Αυτές τις μέρες η κυπριακή κυβέρνηση και ο πρόεδρος Αναστασιάδης βρίσκονται αντιμέτωποι με μια «τέλεια καταιγίδα», μια καταιγίδα που οι ίδιοι προκαλέσαν.
H E.E δείχνει τις προθέσεις της μέσω της Γενικής της Εισαγγελέως ΛάουραΚοβέσι η οποία δήλωσε πως «μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι 10% των υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας το επόμενο διάστημα έχουν ένα Cyprus element». Κατά την Κοβέσι δηλαδή, η Κύπρος με το 0.2% του πληθυσμού της Ε.Ε. σχετίζεται με το 10% των υποθέσεων που θα απασχολήσουν την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
«Χρυσά διαβατήρια»
Σύμφωνα με τους FinancialTimes, ο λόγος που η Κύπρος μπήκε στο στόχαστρο της ευρωπαϊκής επιτροπής είναι ότι το πρόσφατο σκάνδαλο αποκάλυψε το συνολικό πρόβλημα των «χρυσών διαβατηρίων» της Ε.Ε. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Ελλάδα, Γαλλία, Αυστρία) προσφέρουν «χρυσές βίζες» παρέχοντας δικαίωμα διαμονής και προοπτική απόκτησης ιθαγένειας στους πλούσιους με fasttrack διαδικασίες. Η κυπριακή κυβέρνηση, όμως, «τελειοποίησε» τη μέθοδο προσφέροντας πλήρη υπηκοότητα ακόμα και σε τύπους σαν τον Τζο Λόου, καταζητούμενο από το 2016 για την κλοπή εκατομμυρίων δολαρίων από επενδυτικό ταμείο που συνδιαχειριζόταν με τον τότε πρωθυπουργό της Μαλαισίας. Για την ιστορία, ο Λόου κατάφερε να πάρει το πολύτιμο διαβατήριο με τη στήριξη του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, αφού πρώτα έκανε μια «δωρεά» 310.000 ευρώ στην αρχιεπισκοπή.
Το ξέσπασμα του σκανδάλου, που απέκτησε διεθνείς διαστάσεις μέσω του ρεπορτάζ του Αλ τζαζίρα και το πάγωμα του προγράμματος διαβατηρίων φαίνεται να προκάλεσε δυσαρέσκεια και στη «ραχοκοκαλιά του εγχώριου εθνικού κορμού», των μεγάλων του κατασκευαστικού τομέα δηλαδή, γνωστών και ως«developers» οι οποίοι,μετρώντας σημαντικές απώλειες κερδών,βλέπουν το όραμα για μετατροπή της Κύπρου σε μεσογειακό Ντουμπάι να απομακρύνεται. Και σαν να μην έφταναν αυτά ο Αναστασιάδης έχει καταφέρει να δυσαρεστήσει τους πάντες και στο άλλο καυτό ζήτημα της περιόδου, στο κυπριακό.
Κυπριακό
Η σκληρή εθνικιστική γραμμή που επέλεξε το 2017 στο Κραν Μοντανά με στόχο αφενός να ικανοποιήσει τα εθνικιστικά αντανακλαστικά της πλειοψηφίας του κόμματος του ενόψει προεδρικών εκλογών και ταυτόχρονα να εξασφαλίσει το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις οδήγησε στην κατάρρευση των συνομιλιών. Ήταν μια επικίνδυνη και καιροσκοπική τακτική που βασίστηκε στο «αίσθημα υπεροχής» που προσέφερε η σύμπραξη Κύπρου-Ελλάδας με δικτατορίες και εγκληματικά καθεστώτα (βλ. άξονα Κύπρου-Ελλάδας -Αιγύπτου-Ισραήλ) και η συνακόλουθη εκτίμηση ότι η Τουρκία θα υποχωρούσε σε μία σειρά από επίδικα υπό την πίεση του διεθνούς παράγοντα (βλ. ΗΠΑ, Ε.Ε.). Αυτή η τακτική είχε ως αποτέλεσμα η κυβέρνηση Αναστασιάδη να χάσει την πρωτοφανή υποστήριξη που απολάμβανε μέχρι τότε, όχι μόνο από τη μειοψηφική αλλά υπαρκτή πτέρυγα του κόμματος του που υποστηρίζει τη λύση στη βάση της ΔΔΟ αλλά και από το ΑΚΕΛ. Είναι αλήθεια πως μέχρι τη στροφή Αναστασιάδη από το δρόμο του κοσμοπολιτισμού στο δρόμο του εθνικισμού, το κόμμα του, ο δημοκρατικός συναγερμός και η τάξη που εκπροσωπεί είχαν απόλυτη πρωτοβουλία κινήσεων ως προς τη διαμόρφωση του χαρακτήρα και του περιεχομένου της υπό διαπραγμάτευσης λύσης, με το γνωστό αποτέλεσμα…
Αυτό όμως που έχει αλλάξει την περίοδο που διανύουμε είναι πως ο Αναστασιάδης φαίνεται να χάνει πλέον και τη στήριξη του απορριπτικού μπλοκ, των δυνάμεων δηλαδή εκείνων που στην ουσία απορρίπτουν οποιαδήποτε μορφή κοινά αποδεκτής λύσης στο κυπριακό και προκρίνουν τη διατήρηση του status quo ως το καλύτερο μοντέλο για την εξασφάλιση των συμφερόντων του. Μετά το ναυάγιο του ΚρανΜοντανά ακολούθησε ντόμινο πολιτικών εξελίξεων. Πρώτα η ήττα του Μουσταφά Ακιντζί και η επικράτηση του εθνικιστή και εκλεκτού της Άγκυρας Τατάρ στις προεδρικές εκλογές του περασμένου Οκτώβρη στη βόρεια Κύπρο. Μετά η πρόταση Ερντογάν/Τατάρ για λύση δύο κρατών (την πατρότητα της οποίας μάλιστα αποδίδουν βάσιμα στον ίδιο τον Αναστασιάδη). Και πιο πρόσφατα τα σκάνδαλα διαφθοράς που κλυδωνίζουν την κυβέρνηση. Υπό το πρίσμα αυτών των εξελίξεων, η στήριξη καιμέρους του απορριπτικού μπλοκ τίθεται υπό δοκιμασία, καθώς η κυβέρνηση δυσκολεύεται να πείσει για τη δυνατότητα να ηγηθεί του οποιουδήποτε.
