Εξηγώντας την ανάδυση της αυτόνομης ακροδεξιάς στην Ισπανία: Ο Φράνκο δεν ξεριζώθηκε ποτέ

Μιγκέλ Ουρμπάν
Ημερ.Δημοσίευσης

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Jacobin, μετά τις εκλογές στην Ανδαλουσία το Δεκέμβρη του 2018, όταν το ακροδεξιό Vox σημείωσε την πρώτη του εκλογική επιτυχία. Τη μετάφραση έκανε η Στέλλα Μούσμουλα. Ο Μιγκέλ Ουρμπάν είναι ευρωβουλευτής, μέλος των Αντικαπιταλίστας μέσα στο Ποδέμος. 

Ισπανία Ακροδεξιά

Η ισπανική ακροδεξιά απολαµβάνει τη µεγαλύτερη άνοδό της µετά τη δεκαετία του 1970. Ξεφυτρώνει όµως µέσα από έναν αντιδραστικό βάλτο, όπου κακοφόρµιζε από την εποχή της δικτατορίας του Φράνκο.

Στα µέσα της δεκαετίας του ’70 οι περισσότεροι Ευρωπαίοι πίστευαν ότι κάθε  πιθανή αναδιοργάνωση του φασισµού µε οποιαδήποτε µορφή θα οικοδοµούνταν  στις παρυφές των ερειπίων των µεσογειακών δικτατοριών στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Ωστόσο, αν και η Χρυσή Αυγή παραµένει µια ισχυρή έκφραση του νεοφασισµού στην Ελλάδα, στις άλλες δύο χώρες η εκτίµηση αυτή δεν δικαιώθηκε. Τα κόµµατα που συνδέονται µε την άκρα δεξιά, τείνουν, τις τελευταίες δεκαετίες, να έχουν χειρότερα αποτελέσµατα στην Ιβηρική χερσόνησο από οπουδήποτε αλλού στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Τουλάχιστον αυτό ίσχυε µέχρι τις εκλογές στην Ανδαλουσία, στις αρχές του περασµένου Δεκέµβρη, όπου το ακροδεξιό κόµµα Vox εξέπληξε µε την άνοδό του στο 10%, εκλέγοντας δώδεκα βουλευτές. Αυτό αποτέλεσε έναν εκλογικό σεισµό, όχι µόνο επειδή η ακροδεξιά µπήκε στο Κοινοβούλιο της πολυπληθέστερης περιοχής της Ισπανίας, αλλά επίσης επειδή η Αριστερά [ΣτΜ: στον όρο «Αριστερά» συµπεριλαµβάνεται το σοσιαλδηµοκρατικό PSOE] έχασε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία εκεί. Όπως δείχνουν τα πράγµατα, η Δεξιά  πρόκειται να κυβερνήσει την Ανδαλουσία για πρώτη φορά µετά την αποκατάσταση της δηµοκρατίας –και η κυβέρνησή αυτή θα βασιστεί στην κοινοβουλευτική υποστήριξη του Vox.

Ας µη γελιόµαστε, οι προηγούµενες εκλογικές αποτυχίες της ισπανικής ακροδεξιάς δεν σήµαιναν ότι οι αξίες της δεν ενυπήρχαν µέσα στους θεσµούς της χώρας. Αντίθετα, η «αθέατη παρουσία» της συγκάλυπτε την επιβίωση ενός   νεοσυντηρητικού και ξενοφοβικού φρανκισµού. Από αυτόν τον πολιτικό χώρο αναµφίβολα έλειπε, µέχρι τώρα, η διακριτή πολιτική έκφραση, καθώς επιβίωνε  «καλυµµένος» µέσα στο «πολυσυλλεκτικό» Λαϊκό Κόµµα (Partido Popular –  PP), το κυρίαρχο συντηρητικό κόµµα της Ισπανίας. Αυτός ο χώρος τώρα αναζωογονείται µε το Vox, ένα κόµµα µε βαθιές ρίζες στην ιστορία της οργανωµένης ακροδεξιάς.

Ματαίωση

Η ιστορία της ισπανικής ακροδεξιάς ως εκλογικής δύναµης αρχίζει µε το τέλος της δικτατορίας. Κατά το λυκόφως του καθεστώτος του Φράνκο σχηµατίστηκε µια παρασκηνιακή οµάδα που έγινε γνωστή µε το όνοµα Búnker (οχυρωµένο καταφύγιο), στην οποία έχουν τις ρίζες τους τα περισσότερα από τα ακροδεξιά κόµµατα που εµφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου της «µετάβασης»  της Ισπανίας σε δηµοκρατικό καθεστώς, στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Σε αυτόν τον πολιτικό/κοινωνικό «χώρο» ηγεµόνευσαν δύο οργανώσεις, η «Νέα Δύναµη» (Fuerza Nueva) και η «Εθνική Συνοµοσπονδία Πρώην Μαχητών» (Confederación Nacional de Ex Combatientes).

