Τα επίδικα της πορείας του Brexit

Φωτογραφία

Το θρίλερ του Brexit επανήλθε στα τέλη του 2020, καθώς η εμπορική σχέση της ΕΕ με το Ηνωμένο Βασίλειο μετά την 1η Γενάρη του 2021 έγινε επίδικο αντιπαράθεσης μέχρι και την τελευταία στιγμή.

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Πάνος Πέτρου

Η συμφωνία παρουσιάζεται ως επιτυχία και στις δυο πλευρές της Μάγχης, ενώ το πολυσέλιδο κείμενο δεν επιτρέπει ακόμα μια πλήρη αποτίμηση του περιεχομένου. Ωστόσο, κρίνοντας από τις αντιδράσεις των σκληρών ευρωσκεπτικιστών στο κόμμα των Τόρηδων ενάντια στην «προδοσία Τζόνσον», αν υπήρξε μια πλευρά που υποχρεώθηκε σε περισσότερες παραχωρήσεις ήταν το Λονδίνο.

Σε κάθε περίπτωση, αποδεικνύεται ότι το διαζύγιο δεν θα είναι μια «βελούδινη» διαδικασία. Άλλωστε πριν ακόμα υπογραφεί η συμφωνία, είχε αρχίσει η συζήτηση «ερμηνείας» και «εφαρμογής» του πολυσέλιδου κειμένου, οι ανησυχίες εκατέρωθεν για την «αξιοπιστία» της απέναντι πλευράς και τη δέσμευσή της στο μέλλον κ.ο.κ.

Αυτό που εξελίσσεται μπροστά μας είναι ένας τυπικός ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός, από αυτούς που θα συναντάμε διαρκώς μπροστά μας σε αυτή την εποχή βαθιάς κρίσης.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιλέξει να φερθεί σκληρά στη Βρετανία. Οι Financial Times (που προτιμούσαν την παραμονή του ΗΒ στην ΕΕ) έκαναν λόγο για «γεράκια», όσον αφορά τη στάση των Ευρωπαίων διαπραγματευτών. Πράγματι, η στάση των Βρυξελλών δείχνει ότι παίζεται κάτι σοβαρότερο από την «τακτοποίηση» των σχέσεων με ένα σύμμαχο κράτος που επέλεξε να βρεθεί εκτός Ένωσης. Η Κομισιόν αρνήθηκε να παραχωρήσει στο Λονδίνο συμφωνίες (και κυρίως δικαιώματα) που έχουν παραχωρηθεί σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη που δεν ανήκουν στην ΕΕ. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη στον ιμπεριαλιστικό προσανατολισμό της Ένωσης. Η λειτουργία της ΕΕ στηρίζεται στην οικειοθελή παραχώρηση τμήματος της εθνικής κυριαρχίας από όλα τα κράτη-μέλη της. Αλλά στην παρούσα φάση αξιοποιεί την οικονομική ισχύ και σημασία της για να επιχειρήσει να επιβάλει όρους «συμπεριφοράς» όχι σε ένα κράτος-μέλος της, αλλά σε μια γειτονική χώρα. Το γεγονός ότι απέσπασε κάποιες δεσμεύσεις «συμμόρφωσης» από το Λονδίνο υπό τη διαρκή απειλή ενεργοποίησης δασμών είναι ένα δείγμα.  

Τη μεγαλύτερη αδιαλλαξία έδειξε ο Μακρόν, που εξέφραζε ανησυχίες για την πιο «υποχωρητική» στάση της Μέρκελ. Υπάρχουν λόγοι για τη διαφορά προσέγγισης. Αφενός, η γαλλική κυβέρνηση εκτιμά ότι μπορεί να αξιοποιήσει το Brexit για να εκτοπίσει το Σίτι του Λονδίνου από τον κυρίαρχο χρηματοπιστωτικό του ρόλο. Στη γερμανική καγκελαρία υπάρχει μεγαλύτερη επίγνωση της δυσκολίας αυτού του στόχου (καθώς υπάρχει ήδη ενδο-ευρωπαϊκός ανταγωνισμός Παρισιού-Φρανκφούρτης, που κάνει πιο εύκολη τη ζωή του Σίτι). Αφετέρου, ο Μακρόν είναι πιο ανήσυχος απέναντι στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που μπορεί να αποκτήσει ένα ΗΒ που θα προχωρήσει ανεμπόδιστο σε μια πλήρη «απορύθμιση». Η πολύ πιο ανταγωνιστική γερμανική βιομηχανία, δεν διακατέχεται εξίσου από τέτοια υπαρξιακά άγχη για τη θέση της στο διεθνή ανταγωνισμό.  

Από την άλλη μεριά της Μάγχης, ο Μπόρις Τζόνσον επιδιώκει τη μέγιστη «ανάκτηση κυριαρχίας», ως στρατηγική που (εκτιμά ότι) θα εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα του βρετανικού καπιταλισμού. Η πτέρυγα της άρχουσας τάξης που συμμερίζεται αυτή την τάση είναι μειοψηφική, όπως φάνηκε από την πίεση που άσκησε το σύστημα το Δεκέμβρη να επιτευχθεί συμφωνία με παραχωρήσεις την ώρα που ο Τζόνσον παρουσιαζόταν «έτοιμος για όλα». Αλλά είναι υπαρκτή και έχει σε αυτή τη συγκυρία τον άνθρωπό της στην Ντάουνινγκ Στριτ.

