Νικαράγουα: Μια προδομένη επανάσταση

Ερίκ Τουσέν και Ναθάν Λεγκράν
Ημερ.Δημοσίευσης

Το άρθρο περιγράφει τη διαδρομή των Σαντινίστας από την μεγάλη νίκη το 1979 ως τη μετάλλαξη της δεκαετίας του ‘90 και την σημερινή διακυβέρνηση Ορτέγκα που καμία σχέση δεν έχει με το παρελθόν του «Σαντινισμού». Δημοσιεύτηκε στο cadtm.org. Ο Ερίκ Τουσέν ταξίδευε συχνά στη Νικαράγουα μεταξύ 1984 και 1992. Συμμετέχοντας στην οργάνωση των διεθνών μπριγάδων εθελοντικής εργασίας, ανέπτυξε σχέσεις με αγωνιστές και οργανώσεις του Σαντινισμού.

Σαντινίστας

Η βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων, που διαµαρτύρονταν ενάντια στις σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές, οδήγησε στη Νικαράγουα στη δολοφονία πάνω από 300 ανθρώπων από τις κυβερνητικές δυνάµεις µετά τον Απρίλη του 2018. Γι’ αυτό διάφορα αριστερά κοινωνικά κινήµατα έχουν καταγγείλει το καθεστώς του Προέδρου Ντανιέλ Ορτέγκα και της Αντιπροέδρου Ροζάριο Μουρίγιο. Η Αριστερά έχει πολύ περισσότερους λόγους να καταγγείλει τις πολιτικές αυτού του καθεστώτος. Για να το κατανοήσουµε αυτό, πρέπει να επιστρέψουµε στο 1979.

Η επανάσταση των Σαντινίστας

Το 1979 είχαµε τη νίκη µιας αυθεντικής ανατροπής στη Νικαράγουα, που συνδύαζε τη λαϊκή εξέγερση, την αυτο-οργάνωση των εξεγερµένων πόλεων και συνοικιών και τη δράση του Σαντινιστικού Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης (στα ισπανικά Frente Sandinista de Liberación Nacional – FSLN), µιας πολιτικοστρατιωτικής οργάνωσης που εµπνεόταν από το µαρξιστικό-γκεβαριστικό/καστρικό υπόδειγµα. Η επανάσταση έβαλε τέλος στην 42ετή αυταρχική διακυβέρνηση της δυναστείας των Σοµόζα, η οποία είχε οικειοποιηθεί το κράτος (τις ένοπλες δυνάµεις, τον διοικητικό µηχανισµό και σηµαντικό µέρος της οικονοµικής περιουσίας του) και είχε εγκαθιδρύσει µια ισχυρή συµµαχία µε τις ΗΠΑ. Η δικτατορία των Σοµόζα είχε αποδειχθεί αποτελεσµατικό ανάχωµα ενάντια στις προοδευτικές πολιτικές δυνάµεις, ενώ οι αµερικανικές πολυεθνικές µπορούσαν να διατηρήσουν και να εντείνουν τη λεηλασία του εθνικού πλούτου της Νικαράγουα, µε αντάλλαγµα «προµήθειες» που αύξαναν τον όλο και πιο σηµαντικό πλούτο της οικογένειας Σοµόζα.

Το FSLN είχε ιδρυθεί τη δεκαετία του ’60, ως µια αριστερή οργάνωση που αγωνιζόταν ενάντια στην κυβέρνηση κυρίως µε την τακτική του αντάρτικου πολέµου. Δεν θεωρούνταν σηµαντική απειλή για τη δικτατορία των Σοµόζα µέχρι το Δεκέµβρη του 1974, όταν σε µια εντυπωσιακή δράση, οι αντάρτες  αιχµαλώτισαν ως οµήρους κάποια υψηλόβαθµα µέλη τη άρχουσας τάξης της Νικαράγουα. Νωρίτερα εκείνη τη χρονιά, κάποιες φιλελεύθερες πτέρυγες της αστικής τάξης, δυσφορώντας µε τη συγκέντρωση πλούτου κι εξουσίας στα χέρια της άρχουσας κλίκας γύρω από τους Σοµόζα, είχαν συγκροτήσει τη Δηµοκρατική Ένωση Απελευθέρωσης (στα ισπανικά Unión Democrática de Liberación – UDEL), υπό την ηγεσία του Πέδρο Χοακίν Τσαµόρο Καρδενάλ, εκδότη της φιλελεύθερης εφηµερίδας La Prensa. Επιχειρούσαν να διαµορφώσουν ευνοϊκό πολιτικό κλίµα για τη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Μετά την εντυπωσιακή ενέργεια των ανταρτών του FSLN, το καθεστώς κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενίσχυσε τον κατασταλτικό έλεγχο πάνω στη Νικαραγουανή κοινωνία και εξαπέλυσε κυνήγι ενάντια στο FSLN.

Αντιµέτωπο µε αυξανόµενες δυσκολίες, το FSLN διασπάστηκε σε τρεις πτέρυγες. Η πτέρυγα του «παρατεταµένου λαϊκού πολέµου» παρέµεινε πιστή στη στρατηγική συσσώρευσης δυνάµεων σε αποµακρυσµένες περιοχές, µέχρις ότου συγκεντρώσει αρκετή δύναµη για να απελευθερώσει ολόκληρες περιφέρειες της χώρας και να εξαπολύσει µια τελική επίθεση ενάντια στο στρατό του Σοµόζα. Η «προλεταριακή τάση» προέκυψε ως αµφισβήτηση της στρατηγικής του παρατεταµένου λαϊκού πολέµου, την οποία θεωρούσε ανεπαρκή µε δεδοµένη την απουσία ενός µόνιµου στρατού κατοχής (άρα οι αγροτικοί πληθυσµοί δεν θα βίωναν άµεσα την ιµπεριαλιστική καταπίεση και δεν θα εντάσσονταν µαζικά στις γραµµές των ανταρτών) και την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στη χώρα (η οικονοµική ανάπτυξη των δεκαετιών του ’50 και του ’60 είχε δηµιουργήσει ένα αγροτικό και βιοµηχανικό προλεταριάτο, που αποτελούσε το 40% και το 10% του ενεργού πληθυσµού αντίστοιχα το 1978). Η «προλεταριακή τάση» εστίαζε στη δηµιουργία µαζικών εργατικών οργανώσεων στις πόλεις και στο να κερδίσει την υποστήριξη των βιοµηχανικών εργατών, µε την προοπτική να εξαπολύσει µια άµεση γενική εξέγερση, όταν οι συνθήκες θα το επέτρεπαν. Τέλος, οι «Τερτσερίστας», µε βασικούς ηγέτες τον Ντανιέλ Ορτέγκα και τον αδερφό του Ουµπέρτο, επίσης υποστήριζαν µια τακτική γενικής εξέγερσης, αλλά δήλωναν ανοιχτοί σε τακτικές συµµαχίες µε τις φιλελεύθερες πτέρυγες της αστικής τάξης που εναντιώνονταν στον Σοµόζα. Ενώ η «προλεταριακή τάση» υπογράµµιζε την ανάγκη για µια µαζική εξέγερση και για αυτό-οργάνωση, οι «Τερτσερίστας» έδειχναν τάσεις υποκατάστασης, υπονοώντας ότι µια ένοπλη επίθεση των οργανωµένων ανταρτών, χωρίς µια ταυτόχρονη µαζική εξέγερση, θα ήταν αρκετή για να ανατραπεί το καθεστώς και να καταληφθεί η εξουσία.

Τελικά, το καθεστώς τερµάτισε την κατάσταση έκτακτης ανάγκης το 1977, πιστεύοντας ότι το αντάρτικο είχε ηττηθεί και ότι υπήρχαν πλέον οι συνθήκες για να µπει σε διαπραγµατεύσεις µε τη φιλελεύθερη αντιπολίτευση. Αλλά οι οργανώσεις του FSLN αποδείχθηκαν ικανές κι έτοιµες να συνεχίσουν την ένοπλη δράση τους στις πόλεις. Το Γενάρη του 1978, η δολοφονία του Πέδρο Χοακίν Τσαµόρο Καρδενάλ από στρατιώτες του καθεστώτος καταγράφηκε σε βίντεο και προκάλεσε οργή στη φιλελεύθερη αντιπολίτευση, αλλά και στις εργαζόµενες τάξεις. Έγινε µια γενική απεργία µε την υποστήριξη της φιλελεύθερης αστικής τάξης, ενώ οι δυνάµεις του FSLN οργάνωναν ένοπλες επιθέσεις ενάντια στην Εθνοφρουρά του Σοµόζα. Τον Αύγουστο κηρύχθηκε άλλη µια γενική απεργία, ενώ Σαντινίστας αντάρτες οργάνωσαν µια επίθεση στο Εθνικό Μέγαρο, την ώρα που διεξαγόταν µια κοινή συνεδρίαση των δύο σωµάτων του Κοινοβουλίου. Πήραν εκατοντάδες οµήρους και πέτυχαν την απελευθέρωση πολλών πολιτικών κρατουµένων από τις φυλακές του Σοµόζα.

Κυρίως, ξέσπασαν αυθόρµητες εξεγέρσεις ενάντια στο καθεστώς, που βοήθησαν την Αριστερά να πάρει το πάνω χέρι από τη φιλελεύθερη αντιπολίτευση. Αυτό κλιµακώθηκε µε πολλές εξεγέρσεις στις πόλεις το Σεπτέµβρη του 1978, µετά από έκκληση του FSLN για ξεσηκωµό. Αν και αυτές οι εξεγέρσεις ηττήθηκαν κατά κράτος από την Εθνοφρουρά, τρόµαξαν τη φιλελεύθερη αντιπολίτευση, της οποίας οι εκπρόσωποι έσπευσαν να µπουν σε διαπραγµατεύσεις µε το καθεστώς, υπό τη µεσολάβηση του ελεγχόµενου από τις ΗΠΑ Οργανισµού Αµερικανικών Κρατών (OAS).

Οι «Τερτσερίστας» κατήγγειλαν αυτόν τον ελιγµό και αποχώρησαν από το «Πλατύ Μέτωπο Αντιπολίτευσης» (στα ισπανικά Frente Amplio Opositor –FAO), το οποίο είχαν συγκροτήσει µαζί µε τη φιλελεύθερη αντιπολίτευση. Αυτή η κίνηση άνοιξε το δρόµο για την επανένωση των τριών τάσεων των Σαντινίστας.