Η εξτρεµιστική καθολική οργάνωση «Νέα Δύναµη» (Fuerza Nueva) είχε ιδρυθεί το 1967, µε επικεφαλής τον Blas Piñar. Συγκέντρωσε πολλές δυνάµεις νοσταλγών του Φράνκο και επίσης διέθετε µια πολύ ενεργή νεολαιίστικη πτέρυγα µε µεγάλες δυνατότητες κινητοποίησης –ένα αξιοσηµείωτο χαρακτηριστικό της ισπανικής ακροδεξιάς. Όπως το έθεσε ένας ιστορικός, «Η πρώτη της προτεραιότητα ήταν να γίνει ο άξονας ενός κινήµατος που θα αποτελούσε πόλο έλξης όλων των φρανκιστών, που νοσταλγούσαν το πνεύµα της εποχής της (αντι-κοµουνιστικής) “Σταυροφορίας”, καθώς και εκείνων που ήθελαν εντονότερη καταστολή της αντιπολίτευσης από το καθεστώς σε τέτοιο βαθµό, που θα επέτρεπε την επιβίωσή του».

Πράγµατι, η «Νέα Δύναµη» (Fuerza Nueva), η οποία έγινε κόµµα το 1976, είναι το µόνο ακροδεξιό κόµµα που έχει καταφέρει να εκπροσωπηθεί στο εθνικό κοινοβούλιο της Ισπανίας (το 1979 κέρδισε 379.463 ψήφους). Αυτή ήταν η κορυφαία του στιγµή και σε οργανωτικό επίπεδο: εκείνη την εποχή ο αριθµός των µελών της κυµαίνονταν από 40 έως 70 χιλιάδες, διέθετε το δικό της συνδικάτο ονόµατι «Εθνική Δύναµη Εργατών» (Fuerza Nacional del Trabajo) και ένα περιοδικό, «Το Αλκαζάρ» (El Alcázar), το οποίο είχε κυκλοφορία  45.000 αντίτυπα την εβδοµάδα και αριθµούσε 13.000 συνδροµητές.

Η αποτυχηµένη απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήµατος στις 23 Φλεβάρη 1981 και το άσχηµο εκλογικό αποτέλεσµα της επόµενης χρονιάς έκλεισαν το δρόµο  στην άκρα δεξιά, η οποία στάθηκε ανίκανη να ανακόψει τη διαδικασία µεταρρυθµίσεων, που είχε ξεκινήσει από την ύστερη περίοδο της δικτατορίας του Φράνκο. Αυτό αποθάρρυνε και αποπροσανατόλισε τους κεντρικούς πυρήνες της ακροδεξιάς και την κατάσταση αυτή επιδείνωσε περαιτέρω η διάλυση της Fuerza Nueva το 1982, που ανακοινώθηκε την ηµέρα της έβδοµης επετείου του θανάτου του Φράνκο.

Τα περισσότερα µέλη και στελέχη της αισθάνθηκαν εγκαταλελειµµένα και προδοµένα από αυτή την επιλογή. Αρκετοί πύκνωσαν τις γραµµές άλλων µικρών ακροδεξιών οργανώσεων, αλλά η πλειοψηφία τους βρήκε καταφύγιο στη «Λαϊκή Συµµαχία» (Alianza Popular) –το µετέπειτα «Λαϊκό Κόµµα» (Partido Popular). Η διάλυση της Fuerza Nueva σήµανε το τέλος της κυριότερης πολιτικής οργάνωσης που προέκυψε µέσα από τη Φρανκική «Búnker». Με τη διάλυσή της, καθώς και µε το κλείσιµο του περιοδικού «Το Αλκαζάρ» το 1988, άρχισε για τους οπαδούς της ένα µακρύ ταξίδι στην έρηµο.

Λαϊκή Συµµαχία: Ένας Τόπος Ανασύνταξης

Η διαδικασία της «Μετάβασης» στην Ισπανία µετέφερε αρκετά στοιχεία της δικτατορίας στο δηµοκρατικό σύστηµα. Σε αυτή την άρρηκτη διαδικασία θεσµικής συνέχειας, υπολογίσιµα τµήµατα της δοµής του καθεστώτος του Φράνκο έµειναν ανέπαφα, χωρίς να επέλθει ποτέ κάθαρση. Διάφοροι συγγραφείς έχουν επισηµάνει αυτήν την ατιµωρησία, ως έναν σηµαντικό λόγο για τον οποίο δεν µπόρεσε ποτέ να αναδυθεί στην Ισπανία µια ισχυρή δύναµη διακριτής ανασύνταξης της ακροδεξιάς. Συγκριτικές µελέτες πάνω στο ζήτηµα της αναζωογόνησης των ακροδεξιών κοµµάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη αναγνωρίζουν ότι αυτή η ιδιαιτερότητα της Ισπανίας (δηλαδή η έλλειψη ενός τέτοιου κόµµατος) σχετίζεται, µεταξύ άλλων, µε την ιδιαίτερη µορφή που πήρε το µαζικό δεξιό κόµµα που έχει δηµιουργηθεί εδώ.

Υπό αυτή την έννοια, πρέπει να θυµόµαστε ότι το Λαϊκό Κόµµα, το βασικό συντηρητικό κόµµα της Ισπανίας, προέρχεται από τη «Λαϊκή Συµµαχία» (Alianza Popular), που ίδρυσε ο Manuel Fraga τον Σεπτέµβρη του 1976. Αυτός ο σχηµατισµός δηµιουργήθηκε από µια οµάδα επιφανών προσωπικοτήτων του φρανκισµού και χαρακτηρίστηκε όχι µόνο από τη χτυπητή συµµετοχή  αξιωµατούχων της δικτατορίας σε αυτό, αλλά κυρίως από το γεγονός ότι επεδίωκε να δηµιουργήσει µια κοινωνική και εκλογική βάση αντίστασης ενάντια σε οποιαδήποτε θεσµική ρήξη µε το Φρανκικό καθεστώς.

Παρά τα περιορισµένα αποτελέσµατα στις πρώτες εκλογικές δοκιµασίες, αυτή η τακτική «αντίστασης» σύντοµα επέτρεψε στη «Λαϊκή Συµµαχία» να σηµειώσει επιτυχίες. Στις εθνικές εκλογές του 1982 άντλησε ψήφους τόσο από το «Δηµοκρατικό και Κοινωνικό Κέντρο» (Centro Democrático y Social) του Αdolfo Suárez (ο Suárez υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός κατά την περίοδο της δηµοκρατίας, έχοντας αρχικά διοριστεί από τον βασιλιά, πριν κερδίσει τις εκλογές του 1977 και του 1979) όσο και από τη «Νέα Δύναµη» (Fuerza Nueva), παίρνοντας περίπου το 1/3 των ψήφων αυτού του κόµµατος και συµβάλλοντας στη διαδικασία κατάρρευσής του.

Όπως είπαµε και προηγουµένως, πολλά µέλη και στελέχη της Fuerza Nueva πύκνωσαν τις γραµµές της «Λαϊκής Συµµαχίας», ώστε πρώτα αυτό το κόµµα και µετά το «Λαϊκό Κόµµα» αποτέλεσαν τη µόνη εκλογική έκφραση αυτού που οι Ισπανοί ονοµάζουν «κοινωνικό Φρανκισµό». Όπως το θέτει ο Aquilino Duque:

Δεν θα έλεγα ότι όλοι οι ψηφοφόροι του «Λαϊκού Κόµµατος» είναι Φρανκιστές, αλλά όλοι ή σχεδόν όλοι οι Φρανκιστές στην Ισπανία ψηφίζουν το «Λαϊκό Κόµµα». Μεταξύ άλλων, επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή και επειδή –όση ντροπή κι αν του προκαλεί αυτό– το «Λαϊκό Κόµµα» κάνει ό,τι µπορεί για να υπερασπιστεί τις αξίες που αποτέλεσαν το λόγο ύπαρξης του Φρανκισµού: την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια.

Η αντοχή ενός βαθιά ριζωµένου κοινωνικού Φρανκισµού 40 χρόνια µετά το τέλος της δικτατορίας δείχνει τα όρια της δηµοκρατίας «χαµηλής έντασης», το κληροδότηµα του καθεστώτος που δηµιουργήθηκε το 1978, το οποίο δεν µπόρεσε καν να τιµωρήσει τα εγκλήµατα του Φράνκο. Η ατιµωρησία γι’ αυτά τα εγκλήµατα είναι εποµένως ένα θεµελιώδες στοιχείο της «ισπανικής ιδιαιτερότητας». Αυτή, µε τη σειρά της, εξηγεί πολλά από τα προβλήµατα που αναµόχλευσε η επονοµαζόµενη καταλανική κρίση ή την αναστάτωση που προκάλεσε η προσπάθεια εκταφής του πτώµατος του δικτάτορα Φράνκο από το µνηµείο στη Valle de Cuelgamuros.

