Μέσα στο 2021 πρόκειται να κορυφωθούν οι διεθνείς διπλωματικές διεργασίες σε σχέση με τις αντιπαραθέσεις στην ανατολική Μεσόγειο και στην Κύπρο.
Μέσα στο Φλεβάρη αναμένεται να συγκληθεί η Πενταμερής Διάσκεψη για το Κυπριακό, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Η επανεκκίνηση της διαδικασίας που κατέρρευσε στο Κραν Μοντανά, θα φέρει εκ των πραγμάτων στο φως τις ευθύνες για την τότε αποτυχία, αλλά και τα γενικότερα κενά στη στρατηγική της κάθε πλευράς.
Έχουμε κατ’ επανάληψη ισχυριστεί ότι η τουρκική διπλωματία, συνειδητοποιώντας τον σε βάρος της συσχετισμό δυνάμεων λόγω της γραμμής των ΗΠΑ και της ΕΕ, έχει στραφεί στην επίκληση και στην αξιοποίηση των διαδικασιών του λεγόμενου Διεθνούς Δικαίου, γνωρίζοντας ότι οι θέσεις της Αθήνας (παρά τους εδώ ισχυρισμούς για εσωτερική κατανάλωση) απέχουν ιδιαίτερα από ρυθμίσεις που έχουν γίνει διεθνώς αποδεκτές.
Ας το πούμε με τα λόγια ενός γνωστού «εθνικού δημοσιογράφου»: «…η τουρκική πλευρά είναι πιο ξεκάθαρη στο θέμα των διερευνητικών επαφών με την Αθήνα, παρουσιάζεται να τις θέλει, σημειώνοντας ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε δραστηριότητα στη θαλάσσια περιοχή της Ελλάδας… το Ορούτς Ρέις θα βρίσκεται για έρευνες μέχρι τον Ιούνη του 2021 εντός της τουρκικής υφαλοκρηπίδας…» (Κ. Βενιζέλος, SLPRESS, «Κυπριακό: Οδικός χάρτης με 5 σταθμούς»).
Η Τουρκία αξιοποιεί τα γεωγραφικά δεδομένα: Πραγματοποιεί «σκληρές» έρευνες για υδρογονάνθρακες εντός των χωρικών υδάτων της και –κατά καιρούς– «εξέρχεται» στα διεθνή ύδατα –είτε με Navtex, είτε με «χαλαρές» σεισμογραφικές έρευνες– με στόχο να υπενθυμίζει, ακριβώς, ότι πρόκειται για διεθνή ύδατα. Αμφισβητώντας στην πράξη τον ισχυρισμό του ελληνικού κράτους ότι πρόκειται για τη «δυνητική» ελληνική ΑΟΖ. Υπογραμμίζοντας ότι τα δικαιώματα εθνικής/κρατικής κυριαρχίας επί θαλασσίων ζωνών (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ) έχουν ως προϋπόθεση διεθνείς συμφωνίες οριοθέτησης και αναγνώρισής τους και δεν μπορούν να επιβληθούν δια των τετελεσμένων ή μονομερώς.
Απέναντι σε αυτή την πρακτική, που εγκαινιάστηκε μετά την κατάθεση στον ΟΗΕ του τουρκολιβυκού συμφώνου για τις ΑΟΖ, η Αθήνα βρίσκεται σε αμηχανία. Επισήμως, η ελληνική διπλωματία δηλώνει ότι αναγνωρίζει μια και μόνη ελληνοτουρκική διαφορά –την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών– επί της οποίας αναγνωρίζει εξουσία και αρμοδιότητα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αντίθετα, αρνείται να «νομιμοποιήσει» δια της συμμετοχής της κάθε συζήτηση που θα αφορά: α) Ζητήματα «άμυνας» (στρατιωτικοποίηση νησιών ανατολικού Αιγαίου), β) Ζητήματα κυριαρχίας επί εδάφους («ελληνικότητα» βραχονησίδων), γ) Ζητήματα σχέσης χωρικών υδάτων-εθνικού εναέριου χώρου (επέκταση κυριαρχίας στον αέρα του Αιγαίου στα 10 ναυτικά μίλια).