Το Γενάρη του 1979, ο Σοµόζα απέρριψε τις προτάσεις της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης. Η συγκυρία ευνοούσε πλέον τους Σαντινίστας, που κυριαρχούσαν στο νέο «Πατριωτικό Εθνικό Μέτωπο» (στα ισπανικά Frente Patriótico Nacional – FPN), το οποίο δηµιουργήθηκε το Φλεβάρη του 1979 και στο οποίο η φιλελεύθερη αντιπολίτευση βρισκόταν περιθωριοποιηµένη. Μετά την επανένωσή του, το FSLN κάλεσε σε γενική απεργία για τον Ιούνη, ενώ προετοιµαζόταν να εξαπολύσει τότε και µια ταυτόχρονη γενικευµένη στρατιωτική επίθεση.

Ο πληθυσµός πλαισίωσε αυτές τις δράσεις µε µαζικές εξεγέρσεις στις πόλεις. Καθώς ο ένοπλος ξεσηκωµός απελευθέρωνε ταχύτατα τη µία µετά την άλλη περιοχές της χώρας, ο στρατός του Σοµόζα σε µεγάλο βαθµό αποσυντέθηκε. Όταν έπεσε και το τελευταίο του οχυρό στην πρωτεύουσα, στις 19 Ιούλη του 1979, τα κατάλοιπά του δεν είχαν άλλη επιλογή από το να δραπετεύσουν στο εξωτερικό (ειδικά στη γειτονική Ονδούρα).

Στην κυβέρνηση πλέον, οι επαναστατικές πολιτικές δυνάµεις, µε κυρίαρχο το FSLN ανάµεσά τους, υποσχέθηκαν να εγκαθιδρύσουν ένα δηµοκρατικό καθεστώς, να εγγυηθούν µια «αδέσµευτη» εξωτερική πολιτική (βάζοντας έτσι τέλος στη συµµαχία µε τις ΗΠΑ) και να προωθήσουν µια «µικτή οικονοµία», όπου θα ενθαρρυνόταν η ανάπτυξη των κοοπερατίβων και των κρατικών επιχειρήσεων, ενώ δεν θα θιγόταν το ιδιωτικό κεφάλαιο στο βαθµό που αυτό θα εκδηλωνόταν ως «πατριωτικό», δηλαδή νοµιµόφρον στη Σαντινιστική επανάσταση κι όχι στο πρώην καθεστώς Σοµόζα ή τον αµερικάνικο ιµπεριαλισµό. 

Στα δύο πρώτα χρόνια µετά την επαναστατική νίκη, πολλές εξελίξεις έκαναν τη Νικαράγουα διαφορετική από τις άλλες περιπτώσεις που η Αριστερά ήρθε στην εξουσία µέσω εκλογών στη Λατινική Αµερική, όπως η Χιλή το 1970, η Βενεζουέλα το 1998-1999, η Βραζιλία το 2002-2003, η Βολιβία το 2005-2006 και το Εκουαδόρ το 2006-2007. Λόγω της καταστροφής του στρατού του Σοµόζα και της φυγής των δυνάµεων του δικτάτορα, το FSLN δεν ανέλαβε µόνο την κυβερνητική εξουσία (αυτό που συνέβη στις άλλες περιπτώσεις µέσω της εκλογικής διαδικασίας). Αντικατέστησε τον στρατό του Σοµόζα µε έναν νέο στρατό, ο οποίος τέθηκε στην υπηρεσία του λαού, ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο των τραπεζών και εγκαθίδρυσε το κρατικό µονοπώλιο στο εξωτερικό εµπόριο. Λόγω του κινδύνου µιας επίθεσης από έξω, ή µιας απόπειρας πραξικοπήµατος από τη Δεξιά, διανεµήθηκαν όπλα στο λαό για την αυτοάµυνα. Πρόκειται για θεµελιώδεις αλλαγές που δεν συνέβησαν στις χώρες που προαναφέραµε. Συνέβησαν µόνο στην Κούβα µεταξύ 1959 και 1961, όπου διήρκησαν ως τα µέσα της δεκαετίας του ’60.

Στη δεκαετία του ’80, είχαµε µια τεράστια κοινωνική πρόοδο στη Νικαράγουα, σε τοµείς όπως η υγεία, η παιδεία, η στέγαση (κι ας παρέµεναν σε στοιχειώδες επίπεδο), τα δικαιώµατα στην οργάνωση και τη διαδήλωση, η πρόσβαση των µικρών παραγωγών σε πίστωση λόγω της εθνικοποίησης του τραπεζικού συστήµατος κ.ο.κ. Όλα αυτά αποτελούσαν µια αναµφίβολη πρόοδο.

Όµως, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, η κυβέρνηση του FSLN υποχρεώθηκε να διεξάγει έναν δεκαετή πόλεµο ενάντια στις αντεπαναστατικές δυνάµεις, που έγιναν γνωστές ως οι Κόντρας και που είχαν σηµαντική υποστήριξη από τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ δεν µπόρεσαν ποτέ να υλοποιήσουν την επιθυµία τους για µια άµεση επέµβαση ανατροπής των Σαντινίστας, αλλά συµβιβάστηκαν µε µια «χαµηλής έντασης» σύγκρουση, που στραγγάλισε οικονοµικά τη Νικαράγουα και αποµόνωσε πολιτικά το FSLN. Ο αµερικανικός ιµπεριαλισµός και τα τσιράκια του (όπως το καθεστώς του Κάρλος Αντρές Πέρεζ στη Βενεζουέλα και η δικτατορία στην Ονδούρα) έκριναν ότι ήταν αναγκαίο να ανακόψουν την εξάπλωση αυτού του ξεχωριστού πειράµατος κοινωνικής απελευθέρωσης και ανανέωσης της εθνικής αξιοπρέπειας. Πράγµατι η κοινωνική εξέγερση κάλπαζε στην περιοχή, ειδικά στο Σαλβαδόρ και τη Γουατεµάλα, όπου δρούσαν για δεκαετίες επαναστατικές δυνάµεις που ήταν συγγενικές προς τους Σαντινίστας. 

Το 1990, το FSLN ηττήθηκε στις εθνικές εκλογές από τη Δεξιά και εκλέχθηκε πρόεδρος η Βιολέτα Τσαµόρο, η χήρα του Πέδρο Χοακίν Τσαµόρο Καρδενάλ. Κατά τη διακυβέρνηση της Τσαµόρο, η Νικαράγουα θα υιοθετούσε πλήρως τη νεοφιλελεύθερη λιτότητα, που προωθούσε η «Συναίνεση της Ουάσινγκτον», µε αποτέλεσµα στο τέλος της δεκαετίας η Νικαράγουα να έχει γίνει η δεύτερη φτωχότερη χώρα της αµερικανικής ηπείρου, µετά την Αϊτή. 

Να αλλάξουµε την κοινωνία χωρίς να καταλάβουµε την εξουσία;

Στη δεκαετία του ’90, ως συνέπεια της διάψευσης των ελπίδων, εµφανίστηκαν κάποιοι που ισχυρίζονταν ότι αυτό που χρειάζεται είναι να αλλάξουµε την κοινωνία χωρίς να πάρουµε την εξουσία. Μια πτυχή της προσέγγισής τους είχε αρκετές αρετές: είναι απολύτως κρίσιµο να προωθηθούν διαδικασίες αλλαγής στη βάση της κοινωνίας, που προϋποθέτουν την αυτο-οργάνωση των πολιτών, την ελευθερία έκφρασης και το δικαίωµα στην κινητοποίηση και την οργάνωση. Αλλά η ιδέα ότι δεν πρέπει να καταληφθεί η εξουσία είναι λάθος, γιατί δεν γίνεται να αλλάξουµε την κοινωνία, αν δεν καταλάβει ο λαός την εξουσία σε κρατικό επίπεδο.  

Το πραγµατικό ερώτηµα είναι άλλο: Πώς χτίζουµε µια αυθεντική δηµοκρατία µε την πραγµατική έννοια της λέξης –δηλαδή µια εξουσία που θα ασκείται άµεσα από το λαό µε στόχο την απελευθέρωση; Με άλλα λόγια, µια εξουσία του λαού, από το λαό, για το λαό.

Πιστεύουµε ότι ήταν αναγκαίο να ανατραπεί η δικτατορία του Σοµόζα µέσα από τη συνδυασµένη δράση µιας λαϊκής εξέγερσης και την παρέµβαση µιας πολιτικοστρατιωτικής οργάνωσης. Ως τέτοια, η νίκη του Ιούλη του 1979 παραµένει ένας λαϊκός θρίαµβος, που αξίζει να γιορτάζουµε και να τιµούµε. Πρέπει να τονιστεί ότι, χωρίς την ευφυΐα και την επιµονή που επέδειξε ο λαός µέσα στον αγώνα, το FSLN δεν θα είχε καταφέρει το αποφασιστικό χτύπηµα στη δικτατορία του Σοµόζα.

Η ηγεσία του FSLN δεν προχώρησε αρκετά τη ριζοσπαστικοποίηση προς όφελος του λαού

Προκύπτουν πολλά ερωτήµατα. Μήπως το FSLN «πήγε πολύ µακριά» στις αλλαγές που προκάλεσε στην κοινωνία; Μήπως πήρε λάθος κατεύθυνση; Ή µήπως οι απογοητευτικές εξελίξεις, που ακολούθησαν, ήταν αποτέλεσµα της επιθετικότητας του βορειοαµερικάνικου ιµπεριαλισµού και των συµµάχων του –στην Νικαράγουα και αλλού στην περιοχή;

Εδώ θα υπογραµµίσουµε λάθη που έγιναν σε δύο τοµείς.

Πρώτον, η ηγεσία του FSLN δεν προχώρησε αρκετά στη λήψη ριζοσπαστικών µέτρων υπέρ των περισσότερο καταπιεσµένων και εκµεταλλευόµενων τµηµάτων του πληθυσµού (ξεκινώντας από τον φτωχό αγροτικό πληθυσµό, αλλά και τους βιοµηχανικούς εργάτες και τους εργαζόµενους στην υγεία και την παιδεία, που γενικά παρέµειναν κακοπληρωµένοι). Έκανε πολλές παραχωρήσεις στους καπιταλιστές των πόλεων και της υπαίθρου.

Δεύτερον, η ηγεσία του FSLN, όπως φαίνεται από το εµβληµατικό σύνθηµα «Εθνική Διεύθυνση – Δώσε µας τις εντολές σου!», δεν υποστήριξε επαρκώς την αυτο-οργάνωση και τον εργατικό έλεγχο. Τους έθεσε όρια, που αποδείχθηκαν εξαιρετικά διαβρωτικά για την επαναστατική διαδικασία.