Ακροδεξιά και Κέντρο

Κάποιοι πολιτικοί αναλυτές θεωρούν ότι ο µετασχηµατισµός της «Λαϊκής Συµµαχίας» σε «Λαϊκό Κόµµα» αποτέλεσε στροφή προς το κέντρο. Αλλά ακριβέστερα θα τον ορίζαµε ως πρόθεση δηµιουργίας ενός «πολυσυλλεκτικού» κόµµατος, το οποίο να περικλείει τους πάντες, από την άκρα δεξιά µέχρι τον λεγόµενο «κεντρώο χώρο». Σ’ αυτή τη νέα πολιτική πρόταση, ο νεοφιλελευθερισµός και ο αµερικανικού τύπου νεοσυντηρητισµός πάνε χέρι χέρι µε τον ισπανικό εθνικισµό, που βρίσκεται σε αδιαµφισβήτητη συνέχεια µε τον φρανκικό προκάτοχό του.

Παράλληλα, αυτό εµπόδισε το κόµµα από το να κάνει οποιαδήποτε στροφή προς την κοσµικότητα και να διαρρήξει τους δεσµούς του µε τον καθολικισµό, ο οποίος κυριαρχεί σε ένα ευρύ φάσµα της εκλογικής του βάσης. Επιπλέον, η υιοθέτηση της νεοσυντηρητικής αφήγησης περί «σύγκρουσης των πολιτισµών» επέτρεψε τη σταδιακή εισαγωγή µιας ξενοφοβικής θεµατολογίας. Με αυτήν επιχειρεί επίσης να εκµεταλλευτεί τη δυσφορία των φτωχότερων τµηµάτων του ντόπιου πληθυσµού, που έχουν πληγεί από την κρίση, στρέφοντάς τα εναντίον των µουσουλµάνων µεταναστών εργαζοµένων, στο όνοµα της «υπεράσπισης των δυτικών αξιών».

Λαµβάνοντας υπόψη αυτό το µίγµα πολιτικού λόγου, θα ήταν λάθος να θεωρήσουµε το «Λαϊκό Κόµµα» είτε ως ένα κλασικό κεντροδεξιό κόµµα, όπως η Χριστιανοδηµοκρατική Ένωση της Άνγκελας Μέρκελ, είτε απλά να το ταυτίσουµε µε την ακροδεξιά ή τον νεοφασισµό άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Έχει ιστορικές διαφορές από το πρώτο είδος κοµµάτων, αφού ποτέ δεν αποκήρυξε τις Φρανκικές του ρίζες, και καθώς έχει επιδείξει µια τάση για εξωκοινοβουλευτική κινητοποίηση ασυνήθιστη στα παραδοσιακά κεντροδεξιά  κόµµατα (αν εξαιρέσει κανείς ακραίες καταστάσεις, όπως στη Γαλλία το Μάη του ’68). Αλλά  διαφέρει και από τα ακροδεξιά κόµµατα, γιατί, ενώ υιοθετεί ένα µέρος του πολιτικού τους λόγου και των µορφών κινητοποίησης που χρησιµοποιούν, δεν το κάνει µε την ιδεολογική επιθετικότητα αυτών των οµάδων και σίγουρα δεν έχει αυτά τα ζητήµατα ως προµετωπίδα στην πολιτική του ατζέντα.

Μπορούµε να πούµε ότι η κρίση του Λαϊκού Κόµµατος µετατράπηκε σε κρίση της ισπανικής Δεξιάς. Και, µε τη σειρά της, αυτή η κρίση άνοιξε ένα παράθυρο ευκαιρίας για την ακροδεξιά, να διεκδικήσει έναν δικό της εκλογικό χώρο για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες. Πράγµατι, το πιο παραδειγµατικό στοιχείο αυτής της κρίσης είναι ο άνευ προηγουµένου εκλογικός ανταγωνισµός για τη διεκδίκηση ενός πολιτικού χώρου που µέχρι τώρα ηγεµονευόταν αποκλειστικά από το Λαϊκό Κόµµα.

Μια επιτυχηµένη διάσπαση

Παρά την αιφνιδιαστική εκλογική και µιντιακή του άνοδο, το Vox δεν είναι νέο κόµµα. Ιδρύθηκε το Δεκέµβρη του 2013 και πριν κατορθώσει να εισέλθει στο Ανδαλουσιανό κοινοβούλιο, είχε µακρά ιστορία εκλογικών αποτυχιών. Προέκυψε ως διάσπαση του Λαϊκού Κόµµατος, καθοδηγούµενη από εκείνους που κατηγορούσαν τον τότε πρωθυπουργό Μαριάνο Ραχόι ότι έχει αποµακρυνθεί από τις πιο συντηρητικές αρχές του κόµµατος (πράγµατι, αυτή ήταν ακριβώς η περίοδος κατά την οποία ο πρώην πρωθυπουργός του Λαϊκού Κόµµατος, Χοσέ Μαρία Αθνάρ, και η βασική του σύµµαχος, Εσπεράντζα Αγκίρε, άρχισαν να εκφράζουν δηµόσια τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στην κοµµατική ηγεσία).

Αρχικά, επικεφαλής του Vox ήταν δύο από τα πιο γνωστά ηγετικά στελέχη του Λαϊκού Κόµµατος, που συµµετείχαν στη διάσπαση, δηλαδή ο Aleix Vidal-Quadras (ευρωβουλευτής και πρώην πρόεδρος του καταλανικού Λαϊκού Κόµµατος) και ο Santiago Abascal, πρώην βουλευτής του Λαϊκού Κόµµατος στη Χώρα των Βάσκων και πρώην πρόεδρος του Ιδρύµατος για την Υπεράσπιση του Ισπανικού Έθνους (Foundation for the Defense of the Spanish Nation – DENAES).

Αν και µπορούµε να πούµε ότι το Vox αποτελεί την ισπανική έκφραση ενός αντιδραστικού και αυταρχικού φαινοµένου που έχει πλέον αποκτήσει ρίζες σε ολόκληρο τον κόσµο, έχει επίσης τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που προκύπτουν από την ιστορία και το πολιτικό πλαίσιο της Ισπανίας. Σε αντίθεση  µε τα περισσότερα αντίστοιχά του ευρωπαϊκά κόµµατα, το Vox αποτελεί µια διάσπαση της Ισπανικής Δεξιάς και όχι ένα νέο φαινόµενο που αναδύεται στις παρυφές της, όπως το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία ή η Λέγκα του Βορρά στην Ιταλία. Είναι ίσως η πρώτη επιτυχηµένη διάσπαση απ’ τα δεξιά του Λαϊκού Κόµµατος, σε αντίθεση µε το PADE [ΣτΜ: Ισπανικό Δηµοκρατικό Κόµµα που αυτοδιαλύθηκε το 2008) το οποίο σχηµατίστηκε το 1997 και το µεγαλύτερό του επίτευγµα ήταν να εκλέξει µια χούφτα δηµοτικών συµβούλων στη Μαδρίτη.

Ως ένα βαθµό το Vox αντιπροσωπεύει αυτόν τον κοινωνικό Φρανκισµό που επιβίωσε για τόσα χρόνια µέσα στις γραµµές του Λαϊκού Κόµµατος και ο οποίος στερούνταν αυτόνοµης πολιτικής έκφρασης, αφότου διαλύθηκε η Νέα Δύναµη (Fuerza Nueva). Αλλά αντιπροσωπεύει επίσης και επιπρόσθετα νεοσυντηρητικά στοιχεία, που µέχρι τώρα λειτουργούσαν ως µια οµάδα επιρροής  στο εσωτερικό του Λαϊκού Κόµµατος, περίπου σαν µια ισπανική εκδοχή του Tea Party. Μεταξύ αυτών των τελευταίων στοιχείων βρίσκουµε µέσα ενηµέρωσης και δίκτυα κινητοποίησης συγκεντρωµένα γύρω από τον Όµιλο Ψηφιακής Ελευθερίας και Διακρατικής Οικονοµίας (Digital Freedom and Inter-Economy Group), τον Όµιλο Στρατηγικών Μελετών (Strategic Studies Group, GEES, ένα νεοσυντηρητικό think-tank) και διαδικτυακές πλατφόρµες όπως η Hazte Oir.

Οι ιστορικές καταβολές της ισπανικής ακροδεξιάς δεσµεύουν το Vox σε µια  στάση απέναντι στη θρησκεία, που ταιριάζει περισσότερο µε τα ακροδεξιά κόµµατα της Ανατολικής Ευρώπης όπως το «Νόµος και Δικαιοσύνη» της Πολωνίας, παρά µε το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν. Τα ζητήµατα της εθνικής ενότητας και της καταπολέµησης του σεπαρατισµού –µε κεντρικό το θέµα της Καταλονίας– αναζωογονούν την ιστορική κληρονοµιά της Ισπανικής Φάλαγγας του Χοσέ Αντόνιο [Πρίµο ντε Ριβέρα]. Ο τελευταίος είχε εστιάσει στην ιδέα του «Κοινού Καθολικού Πεπρωµένου», η οποία αργότερα αποτυπώθηκε στις «Αρχές του Εθνικού Κινήµατος» (από το 1958 ένας από τους Θεµελιώδεις Νόµους του καθεστώτος του Φράνκο) στις οποίες διακηρύσσονταν ότι: «η ενότητα της Πατρίδας αποτελεί έναν εκ των πυλώνων της νέας Ισπανίας και γι’ αυτό την υπεράσπισή της από οποιαδήποτε εσωτερική ή εξωτερική προσβολή εγγυάται ο στρατός».

