου παγκοσµίου πολέµου, που θα της έδινε τη δυνατότητα της συντριβής των αντιρωσικών δυνάµεων στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, και κυρίως στην Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία, χάραξε στον Ζαχαριάδη µια στρατηγική µίζερου και σποραδικού ανταρτοπολέµου… Από τα χωριά προς τις πόλεις βαθµιαία, µε σκοπό αναζήτηση πολιτικής λύσης. Ο πολύπειρος Στάλιν ήξερε ότι µε τέτοια στρατηγική ήταν σίγουρη η ήττα µας… Μας έπαιξε σαν πιόνι στη διεθνή σκακιέρα». Κατά τη γνώµη µου, ο Βλαντάς δεν είναι αξιόπιστος, ιδίως ως προς τα πολιτικά συµπεράσµατά του: όσο αδίστακτος και βίαιος υπήρξε ως δεξί χέρι του Ν. Ζαχαριάδη, τόσο χοντροκοµµένος και αφοριστικός παρουσιάζεται, όταν βρέθηκε «εκτός». Παρ’ όλα αυτά κάποιες από τις αναφορές του σε γεγονότα έχουν επιβεβαιωθεί και από άλλες πηγές. Η συγκεκριµένη αναφορά σχετικά µε τη «γραµµή» για το δεύτερο Αντάρτικο «ταιριάζει» µε τις εκθέσεις του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας και τις µαρτυρίες άλλων στελεχών, που ήρθαν αργότερα στη δηµοσιότητα.

10. Ο Γιώργος Βιτσώρης (1899-1954) ξεκίνησε ως Αρχειοµαρξιστής. Στη σύγκρουση µεταξύ του Τρότσκι και του Δ. Γιωτόπουλου, ακολούθησε τη γραµµή υπέρ της ίδρυσης της 4ης Διεθνούς. Λαµπρός ηθοποιός στο επάγγελµα, µετά από παρέµβαση της Κοτοπούλη, βρέθηκε από τις φυλακές του Μεταξά, εξόριστος στο Παρίσι. Αναδείχθηκε Οργανωτικός Γραµµατέας της 4ης Διεθνούς.

Στη διάρκεια του πολέµου υποστήριξε τη συµµετοχή στο κίνηµα της Αντίστασης και ανέπτυξε σηµαντική ένοπλη δράση ως δυναµιτιστής/σαµποτέρ. Υπήρξε ο σύνδεσµος του τροτσκιστικού POI (Διεθνιστικό Εργατικό Κόµµα) και του «Εθνικού Συµβουλίου» των αντιστασιακών οργανώσεων στη Γαλλία. Για τη δράση του αυτή τιµήθηκε και παρασηµοφορήθηκε µεταπολεµικά.

Πέθανε από καρκίνο το 1954 και τάφηκε τιµητικά στο νεκροταφείο Περ Λεσέζ, όπου βρίσκεται το «µνήµα» των εκτελεσµένων κοµµουνάρων, δίπλα στον τάφο του Λεόν Σεντόφ, του δολοφονηµένου γιου του Τρότσκι.

11. Ο «επαναστατικός ντεφετισµός» (επαναστατική ηττοπάθεια) αναβαθµίστηκε στις συζητήσεις στην Ακροναυπλία, µεταξύ κυρίως των Π. Πουλιόπουλου και Α. Στίνα, σε «αρχή», σχεδόν σε ιδεολογικό θεµέλιο του επαναστατικού µαρξισµού.

Αντίθετα, ο ίδιος ο Τρότσκι είναι πολύ πιο προσεκτικός, περιγράφοντας την εµπειρία των µπολσεβίκων: «…στο ζήτηµα της υπεράσπισης της καπιταλιστικής πατρίδας οι επαναστάτες, φυσιολογικά, απάντησαν αρνητικά… Αυτή η ξεκάθαρη αρνητική απάντηση λειτούργησε ως βάση για προπαγάνδα και για εκπαίδευση στελεχών. Αλλά δεν µπορούσε να κερδίσει τις µάζες, που δεν ήθελαν τον ξένο κατακτητή… Οι Μπολσεβίκοι στο διάστηµα των 8 µηνών [σσ: µετά την επανάσταση του Φλεβάρη του ’17] κατέκτησαν την πλατιά πλειοψηφία των εργατών. Αλλά τον αποφασιστικό ρόλο σε αυτή την κατάκτηση δεν τον έπαιξε το σύνθηµα άρνησης υπεράσπισης της αστικής πατρίδας, αλλά το σύνθηµα “Όλη η εξουσία στα σοβιέτ!”. Και µόνο αυτό! Η κριτική στον ιµπεριαλισµό και στο µιλιταρισµό του, η αποποίηση της υπεράσπισης της αστικής δηµοκρατίας κ.ο.κ. ποτέ δεν θα µπορούσαν να κερδίσουν τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού στο πλευρό των Μπολσεβίκων. Σε όλες τις άλλες εµπόλεµες χώρες, µε εξαίρεση τη Ρωσία, η επαναστατική πτέρυγα συνέχισε µέχρι το τέλος του πολέµου να προβάλλει µόνο αρνητικά συνθήµατα…» («Βοναπαρτισµός, Φασισµός και Πόλεµος, Κείµενα 1939-1940, Pathfinder 1972).

Ο Αµερικανός επαναστάτης µαρξιστής Χαλ Ντράπερ, κεντρικός θεωρητικός της αντίληψης «σοσιαλισµός από τα κάτω», ανέπτυξε την άποψη ότι ο «επαναστατικός ντεφετισµός» ως θέση αρχής, είναι µια κατασκευή του Ζινόβιεφ, µετά το 1924 («War and Revolution: Lenin and the Myth of Revolutionary Defeatism», Hal Draper, 1996).

Συντάκτης
Αντώνης Νταβανέλος