Φυσικά, η ευθύνη για το ξέσπασµα του πολέµου βρίσκεται εξολοκλήρου στους εχθρούς της κυβέρνησης των Σαντινίστας, η οποία δεν είχε άλλη επιλογή πέρα από το να αµυνθεί απέναντι στην επιθετικότητα. Αλλά έγιναν µεγάλα λάθη στον τρόπο διεξαγωγής του πολέµου: Ο Ουµπέρτο Ορτέγκα, επικεφαλής του στρατού, συγκρότησε έναν τακτικό στρατό εξοπλισµένο µε ακριβά βαριά τανκς, ακατάλληλα ενάντια στις αντάρτικες µεθόδους των Κόντρας, ενώ η υποχρεωτική στρατολόγηση των νέων της χώρας, για να ενισχυθεί ο στρατός, δεν έγινε θετικά αποδεκτή από τον πληθυσµό. Αυτά, µαζί µε τα λάθη που έγιναν στον τοµέα της αγροτικής µεταρρύθµισης, είχαν καταστροφικές συνέπειες. Σε µια πρόσφατη συνέντευξη, ο Χένρι Ρουΐζ, ένας από τα 9 µέλη της εθνικής ηγεσίας του ’80, υπογραµµίζει αυτό το γεγονός µε αυτά τα λόγια:

«Οι καµπεσίνος δεν ευνοήθηκαν [από την αγροτική µεταρρύθµιση]. Αντίθετα επλήγησαν από τον πόλεµο. Τον πόλεµο που διεξήγαγαν οι Κόντρας, αλλά και τον πόλεµο που διεξήγαµε εµείς».

Τα λάθη της ηγεσίας των Σαντινίστας

Τι λάθη έγιναν; Εδώ θα κάνουµε µια συνοπτική παρουσίαση ενός ζητήµατος που απαιτεί πολύ µεγαλύτερη συζήτηση.

Το αγροτικό ζήτηµα δεν αντιµετωπίστηκε µε τον κατάλληλο τρόπο. Η αγροτική µεταρρύθµιση ήταν πολύ ανεπαρκής και οι Κόντρας εκµεταλλεύτηκαν απόλυτα αυτό το γεγονός. Θα έπρεπε να είχε διανεµηθεί πολύ περισσότερη γη στις αγροτικές οικογένειες (µε τίτλους ιδιοκτησίας), γιατί υπήρχαν τεράστιες προσδοκίες από ένα µεγάλο τµήµα του πληθυσµού, το οποίο είχε ανάγκη από γη και αγωνιζόταν για να αποκτήσει την καλλιεργήσιµη γη των µεγάλων ιδιωτικών κτηµάτων –συµπεριλαµβανοµένων (αλλά όχι µόνο) εκείνων που ανήκαν στην κλίκα του Σοµόζα– µέσα από τη διανοµή της σε όσους ήθελαν να τη δουλέψουν. Ο προσανατολισµός που επικράτησε µέσα στην ηγεσία των Σαντινίστας, ήταν να επιτεθούν στα µεγαλύτερα κτήµατα του Σοµόζα, αλλά να αφήσουν άθικτα τα συµφέροντα µεγάλων οµάδων καπιταλιστών και ισχυρών οικογενειών, τις οποίες κάποιοι Σαντινίστας ηγέτες ήθελαν να µετατρέψουν σε συµµάχους ή συνοδοιπόρους.

Έγινε κι ένα άλλο λάθος: Το FSLN ήθελε να δηµιουργήσει γρήγορα έναν κρατικό αγροτικό τοµέα και κοοπερατίβες που θα αντικαθιστούσαν τα µεγάλα κτήµατα του Σοµόζα, αλλά αυτό δεν συµβάδιζε µε τις διαθέσεις του αγροτικού πληθυσµού. Θα έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα στα µικρά (και µεσαία) ιδιωτικά αγροκτήµατα, διανέµοντας τίτλους ιδιοκτησίας και παρέχοντας υλική και τεχνική υποστήριξη στους νέους καµπεσίνο µικροϊδιοκτήτες. Επίσης θα έπρεπε να είχε δοθεί προτεραιότητα στην υποστήριξη της παραγωγής για την εγχώρια αγορά (που ήταν ήδη σηµαντική, αλλά θα µπορούσε να βελτιωθεί κα να αυξηθεί) και την περιφερειακή αγορά, αξιοποιώντας στο µάξιµουµ µεθόδους οργανικής αγροκαλλιέργειας.

Συνοψίζοντας, η ηγεσία του FSLN συνδύασε δύο σοβαρά λάθη: Από τη µία έκανε πολλές παραχωρήσεις στους αστούς τους οποίους θεωρούσε συµµάχους στις αλλαγές που ήταν σε εξέλιξη κι από την άλλη προχωρούσε σε έναν υπερβολικό κρατισµό ή τεχνητό-επιφανειακό κοοπερατιβισµό. Το αποτέλεσµα θα ερχόταν αργά ή γρήγορα: ένα τµήµα του πληθυσµού, απογοητευµένο από τις αποφάσεις της κυβέρνησης Σαντινίστας, προσελκύθηκε από τους Κόντρας. Αυτοί είχαν την ευφυΐα να υιοθετήσουν µια ρητορική, που στόχευε στους απογοητευµένους καµπεσίνος, λέγοντάς τους ότι θα τους βοηθήσουν να ανατρέψουν το FSLN, για να ανοίξει ο δρόµος σε µια πραγµατικά δίκαιη αναδιανοµή της γης και µια πραγµατική αγροτική µεταρρύθµιση. Ήταν προπαγανδιστικό ψέµα, αλλά κυκλοφορούσε πολύ πλατιά κι έβρισκε ανταπόκριση.

Αυτό επιβεβαιώνεται από µια σειρά επιτόπιων ερευνών –στις οποίες ο Ερίκ Τουσέν, ένας από τους συγγραφείς αυτού του άρθρου, είχε πρόσβαση από το 1986-1987, µετά από πολλά του ταξίδια στη Νικαράγουα για διεθνιστική αλληλεγγύη. Αυτό αφορά ιδιαίτερα έρευνες που έγιναν σε περιοχές της υπαίθρου, όπου οι Κόντρας είχαν κερδίσει λαϊκή υποστήριξη. Κάποιες δυνάµεις του ίδιου του Σαντινιστικού κινήµατος είχαν διεξάγει πολύ σοβαρές επιτόπιες έρευνες και προειδοποιούσαν την ηγεσία των Σαντινίστας για το τι συµβαίνει. Σε αυτές περιλαµβάνεται η εργασία που είχε συντονίσει ο Ορλάντο Νούνιεζ, του οποίου η κατοπινή πολιτική εξέλιξη τον οδήγησε να παραµείνει πιστός στον Ορτέγκα, παρά την αρχική του αριστερή-σαντινιστική στάση. Άλλες εργασίες, που έγιναν από δυνάµεις ανεξάρτητες από την κυβέρνηση και συνδεµένες µε τη Θεολογία της Απελευθέρωσης, κατέληξαν στα ίδια συµπεράσµατα. Μια σειρά αγροτικών οργανώσεων, που συνδέονταν µε το Σαντινισµό (UNAG, ATC κλπ), επίσης γνώριζαν τα προβλήµατα, αλλά αυτολογοκρίνονταν. Και διεθνιστές ειδικοί στα ζητήµατα υπαίθρου, που έρχονταν από το εξωτερικό, επίσης χτυπούσαν καµπανάκια συναγερµού.

Όσον αφορά την αυτο-οργάνωση και τον εργατικό έλεγχο, το FSLN κληρονόµησε την κουβανική παράδοση, η οποία αποδέχεται τη λαϊκή οργάνωση, αλλά σε ένα πολύ ελεγχόµενο και περιορισµένο πλαίσιο. Η Κούβα, που στις αρχές της δεκαετίας του ’60 είχε ζήσει ένα πλατύ κίνηµα προς την αυτο-οργάνωση, σταδιακά µετατοπίστηκε προς ένα µοντέλο όπου κυριαρχεί ο έλεγχος από τα πάνω, ειδικά µετά την αύξηση της σοβιετικής επιρροής στα τέλη του ’60 και τη δεκαετία του ’70. Ένα τµήµα της ηγεσίας του FSLN είχε αποκτήσει την εκπαίδευσή του στην Κούβα εκείνης της περιόδου. Η δεκαετία του ’70 έχει χαρακτηριστεί ως η «γκρίζα περίοδος» από µια ολόκληρη γενιά Κουβανών µαρξιστών. Με λίγα λόγια, η ηγεσία των Σαντινίστας κληρονόµησε µια παράδοση η οποία είχε επηρεαστεί σοβαρά από τον γραφειοκρατικό εκφυλισµό της Σοβιετικής Ένωσης και τον καταστροφικό του αντίκτυπο σε µεγάλο τµήµα της Αριστεράς διεθνώς, και στην Κούβα.

Παρόµοια, η εφαρµογή µετά το 1988 ενός προγράµµατος «δοµικής αναπροσαρµογής», που θύµιζε έντονα τα προγράµµατα που επιβάλλονταν σε άλλες χώρες από το ΔΝΤ και την Παγκόσµια Τράπεζα, είναι ένα ακόµα λάθος της κυβέρνησης των Σαντινίστας. Στο συγκεκριµένο ζήτηµα, τα µέλη των Σαντινίστας άσκησαν πολύ καθαρά τις κριτικές τους απέναντι στον προσανατολισµό που είχε πάρει η ηγεσία τους. Εκφράσανε τη γνώµη τους και στο εσωτερικό της οργάνωσης και δηµόσια, αλλά δυστυχώς δεν επέβαλαν καµιά διόρθωση των λαθών. Η κυβέρνηση συνέχισε να ακολουθεί µια πολιτική που οδηγούσε τη διαδικασία κατευθείαν στο αδιέξοδο και θα κατέληγε στη λαϊκή απόρριψη στις εκλογές και τη νίκη της Δεξιάς το Φλεβάρη του 1990.

Δεν ήταν κάποιες υπερβολικά ριζοσπαστικές πολιτικές αυτές που αποδυνάµωσαν τη Σαντινιστική Επανάσταση. Αυτό που την εµπόδισε να προχωρήσει επαρκώς, µε τη στήριξη της πλειοψηφίας του πληθυσµού, ήταν η αποτυχία της να τοποθετήσει το λαό στο επίκεντρο της µετάβασης που ακολούθησε την ανατροπή της δικτατορίας Σοµόζα.

Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση διατήρησε έναν οικονοµικό προσανατολισµό που ήταν συµβατός µε τα συµφέροντα της πλούσιας αστικής τάξης στη Νικαράγουα και των µεγάλων ιδιωτικών ξένων εταιριών –δηλαδή, µια οικονοµία που ήταν προσανατολισµένη στις εξαγωγές και στηριζόταν στους χαµηλούς µισθούς προκειµένου να παραµείνει ανταγωνιστική στην παγκόσµια αγορά.