Αυτή είναι η αφετηρία της κεντρικής για τη Δεξιά θέσης περί της επιστροφής της Ισπανίας στο συγκεντρωτισµό (το τέλος της αυτονοµίας των περιφερειών, το κλείσιµο της Γερουσίας κ.ο.κ.), θεωρώντας την Ισπανία ως ένα εθνικά ενιαίο κράτος και απορρίπτοντας όλους τους άλλους εθνικισµούς. Στον πολιτικό λόγο του Vox, αυτή η κεντρική θέση είναι συνυφασµένη µε την καταπολέµηση της διαφθοράς, των πελατειακών σχέσεων και της σπατάλης δηµόσιου χρήµατος, τα οποία ταυτίζει µε τις διάφορες περιφερειακές κυβερνήσεις.

Στο κοινωνικό ζήτηµα, ο πολιτικός λόγος του Vox είναι σαφώς νεοφιλελεύθερος. Αυτός ο πολιτικός λόγος το διακρίνει, τουλάχιστον εν µέρει, από άλλες ακροδεξιές δυνάµεις που συνδυάζουν έστω και δηµαγωγικά τις υπόλοιπες πολιτικές θέσεις τους µε διακηρύξεις προστατευτισµού (όπως ο Ντόναλντ Τραµπ στις Ηνωµένες Πολιτείες), κρατισµού (όπως ο Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία) ή «σοβινιστικού» κοινωνικού κράτους (όπως η Λεπέν). Ο ηγέτης του Vox, Σαντιάγκο Αµπασκάλ, έχει περισσότερο ως πρότυπο τον Μπολσονάρο παρά τη Λεπέν.

Πρόσφατα, το Vox αποδείχθηκε άριστος µαθητής των αµερικανών νεοσυντηρητικών, των οποίων θαυµαστές ήταν ο Αθνάρ και η Αγκίρε στις µέρες τους. Δεν φοβάται να επιτεθεί σε ιδέες τις οποίες οι προοδευτικές δυνάµεις είχαν καταφέρει στο παρελθόν να εµπεδώσουν στην κοινωνία ως κοινή λογική. Ένα καλό παράδειγµα είναι η σταυροφορία που διεξάγει ενάντια στο φεµινιστικό κίνηµα πάνω σε θέµατα όπως η άµβλωση, η αµφισβήτηση της ύπαρξης αντρικής βίας και οτιδήποτε άλλο τοποθετεί στην κατηγορία «ιδεολογία του φύλου». Αυτό κλείνει σαφώς το µάτι στα πιο ακραία στοιχεία –όπως την Ιεραρχία της Καθολικής Εκκλησίας, την Hazte Oir και το Ισπανικό Φόρουµ για την Οικογένεια (Foro Español de la Familia) µεταξύ άλλων– εκλαϊκεύοντας µια αντίληψη περί «ιδεολογίας του φύλου», η οποία χρησίµευσε ως ο πολιτικός καταλύτης και το συγκολλητικό στοιχείο της ακροδεξιάς σε άλλες χώρες, ιδιαίτερα στην Πολωνία.

Μελετώντας πολιτικές εµπειρίες από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το Vox υιοθέτησε επίσης στοιχεία και συνθήµατα του Τραµπισµού, όπως, για παράδειγµα, την επωδό του «Να ξανακάνουµε την Ισπανία µεγάλη». Αντίστοιχα, µε την εµφατική του πρόταση για το χτίσιµο ενός συνοριακού τείχους στις Σεούτα και Μελίγια (δύο µικροσκοπικές περιοχές που βρίσκονται στη Βόρεια Αφρική και ανήκουν στην ισπανική επικράτεια), µε στόχο να προκαλέσει διαµάχη για τη µεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης και την αύξηση του αριθµού των µεταναστών. Φυσικά, στην εποχή µας τα τείχη δεν αφορούν κυρίως τον ίδιο τον τρόπο ελέγχου των συνόρων, αλλά περισσότερο χρησιµοποιούνται ως βασικό εργαλείο πολιτικής προπαγάνδας: Υπάρχει καλύτερος τρόπος απεικόνισης της έννοιας µιας «ασφάλειας» που απειλείται από την «εισβολή» των µεταναστών από την τοποθέτηση ενός φυσικού εµποδίου;