Υπήρξαν πολλές οι φωνές διπλωματών και κρατικών στελεχών που προειδοποιούσαν ότι η θέση αυτή θα οδηγούσε σε διπλωματική δυσπραγία. Η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών αντικειμενικά συναρτάται ή συνδυάζεται με την αναζήτηση λύσεων και σε άλλα θέματα, συμπεριλαμβανομένων κρίσιμων πτυχών των τριών παραπάνω που δεν θα είναι τελικά δυνατόν να μείνουν έξω από το τραπέζι των συζητήσεων.
Απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού είναι το πώς τελικά διευθετήθηκε το «εύκολο» ζήτημα της επέκτασης των χωρικών υδάτων στο Ιόνιο. Μέσα στα Χριστούγεννα επικυρώθηκε δια νόμου που ψηφίστηκε στη Βουλή το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας με την Ιταλία. Η επιλογή αυτής της διαδικασίας υπενθύμισε ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων είναι επέκταση κρατικής κυριαρχίας, είναι αλλαγή συνόρων, και όχι μια αυτονόητη «μετάφραση» του Διεθνούς Δικαίου που μπορεί να επιβληθεί μονομερώς. Η επέκταση των χωρικών υδάτων σταμάτησε στο Ταίναρο, αποφεύγοντας να φτάσει στο ανατολικό ακρωτήρι της Πελοποννήσου (το Μαλέα) που «αντικρύζει» το Αιγαίο: Όπου, πέρα από την Τουρκία, έχουν ειδικά συμφέροντα όλες οι ναυτικές δυνάμεις που κινούν πλοία μεταξύ Μεσογείου και Μαύρης Θάλασσας. Η Ιταλία επέβαλε στη συμφωνία ειδικές εξαιρέσεις από τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα (ανεμπόδιστη και μη-ελέγξιμη αλιεία), που μπορεί να αποδειχθούν κρίσιμες όταν αρχίσει η ανάλογη συζήτηση στα πολύ πιο δύσκολα ζητήματα του Αιγαίου. Τέλος για να υπάρξει συμφωνία, υπήρξαν «συμβιβασμοί» (μερική επήρεια νησιών, καθορισμός ευθειών γραμμών βάσης που «κλείνουν» μεγάλους κόλπους κ.ο.κ.) που μπορεί να αποδειχθούν πικρά αυτογκόλ για την ανάλογη συζήτηση στο Αιγαίο…
Σε αυτή τη βάση η ελληνική διπλωματία κρατά μια στάση «αναχωρητισμού» απέναντι στις διεργασίες που αφορούν την ανατολική Μεσόγειο, ελπίζοντας ότι ο διεθνής δυτικός παράγοντας θα επιβάλει τελικά τη μέθοδο των τετελεσμένων γεγονότων. Η ελληνική αντιπροσωπεία δεν προσέρχεται στις επιτροπές του ΝΑΤΟ για την αποτροπή πολεμικής κλιμάκωσης, απαιτεί την εδώ και τώρα «πυροδότηση» των κυρώσεων της ΕΕ (αποφεύγοντας να παρεμβαίνει στη διαδικασία του μηχανισμού που επεξεργάζεται τις προϋποθέσεις για τις κυρώσεις), ενώ η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφεύγει να συγκεκριμενοποιήσει ημερομηνίες για τις ελληνοτουρκικές «διερευνητικές επαφές».
Αυτός ο δρόμος της αποχής από διαδικασίες επεξεργασίας «συμβιβαστικών λύσεων», έμοιαζε αποδοτικός στις ανέμελες ημέρες των σχεδιασμών του υπερφίαλου πρότζεκτ East Med, όταν η συμμαχία με ΗΠΑ, ΕΕ, Ισραήλ και Αίγυπτο υποσχόταν «βέλτιστες λύσεις». Σήμερα, που τα πράγματα γίνονται πολύ πιο συγκεκριμένα, μοιάζει με «βήμα σημειωτόν» μέσα σε μια περιοχή όπου πολλά αλλάζουν με ταχύτητα.