Η επανάσταση δεν ήταν καταδικασµένη να καταλήξει έτσι. Θα µπορούσαν να εφαρµοστούν εναλλακτικές πολιτικές. Η κυβέρνηση όφειλε να δώσει περισσότερη προσοχή στις ανάγκες και τις προσδοκίες του λαού, και στην ύπαιθρο και στις πόλεις. Όφειλε να αναδιανείµει τη γη προς όφελος των καµπεσίνος, αναπτύσσοντας και ενισχύοντας τη µικρή ιδιοκτησία γης και, στο βαθµό που ήταν εφικτό, µορφές εθελοντικών κοοπερατίβων. Η κυβέρνηση όφειλε να προωθήσει αυξήσεις µισθών για τους εργάτες, και στον ιδιωτικό και στο δηµόσιο τοµέα.

Αν οι Σαντινίστας ήθελαν να έρθουν σε ρήξη µε το εξαγωγικό, εξτρακτιβιστικό µοντέλο που εξαρτάται από την ανταγωνιστικότητα στη διεθνή αγορά, θα έπρεπε να στραφούν ενάντια στα συµφέροντα των καπιταλιστών, που εξακολουθούσαν να ελέγχουν την εξαγωγική εξτρακτιβιστική βιοµηχανία. Θα έπρεπε να κάνουν περισσότερα προς τη σταδιακή εφαρµογή πολιτικών στήριξης των µικρών και µεσαίων παραγωγών, που τροφοδοτούσαν την εγχώρια αγορά, όπως µέτρα προστατευτισµού για να περιοριστούν οι εισαγωγές. Αυτό θα επέτρεπε στους αγρότες και στις µικρές και µεσαίες επιχειρήσεις να µην υποχρεώνονται να κάνουν θυσίες στο όνοµα της ανταγωνιστικότητας στη διεθνή αγορά. 

Αντί να ενθαρρύνονται οι µάζες να ακολουθούν εντολές που έρχονταν από την κορυφή του FSLN, θα έπρεπε να προωθηθεί η αυτο-οργάνωση των πολιτών σε όλα τα επίπεδα και να δοθεί στους πολίτες ο έλεγχος της δηµόσιας διοίκησης, όπως και των λογαριασµών των ιδιωτικών εταιριών. Οι πολιτικοί θεσµοί που δηµιούργησε το FSLN, δεν διέφεραν θεµελιωδώς από αυτούς µιας κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας µε ισχυρό ρόλο του προέδρου. Αυτό περιόρισε τη δυνατότητα των µαζών να συγκροτήσουν µια «αντι-εξουσία» µετά την εκλογική νίκη της Δεξιάς το 1990.

Έγιναν παραχωρήσεις στο ντόπιο µεγάλο κεφάλαιο, το οποίο θεωρούνταν λανθασµένα ως πατριωτικό και σύµµαχος του λαού: περιορίστηκαν οι αυξήσεις στους µισθούς, ενώ στα αφεντικά δίνονταν οικονοµικά κίνητρα µε τη µορφή χαµηλότερης φορολογίας. Κάθε τέτοια συµµαχία έπρεπε να έχει απορριφθεί.

Σε κάθε σηµαντικό «σταθµό» αυτής της διαδροµής εµφανίζονταν κριτικές µέσα στο FSLN. Για παράδειγµα το περιοδικό Envio ιδρύθηκε το 1981 «ως έκδοση που παρέχει “κριτική υποστήριξη” στην επαναστατική διαδικασία στη Νικαράγουα, από τη σκοπιά της προτεραιότητας που δίνει η Θεολογία της Απελευθέρωσης στους φτωχούς». Αλλά αυτές οι κριτικές δεν εισακούγονταν σοβαρά από την ηγεσία. Αυτή κυριαρχούνταν όλο και περισσότερο από τον Ντανιέλ Ορτέγκα, τον αδερφό του Ουµπέρτο και τον Βίκτορ Τιράδο Λόπεζ –και οι τρεις της πτέρυγας των «Τερτσερίστας» (η οποία, όπως εξηγήσαµε παραπάνω, δεν κατανοούσε την ανάγκη της αυτο-οργάνωσης και έρεπε προς τις συµµαχίες µε την αστική τάξη). Με αυτούς συµµάχησαν και οι Τόµας Μπόρχε και Μπαγιάρδο Άρτσε της πτέρυγας του «παρατεταµένου λαϊκού πολέµου».

Επιπλέον, τα 4 άλλα µέλη της εθνικής ηγεσίας δεν συγκρότησαν κοινό µπλοκ, για να εναντιωθούν στη συνέχιση και εµβάθυνση των λαθών που γίνονταν. 

Είναι πολύ σηµαντικό να τονίσουµε ότι διατυπώνονταν προτάσεις για εναλλακτικές πολιτικές και µέσα στο FSLN και απέξω, από πολιτικές οµάδες που ήθελαν να βαθύνει η επαναστατική διαδικασία που εξελισσόταν.

Οι φωνές εποικοδοµητικής κριτικής δεν περίµεναν την εκλογική ήττα του Φλεβάρη του 1990 για να προτείνουν αλλαγή κατεύθυνσης. Αλλά δεν εισακούστηκαν και παρέµειναν σχετικά αποµονωµένες.

Παράνοµο κι απεχθές χρέος

Η ηγεσία του FSLN θα έπρεπε επίσης να αµφισβητήσει την αποπληρωµή του δηµόσιου χρέους που κληρονόµησε από τη δικτατορία του Σοµόζα και να έρθει σε ρήξη µε την Παγκόσµια Τράπεζα και το ΔΝΤ. Ως εξαρτηµένη χώρα σύµµαχος των ΗΠΑ, η Νικαράγουα του Σοµόζα δεχόταν τεράστιο ξένο δανεισµό στη δεκαετία του ’70, από πολυεθνικούς θεσµούς όπως η Παγκόσµια Τράπεζα και το ΔΝΤ αλλά και από διεθνείς ιδιωτικές τράπεζες. Αν και τα δάνεια επισήµως προορίζονταν για την ανάπτυξη, ωφέλησαν την ενίσχυση ενός αυταρχικού καθεστώτος και την αύξηση του πλούτου του Σοµόζα και της κλίκας του. Αφού αυτή η κλίκα εγκατέλειψε τη χώρα µαζί µε τα περισσότερα ιδιοκτησιακά στοιχεία της, οι νέοι Σαντινίστας κυβερνήτες της Νικαράγουα είχαν απελπιστική ανάγκη χρηµατοδότησης για να εφαρµόσουν προοδευτικές πολιτικές και να τονώσουν την εκβιοµηχάνιση της χώρας. Το χρέος του Σοµόζα θα αποδεικνυόταν σύντοµα εµπόδιο και τροχοπέδη στην εφαρµογή τέτοιων πολιτικών. Όταν κατέλαβε την εξουσία το FSLN, το εξωτερικό χρέος βρισκόταν στο 1,5 δισ. δολάρια και το 1981 η εξυπηρέτησή του απορροφούσε το 28% των εσόδων από τις εξαγωγές της χώρας.

Οι Σαντινίστας θα έπρεπε να διεξάγουν έναν λογιστικό έλεγχο του χρέους µε πλατιά συµµετοχή των πολιτών. Αυτό είναι ουσιαστικό σηµείο. Η συµφωνία της κυβέρνησης Σαντινίστας να συνεχίσει να αποπληρώνει το χρέος ήταν σε συνέχεια της προστασίας της στα συµφέροντα ενός τµήµατος της Νικαραγουανής αστικής τάξης, που είχε επενδύσει στα οµόλογα του Σοµόζα και είχε δανειστεί χρήµα από αµερικανικές τράπεζες. Για την κυβέρνηση Σαντινίστας αυτός ήταν επίσης ένας τρόπος να αποφύγουν µια σύγκρουση µε την Παγκόσµια Τράπεζα και το ΔΝΤ, παρά το γεγονός ότι αυτά είχαν χρηµατοδοτήσει τη δικτατορία. Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να διατηρήσει τη συνεργασία µε τους δύο θεσµούς, αυτοί αποφάσισαν να αναστείλουν τις οικονοµικές σχέσεις µε τις νέες Αρχές της Νικαράγουα. Αυτό δείχνει ότι ήταν άχρηστες οι παραχωρήσεις που έγιναν προς αυτούς τους θεσµούς.

Οφείλουµε να παραδεχτούµε ότι δεν ήταν εύκολο για την κυβέρνηση µιας χώρας όπως η Νικαράγουα να αντιµετωπίσει µόνη της τους πιστωτές της. Αλλά θα µπορούσε να ξεκινήσει αµφισβητώντας τη νοµιµότητα των χρεών τα οποία διεκδικούσαν η Παγκόσµια Τράπεζα, το ΔΝΤ, τα κράτη και οι ιδιωτικές τράπεζες που είχαν χρηµατοδοτήσει τη δικτατορία. Η κυβέρνηση µπορούσε να ξεκινήσει έναν έλεγχο αυτών των χρεών, καλώντας τους πολίτες να συµµετέχουν και θα µπορούσε να κερδίσει υποστήριξη στο αίτηµα διαγραφής αυτών των χρεών από το πλατύ διεθνές κίνηµα που υποστήριζε το λαό της Νικαράγουα.

Αντί γι’ αυτό, το 1988 κι αφού το εξωτερικό χρέος είχε φτάσει τα 7 δισ. δολάρια, η κυβέρνηση έφτασε στο σηµείο να εφαρµόσει ένα πρόγραµµα δοµικής αναπροσαρµογής, που υποβάθµιζε τις συνθήκες ζωής των φτωχών, χωρίς να θίγει τους πλούσιους. Θύµιζε πάρα πολύ τους συνηθισµένους όρους που επιβάλει το ΔΝΤ και η Παγκόσµια Τράπεζα, ακόµα κι ενώ αυτοί οι θεσµοί δεν είχαν ακόµα αποκαταστήσει τις οικονοµικές σχέσεις τους µε τη Νικαράγουα.

Όσες φορές και να το επαναλάβουµε, θα παραµένουν λίγες: Η άρνηση να αντισταθείς στους δανειστές, που απαιτούν την αποπληρωµή ενός παράνοµου χρέους, είναι γενικά η αρχή της εγκατάλειψης του προγράµµατος αλλαγής της κοινωνίας. Αν δεν αποκηρυχθεί το βάρος του παράνοµου χρέους, ο λαός είναι καταδικασµένος να φορτωθεί αυτό το βάρος. 

Το 1979, δύο µήνες µετά την ανατροπή του Σοµόζα, ο Φιντέλ Κάστρο είπε σε µια οµιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ:

«Το χρέος των αναπτυσσόµενων οικονοµιών έχει ήδη φτάσει τα 335 δισ. δολάρια. Υπολογίζεται ότι οι συνολικές πληρωµές για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους φτάνουν σε πάνω από 40 δισ. δολάρια ετησίως και αντιστοιχούν σε πάνω από το 20% των ετήσιων εξαγωγών τους. Επιπλέον, το κατά κεφαλήν εισόδηµα στις ανεπτυγµένες χώρες είναι πλέον 14 φορές µεγαλύτερο από αυτό των υποανάπτυκτων. Αυτή η  κατάσταση είναι ήδη αβάστακτη».