Οι ανησυχίες των Ευρωπαίων, που μεταφράζονται στην προσπάθειά τους να υποχρεώσουν το ΗΒ να συμμορφώνεται στο «ρυθμιστικό πλαίσιο» της ΕΕ αν θέλει να συνεχίσει να εξάγει προϊόντα (έχει ενδιαφέρον –για επόμενες αναταραχές– ότι δεν έχει θιχτεί ακόμα το κομβικό ζήτημα των υπηρεσιών) στην Κοινή Αγορά, λένε πολλά για το οικονομικό περιεχόμενο της «κυριαρχίας» που επιδιώκουν οι Τόρηδες υπό τον Τζόνσον. Οι προτάσεις και οι κατευθύνσεις κυβερνητικών στελεχών όπως ο Κάμινγκς (ο «εγκέφαλος» του Brexit) δείχνουν προς αυτό που περιγράφεται ως μια «Σιγκαπούρη του Τάμεση» ή «αβύθιστο αεροπλανοφόρο για την αμερικανική ή κινεζική οικονομική επικυριαρχία μέσα στην ΕΕ». Δεν είναι τυχαίο ότι οι πιο αδιάλλακτοι «κυριαρχιστές» στους κύκλους της άρχουσας τάξης είναι… διεθνείς παίκτες που δρουν στο εξωτερικό. Αυτοί προωθούν έναν αχαλίνωτο νεοφιλελευθερισμό, που θα μπορούσε να κατακλύσει τις ευρωπαϊκές αγορές, αδέσμευτος από τους «διακανονισμούς» που ρυθμίζουν το εμπόριο, τα στάνταρ κλπ εντός της Ένωσης. Πρόκειται για ένα σχέδιο που δεν έχει τίποτε το φιλεργατικό και υπενθυμίζει ότι η «εθνική κυριαρχία» που εμφανίζεται ως αντίπαλο δέος στις διάφορες «διεθνείς ολοκληρώσεις» δεν έχει τίποτε το a priori προοδευτικότερο να προσφέρει.

Ο νέος γύρος αντιπαράθεσης γύρω από το Brexit αφορά τη σύγκρουση μεταξύ ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών (κυρίως Γαλλίας-Βρετανίας) που πασχίζουν να προωθήσουν τα αντικρουόμενα συμφέροντά τους. Παράλληλα είναι μια αντιπαράθεση και στο εσωτερικό της Βρετανίας, όπου ο Τζορτζ Μονμπιό έγραψε στον «Γκάρντιαν» για την αντιπαράθεση μεταξύ «οικόσιτου καπιταλισμού» (που προτιμά τη σταθερότητα, συμβιώνει αρμονικά με τους υπαρκτούς εμπορικούς διακανονισμούς κλπ) και «καπιταλισμού των πολέμαρχων» (που επιδιώκει ρητά το «χάος», γιατί πιστεύει ότι «μέσα σε αυτό θα θριαμβεύσουμε»). Στον τίτλο του άρθρου του, ο Μονμπιό εκτιμά ότι σε αυτόν τον «εμφύλιο πόλεμο μέσα στον καπιταλισμό, όλοι εμείς είμαστε απλώς παράπλευρες απώλειες».

Δεν ήταν μονόδρομος αυτή η εξέλιξη. Αλλά οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς στη Βρετανία ήταν πολύ μικρές για να καθορίσουν τη διαμάχη του 2016. Διχασμένες μεταξύ «αριστερού Brexit» και «αριστερού Remain», και οι μεν και οι δε αδυνατούσαν να επηρεάσουν το «πρόσημο» της κάθε επιλογής. Αντίστοιχα δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν την κρίση των Τόρηδων το 2017-19. Οι ήδη μικρές δυνατότητές τους, περιορίστηκαν ακόμα περισσότερο όταν καθηλώθηκαν στην πόλωση πάνω στη στάση που κράτησε ο καθένας στο δημοψήφισμα, αντί να επιχειρήσουν να συνενώσουν σε ταξικούς και αντιρατσιστικούς αγώνες τα πιο προοδευτικά στοιχεία των δύο «δημογραφικών κατηγοριών». Αυτά τα καθήκοντα έπεσαν στις πλάτες του «κορμπινισμού», ο οποίος εξέφρασε την αριστερόστροφη διάθεση στη βρετανική κοινωνία. Δοκιμάστηκε ως ρεύμα και εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε αρκετά αδύναμο (σε πολιτικοποίηση, οργάνωση, μαχητικότητα), όπως δείχνει η θεαματική του «εξαέρωση» μετά την εκλογική ήττα του 2019 και την πτώση του Κόρμπιν από την ηγεσία των Εργατικών. Αλλά αυτός ο απολογισμός είναι μια άλλη συζήτηση…

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία