Εξορύξεις υδρογονανθράκων και East Med: Η αιχμή των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην Ανατολική Μεσόγειο

Χρήστος Σταυρακάκης
Ημερ.Δημοσίευσης

Το άρθρο παρουσιάζει τη στροφή του ελληνικού καπιταλισμού στον «εξορυκτισμό» και τη Μεγάλη Ιδέα του East Med, τη σύνδεση με τα ιμπεριαλιστικά σχέδια και την όξυνση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, που μπορούν να έχουν οδυνηρές συνέπειες και για το περιβάλλον και για την ειρήνη στη γειτονιά μας.

Θαλάσσια εξέδρα πετρελαίου

Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός έχει μπει σε μια νέα φάση όξυνσης, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό, αλλά και εύθραυστο υπόβαθρο. Η πιθανότητα διεύρυνσης της «ζώνης του πολέμου» προς τα μέρη μας γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνη. Εάν κάποτε ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός είχε ως «αιχμή» εδάφη και ανθρώπινους πληθυσμούς, τώρα αυτή είναι η πιθανή ύπαρξη αξιοποιήσιμων κοιτασμάτων φυσικού αερίου κάτω από το βυθό της θάλασσας.

Οι εξορύξεις υδρογονανθράκων σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο, τα σχέδια ή καλύτερα οι προθέσεις για τη μεταφορά τους με τον φαραωνικό αγωγό East Med είναι το σημείο κλειδί για την εξήγηση των ευρύτερων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην περιοχή.

Εξορυκτισμός (α λα ελληνικά) και νεοφιλελευθερισμός

Ο εξορυκτισμός είναι μια έννοια η οποία διεθνώς χρησιμοποιείται διευρυμένα, ειδικά σε χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής και αυτός κάνει την εμφάνισή του πλέον και στα δικά μας μέρη. Ο εξορυκτισμός δεν είναι απλά η υπερεκμετάλλευση των διαθέσιμων φυσικών πόρων, αλλά είναι η «επέκταση του κεφαλαίου προς πόρους, ορυκτά και περιοχές που προηγουμένως θεωρούνταν μη αποδοτικές».(1) Επιπλέον αναφέρεται στην εξόρυξη «τεράστιας ποσότητας φυσικών πόρων, οι οποίοι είναι πλήρως ή μερικώς ανεπεξέργαστοι και προορίζονται κατά βάση για εξαγωγή σε άλλες χώρες».(2)

Στην πραγματικότητα ο εξορυκτισμός περιγράφει ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης το οποίο βασίζεται –αν όχι αποκλειστικά– πάντως σε πολύ μεγάλο βαθμό στις δραστηριότητες εξόρυξης φυσικών πόρων και ορυκτών. Αυτή η στρατηγική ανάπτυξης είναι χαρακτηριστικό υπόδειγμα για την πλειονότητα των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Για χώρες όπως η Βενεζουέλα ή η Βολιβία, οι οικονομικές δραστηριότητες που σχετίζονται με τις εξορύξεις, έχουν αποτελέσει ένα εργαλείο αναδιανομής του πλούτου και μερικής απόρριψης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, τον λεγόμενο νεο-εξορυκτισμό. Ο νεο-εξορυκτισμός εκτός από μια ορισμένη φιλολαϊκή σκοπιά κατά την περίοδο των «ροζ κυβερνήσεων» στη Λατινική Αμερική, έχει δεχθεί πολύ έντονη κριτική τόσο από μαρξιστική, όσο και από περιβαλλοντική σκοπιά.(3) Η μερική αντίθεση στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν αναιρεί τις αρνητικές περιβαλλοντικές ή οικονομικές επιπτώσεις που προκύπτουν από τις ίδιες τις εξορυκτικές δραστηριότητες.

Τέτοιες επιπτώσεις είναι ο εκτοπισμός πληθυσμών, η αποψίλωση δασών, η απορρύθμιση του οικοσυστήματος, η ρύπανση του υδροφόρου ορίζοντα, του εδάφους και του υπεδάφους. Τις περισσότερες φορές οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις των εξορύξεων είναι μη αντιστρέψιμες. Η οικολογική καταστροφή που έχει ήδη συμβεί στις Σκουριές της Χαλκιδικής από τις εξορύξεις χρυσού είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Ελλάδα.