Στον Ηπειρωτικό Διάλογο για το Εξωτερικό Χρέος, που έγινε στο Μέγαρο  Συνδιασκέψεων της Αβάνα στις 3 Αυγούστου του 1985, είπε: «Τα χρέη των χωρών που έχουν µικρότερη σχετικά ανάπτυξη και είναι σε µια µειονεκτική θέση, είναι αβάστακτα, δεν έχουν καµία λύση και πρέπει να διαγραφούν».

Ως συµµέτοχος σε µια µεγάλη διεθνή καµπάνια για τη διαγραφή των παράνοµων χρεών, ο Κάστρο σε εκείνο το συνέδριο διατύπωσε µια σειρά επιχειρηµάτων, που ταιριάζουν πολύ στην περίπτωση της Νικαράγουα:

«Σε όλους τους ηθικούς, πολιτικούς και οικονοµικούς λόγους µπορούµε να προσθέσουµε και αρκετούς νοµικούς λόγους: Ποιοι υπέγραψαν τα συµβόλαια; Ποιοι ασκούν κυριαρχία; Στη βάση ποιας αντίληψης µπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι οι λαοί δεσµεύτηκαν οι ίδιοι να αποπληρώνουν, ότι αυτοί υπέγραψαν τις πιστώσεις και αυτοί τις έλαβαν; Οι περισσότερες από αυτές τις πιστώσεις εξασφαλίστηκαν από καταπιεστικές στρατιωτικές δικτατορίες, που δεν συµβουλεύονταν το λαό. Πρέπει να πληρωθούν τα χρέη και οι δεσµεύσεις των καταπιεστών από τους καταπιεσµένους; Αυτή είναι η ηθική και φιλοσοφική βάση αυτής της ιδέας. Τα κοινοβούλια δεν διαβουλεύτηκαν. Η αρχή της κυριαρχίας παραβιάστηκε. Ποιο κοινοβούλιο συµµετείχε σε αυτή τη διαδικασία υπογραφής χρεών και ήξερε καλά τι κάνει;».

Τονίζουµε το ζήτηµα του παράνοµου χρέους, γιατί, σε περίπτωση που ανατραπεί το καταπιεστικό καθεστώς των Ντανιέλ Ορτέγκα και Ροζάριο Μουρίγιο, θα είναι κρίσιµο µια λαϊκή κυβέρνηση να αµφισβητήσει την αποπληρωµή των χρεών που απαιτούνται από τη Νικαράγουα. Αν η Δεξιά ηγηθεί της ανατροπής του καθεστώτος, µπορούµε να είµαστε βέβαιοι ότι δεν θα αµφισβητήσει την αποπληρωµή των χρεών.

Μετά την ήττα στις εκλογές του 1990: Ο Ορτέγκα επεκτείνει την πολιτική ταξικής συνεργασίας

Το 1989, η κυβέρνηση FSLN έφτασε σε συµφωνία µε τους Κόντρας για τερµατισµό του πολέµου, η οποία ήταν προφανώς µια θετική εξέλιξη. Παρουσιάστηκε ως η νικηφόρα έκβαση της στρατηγικής που είχε ακολουθηθεί. Αλλά ήταν µια Πύρρειος νίκη. Η ηγεσία των Σαντινίστας κάλεσε σε γενικές εκλογές για το Φλεβάρη του 1990 κι αισθανόταν σίγουρη ότι θα τις κερδίσει. Τα αποτελέσµατα σόκαραν και προκάλεσαν ένα απίθανο κύµα πανικού στην ηγεσία των Σαντινίστας: η Δεξιά είχε κερδίσει, εν µέρει απειλώντας ότι µια νίκη του FSLN θα σήµαινε συνέχεια του πολέµου. Πολλοί άνθρωποι ήθελαν να αποφύγουν τη συνέχεια της αιµατοχυσίας και γι’ αυτό ψήφισαν µε δισταγµό τη Δεξιά, ελπίζοντας ότι ο πόλεµος θα τερµατιστεί οριστικά. Κάποιοι ήταν επίσης απογοητευµένοι από τις πολιτικές της κυβέρνησης FSLN στην ύπαιθρο (ανεπαρκής αγροτική µεταρρύθµιση) και στις πόλεις (αρνητικές συνέπειες των µέτρων λιτότητας που επέβαλε το πρόγραµµα δοµικής αναπροσαρµογής από το 1988 και µετά). Ωστόσο οι Σαντινιστικές οργανώσεις εξακολουθούσαν να έχουν σηµαντική υποστήριξη στη νεολαία, τους εργάτες, τους δηµόσιους υπαλλήλους όπως και σε ένα σηµαντικό αριθµό εργατών γης.

Η ηγεσία των Σαντινίστας εκτιµούσε ότι θα κερδίσει το 70% των ψήφων στις εκλογές, οπότε έµεινε εµβρόντητη, καθώς δεν είχε αντιληφθεί την αυξανόµενη δυσαρέσκεια σε µεγάλο τµήµα του πληθυσµού. Αυτό τονίζει την απόσταση που είχε δηµιουργηθεί ανάµεσα στην πλειοψηφία του λαού και µια ηγεσία που είχε συνηθίσει µόνο να δίνει εντολές.

Μετά την ήττα στις εκλογές του Φλεβάρη του 1990, ο Ντανιέλ Ορτέγκα υιοθέτησε µια τακτική που κινούνταν µεταξύ σύγκρουσης µε την κυβέρνηση και συµβιβασµού.

Η Σαντινιστική ηγεσία, µε επικεφαλής τους Ντανιέλ και Ουµπέρτο Ορτέγκα, διαπραγµατεύτηκε τη «µετάβαση» στη νέα κυβέρνηση της Βιολέτα Τσαµόρο. Ο Ουµπέρτο παρέµενε Γενικός Αρχηγός ενός πολύ αποδυναµωµένου στρατού. Τα περισσότερα αριστερά µέλη του στρατεύµατος είχαν απολυθεί, µε πρόφαση ότι παρείχαν πυραύλους στο Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης Φαραµπούντο Μαρτί (FMLN), το οποίο επιχειρούσε να προκαλέσει µια γενική εξέγερση στο Σαλβαδόρ. Στα πλαίσια της προσέγγισης µεταξύ των προέδρων Γκορµπατσόφ και Μπους, οι Σοβιετικές Αρχές κατήγγειλαν το γεγονός ότι πύραυλοι SAM-7 και SAM-14, οι οποίοι είχαν δοθεί στους Σαντινίστας από την ΕΣΣΔ, δόθηκαν στο FMLN και χρησιµοποιήθηκαν για να καταρριφθούν αµερικανικά στρατιωτικά ελικόπτερα που δρούσαν στο Ελ Σαλβαδόρ. Τέσσερις Σαντινίστας αξιωµατικοί φυλακίστηκαν µε εντολή του Ουµπέρτο Ορτέγκα, ο οποίος έδωσε την εξής ερµηνεία:

«Τυφλωµένοι από το πολιτικό τους πάθος και ακολουθώντας εξτρεµιστικές λογικές, αυτή η µικρή οµάδα αξιωµατικών αψήφησε τη στρατιωτική τιµή και την αφοσίωση στην Ηγεσία των Θεσµών και του Στρατού, που ισούται µε το να αψηφάς τα ιερά, πατριωτικά κι επαναστατικά συµφέροντα της Νικαράγουα».

Αυτό προκάλεσε ισχυρές επικρίσεις από το Εθνικό Μέτωπο Εργατών (στο οποίο συµµετείχαν και οι Σαντινίστας συνδικαλιστικές οργανώσεις), από τη Σαντινιστική Νεολαία και από µια σειρά µέλη του FSLN. Επιπλέον, µια αριστερή οµάδα πρώην µελών της πτέρυγας του «παρατεταµένου λαϊκού πολέµου», η οποία εξέδιδε το δελτίο Nicaragua Desde Adentro, αποδοκίµασε την απόφαση του Ουµπέρτο Ορτέγκα να παραµείνει επικεφαλής του στρατού σε µια δεξιά κυβέρνηση. Αντιπρότειναν να αφήσει τη θέση του στον αναπληρωτή του, ο οποίος ήταν επίσης µέλος του FSLN, ώστε ο ίδιος να παραµείνει στην ηγεσία του FSLN και να συµµετέχει ενεργά στην πολιτική αντιπαράθεση µε το νέο καθεστώς.

Λίγους µήνες µετά την ορκωµοσία της Βιολέτα Τσαµόρο, τον Ιούλη του 1990, ένα µαζικό κίνηµα εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα, ενάντια στα σχέδια µαζικών απολύσεων στις δηµόσιες υπηρεσίες, αλλά και για άλλα ζητήµατα που συνδέονταν µε την εφαρµογή µιας φιλικής προς τις αγορές οικονοµικής πολιτικής. Η Μανάγκουα και άλλες πόλεις γέµισαν από Σαντινιστικά οδοφράγµατα και τα συνδικάτα κάλεσαν σε γενική απεργία. Αυτή η µάχη κατέληξε σε συµβιβασµό µε την κυβέρνηση της Βιολέτα Τσαµόρο, η οποία υποχρεώθηκε να αποσύρει κάποια από τα µέτρα, αλλά η βάση των Σαντινίστας ήταν θυµωµένη µε την επιλογή της ηγεσίας του FSLN να αναστείλει τις κινητοποιήσεις.

Στη συνέχεια η ηγεσία του FSLN έκανε σταδιακά κι άλλες παραχωρήσεις στην Τσαµόρο, αποδεχόµενη τη διάλυση του δηµόσιου τραπεζικού τοµέα, τη συρρίκνωση του δηµόσιου τοµέα και στην αγροτική παραγωγή και στη βιοµηχανία, όπως και τον τερµατισµό του κρατικού µονοπωλίου στο εξωτερικό εµπόριο. Η Τσαµόρο επίσης οργάνωσε την εκκαθάριση της αστυνοµίας και την ένταξη πολλών πρώην Κόντρας σε αυτή.

Πρέπει να σηµειωθεί ότι µετά τη νίκη της Δεξιάς, κάποιοι λίγοι ηγέτες των Σαντινίστας οικειοποιήθηκαν προσωπικά ένα σηµαντικό µερίδιο της ιδιοκτησίας των Σοµοζίστας, που είχε απαλλοτριωθεί µετά τη νίκη του 1979, οι οποίοι συνεπώς ανέλαβαν το ρόλο καπιταλιστών. Αυτή η διαδικασία ονοµάστηκε «πινιάτα». Τα στελέχη που την οργάνωσαν, ισχυρίστηκαν ότι αφορούσε την ανάγκη να διασφαλιστούν πόροι για το FSLN απέναντι σε µια κυβέρνηση που ενδεχοµένως να επεδίωκε να κατασχέσει την περιουσία του Κόµµατος.

Παρά τη ριζοσπαστικοποίηση κάποιων µερίδων του FSLN στη διάρκεια του 1990 και του 1991, άλλοι, όπως ο πρώην Σαντινίστας υπουργός Αλεχάντρο Μαρτίνεζ-Κουένκα, αναφέρονταν ανοιχτά στην ανάγκη για «co-gobierno» (συγκυβέρνηση), δηλαδή ένα είδος εξωτερικής υποστήριξης στην κυβέρνηση της Βιολέτα Τσαµόρο και υποστήριζαν τις πολιτικές που επέβαλε το ΔΝΤ, οι οποίες σε ένα βαθµό µπορούσαν να γίνουν αντιληπτές ως συνέχεια της πολιτικής που ακολουθούσε η Σαντινιστική κυβέρνηση µετά το 1988. Ο Ερίκ Τουσέν ήταν αυτόπτης µάρτυρας στην υποστήριξη τέτοιων πολιτικών ταξικής συνεργασίας από τον Ντανιέλ Ορτέγκα και άλλους ηγέτες του FSLN το 1992, καθώς συµµετείχε στο Τρίτο Φόρουµ του Σάο Πάουλο.

Το 1992, στη Μανάγκουα, ο Ερίκ Τουσέν συνόδευε τον Ερνέστ Μαντέλ, ηγετικό στέλεχος της Τέταρτης Διεθνούς, που είχε προσκληθεί να απευθύνει την εναρκτήρια οµιλία στο Τρίτο Φόρουµ του Σάο Πάουλο. Το Φόρουµ, που είχε ξεκινήσει το 1990 µε πρωτοβουλία του βραζιλιάνικου Κόµµατος Εργατών (στα πορτογαλέζικα Partido dos Trabalhadores –PT) υπό την ηγεσία του Λούλα Ντα Σίλβα, έφερνε σε επαφή ένα ευρύ φάσµα της Λατινοαµερικάνικης Αριστεράς, από το ΚΚ της Κούβας ως το Frente Amplio της Ουρουγουάης και αντάρτικες οργανώσεις όπως το FMLN του Ελ Σαλβαδόρ.

Ο Ερνέστ Μαντέλ είχε ως τίτλο της οµιλίας του «Ο σοσιαλισµός και το µέλλον». Ξεκινώντας από την παρατήρηση των µεγάλων δυσκολιών που αντιµετωπίζουν οι δυνάµεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς διεθνώς, δήλωσε ότι έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα στην έµφαση αιτηµάτων που στοχεύουν στην κατάκτηση θεµελιωδών ανθρωπίνων δικαιωµάτων, ενώ θα διατηρείται ταυτόχρονα η προοπτική του σοσιαλισµού. Κλείνοντας, τόνισε ότι

«Αυτός ο σοσιαλισµός πρέπει να είναι αυτοδιαχειριζόµενος, φεµινιστικός, οικολογικός, ριζοσπαστικά πασιφιστικός, πλουραλιστικός. Πρέπει να διευρύνει ποιοτικά τη δηµοκρατία και να είναι διεθνιστικός και πλουραλιστικός –και µε όρους πολυκοµµατικού συστήµατος. […] η απελευθέρωση των εργατών θα είναι έργο των ίδιων των εργατών. Δεν µπορεί να γίνει από κράτη, κυβερνήσεις, κόµµατα, υποτιθέµενα αλάνθαστους ηγέτες ή κάθε είδους ειδικούς».

Στη διάρκεια του Φόρουµ, ο Βίκτορ Τιράδο Λόπεζ, ένας από τους κοµαντάτε που βρισκόταν πολύ κοντά στον Ντανιέλ Ορτέγκα εκείνη την περίοδο, ζήτησε µια προσωπική συνάντηση µε τον Ερνέστ Μαντέλ, ο οποίος ζήτησε από τον Ερίκ Τουσέν να τον συνοδεύσει. Ο Βίκτορ Τιράδο Λόπεζ ξεκίνησε λέγοντας ότι θαύµαζε πολύ το έργο του Ερνέστ Μαντέλ και ειδικά τη Μαρξιστική Οικονοµική Θεωρία του. Έπειτα ο κοµαντάτε παρουσίασε την ανάλυσή του για τη διεθνή κατάσταση: Σύµφωνα µε αυτόν, το καπιταλιστικό σύστηµα είχε ωριµάσει, δεν θα περνούσε άλλες κρίσεις και θα οδηγούσε στο σοσιαλισµό χωρίς την ανάγκη άλλων επαναστάσεων. Αυτό ήταν απόλυτος παραλογισµός και ο Ερνέστ Μαντέλ το είπε πεντακάθαρα και µε πάθος. Όταν ο Μαντέλ απάντησε ότι οι κρίσεις θα συνεχίζονταν και ότι σε µέρη της Λατινικής Αµερικής, όπως τα βορειοανατολικά της Βραζιλίας, οι συνθήκες ζωής των πιο εκµεταλλευόµενων πληθυσµών επιδεινώνονταν εµφανώς, ο Τιράδο Λόπεζ ανταπάντησε ότι σε αυτές τις περιοχές δεν είχε φτάσει ακόµα ο πολιτισµός που έφερε µαζί του ο Χριστόφορος Κολόµβος πριν πέντε αιώνες. Τότε ο Ερνέστ Μαντέλ και ο Ερίκ Τουσέν διέκοψαν απότοµα αυτή την εξωφρενική συζήτηση.

Την επόµενη µέρα, ο Ντανιέλ Ορτέγκα εξέφρασε την επιθυµία να συναντηθεί κατ’ ιδίαν µε τον Μαντέλ για να του παρουσιάσει το εναλλακτικό πρόγραµµα το οποίο ήθελε να υπερασπιστεί δηµόσια ως την πρόταση του FSLN απέναντι στη δεξιά κυβέρνηση της Βιολέτα Τσαµόρο. Αφού το διαβάσαµε, καταλάβαµε ότι το πρόγραµµα δεν κάλυπτε τις ελάχιστες προϋποθέσεις για να αποτελεί µια πραγµατική εναλλακτική. Για να το θέσουµε πιο απλά, ήταν συµβατό µε τις µεταρρυθµίσεις που εφάρµοζε η δεξιά κυβέρνηση και δεν θα βοηθούσε να συνεχιστεί η αντεπίθεση ενάντια στη Δεξιά. Ο Μαντέλ το είπε πολύ καθαρά στον Ορτέγκα, ο οποίος δεν χάρηκε καθόλου. 

Αυτές οι δύο συζητήσεις δείχνουν πόσο βαθιά είχαν «ξεστρατίσει» κάποιοι ηγέτες του FSLN. Η επακόλουθη εξέλιξη του Ντανιέλ Ορτέγκα και εκείνων που συµπορεύτηκαν µαζί του στο δρόµο προς την επιστροφή του στην εξουσία ήταν ήδη εµφανώς αντιληπτή από τις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Η παγίωση της εξουσίας του Ντανιέλ Ορτέγκα µέσα στο FSLN

Ένα µεγάλο τµήµα των αγωνιστών Σαντινίστας της επαναστατικής περιόδου απέρριπτε αυτόν τον προσανατολισµό στα χρόνια που ακολούθησαν. Χρειάστηκε αρκετό χρόνο και την εκµετάλλευση των αργών αντανακλαστικών στη συνειδητοποίηση του κινδύνου, αλλά ο Ντανιέλ Ορτέγκα κατάφερε να παγιώσει την επιρροή του µέσα στο FSLN και να περιθωριοποιήσει ή να αποκλείσει όσους υπερασπίζονταν έναν διαφορετικό προσανατολισµό.

Ταυτόχρονα, ο Ντανιέλ Ορτέγκα κατάφερε να διατηρήσει προνοµιακές σχέσεις µε µια σειρά ηγετικών στελεχών των λαϊκών Σαντινιστικών οργανώσεων, οι οποίοι αισθάνονταν ότι µπροστά στην απουσία οποιουδήποτε άλλου, αυτός ήταν ο µόνος ηγέτης που θα µπορούσε να υπερασπιστεί τις κατακτήσεις της δεκαετίας του ’80. Αυτό εξηγεί κατά ένα µέρος γιατί, το 2018, το καθεστώς Ορτέγκα εξακολουθεί να έχει την υποστήριξη τµήµατος του πληθυσµού και του λαϊκού κινήµατος παρά τη χρήση ακραία σκληρών µεθόδων καταπίεσης.  

Η παγίωση της εξουσίας του Ορτέγκα µέσα στο FSLN τη δεκαετία του ’90 συνοψίζεται µε τον καλύτερο τρόπο από τη Μόνικα Μπαλτοδάνο, πρώην κοµαντάτα των ανταρτών, πρώην µέλος της ηγεσίας του FSLN και σήµερα µέλος του Κινήµατος για τη Διάσωση του Σαντινισµού (στα ισπανικά  Movimiento por el Rescate del Sandinismo – MpRS):

«Η διαµάχη µέσα στο FSLN µεταξύ 1993 και 1995 [η οποία κορυφώθηκε µε την αποχώρηση µεγάλου αριθµού επαγγελµατιών, διανοουµένων και άλλων, πολλοί εκ των οποίων στη συνέχεια ίδρυσαν το Κίνηµα Ανανέωσης του Σαντινισµού (MRS), που είναι διαφορετικό από το MpRS της Μόνικα Μπαλτοδάνο, το οποίο ιδρύθηκε αργότερα] έπεισε τον Ορτέγκα και τον σιδερένιο κύκλο γύρω του για τη σηµασία που έχει ο έλεγχος του κοµµατικού µηχανισµού. Αυτό έγινε πολύ πιο συγκεκριµένη πολιτική στο Συνέδριο του FSLN το 1998, όπου τα αποµεινάρια της Εθνικής Διεύθυνσης, δηλαδή η Σαντινιστική Συνέλευση και το ίδιο το Συνέδριο του FSLN αντικαταστάθηκαν από ένα σώµα στο οποίο συµµετείχαν κυρίως οι ηγέτες των κοινωνικών οργανώσεων βάσης που ήταν πιστοί στον Ορτέγκα. Σταδιακά, ακόµα κι αυτή η συνέλευση έπαψε να συνεδριάζει. Τότε συνέβη µια σηµαντική τοµή. Τότε έγινε πια εµφανές ότι ο Ορτέγκα αποµακρυνόταν διαρκώς από τις αριστερές απόψεις και επικέντρωνε τη στρατηγική του στο πώς θα ενισχύσει την εξουσία του. Η έµφασή του βρισκόταν στην εξουσία ως αυτοσκοπό».