Το καλύτερο παράδειγμα είναι το Κυπριακό. Είναι κοινό μυστικό ότι το ναυάγιο στις συνομιλίες του Κραν Μοντανά το προκάλεσε ο Αναστασιάδης, αποσύροντας ξαφνικά την ελληνοκυπριακή πλευρά από τη στρατηγική της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, παρά τα σημαντικά «ανταλλάγματα» που έβαζε στο τραπέζι ο δυτικός παράγοντας (χρονοδιάγραμμα απόσυρσης των τουρκικών δυνάμεων και «χαλάρωση» των εγγυητικών εξουσιών). Η διαβόητη «στρατηγική των υδρογονανθράκων» και οι συμμαχίες με τους «τριαδικούς άξονες» έμοιαζαν να υπόσχονται περισσότερα στην ελληνοκυπριακή ελίτ, ακόμα και στο σενάριο της διχοτόμησης. Ένας ολόκληρος κόσμος κρατικών στελεχών, δημοσιογράφων, πολιτικάντηδων στην Αθήνα και στην Κύπρο, άρχιζε ξαφνικά να εξωραΐζει τις προοπτικές ενός «βελούδινου» σεναρίου δύο κρατών. Σήμερα όλοι αυτοί διαπιστώνουν ότι η «λύση» των δύο κρατών είναι πλέον η τουρκική στρατηγική, ότι η ανατροπή του Ακιντζί έχει ενισχύσει αυτή τη γραμμή μέσα στην τουρκοκυπριακή ελίτ, ενώ τώρα αρχίζουν να καταλαβαίνουν τις συνέπειες που θα επιφέρει η «λύση» των δύο κρατών στα ζητήματα των ΑΟΖ και της όποιας τύχης του East Med. Και όλα αυτά παραμένουν ανοιχτά ελάχιστες εβδομάδες πριν η κυπριακή κυβέρνηση υποχρεωθεί να προσέλθει στην Πενταμερή Διάσκεψη υπό τον ΟΗΕ.
Η σύνδεση του Κυπριακού με τα άλλα ζητήματα ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού στο Αιγαίο, δημιουργεί κρίσιμες προοπτικές. Από τη σκοπιά των καθεστωτικών δυνάμεων, αναπόφευκτα θα αρχίσει μια διαδικασία αναζήτησης «δημιουργικών συμβιβασμών», μέσω της οργάνωσης των «επαφών» υπό την κηδεμονία των ΗΠΑ και της ΕΕ, με ορίζοντα τη Χάγη. Αυτή η δοκιμασία θα είναι δύσκολη για το Μητσοτάκη. Το κόμμα του, που διακρίθηκε στον «απορριπτισμό» την εποχή των Πρεσπών, θα πρέπει τώρα να συγκρουστεί με τις μαξιμαλιστικές τοποθετήσεις που καλλιεργήθηκαν τεχνητά μέσα στην κοινή γνώμη όλα τα προηγούμενα χρόνια. Πολιτικά αυτό το στοιχείο μπορεί να βάλει σε δοκιμασία ακόμα και τη συνοχή της Δεξιάς.
Από τη σκοπιά των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων, από τη σκοπιά της Αριστεράς, το κρίσιμο στοιχείο θα είναι η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας απέναντι στις καθεστωτικές δυνάμεις κάθε όχθης και πλευράς: Η απόρριψη της συγκρουσιακής δυναμικής και η υποστήριξη της ειρήνης ως μείζονος αγαθού. Η ρήξη με τους ιμπεριαλιστές και η καθαρή άρνηση απέναντι σε όλες τις λυκοσυμμαχίες. Η απόρριψη των εξοπλισμών και η απαίτηση να στραφούν όλοι οι δημόσιοι πόροι στις κοινωνικές ανάγκες. Η συνειδητή υποστήριξη της συνεννόησης, της συμφιλίωσης, της αλληλεγγύης μεταξύ των λαών της περιοχής, που είναι αναντικατάστατη προϋπόθεση για να βγούμε όλοι μαζί και ο καθένας από τη σημερινή κρίση.
Συναίνεση, κυρώσεις και Αριστερά
(ολόκληρο στο Rproject.gr)
Οι πολεμικές δαπάνες βαφτίζονται (πάντα) ως αμυντικές δαπάνες, για να διευκολυνθεί η δημιουργία πολιτικής συναίνεσης στην αποδοχή τους, παρότι σήμερα βρίσκονται σε προκλητική αντίφαση με τις κοινωνικές προτεραιότητες που θα έπρεπε να κυριαρχούν μέσα στην υγειονομική και οικονομική κρίση. Η Βουλή ενέκρινε εξοπλιστικά προγράμματα-μαμούθ (με κόστος μεγαλύτερο των 11,2 δισ. ευρώ), ενέκρινε ταυτόχρονα τη μείωση των δαπανών για τη δημόσια υγεία, μέσα στην κορύφωση της πανδημίας…
Αλήθεια σε τι είδους πολεμικά παιχνίδια «προπονούνται» σήμερα οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις υπό την καθοδήγηση των σιωνιστών χασάπηδων; Στο μόνο πόλεμο που ξέρει να κάνει το Κράτος του Ισραήλ: στον επιθετικό πόλεμο, σε μια τεράστια ακτίνα δράσης, που περιλαμβάνει την Άγκυρα, την Τεχεράνη, τον Κόλπο.
Αυτό επιβεβαιώνεται σε όλες τις συγκεκριμένες επιλογές των εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Οι φρεγάτες, τα υπερμεγέθη πλοία «ανοιχτής θαλάσσης» είναι παντελώς ακατάλληλα για «άμυνα» στα στενά, στα μπουγάζια και στις ρηχοπατιές του Αιγαίου. Είναι όμως πλοία με μεγάλη καταστρεπτική δύναμη πυρός, με μεγάλη ακτίνα απειλής, κατάλληλα για τη διεκδίκηση «πλεονεκτήματος» στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα Ραφάλ και τα F35 είναι πανάκριβα γιατί μπορούν να φέρουν όπλα μεγάλης καταστρεπτικής ισχύος, να απειλούν σε μεγάλες αποστάσεις από τις βάσεις τους και να καθοδηγούν ηλεκτρονικά την καταστρεπτική δράση άλλων –φτηνότερων– όπλων.
Δίπλα σε αυτές τις ιδιαίτερα φιλόδοξες αγορές ξεχωρίζουν οι μαζικές παραγγελίες πολλαπλών συστημάτων σύγχρονων βλημάτων και πυραύλων για το πυροβολικό του στρατού, για το ναυτικό και την αεροπορία. Τα φιλομιλιταριστικά sites ήδη μιλούν για ένα νέο πολεμοχαρές «σπορ», τον «πυραυλοκεντρικό πόλεμο».
Όλα αυτά θα μπορούσαν να εκληφθούν ως πολεμοκάπηλες ονειρώξεις. Όμως την ίδια στιγμή, το Κράτος του Ισραήλ ανέλαβε επισήμως να κατασκευάσει (με κόστος πάνω από 1,5 δισ. ευρώ) ένα καινούργιο στρατιωτικό αεροδρόμιο στην Καλαμάτα, με κεντρικό κριτήριο στην απόφαση (και στην επιλογή του αναδόχου) τη δυνατότητα ηλεκτρονικής καθοδήγησης ανάλογων «επιχειρήσεων».
Όπως είχε δηλώσει παλιότερα ο Γουές Μίτσελ και όπως επανέλαβε πρόσφατα ο Πομπέο, μετά το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν το ελληνικό κράτος ως το στρατηγικό στήριγμά τους «στο τόξο ανάσχεσης μεταξύ Πολωνίας και Ισραήλ», απέναντι στη Ρωσία και στην Κίνα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το σύμπλεγμα των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο μπορεί να εξελιχθεί σε ένα σύγχρονο Ιντσιρλίκ, δηλαδή να αναλάβει την εποπτεία και ανάσχεση κάθε δυνατότητας «καθόδου» από τη Μαύρη Θάλασσα στη Μεσόγειο.
Σε αυτό το πραγματικό πλαίσιο θα πρέπει να τοποθετήσουμε την επιβολή ή την απειλή επιβολής κυρώσεων από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις απέναντι στην Τουρκία.
Οι ΗΠΑ ξεκίνησαν ήδη επισήμως τις κυρώσεις, με τα μέτρα περιορισμού της πολεμικής βιομηχανίας της Τουρκίας. Αν ο Ερντογάν δεν ακυρώσει το πρόγραμμα ανάπτυξης των ρωσικών πυραύλων που έχει προμηθευτεί (κάτι που θεωρείται απίθανο στη γειτονική χώρα) θα ακολουθήσει η κλιμάκωση των κυρώσεων με μέτρα που θα αφορούν τη βιωσιμότητα των τουρκικών τραπεζών.
Πιο σύνθετες ήταν οι ευρωπαϊκές αποφάσεις. Οι προσδοκίες ότι η Μέρκελ θα τραβούσε τη σκανδάλη των κυρώσεων της ΕΕ ανεστάλησαν για την επόμενη Σύνοδο Κορυφής της Ένωσης. Στην Αθήνα, ο Τύπος έκανε λόγο για «χάδι» στην Τουρκία, ακόμα και για γερμανική (ή και ισπανική και ιταλική) «φιλία» προς τον Ερντογάν. Αυτή η φιλολογία δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Η ΕΕ έχει δεσμευτεί επισήμως στην υποστήριξη των ελληνικών θέσεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Έχει αποφασίσει την επιβολή των κυρώσεων, με πλειοψηφική απόφαση του ευρωκοινοβουλίου. Όμως η επιλογή της στιγμής της πυροδότησης των κυρώσεων συναρτάται και με άλλους κρίσιμους παράγοντες, που απέναντί τους η ΕΕ είναι πιο προσεκτική από τις ΗΠΑ.
Η Αθήνα στο επόμενο διάστημα θα έχει να ξεπεράσει το «σκόπελο» της Διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο, υπό ευρωπαϊκή επιδιαιτησία. Δεν είναι μια ξαφνική συμφιλίωση της Γερμανίας της Μέρκελ ή της Γαλλίας του Μακρόν με τον Ερντογάν. Είναι μια προσπάθεια των ευρωπαίων καπιταλιστών να χειριστούν μια επικίνδυνη κρίση με τα δικά τους «όπλα», δηλαδή κυρίως τη διπλωματική και οικονομική διείσδυση.
Όμως στο ζήτημα των κυρώσεων τα κριτήρια του κόσμου της Αριστεράς θα πρέπει να είναι τελείως διαφορετικά.
Αφενός, το αίτημα για κυρώσεις απευθύνεται στις ΗΠΑ και στην ΕΕ, στους δύο μεγάλους «πόλους» της δυτικής ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Είναι σαν να καλεί κανείς τους λύκους να αναλάβουν το μαντρί, ελπίζοντας σε καλή διαχείριση. Ειδικότερα ο πολιτικός χώρος της «πατριωτικής Αριστεράς» -που διακρίνεται για μια γενική αντιιμπεριαλιστική ρητορική- εδώ ξεπερνά τα όρια της παραδοξολογίας: καλεί τις ιμπεριαλιστικές υπερδυνάμεις να αναλάβουν αντιιμπεριαλιστικό έργο…
Αφετέρου, οι κυρώσεις εξ ορισμού –παντού και πάντα– συνδέονται με κλιμάκωση της συγκρουσιακής δυναμικής σε κάθε αντιπαράθεση. Το κόστος πολλών από τα μέτρα των κυρώσεων θα κληθούν να σηκώσουν οι εργαζόμενοι και οι λαϊκές μάζες στην Τουρκία και όχι οι ελίτ που συσπειρώνονται γύρω από τον Ερντογάν. Οι ελίτ, επίσης, θα έχουν αντίλογο, δεν θα παραμείνουν παθητικές μπροστά σε ενδεχόμενη υποβάθμισή τους: οι εξοπλισμοί θα απαντηθούν με εξοπλισμούς και οι κυρώσεις θα απαντηθούν με αντίμετρα και διπλωματικές στροφές που δεν μπορούν να υποτιμώνται. Η αναποτελεσματικότητα των κυρώσεων στο Ιράν είναι μια καλή προειδοποίηση για το τι μπορεί να συμβεί και στην περίπτωση της Τουρκίας.
Ο κόσμος της Αριστεράς έχει –σωστά– σταθεί ενάντια στις κυρώσεις των ιμπεριαλιστών ενάντια σε χώρες σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Την ώρα που τα πρόβλημα φτάνει στη γειτονιά μας, θα είναι πολιτικό έγκλημα η υποτίμηση των κυρώσεων ή –χειρότερα– η φιλική αντιμετώπισή τους, για λόγους «εθνικού συμφέροντος»…
Η κριτική του Τσίπρα προς τον Μητσοτάκη, με άξονα το ότι απέτυχε να αποσπάσει «κυρώσεις που θα δαγκώνουν», είναι μια κριτική από τα δεξιά. Η άποψη του ΚΚΕ, ότι αποδείχθηκε ξανά ότι «δεν μπορούμε να στηριχθούμε στις ΗΠΑ και στην ΕΕ προκειμένου να υπερασπίσουμε τα κυριαρχικά δικαιώματά μας», πέρα από το ότι χρωματίζει «αμυντικά» τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, κινδυνεύει με άμεσες διαψεύσεις: οι ΗΠΑ ήδη αποφάσισαν τις κυρώσεις και ο Μάρτης για τις ευρωπαϊκές αποφάσεις δεν είναι μακριά.