Από αυτή τη σκοπιά, οι σχεδιαζόμενες εξορύξεις υδρογονανθράκων στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά επικίνδυνες. Το ένα τρίτο της επικράτειας έχει παραχωρηθεί σε πετρελαϊκές εταιρείες για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Συγκεκριμένα, τα λεγόμενα οικόπεδα που έχουν παραχωρηθεί, απλώνονται στην Ήπειρο, την Αιτωλοακαρνανία, την Αχαΐα και τη ΒΔ Πελοπόννησο, σε όλο το Ιόνιο και τις θάλασσες γύρω από την Κρήτη. Οι πετρελαϊκές εταιρείες που –με διάφορα κοινοπρακτικά σχήματα– μετέχουν, είναι παγκόσμιοι «παίκτες» με παρουσία σε δεκάδες χώρες και πλούσιο ιστορικό σε περιβαλλοντικά εγκλήματα, παραβιάσεις δικαιωμάτων και φοροαποφυγή. Πρόκειται για τη γαλλική Total, την αμερικάνικη Exxon Mobil, την ισπανική Repsol. Επίσης εμπλέκονται τα Ελληνικά Πετρέλαια και η Energean Oil & Gas. Αρχικά εμπλεκόταν και η ιταλική Edison που στη συνέχεια το χαρτοφυλάκιό της στην Ελλάδα το απόκτησε η Energean.

Ο τρόπος με τον οποίον συντάχθηκαν οι σχετικές συμβάσεις είναι εξαιρετικά σκοτεινός και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα άγριας νεοφιλελεύθερης πολιτικής και μάλιστα όπως αυτή κωδικοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια της μνημονιακής βαρβαρότητας. Το βασικό επιχείρημα για την προσπάθεια δημιουργίας κοινωνικής συναίνεσης, ή έστω ανοχής, γύρω από τις εξορύξεις είναι αυτό της «οικονομικής ανάπτυξης» και της προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων, που κατά συνέπεια θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, αλλά και θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και άλλων τομέων της οικονομίας.

Ενόψει της κύρωσης των συμβάσεων για την παραχώρηση νέων οικοπέδων για εξορύξεις υδρογονανθράκων από το ελληνικό κοινοβούλιο, το υπουργείο Οικονομίας είχε εκδώσει ανακοίνωση στην οποία υποστήριζε ότι για κάθε νέα θέση εργασίας που θα δημιουργείται στον κλάδο των εξορύξεων, θα δημιουργούνται άλλες τρεις σε άλλους τομείς της οικονομίας,(!) χωρίς να υπάρχει κανένα στοιχείο από κάποια οικονομική μελέτη ή έρευνα.(4)

Η παραχώρηση των παραπάνω περιοχών έχει γίνει με σκανδαλώδεις όρους. Στην πραγματικότητα η ιδιοκτησία επί των οικοπέδων έχει περάσει στα χέρια των πετρελαϊκών εταιρειών, οι οποίες πρακτικά μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν σε αυτά. Οι συμβάσεις αυτές δεν απέχουν πολύ από την παραχώρηση τίτλων ιδιοκτησίας τεράστιων εκτάσεων δημόσιας γης. Μοναδικό εμπόδιο, μέχρι στιγμής, αποτελούν κάποιες ατομικές ιδιοκτησίες, για τις οποίες οι εταιρείες πρέπει να αποκτήσουν τη συναίνεση των ιδιοκτητών και ενδεχομένως κάποιες αρνητικές αποφάσεις της αυτοδιοίκησης που μπορούν να αρνηθούν την παραχώρηση των δημοτικών εκτάσεων.

Οι συμβάσεις αυτές υπογράφηκαν με αδιαφανή και αντιδημοκρατικό τρόπο. Δεν υπήρξε ούτε ενημέρωση, ούτε κάποια διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες. Δεν υπήρξε δημόσιος διάλογος για αποφάσεις που πρόκειται να επιφέρουν τρομακτικές αλλαγές στην παραγωγή, στην οικονομία, στην κοινωνία. Υπήρχαν διαβουλεύσεις μεταξύ του ελληνικού κράτους και των εταιρειών, αλλά αυτές γίνονταν έξω και πέρα από τη δημόσια σφαίρα. To μοντέλο των fast-track διαδικασιών για την προσέλκυση επενδύσεων από το ελληνικό κράτος το οποίο έγινε κανόνας στα μνημονιακά χρόνια, πλέον αποτελεί τον κανόνα και για αποφάσεις σχετικά με τις εξορύξεις, παραβλέποντας κάθε μορφή δημοκρατικού διαλόγου.

Υπάρχουν δύο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα. Η τελευταία Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για την παραχώρηση οικοπέδου νότια της Κρήτης, κοντά στη Γαύδο (Σεπτέμβριος 2019), δεν υπήρχε αναρτημένη σε καμία κυβερνητική σελίδα, είτε του Υπουργείου είτε στη Διαύγεια, ενώ ο «διάλογος» που προηγήθηκε, είχε διάρκεια λίγων ημερών. Το δεύτερο παράδειγμα είναι η προπαγάνδα των πετρελαϊκών εταιρειών για τα οφέλη των εξορύξεων. Η Energean στην Πάτρα και στο Κατάκολο έχει οργανώσει εκδηλώσεις για να προπαγανδίσει τα συμφέροντά της από τις οποίες αποκλείστηκαν άνθρωποι της τοπικής κοινωνίας που εναντιώνονται στις εξορύξεις. «Διάλογος» μπορεί να υπάρχει μόνο με όποιον/α δεν εναντιώνεται στα κέρδη των πετρελαϊκών.

Τα οικονομικά οφέλη για το δημόσιο από αυτές τις επενδύσεις είναι αμφίβολα και περιορισμένα, καθώς η φορολογία που έχει προβλεφθεί, αφορά τα κέρδη επί της παραγωγής και όχι, για παράδειγμα, εισφορές για τη μίσθωση των εκτάσεων. Η φορολογία έχει προβλεφθεί στην κατώτερη φορολογική κλίμακα των κερδών, στο 20%. Ο αμφίβολος χαρακτήρας των πιθανών οικονομικών ωφελειών έχει να κάνει με το εάν τελικά θα βρεθούν αξιοποιήσιμα κοιτάσματα, κάτι που δηλώνεται ανερυθρίαστα ακόμα και από κυβερνητικούς εκπροσώπους. Επιπλέον, σε όλες τις συμβάσεις η μόνη πρόβλεψη για υποχρεωτική πώληση πετρελαίου ή φυσικού αερίου προς το δημόσιο είναι η περίπτωση πολέμου ή εάν η χώρα έχει κηρυχτεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Συνεπώς, δεν διασφαλίζεται ούτε ένα ελάχιστο ποσοστό της παραγωγής για το δημόσιο και τις όποιες ενεργειακές εσωτερικές ανάγκες, πόσο μάλλον κάποιο σημαντικό οικονομικό όφελος αντίστοιχο του «μεγέθους» της επένδυσης.

Η προστασία του περιβάλλοντος θα είναι υπόθεση των ίδιων των εταιρειών, οι οποίες θα συστήσουν επιτροπές για την εποπτεία τήρησης της κείμενης περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Εντός των εκτάσεων που έχουν παραχωρηθεί, υπάρχουν προστατευόμενες περιοχές Natura, εθνικοί δρυμοί, εθνικά πάρκα, καταφύγια άγριας ζωής. Δεν είναι όμως μόνο αυτές οι προστατευμένες περιοχές που κινδυνεύουν, καθώς ακόμα και οι ερευνητικές γεωτρήσεις (οι οποίες θεωρούνται ότι δεν έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις) μπορούν να επηρεάσουν πολύ σημαντικά τη σεισμικότητα, τη σύνθεση του υπεδάφους, τον υδροφόρο ορίζοντα.

Η Ήπειρος είναι μία από τις πιο φτωχές και λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές στο σύνολο της ΕΕ, ενώ ταυτόχρονα είναι και μία από τις περιοχές με ιδιαίτερα πλούσιο οικοσύστημα. Σύμφωνα λοιπόν με τα εξορυκτικά σχέδια, όλη η περιοχή προορίζεται να μετατραπεί σε μία τεράστια ζώνη εξορύξεων και βιομηχανικής παραγωγής. Αυτό θα έχει ανυπολόγιστες και μη αναστρέψιμες συνέπειες για την οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον. Οι «αβλαβείς» ερευνητικές γεωτρήσεις μόνο στο νομό Ιωαννίνων προβλέπεται να είναι περίπου 11.500.

Το ελληνικό κράτος, με μια πολιτική την οποία υιοθέτησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και συνεχίζει απαρέγκλιτα η κυβέρνηση της ΝΔ, ουσιαστικά προτίθεται να μετατρέψει το ένα τρίτο της χώρας σε μια γιγαντιαία βιομηχανική ζώνη εξόρυξης υδρογονανθράκων και άντλησης πετρελαίου και φυσικού αερίου. Χωρίς να δηλώνεται καθαρά (ούτε έστω σε επίπεδο «αφήγησης»), το ελληνικό κράτος έχει κάνει πλέον σοβαρή στροφή προς τον εξορυκτισμό, επιχειρώντας να αλλάξει με ριζικό τρόπο το παραγωγικό μοντέλο, τις κοινωνικές σχέσεις, το περιβάλλον, αλλά και την εικόνα του τόπου. Η μετατροπή της Ελλάδας σε «ενεργειακό κόμβο» ισοδυναμεί με τη μετατροπή της σε ένα πεδίο εξορύξεων, ενώ η αναμενόμενη ανάπτυξη για την εθνική οικονομία, από αυτές τις επενδύσεις είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενη.

Ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, καπιταλιστική ανάπτυξη και εξορύξεις

Η ιστορική εμπειρία των ανταγωνισμών για τον έλεγχο ενεργειακών πόρων, ορυκτών κοιτασμάτων και γενικότερα πλουτοπαραγωγικών πηγών είναι γεμάτη πολέμους και αιματοχυσίες. Ήδη από τα πρώτα στάδια ανάπτυξης του καπιταλισμού, τα κράτη κυρίως της Ευρώπης, αλλά και της Βόρειας Αμερικής, έχουν κυριολεκτικά λεηλατήσει τις χώρες στον αποκαλούμενο παγκόσμιο νότο. Η ιστορία της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής είναι μια ιστορία συνυφασμένη με τις εξορύξεις και τις πολεμικές συγκρούσεις για τον έλεγχο περιοχών και κοιτασμάτων. Όχι τυχαία. Στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική βρίσκεται πάνω από το μισό των διαθέσιμων κοιτασμάτων πετρελαίου και υδρογονανθράκων όλου του πλανήτη.(5)

Η Naomi Klein έχει χαρακτηρίσει αυτές τις περιοχές, που μετατρέπονται επί της ουσίας σε πεδία εξορύξεων, ως «ζώνες θυσίας», όπου οι ζωές των ανθρώπων, η γη και το νερό θυσιάζονται για τη διατήρηση των διαδικασιών συσσώρευσης του κεφαλαίου.(6)

Ο εξορυκτισμός και η υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων στις χώρες του Παγκόσμιου Νότου έχει χαρακτηριστεί ως η πιο βίαιη μορφή μιας διαδικασίας κεφαλαιακής συσσώρευσης μέσω της αποστέρησης σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ.

«Περιλαμβάνει την εμπορευματοποίηση και την ιδιωτικοποίηση εδαφικών εκτάσεων και τον βίαιο εκτοπισμό των πληθυσμών, (…) τη μετατροπή διάφορων μορφών ιδιοκτησίας (κοινές, κοινωνικές, κρατικές κλπ) σε αποκλειστικά ιδιωτικές, την καταστολή κοινωνικών δικαιωμάτων, την εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης και τη συρρίκνωση εναλλακτικών μορφών παραγωγής και κατανάλωσης, αποικιακές και ιμπεριαλιστικές διαδικασίες ιδιοποίησης των φυσικών πόρων (…) και φυσικά την αξιοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως ένα ριζοσπαστικό μέσο για τη συσσώρευση μέσω της αποστέρησης».(7)

Αυτή η διατύπωση μπορεί να δώσει μια αρκετά έγκυρη περιγραφή για τον τρόπο με τον οποίο ο παγκόσμιος καπιταλισμός προσπαθεί να δημιουργήσει νέα πεδία κερδοφορίας με έναν πολύ βίαιο τρόπο, ενώ αποτελεί ένα διαχρονικό στοιχείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης.(8)

Ο διεθνής καπιταλιστικός ανταγωνισμός για τους φυσικούς πόρους έχει μπει σε μια νέα και πολύ επικίνδυνη φάση, η οποία συνδέεται με την πολυπολικότητα του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, ιδιαίτερα με την ανάδειξη οικονομιών όπως της Κίνας ή της Ινδίας στην πρώτη γραμμή του οικονομικού ανταγωνισμού. Η παγκόσμια ζήτηση για τους φυσικούς πόρους έχει αυξηθεί (λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού), την ίδια στιγμή που οι διαθέσιμοι πόροι του πλανήτη φαίνεται να στερεύουν. Για παράδειγμα, οι εξορύξεις με τη μέθοδο του fracking (υδραυλική ρηγμάτωση) για την εξόρυξη σχιστολιθικού πετρελαίου (αυτό που δεν βρίσκεται σε «καθαρά» κοιτάσματα, αλλά στους πόρους του υπεδάφους) είναι η τεχνική απάντηση από μεριάς του παγκόσμιου καπιταλισμού για να διασφαλίσουν νέα διαθέσιμα κοιτάσματα.

Έτσι, υπάρχει πλέον η δυνατότητα της παγκόσμιας πετρελαϊκής βιομηχανίας να επιχειρεί να βρει νέες περιοχές και νέα εδάφη για την εξόρυξη πετρελαίου, φυσικού αερίου, αλλά και μετάλλων, και αυτή η δυνατότητα αποτελεί το πεδίο για το ξεδίπλωμα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Ίσως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του σύγχρονου ανταγωνισμού είναι η αντιπαράθεση για τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων στην Αρκτική μετά το λιώσιμο των πάγων λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Πιστεύεται ότι στην αρκτική βρίσκεται περίπου το 25% των ανεξερεύνητων ενεργειακών αποθεμάτων και έτσι αντιπροσωπεύει ένα ελκυστικό έπαθλο για το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ακόμα μία πολεμική σύγκρουση. ΗΠΑ, Καναδάς, ΕΕ και Ρωσία ανταγωνίζονται για το ποιος θα έχει τα δικαιώματα διέλευσης, αλλά και ποιος θα ελέγχει τους πόρους που βρίσκονται στη θάλασσα και στο βυθό.(9)

Ενώ οι ίδιες οι εξορύξεις ορυκτών καυσίμων, αλλά και η παραγωγή ενέργειας, έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό στην παραγωγή εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που ευθύνονται για την υπερθέρμανση του πλανήτη, τόσο τα κράτη όσο και οι εταιρείες αξιοποιούν τις προκαλούμενες περιβαλλοντικές καταστροφές (όπως το λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική) για να αυξήσουν τα πεδία προς εξορύξεις για τα οποία ανταγωνίζονται.(10)

Σίγουρα, ο καπιταλισμός είναι ένα δυναμικό σύστημα, αλλά επίσης σίγουρα δεν είναι ένα ορθολογικό σύστημα οργάνωσης της παραγωγής και της οικονομίας. Η καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής, ιδιαίτερα στη φάση του άγριου νεοφιλελευθερισμού, είναι κυριολεκτικά ένα σύστημα άναρχο και ανορθολογικό, ένα θηρίο εκτός ελέγχου.

Μια αναπόφευκτη αντίφαση του καπιταλισμού είναι ότι ακόμα και αν η παραγωγή σε μια εταιρεία μπορεί να είναι πολύ καλά οργανωμένη και σχεδιασμένη, κάτι τέτοιο δεν ισχύει στη μεγάλη κλίμακα της παγκόσμιας αγοράς, δεν υπάρχει κανένα σχέδιο για την παγκόσμια καπιταλιστική ανάπτυξη. Πόσο μάλλον στη συγκυρία που διανύουμε, όπου δεν διαφαίνεται κάποιος νέος φωτεινός κύκλος ανάπτυξης και μια νέα μεγάλη διεθνής ύφεση είναι προ των πυλών.

Η αποδιοργάνωση/απορρύθμιση και η υπερπαραγωγή είναι στοιχεία σύμφυτα με τον καπιταλισμό. Το κεφαλαίο θα «κυλήσει» προς όποια περιοχή μπορεί δυνητικά να αντλήσει τα μεγαλύτερα κέρδη και αυτό δεν είναι πολιτική ή οικονομική επιλογή, αλλά συστημική, «εσωτερική» υποχρέωση. Το κέρδος είναι η εσωτερική κινητήρια δύναμη του καπιταλιστικού συστήματος. Γι’ αυτό δεν πρόκειται να εγκαταλειφθεί το κυνήγι των φυσικών πόρων και των ορυκτών καυσίμων, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται μια κατάσταση που καταρχήν μπορεί να φαντάζει αντιφατική. Τη στιγμή που τα διαθέσιμα των ορυκτών καυσίμων (κυρίως πετρελαίου και υδρογονανθράκων) στερεύουν δραματικά, εντείνονται οι ανταγωνισμοί (οικονομικοί και πολεμικοί) για τον έλεγχό τους, αλλά και για την εύρεση νέων μεθόδων και τεχνολογιών για την εξόρυξή τους.

Οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, λοιπόν, είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τις εξορύξεις, μια σχέση που δεν πρέπει να υποτιμάται.

Ανταγωνισμοί για τις ΑΟΖ ή για τα κέρδη των εταιρειών;

«Θεωρούμε ότι η Αθήνα είναι σύμμαχος-κλειδί και ένας κρίσιμος παίχτης στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και στα Βαλκάνια. Οι ΗΠΑ παραμένουν σταθερές στη στήριξη της ελληνικής ευημερίας, ασφάλειας και δημοκρατίας. (…) Δεν χρειαζόμαστε μια αναβάθμιση των εντάσεων στην περιοχή, αλλά περισσότερο έναν ειλικρινή διάλογο που θα οδηγήσει σε αποτελέσματα που σέβονται το διεθνές δίκαιο».

Αυτά έγραφε σε πρόσφατη επιστολή του ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Michael Pompeo προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αναφερόμενος στην αναβάθμιση της «αμυντικής» συνεργασίας των δύο χωρών σε επίπεδο «στρατηγικής συμμαχίας» και στην αναβάθμιση των ΝΑΤΟϊκών βάσεων στη χώρα. Στο ίδιο μήκος κύματος έχουν κινηθεί και οι δηλώσεις του Αμερικάνου πρέσβη Jeffrey Paiat, επιβεβαιώνοντας τη στήριξη των ΗΠΑ στα καταστροφικά εξορυκτικά σχέδια στην Ελλάδα και στην Κύπρο, αλλά και στην προοπτική κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου East Med. Η υπογραφή του οποίου αποτελεί μια στρατηγική επιλογή του ελληνικού κράτους, μια ακόμα κίνηση στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό.

Την ίδια στιγμή η ΝΔ, όπως προηγούμενα ο ΣΥΡΙΖΑ, ενισχύει τον άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ υπό την αιγίδα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Οι ΗΠΑ όμως είναι ικανοποιημένες και γιατί έχουν άμεσα οικονομικά συμφέροντα από τις εξορύξεις στην Ελλάδα, όπου ηγετικό ρόλο έχει αναλάβει η αμερικάνικη Exxon Mobil. Τα αποτελέσματα των ερευνητικών γεωτρήσεων για την ύπαρξη ή μη αξιοποιήσιμων κοιτασμάτων πετρελαίου είναι αμφίβολο εάν θα είναι θετικά. Άρα δεν υπάρχει ένα σίγουρο πεδίο κερδοφορίας ούτε για την Exxon Mobil, ούτε για τις άλλες εμπλεκόμενες εταιρείες. Η απόφασή τους για τις συγκεκριμένες επενδύσεις μπορεί να φαντάζει παράλογη, όμως δεν είναι.

Αφενός, ο πραγματικά αποικιοκρατικός χαρακτήρας των συμβάσεων παραχώρησης καθιστά πολύ συμφέρουσα οικονομικά την επένδυση για τις ίδιες τις εταιρείες. Αφετέρου, τα κέρδη των εταιρειών δεν προκύπτουν μόνο από την παραγωγή και το εμπόριο του προϊόντος της εξόρυξης. Αυτοί οι διεθνείς κολοσσοί της πετρελαϊκής βιομηχανίας, όπως και κάθε μεγάλος επιχειρηματικός όμιλος με διεθνή οικονομική δραστηριότητα, είναι πολύ στενά συνδεδεμένοι με το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τη διεθνή αγορά πετρελαίου. Συνεπώς, είναι άμεσα εξαρτημένες από την προσδοκία για δημιουργία μεγαλύτερων κερδών (στο μέλλον) και όχι κατ’ ανάγκη ως προς την ίδια την παραγωγή. Οι εταιρείες αυτές μπορούν να έχουν κέρδη και να προσελκύουν κεφάλαια με την υπόσχεση για τη δημιουργία κερδών μέσω μελλοντικών εξορύξεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν να χρηματοδοτούν με μη εσωτερικά κεφάλαια τις ερευνητικές ή παραγωγικές γεωτρήσεις.