Η Μόνικα Μπαλτοδάνο συνεχίζει εξηγώντας την οικοδόµηση συµµαχιών, που τελικά οδήγησαν στην επιστροφή του Ντανιέλ Ορτέγκα στο προεδρικό γραφείο:

«Τότε ξεκίνησε µια διαδικασία οικοδόµησης συµµαχιών για να αυξήσει τη δύναµή του. Η πρώτη ήταν µε τον Πρόεδρο Αρνόλντο Αλεµάν, η οποία είχε ως αποτέλεσµα τις συνταγµατικές µεταρρυθµίσεις του 1999-2000. Οι βασικές επιδιώξεις του Ορτέγκα σε αυτή τη συµµαχία ήταν να µειώσει το ποσοστό που χρειάζεται για να κερδίσεις προεδρικές εκλογές στον πρώτο γύρο, να µοιραστούν τα δύο κόµµατα τις κορυφαίες θέσεις όλων των κρατικών θεσµών [όπως το Εκλογικό Συµβούλιο, το Ελεγκτικό Συνέδριο και το Ανώτατο Δικαστήριο] και να κατοχυρώσει την προστασία των προσωπικών περιουσιών και επιχειρήσεων των ηγετών του FSLN [που αποκτήθηκαν στη διάρκεια και µετά την «πινιάτα»]. Σε αντάλλαγµα, εγγυόταν στον Αλεµάν την «κυβερνησιµότητα», βάζοντας φρένο στις απεργίες και σε άλλους αγώνες για τα αιτήµατα της βάσης. Το FSLN έπαψε να εναντιώνεται στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Τα επόµενα χρόνια, οι βασικοί ηγέτες των κάποτε µαζικών οργανώσεων του κόµµατος έγιναν βουλευτές της Εθνικής Συνέλευσης ή ενσωµατώθηκαν στις δοµές του κύκλου του Ορτέγκα. Κάπως έτσι έπαψαν να αντιστέκονται και να αγωνίζονται για όλα εκείνα τα οποία κάποτε πίστευαν. Εκείνα τα χρόνια εµφανίστηκαν και οι «δεσµοί» –δεν θα το αποκαλούσα συµµαχία– µε τον επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας, Καρδινάλιο Οµπάντο. Ο βασικός σκοπός αυτής της διασύνδεσης ήταν ο έλεγχος του εκλογικού βραχίονα της κυβέρνησης διαµέσου της προσωπικής στενής σχέσης του Οµπάντο µε τον Ροµπέρτο Ρίβας, ο οποίος ηγούνταν του εκλογικού βραχίονα από το 2000. Επίσης αυτό αύξησε την επιρροή του Ορτέγκα και στους πιστούς Καθολικούς και στην ιεραρχία της Εκκλησίας».

Όταν ο Αλεµάν κατηγορήθηκε για διαφθορά και καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκισης, η συµφωνία που είχε κάνει µε τον Ορτέγκα αποδείχθηκε επωφελής: Ο Ορτέγκα διασφάλισε ότι οι άνθρωποι που ο ίδιος είχε τοποθετήσει στο δικαστικό σύστηµα, θα έδειχναν προνοµιακή µεταχείριση στον Αλεµάν, επιτρέποντάς του να εκτίσει την ποινή του σε κατ’ οίκον περιορισµό. Αργότερα, το 2009, δύο χρόνια µετά την εκλογή του ως πρόεδρος της Νικαράγουα, ο Ορτέγκα υποστήριξε την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου να ακυρώσει την καταδίκη του Αλεµάν και να τον απελευθερώσει. Λίγες µέρες µετά, ο Αλεµάν ανταπέδωσε τη χάρη, διασφαλίζοντας ότι η κοινοβουλευτική οµάδα του Φιλελεύθερου Κόµµατος, του οποίου ηγούνταν, θα ψήφιζε την εκλογή ενός Σαντινίστα ως προέδρου της Εθνοσυνέλευσης.

Οι συνταγµατικές µεταρρυθµίσεις του 1999-2000 µείωσαν το απαιτούµενο ποσοστό νίκης στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών σε 35% των ψήφων, αν ο υποψήφιος προηγείται πάνω από 5 µονάδες από τον δεύτερο. Ο Ορτέγκα εξελέγη µε 38,07% των ψήφων το Νοέµβρη του 2006 και ανέλαβε τη διακυβέρνηση το Γενάρη του 2007. Επανεξελέγη το Νοέµβρη του 2011 και το Νοέµβρη του 2016. Μετά από αυτές τις εκλογές, έγινε αντιπρόεδρος η Ροζάριο Μουρίγιο, η οποία ήταν εκπρόσωπος Τύπου της κυβέρνησης από το 2007 και την οποία ο Ορτέγκα είχε παντρευτεί στην Εκκλησία µε τον Καρδινάλιο Οµπάντο να κάνει την τελετή.

Η Προδοµένη Επανάσταση

Από το 2007 και µετά, οι πολιτικές που έχουν εφαρµόσει οι Ορτέγκα και Μουρίγιο µοιάζουν περισσότερο µε συνέχεια της πολιτικής των τριών διαδοχικών δεξιών κυβερνήσεων µεταξύ 1990 και 2007, παρά µε συνέχεια της Σαντινιστικής εµπειρίας του 1980-1990. Γι’ αυτό το ζήτηµα, αξίζει να διαβαστεί ολόκληρο το άρθρο της Μόνικα Μπαλτοδάνο, που δηµοσιεύτηκε το Γενάρη του 2014 και αναφέρθηκε παραπάνω.

Τα τελευταία 11 χρόνια, η κυβέρνηση του Ντανιέλ Ορτέγκα δεν προχώρησε σε καµία δοµική µεταρρύθµιση: ούτε κοινωνικοποίηση των τραπεζών, ούτε νέα αγροτική µεταρρύθµιση παρά την πολύ σηµαντική συγκέντρωση γης στα χέρια των µεγαλογαιοκτηµόνων, ούτε µεταρρυθµίσεις υπέρ των εργαζόµενων τάξεων των πόλεων, ούτε ταξική µεταρρύθµιση στην κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι ζώνες όπου επικρατεί καθεστώς ελεύθερου εµπορίου έχουν επεκταθεί. Η σύναψη εσωτερικών και εξωτερικών χρεών συνεχίζεται υπό τους ίδιους όρους που ευνοούν τους δανειστές µέσα από τα επιτόκια που εισπράττουν και τους επιτρέπουν να επιβάλουν τις πολιτικές που προτιµούν µέσω εκβιασµών.

Το 2006, η κοινοβουλευτική οµάδα των Σαντινίστας ψήφισε µαζί µε τους δεξιούς βουλευτές υπέρ ενός νόµου που απαγόρευε πλήρως την έκτρωση. Υπό την προεδρία του Ντανιέλ Ορτέγκα, ο οποίος αρνήθηκε να αµφισβητήσει το µέτρο, αυτή η απαγόρευση ενσωµατώθηκε στον νέο ποινικό κώδικα και τέθηκε σε εφαρµογή τον Ιούλη του 2008. Δεν προβλέπεται καµία απολύτως εξαίρεση στην απαγόρευση, ούτε καν σε περιπτώσεις κινδύνου της υγείας ή της ζωής της εγκύου ή σε εγκυµοσύνες που προέκυψαν από βιασµό. Αυτή η οπισθοδροµική νοµοθεσία συνοδεύτηκε από σοβαρές επιθέσεις στις οργανώσεις που υπερασπίζονται τα γυναικεία δικαιώµατα, οι οποίες υπήρξαν από τις πλέον ενεργές στην αντίσταση στην κυβέρνηση Ορτέγκα. Σε µια άλλη πολύ ενοχλητική εξέλιξη, το καθεστώς χρησιµοποιεί συστηµατικά την επίκληση στην Καθολική θρησκεία. Ειδικά η Ροζάριο Μουρίγιο η οποία επιµένει να καταγγέλλει τις γυναικείες οργανώσεις και την υποστήριξη που δέχονται από το εξωτερικό στον αγώνα τους για το δικαίωµα στην έκτρωση ως «Έργο του Διαβόλου».

Η Νικαράγουα εξακολουθεί να καθορίζεται από τους πολύ χαµηλούς µισθούς της. Η Pro Nicaragua, η επίσηµη κρατική υπηρεσία που προσελκύει τις ξένες επενδύσεις στη χώρα, καµαρώνει που «ο κατώτατος µισθός είναι ο πιο ανταγωνιστικός σε περιφερειακό επίπεδο, κάτι που κάνει τη Νικαράγουα την ιδανική χώρα για την εγκατάσταση επιχειρήσεων υψηλής έντασης εργασίας».

Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί κατακόρυφα η εργασιακή ανασφάλεια: στην ανεπίσηµη οικονοµία εργαζόταν το 60% των απασχολούµενων το 2009. Το ποσοστό αυτό έφτασε στο 80% το 2017. Δεν έχει υπάρξει καµία πρόοδος στη µείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και ο αριθµός των εκατοµµυριούχων έχει αυξηθεί. Η αύξηση του παραγόµενου πλούτου δεν διανεµήθηκε προς τις εργαζόµενες τάξεις, αλλά ωφέλησε το µεγάλο εθνικό και διεθνές κεφάλαιο, µε τη βοήθεια της κυβέρνησης Ορτέγκα. Επιπλέον, ο ίδιος και η οικογένειά του έχουν γίνει πλουσιότεροι.

Ο βασικός πυροδότης των κοινωνικών διαµαρτυριών, που ξεκίνησαν τον Απρίλη του 2018, ήταν η ανακοίνωση της κυβέρνησης Ορτέγκα για νεοφιλελεύθερα µέτρα που θα έθιγαν την κοινωνική ασφάλιση, συγκεκριµένα µια αντιµεταρρύθµιση του συνταξιοδοτικού. Αυτά τα µέτρα υποστηρίζονταν από το ΔΝΤ, µε το οποίο ο Ορτέγκα διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις από τότε που ανέλαβε την εξουσία το 2007. Σε µια ανακοίνωσή του το Φλεβάρη του 2018, το ΔΝΤ έδινε συγχαρητήρια στην κυβέρνηση για τα επιτεύγµατά της:

«Η οικονοµική επίδοση το 2017 ξεπέρασε τις προσδοκίες και οι προβλέψεις για το 2018 είναι ευνοϊκές… Το Ταµείο προτείνει τα σχέδια µεταρρύθµισης του INSS [Ο Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης της Νικαράγουα] να διασφαλίζουν τη µακροπρόθεσµη βιωσιµότητά του, να διορθώνουν τις αδικίες εντός συστήµατος. Το Ταµείο καλωσορίζει τις προσπάθειες της κυβέρνησης να ελαφρύνει τις χρηµατοδοτικές ανάγκες του INSS».

Τα πιο αντιδηµοφιλή µέτρα ήταν µια µείωση 5% στις συντάξεις, µε την οποία θα χρηµατοδοτούνταν οι φαρµακευτικές δαπάνες και ο περιορισµός της ετήσιας αναπροσαρµογής των συντάξεων πάνω από τον πληθωρισµό. Τα µελλοντικά συνταξιοδοτικά επιδόµατα για τους περίπου 1 εκατοµµύριο εργάτες που είναι ενταγµένοι στο συνταξιοδοτικό σύστηµα, θα στηρίζονταν σε λιγότερο ευνοϊκούς υπολογισµούς, οι οποίοι θα οδηγούσαν σε περικοπές στις συντάξεις που θα µπορούσαν να φτάσουν στο 13%.

Αυτά τα µέτρα προκάλεσαν ένα µαζικό κίνηµα διαµαρτυρίας, στο οποίο αρχικά συµµετείχαν φοιτητές και νεολαίοι. Το κίνηµα γρήγορα ενώθηκε µε άλλες κινητοποιήσεις, ειδικά µε το αγροτικό-ιθαγενικό κίνηµα ενάντια στην οικοδόµηση ενός υπερωκεάνιου καναλιού, που θα λειτουργούσε ως εναλλακτική στη Διώρυγα του Παναµά και το οποίο απειλεί µεγάλα τµήµατα του περιβάλλοντος, αλλά και του βιοπορισµού ανθρώπων. 

Τελικά ο Ορτέγκα εγκατέλειψε αυτές τις µεταρρυθµίσεις. Αλλά µόνο αφού είχε προκαλέσει ένα εγκληµατικό σπιράλ καταστολής, που κατέληξε σε 300 νεκρούς διαδηλωτές από τις δυνάµεις ασφαλείας και από φιλοκαθεστωτικές πολιτοφυλακές. Με τη συµµετοχή και άλλων τµηµάτων του πληθυσµού που σοκαρίστηκαν από την κατασταλτική απάντηση του καθεστώτος, οι διαδηλώσεις ριζοσπαστικοποιήθηκαν, φτάνοντας να απαιτούν την ανατροπή του καθεστώτος.

Η κυβέρνηση κατηγόρησε τους διαδηλωτές ως δεξιούς «golpistas» (πραξικοπηµατίες) και ως «τροµοκράτες» που επεδίωκαν µια αλλαγή καθεστώτος µε την υποστήριξη του αµερικάνικου ιµπεριαλισµού. Αλλά ήταν ανίκανη να παρουσιάσει οποιοδήποτε αυθεντικό στοιχείο για να υποστηρίξει τους ισχυρισµούς της. Στην πράξη, οι ΗΠΑ, που δεν έχουν καµιά διαφωνία µε τις νεοφιλελεύθερες οικονοµικές πολιτικές του Ορτέγκα, επέβαλαν µάλλον σχετικά ήπιες κυρώσεις ως αντίδραση στην καταστολή, προς το παρόν. Αντίστοιχα, η εξέταση από τη Γερουσία του Νόµου Προϋποθέσεων για Επενδύσεις στη Νικαράγουα του 2017, τον οποίο βέβαια πρέπει να καταγγείλουµε ως ιµπεριαλιστική πολιτική που παραβιάζει την εθνική κυριαρχία της Νικαράγουα, δεν επιταχύνθηκε από τα πρόσφατα γεγονότα. 

Επιπλέον, οι Ορτέγκα και Μουρίγιο ενίσχυσαν τη χρήση θρησκευτικών φονταµενταλιστικών αναφορών και κατήγγειλαν τους διαδηλωτές για «Σατανικές» τελετές και πρακτικές, που τους φέρνουν σε αντίθεση µε τον Νικαραγουανό λαό, «γιατί ο Νικαραγουανός λαός είναι ο λαός του Θεού!». Στις 19 Ιούλη του 2018, σε µια συγκέντρωση που οργανώθηκε στην επέτειο της Σαντινιστικής Επανάστασης προκειµένου να ενισχύσει τη νοµιµοποίησή του, ο Ορτέγκα επανέλαβε αυτούς τους παρανοϊκούς ισχυρισµούς και κάλεσε τους Καθολικούς Επισκόπους να εξορκίσουν τους διαδηλωτές για να διώξουν τους διαβόλους, οι οποίοι υποτίθεται ότι τους έχουν καταλάβει.

Ως τα µέσα Ιούλη, η πολιτική τροµοκρατίας που καθοδήγησε η κυβέρνηση της επέτρεψε να ανακτήσει τον έλεγχο των δρόµων. Έκτοτε, έχουν γίνει µαζικές συλλήψεις και πολλές εκατοντάδες άνθρωποι, στιγµατισµένοι ως «τροµοκράτες» από την κυβέρνηση, παραµένουν στη φυλακή. Οι ενώσεις ανθρωπίνων δικαιωµάτων απαγορεύεται να µπουν στις φυλακές, όπως και οι δικηγόροι κάποιων από τους κρατούµενους. Μερικοί κρατούµενοι βασανίστηκαν και υποχρεώθηκαν να δώσουν ψευδείς οµολογίες, που υποστήριζαν τον ισχυρισµό ότι το καθεστώς αντιµετωπίζει µια καθοδηγούµενη από το εξωτερικό συνωµοσία.

Με τη µορφή συµπεράσµατος

Η Επανάσταση των Σαντινίστας ξεκίνησε ως µια σπάνια εµπειρία κοινωνικής απελευθέρωσης και ανανέωσης της εθνικής αξιοπρέπειας σε µια εξαρτηµένη χώρα της οποίας η θέση ως πίσω αυλή του αµερικάνικου ιµπεριαλισµού είχε γίνει αποδεκτή για δεκαετίες από τους αυταρχικούς δυνάστες ηγέτες της. Αλλά τα επιτεύγµατα της Σαντινιστικής διακυβέρνησης µεταξύ 1979 και 1990 δεν πήγαν αρκετά µακριά. Ενώ βοήθησαν σε σηµαντικές βελτιώσεις των συνθηκών ζωής των περισσότερων Νικαραγουανών, δεν ήρθαν σε ρήξη µε το εξαγωγικό εξτρακτιβιστικό µοντέλο, το οποίο κυριαρχούνταν από το µεγάλο κεφάλαιο, ούτε προώθησαν σηµαντικά την ενεργή συµµετοχή των µαζών στη διαδικασία λήψης οικονοµικών και πολιτικών αποφάσεων. Οι πολιτικοί θεσµοί και η εσωτερική οργάνωση του FSLN δεν αναπτύχθηκαν ως εργαλεία που θα ενδυνάµωναν τις µάζες, ένα λάθος που διευκόλυνε τον εκφυλισµό του FSLN κατά τη διαδροµή της επιστροφής του Ορτέγκα στην εξουσία.

Αυτή η κατανόηση της Νικαραγουανής Επανάστασης και του εκφυλισµού της τονίζει την ανάγκη οι επαναστάτες και οι σοσιαλιστές αγωνιστές να ενθαρρύνουν την ευρύτερη εφικτή συµµετοχή των µαζών στην πάλη για την απελευθέρωσή τους, όπως και να συνδράµουν στην αυτο-οργάνωσή τους. Συµπληρωµατική σε αυτή την ιδέα είναι η ανάγκη οι επαναστάτες να αγωνίζονται ενάντια στη γραφειοκρατικοποίηση των ηγεσιών των οργανώσεών τους –το οποίο ξεκινά µε την οικοδόµηση οργανώσεων που σέβονται την εσωτερική δηµοκρατία. Αυτό υποτιµήθηκε πολύ σοβαρά από το FSLN, που παρέµεινε µια πολιτικοστρατιωτική οργάνωση µετά την κατάληψη της εξουσίας και περίµενε ως το 1991 για να οργανώσει το πρώτο του συνέδριο ως πολιτική οργάνωση. Αν και η επιλογή της ηγεσίας των Σαντινίστας να αναγνωρίσουν τη νίκη της Δεξιάς το 1990 ήταν σωστή, τα βήµατα που ακολούθησαν υπό τον Ντανιέλ Ορτέγκα, είχαν ξεκάθαρα ως αυτοσκοπό την επιστροφή του στην εξουσία. Η αριστερή πτέρυγα του FSLN, που οργανώθηκε σε «κριτικές» τάσεις στη διάρκεια του ’90, ήταν πολύ διστακτική στην αντιπολίτευσή της απέναντι σε αυτές τις κινήσεις.

Τέλος, η διεθνής Αριστερά έχει ανάγκη από µια υλιστική ανάλυση των κοινωνικών και πολιτικών διαδικασιών και όχι να µένει προσκολληµένη σε φαντασιώσεις για τις εµπειρίες του «υπαρκτού σοσιαλισµού». Η εξέλιξη του FSLN και οι πολιτικές που ακολούθησε στη Νικαράγουα µετά το 2007 πρέπει να αναλύονται µε βάση αυτό που είναι και όχι µε βάση το τι πίστευαν ο Ντανιέλ Ορτέγκα και η Ροζάριο Μουρίγιο ως αγωνιστές του FSLN τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Με αυτή την έννοια, το βάθεµα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που ακολουθούσαν οι δεξιοί προκάτοχοί τους, όπως και η πλήρης απαγόρευση των εκτρώσεων από τους Ορτέγκα και Μουρίγιο, πρέπει να καταδικαστούν από τη διεθνή Αριστερά. Επιπλέον, η Αριστερά οφείλει νε καταγγείλει µε δριµύτητα την εγκληµατική καταστολή που οργανώνει σήµερα το καθεστώς ενάντια σε διαδηλωτές και να απαιτήσει την άµεση απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουµένων. Υιοθετώντας µια τέτοια στάση, η Αριστερά σε καµιά περίπτωση δεν πρέπει να αυτοακυρωθεί, δίνοντας στήριξη σε µια δεξιά, φιλο-ιµπεριαλιστική αντιπολίτευση. Αντίθετα, αυτή η στάση πρέπει να συνοδεύεται από προσπάθειες να συνδεθεί και να ενισχύσει τους κριτικούς Σαντινίστας και άλλα µέλη της προοδευτικής αντιπολίτευσης στους Ορτέγκα και Μουρίγιο, ειδικά την νεολαία που κινητοποιήθηκε µαζικά µετά τον Απρίλη του 2018, το φεµινιστικό κίνηµα και το αγροτικό-ιθαγενικό κίνηµα που εναντιώνεται στο σχέδιο της Διώρυγας και άλλα καταστροφικά σχέδια που συνδέονται µε το εξαγωγικό καπιταλιστικό µοντέλο.

Συντάκτης
Ερίκ Τουσέν και Ναθάν Λεγκράν