Απόσυρση υποστήριξης
Η αλλαγή της περιόδου φάνηκε ξεκάθαρα από τη στάση του Ανδρέα Παράσχου, του πρώην διευθυντή της κυπριακής Καθημερινής, η οποία αποτελεί και την ναυαρχίδα του παραδοσιακού αστισμού στο νησί. Ο Παράσχος οδηγήθηκε σε παραίτησηαφού αποκάλυψε ετεροχρονισμένα πως ο Αναστασιάδης υπερηφανευόταν ότι έβγαζε εκατομμύρια από τα χρυσά διαβατήρια, τα οποία μεταφέρονταν με αεροπλάνα στις Σεϋχέλλες και αυτός είναι ένας απότους λόγους που η λύση του Κυπριακού παραπέμφθηκε στις καλένδες. Στο ίδιο μήκος κύματος φαίνεται να εντάσσεται και η έκδοση του βιβλίουτου άλλοτε σύμβουλου του, Μακάριου Δρουσιώτη με τον τίτλο «η Συμμορία». Από την άλλη ξεδιπλώνονται και κινήσεις απόσυρσης της υποστήριξης στο πρόσωπο του προέδρου από τον απορριπτικό αρχιεπίσκοπο Κύπρου ο οποίος τον εκθέτει με δηλώσεις όπως «ο Πρόεδρος μου έλεγε για λύση δύο κρατών και εγώ διαφώνησα έντονα» ή η πιο πρόσφατη «είπα στον Αναστασιάδη να σταματήσουμε να κλέβουμε». Το άδειασμα του προέδρου γίνεται μάλιστα λίγους μόλις μήνες πριν από τις βουλευτικές εκλογές του Μάη, οι οποίες, αν και δεν έχουν τη βαρύτητα των προεδρικών εκλογών, θα είναι ωστόσο καταλυτικές για την επόμενη μέρα.
[...]
Η φούσκα του successstory έχει σκάσει και τα κομμάτια εκτινάσσονται προς κάθε κατεύθυνση. Το σίγουρο είναι ότι όλες αυτές οι εξελίξεις συνέβησαν σε μια περίοδο που η κοινωνία ήταν εγκλωβισμένη σε μεγάλες περιόδους lockdown και λοιπών απαγορεύσεων. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν ήδη αντιδράσεις, το μέγεθος και την κατεύθυνση των οποίων αναμένεται να δούμε να ξεδιπλώνονται στο αμέσως επόμενο διάστημα. Με άλλα λόγια θα φανεί αρκετά σύντομα αν αυτές οι αντιδράσεις του κόσμου ενάντια στη διαφθορά θα μπορέσουν να συνδεθούν με τα αιτήματα για ενίσχυση της δημόσιας δωρεάν υγείας, μείωση των υπέρογκων ενοικίων, προστασία των φυσικών πόρων και φυσικά με το κίνημα υπέρ της δίκαιης λύσης του Κυπριακού. Γιατί μπορεί οι συνθήκες να είναι δύσκολες αλλά εξίσου δύσκολες είναι και για τους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι έχουν δώσει ήδη τα πρώτα ξεκάθαρα δείγματα αντίστασης στον Τατάρ και στην πολιτική του τόσο θεσμικά όσο και στο δρόμο. Σε κάθε περίπτωση μπαίνουμε σε μια περίοδο πυκνών πολιτικών εξελίξεων. Αν αυτές θα τροφοδοτήσουν τις εθνικιστικές δυνάμεις ή την αναζωπύρωση ενός κινήματος από τα κάτω είναι και στο χέρι μας να το καθορίσουμε.