Έτσι οι εταιρείες στις οποίες έχουν παραχωρηθεί εκτάσεις του ελληνικού κράτους, μπορούν ήδη να κερδοφορούν ακόμα και εάν δεν έχουν ξεκινήσει έστω κάποιες ερευνητικές γεωτρήσεις. Υπάρχει μια σχέση αλληλοδιαπλοκής μεταξύ των διεθνών κολοσσών της πετρελαϊκής βιομηχανίας και των εθνικών ανταγωνισμών στην περιοχή και ιδιαίτερα σε σχέση με τους ανταγωνισμούς του ελληνικού και του τουρκικού κράτους στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η διαχρονική ελληνοτουρκική διαμάχη, στην τρέχουσα συγκυρία, συμπυκνώνεται επί της ουσίας γύρω από τις ΑΟΖ. Η ίδια η πορεία αυτής της διαμάχης από τις αρχές του 21ου αιώνα, καθώς και η σχέση της με τις διεθνείς συμφωνίες για το δίκαιο της θάλασσας, έχει το δικό της ξεχωριστό ενδιαφέρον και θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνη της ένα ξεχωριστό άρθρο.(11) Εδώ θα ισχυριστούμε ότι ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός δεν έχει να κάνει ούτε με βραχονησίδες, ούτε με την κυριαρχία επί νησιών, ούτε με κάποια πιθανή αλλαγή των συνόρων, αλλά σήμερα κυρίως με τις ΑΟΖ.

Οι ΑΟΖ (Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες) δίνουν τη δυνατότητα άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων μέχρι και 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές ενός παράκτιου κράτους. Αυτά τα κυριαρχικά δικαιώματα περιλαμβάνουν το δικαίωμα στην εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων, τη δυνατότητα παραγωγής ενέργειας, την αξιοποίηση φυσικών/ ενεργειακών πόρων που βρίσκονται κάτω από το βυθό της θάλασσας. Εκεί ξεκινάει ο παραλογισμός των ισχυρισμών τόσο του ελληνικού όσο και του τουρκικού κράτους, που κάθε φορά ερμηνεύουν, καθένας για τους δικούς του λόγους, τις διεθνείς συμβάσεις και το διεθνές δίκαιο κατά το δοκούν και ανάλογα με τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες στις οποίες εντάσσεται κάθε κράτος τη δεδομένη στιγμή. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι, εάν το ελληνικό κράτος επιθυμεί να ανακηρύξει μονομερώς τις ελληνικές ΑΟΖ (κάτι που δεν έχει τολμήσει να κάνει), το Αιγαίο θα μετατραπεί κυριολεκτικά σε μια κλειστή ελληνική λίμνη με αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης.

Εάν επιλεγεί η προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, για την επίλυση της ελληνοτουρκικής διαμάχης, και οι δύο πλευρές κινδυνεύουν να βγουν «χαμένες». Αντ’ αυτού, η βασική επιλογή είναι ένας φαύλος κύκλος γεωπολιτικών προκλήσεων και στρατιωτικών αντεγκλήσεων στην κατεύθυνση δημιουργίας τετελεσμένων. Μόνο υπό αυτό το πρίσμα μπορεί να γίνει κατανοητός ο αποκλεισμός της Τουρκίας από την υπογραφή του αγωγού East Med, από τον άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ (με τη σαφή στήριξη των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ) και η απάντηση της Τουρκίας με τη συμφωνία για την ανακήρυξη των ΑΟΖ από κοινού με τη Λιβύη.

Το πραγματικό διακύβευμα για το ελληνικό κράτος είναι να μπορέσει να ενισχύσει το ρόλο που έχει διεκδικήσει (και σε ένα βαθμό κατακτήσει) ως ο βασικός εκφραστής των επιδιώξεων του δυτικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Την ίδια στιγμή, επιχειρεί να αναβαθμίσει τον οικονομικό, αλλά και γεωπολιτικό του ρόλο σε σχέση με την Τουρκία με τη σύγχρονη μεγάλη ιδέα των ΑΟΖ. Η ρητή στρατηγική πρόθεση του ελληνικού κράτους είναι η δημιουργία ενός γεωγραφικού συνεχούς μέσω των ΑΟΖ με την Κύπρο, το Ισραήλ, αλλά και την Αίγυπτο. Η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα σε άμυνα, αλλά μια χώρα η οποία κλιμακώνει μια επεκτατική πολιτική απέναντι στην Τουρκία, εντείνοντας τους ανταγωνισμούς σε επικίνδυνο βαθμό.