Σε τέτοιου είδους «στυλοβάτες» στηρίζεται ο στιγµατισµός όχι µόνο των µεταναστών, αλλά και των φτωχών εν γένει, µέσω ενός διαρκούς συσχετισµού µεταξύ εγκλήµατος, ανασφάλειας και µετανάστευσης. Προωθεί µηχανισµούς αποκλεισµού τους οποίους ο φιλόσοφος Γιούργκεν Χάµπερµας ορίζει ως  χαρακτηριστικό του «σοβινιστικού κοινωνικού κράτους», που εστιάζει στην κλιµάκωση ενός λανθάνοντα ανταγωνισµού ανάµεσα στην ιδιότητα του πολίτη και την εθνική ταυτότητα.

Η κοινωνική δυσφορία και η πολιτική πόλωση, οι οποίες προκλήθηκαν από τις πολιτικές λιτότητας, φορτώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο στον πιο αδύναµο κρίκο: στο µετανάστη, στον ξένο ή απλώς στον «άλλο», ενώ οι πολιτικές και οικονοµικές ελίτ, που είναι πραγµατικά υπεύθυνες, µένουν στο απυρόβλητο. Γιατί αν «δεν έχουµε αρκετά για να την περάσουµε», τότε «δεν χωράµε όλοι». Αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία χτίστηκε η ισχύς του συνθήµατος «Πρώτα οι Ισπανοί».

Τα χαρακτηριστικά αυτά του Vox δείχνουν ότι το συγκεκριµένο κόµµα πατάει τα πόδια του τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν: έχει κάποιες θέσεις που το τοποθετούν στο πλευρό της νέας Ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, αλλά έχει και κάποιες άλλες που διατηρούν ιδιόρρυθµα χαρακτηριστικά, τα οποία το καθιστούν περίπου µια «αναβαθµισµένη έκδοση» της ισπανικής ακροδεξιάς της ύστερης Φρανκικής περιόδου και της εποχής της Μετάβασης. Το κάλεσµά του για την «Επανακατάκτηση της Ισπανίας» (ΣτΜ: Reconquista, η εποχή των πολέµων των χριστιανικών βασιλείων για ανακατάληψη της Ιβηρικής Χερσονήσου από τους µουσουλµάνους) συνοψίζει ίσως καλύτερα αυτή την αίσθηση του παρελθόντος και του παρόντος: Αυτό το σύνθηµα το συνδέει όχι µόνο µε τη σύγχρονη  αφήγηση των ακροδεξιών οµάδων περί «σύγκρουσης των πολιτισµών» και «µεταναστευτικής απειλής», αλλά και µε την νοσταλγική ιδέα της Σταυροφορίας για την επανάκτηση της Ισπανίας από τα χέρια των «Κόκκινων», κατά τη στρατιωτική ανταρσία του Φράνκο στις 18 Ιούνη του 1936.

Γιατί τώρα;

Το γεγονός ότι το Vox σηµειώνει σήµερα τις επιτυχίες του οφείλεται πρώτα απ’ όλα στην κρίση στο Λαϊκό Κόµµα, που υπήρξε επί µακρόν το µοναδικό κόµµα της ισπανικής Δεξιάς, αλλά που σήµερα είναι αποδυναµωµένο εξαιτίας των αποκαλύψεων για την εκτεταµένη διαφθορά του. Αυτό έχει προκαλέσει έναν ασυνήθιστο εκλογικό ανταγωνισµό στο χώρο της Δεξιάς, που συµπεριλαµβάνει την άνοδο του κόµµατος των «Πολιτών» (Ciudadanos). Η ιδέα ότι η ψήφος στο Λαϊκό Κόµµα ήταν η µόνη «χρήσιµη ψήφος» για τους δεξιούς λειτούργησε για καιρό ως τείχος προστασίας απέναντι στην ανάδυση άλλων συντηρητικών εκλογικών επιλογών. Όµως αυτή η λειτουργία πλέον έχει καταρρεύσει, καθώς τώρα πια το δεξιό εκλογικό σώµα έχει διασκορπιστεί µεταξύ διαφόρων κοµµάτων.

Επιπλέον, αυτός ο ενδο-δεξιός ανταγωνισµός έχει πυροδοτήσει µια δεξιά ριζοσπαστικοποίηση των προτάσεων του Λαϊκού Κόµµατος και των Πολιτών σε σηµαντικά θέµατα, όπως η µετανάστευση ή η πολιτική σύγκρουση στην Καταλονία και αυτό µε τη σειρά του συνέβαλλε στη «νοµιµοποίηση» του Vox. Κατά την προεκλογική εκστρατεία στην Ανδαλουσία για τις εκλογές της 2ας Δεκεµβρίου, τα παραπάνω κόµµατα αρνήθηκαν να χαρακτηρίσουν το Vox ως ακροδεξιά δύναµη. Και σήµερα, προς έκπληξη των Ευρωπαίων πολιτικών συµµάχων τους, προσπαθούν να «τα βρουν» µαζί του, ώστε να µπορέσουν να σχηµατίσουν κυβέρνηση. Το Σοσιαλιστικό Κόµµα (PSOE) επικαλέστηκε επίσης το Vox κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ακριβώς µε σκοπό να απονοµιµοποιήσει το Λαϊκό Κόµµα και τους Πολίτες. Έτσι, το ακροδεξιό µόρφωµα έτυχε απροσδόκητης προβολής.

Ένας άλλος λόγος για τον οποίο ανεβαίνει σήµερα το Vox είναι ότι το παγκόσµιο κύµα ξενοφοβικών και τιµωρητικών/ρεβανσιστικών λαϊκιστικών δυνάµεων έχει αυξήσει το ενδιαφέρον του κοινού και των µέσων µαζικής ενηµέρωσης για θέµατα τα οποία δεν επικρατούσαν στην ισπανική πολιτική συζήτηση, όπως οι επιθέσεις εναντίον της υποτιθέµενης µουσουλµανικής απειλής. Στη συγκέντρωση-παρωδία συνεδρίου που έκανε στο Vistalegre, το Vox έφτασε να επικαλεστεί την Ισπανία της µάχης του Lepanto (ναυµαχία του 1571 που κατέληξε σε νίκη επί των Οθωµανών), η οποία µάχη παρουσιάζεται ότι «έσωσε τον δυτικό πολιτισµό από τη βαρβαρότητα».

Επίσης η άνοδός του λαµβάνει χώρα µέσα στο κυρίαρχο πλαίσιο της εδαφικής  διαµάχης για την Καταλονία. Το γεγονός ότι το Vox προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της διαδικασίας υπέρ της ανεξαρτησίας της Καταλονίας, έδωσε στο κόµµα τεράστια προβολή, επιτρέποντάς του να καθιερωθεί ως µια «σκληρή» αντι-σεπαρατιστική εναλλακτική λύση. Σε αυτήν την κούρσα  καθεµιά από τις δεξιές δυνάµεις ανταγωνίζεται τις υπόλοιπες, προκειµένου να αναδειχθεί αυτή ως ο πιο αυθεντικός υπερασπιστής της ενότητας της Ισπανίας.

Ταυτόχρονα, η διαµάχη που δηµιουργήθηκε από τα σχέδια της κυβέρνησης των Σοσιαλιστών για εκταφή του πτώµατος του Φράνκο από τo µνηµείο στη Valle de Cuelgamuros προκάλεσε µια µεγάλη επανακινητοποίηση των Φρανκικών στοιχείων, που στην πραγµατικότητα δεν είχαν εξαφανιστεί ποτέ. Αυτό είχε φέρει το «νόµο περί ιστορικής µνήµης» στο επίκεντρο της συζήτησης, πριν ακόµη προλάβει το Vox να σηκώσει µε σαφήνεια το λάβαρο της αντιπαράθεσης.

Το ευρύτερο φόντο της ανόδου του Vox είναι οι πολιτικές λιτότητας που εφαρµόζονται σε συνθήκες µιας συστηµικής κρίσης στην οποία ζούµε για περισσότερο από µια δεκαετία. Αυτές οι πολιτικές έχουν κλονίσει την κοινωνική συνοχή, αυξάνοντας την ανεργία, την οικονοµική επισφάλεια και την κοινωνική δυσφορία. Αυτή η κατάσταση είναι ιδιαίτερα σοβαρή στην Ανδαλουσία, την πολυπληθέστερη περιοχή της Ισπανίας, η οποία έχει υποφέρει περισσότερο απ’ ό,τι οι υπόλοιπες περιοχές από την κρίση, µε ακόµη χαµηλότερα µέσα εισοδήµατα, µεγαλύτερη ανεργία, υψηλότερο κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισµού, περισσότερη ενεργειακή φτώχεια και µεγαλύτερη ανισότητα. Αυτή η πόλωση των εισοδηµάτων, η οποία έχει αδειάσει τους τραπεζικούς λογαριασµούς της εργατικής και της µεσαίας τάξης, µε τη σειρά της πολώνει ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό, γεγονός το οποίο έχει άµεση επίδραση στη σταθερότητα του κοµµατικού συστήµατος.

Συντάκτης
Μιγκέλ Ουρμπάν