Σε αυτή την πολιτική, αλλά και στρατηγική επιδίωξη του σύγχρονου εθνικού μεγαλοϊδεατισμού εντάσσεται αφενός η πρόσφατη έμφαση στην αύξηση των εξοπλισμών, αλλά και στην αναβάθμιση των ΝΑΤΟϊκών βάσεων, και αφετέρου η στροφή στον εξορυκτισμό. Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός έχει να κάνει με το ποιος θα ελέγξει αυτά τα πιθανά κοιτάσματα, ή ορθότερα, ποιος από τους δύο ανταγωνιστές μπορεί να παρουσιαστεί ως ο καλύτερος εγγυητής για τα συμφέροντα των πετρελαϊκών εταιρειών. Αυτή η πολιτική βασίζεται στη δύναμη των όπλων και ανά πάσα στιγμή μπορεί να προκαλέσει μια πολεμική σύγκρουση.

Γίνεται όμως καθαρό πως οποιαδήποτε τέτοια προοπτική συνδέεται αποκλειστικά με τα συμφέροντα των πετρελαϊκών εταιρειών και των ιμπεριαλιστών, οι οποίοι με τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ανταγωνισμούς εγγυώνται την πρόοδο των εργασιών για τις εξορύξεις υδρογονανθράκων, θυσιάζοντας το φυσικό περιβάλλον, τα κοινωνικά δικαιώματα, ακόμα και την ειρήνη.

Σημειώσεις

1. Acosta A., (2013), Extractivism and Neoextractivism: Two Sides of the Same Curse στο Lang M, and Mokrani D., Beyond Development. Alternative Visions from Latin America, Rosa Luxembourg Foundation

2. Svampa M., (2015), Commodities Consensus: Neoextractivism and Enclosure of the Commons in Latin America, South Atlantic Quarterly (https://read.dukeupress.edu/southatlantic-quarterly/article-abstract/114/1/65/3719/Commodities-Consensus-Neoextractivismand?redirectedFrom=fulltext)

3. Ενδεικτικά: α) Fabricant N., Gustafson B., (2017), «Socialism from Below? Bolivia in Age of Extractivism», New Politics Vol XVI No. 3 (https://newpol.org/issue_post/socialism-below-bolivia-ageextractivism/) β) Gomez G., (2019), «Socialists and the fight for democracy in Venezuela» (https://socialistworker. org/2019/02/06/socialists-and-the-fight-for-democracy-in-venezuela )

4. Non Paper του Υπουργείου Περιβάλλοντος τον Οκτώβρη του 2019 (https://thepressproject.gr/gyro-gyro-i-klimatiki-allagi-sti-mesi-i-exoryxis/)

5. Πίτατζης Α., (2015), «Ο πόλεμος των πολιτισμών ή ο πόλεμος των ορυκτών πόρων» (https://energypress.gr/news/O-polemos-twn-politismwn-h-o-polemos-twn-oryktwn-porwn)

6. Klein N., (2015), «Αυτό αλλάζει τα πάντα – Καπιταλισμός εναντίον κλίματος», εκδόσεις Λιβάνης.

7. Harvey D., (2007), «Νεοφιλελευθερισμός – Ιστορία και παρόν», εκδόσεις Καστανιώτης.

8. Υπάρχουν πολλές αναφορές στο έργο του Marx, ενδεικτικά: Marx K., (μτφ 2000), «Η γένεση του κεφαλαίου», εκδόσεις Κοροντζής.

9. Klare M., (2012), «The race for What’s Left», Metropolitan Books. Δες αναλυτικότερα το άρθρο «Η στρατηγική του Πενταγώνου για την κλιματική αλλαγή», σε αυτό το τεύχος του περιοδικού.

10. Williams C., (2009), «Capitalism, climate change and the fate of humanity», International Socialist Review, issue 64, Haymarket Books.

11. Λαπατσιώρας Σ., (2019), «Διεκδικήσεις του ελληνικού και τουρκικού κράτους στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, Μέρος ΙΙ», περιοδικό Θέσεις, τεύχος 147, Απρίλιος-Ιούνιος 2019.

Συντάκτης
Χρήστος Σταυρακάκης