Ενώ η επιρροή της κυβερνητικής ΝΔ έχει αρχίσει να φθείρεται, η ψαλίδα από τον ΣΥΡΙΖΑ παραμένει χαοτική, καθώς η αντιπολίτευση αντιμετωπίζει ακόμα μεγαλύτερα (!) προβλήματα αποσυσπείρωσης. Πρόκειται για μια εκκωφαντική ομολογία αποτυχίας. Η ερμηνεία πρέπει να αναζητηθεί στην πραγματική/εφαρμοσμένη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ηγετική ομάδα του Αλ. Τσίπρα επιχειρεί μια πολυσυλλεκτική «προγραμματική» αντιπολίτευση, που καταλήγει να μην έχει καμιά σαφήνεια στις κοινωνικές αναφορές της, να μην μπορεί να συγκροτήσει πολιτικά το κοινωνικό στρατόπεδο που δέχεται τα άγρια χτυπήματα της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής του Μητσοτάκη. Ο Τσίπρας εμφανίζει στη Βουλή διάφορες εκδοχές «νέων ιδεών» που υπόσχονται να ικανοποιήσουν, τάχα, τους… πάντες: Και τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους, και τους πλούσιους και τους φτωχούς. Συσσωρεύοντας στο τέλος της ημέρας απώλειες («αποσυσπείρωση») και από τις δύο πλευρές: Γιατί οι επιχειρήσεις γνωρίζουν ότι το «καταλληλότερο» κόμμα για αυτές είναι η ΝΔ (εάν και για όσο μπορεί να επιβάλει τις αντιμεταρρυθμίσεις…), ενώ οι εργαζόμενοι έχουν από καιρό «χωνέψει» το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει φιλεργατική πολιτική εάν αυτή δεν συγκρούεται συγκεκριμένα με τον κόσμο των επιχειρήσεων. Αυτό το πρόβλημα βασικής αναξιοπιστίας ενισχύεται από την «ανάμνηση» της περιόδου 2015-19. Όταν ο Τσίπρας εκτοξεύτηκε στην κυβέρνηση για να ανατρέψει τα μνημόνια και κατέληξε να υλοποιήσει το μνημόνιο 3.
Καθεστωτικά όρια
Δίπλα σε αυτό το βασικό ζήτημα ταξικής αναφοράς, ξεδιπλώνονται άλλες ακραίες εκδηλώσεις μιας τάχα πολυσυλλεκτικότητας, που στην πραγματικότητα είναι αποδείξεις βαθιάς ένταξης στα καθεστωτικά όρια: Ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε στη Βουλή υπέρ της σύμβασης για την αγορά των Ραφάλ, δήλωσε ένα αμήχανο «παρών» μπροστά στο κολοσσιαίο πρόγραμμα εξοπλισμών του προϋπολογισμού, ενώ επιχειρεί να «βγει» από δεξιά στον Μητσοτάκη, κατηγορώντας τον για άρνηση να κηρύξει μονομερώς την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν. μίλια στο Αιγαίο κ.ο.κ.
Αυτές οι πραγματικές πολιτικές κινήσεις ξεδοντιάζουν κάθε προσπάθεια να ανασυνταχτεί μια δραστηριότητα των κομματικών οργανώσεων και μελών, με άξονες την κριτική για την πανδημία, τον αντιφασισμό, τον αντιρατσισμό και μια -έστω- φιλειρηνική αντιμετώπιση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών…
Σοσιαλδημοκρατία
Η κομματική ανασύνταξη, μετά από μια σοβαρή εκλογική/πολιτική ήττα όπως εκείνη του 2019, είχε ως προϋπόθεση μια σοβαρή αυτοκριτική συζήτηση που θα έβγαζε συμπεράσματα, θα άλλαζε προοπτικές και συνήθως θα άλλαζε τη σύνθεση της ηγετικής ομάδας. Αυτή η συζήτηση δεν έγινε ποτέ στον ΣΥΡΙΖΑ, παρά την παταγώδη διάψευση της πολιτικής του 2015. Ο Αλ. Τσίπρας «έκατσε» πάνω στο ποσοστό που απέσπασε το 2019, και έφυγε προς τα μπροστά επιβάλλοντας μονομερώς ένα ανεξέλεγκτο «άνοιγμα» του ΣΥΡΙΖΑ προς τη σοσιαλδημοκρατία, μέσω του οποίου υπόσχεται το «δεύτερη φορά» στην κυβέρνηση.
Η αύξηση του βάρους και του ρόλου των εκ του ΠΑΣΟΚ προερχόμενων στελεχών και ομάδων είναι για τον ΣΥΡΙΖΑ δίκοπο μαχαίρι. Αφενός, η απόλυτη στασιμότητα στα συνδικάτα και στην αυτοδιοίκηση, αποδεικνύει ότι αυτές οι «μεταγραφές» ήταν κυρίως μετακινήσεις πολιτευτών και όχι πραγματική διεύρυνση προς ένα κάποιο κοινωνικοπολιτικό ρεύμα. Αφετέρου, οι ομάδες στελεχών που μέσα σε ελάχιστα χρόνια έχουν μετατοπιστεί από την κυβέρνηση του ΓΑΠ ή του Παπαδήμου στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, έχουν αποδείξει ένα πρόβλημα «μπέσας». Ασφαλώς όχι κυρίαρχα στο προσωπικό επίπεδο, αλλά στο πολιτικό: μετακινήθηκαν προς την πλευρά που θεωρούσαν ότι κερδίζει, και εάν αλλάξουν εκτίμηση δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα να μετακινηθούν ξανά.
Αυτό το στοιχείο ρίχνει λάδι στη φωτιά της εσωκομματικής εξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ ενόψη του συνεδρίου του.
Εσωκομματικά
Κατά τη γνώμη μου, η πιο εντυπωσιακή είδηση στο γαϊτανάκι των «τάσεων» είναι η διάσπαση των «προεδρικών». Είτε με την ίδρυση της ΡΕΝΕ του Αντ. Κοτσακά (του, κάποτε, υπαρχηγού του Άκη Τσοχατζόπουλου), είτε με τη μετακόμιση κάποιων επιφανών της παλαιάς «προεδρικής φρουράς» προς την Ομπρέλα. Εξ αντικειμένου αυτή η εξέλιξη είναι μια προειδοποίηση προς τον Τσίπρα, ότι η σημερινή εσωκομματική παντοδυναμία του δεν μπορεί να θεωρείται «παντός καιρού».
Η συγκρότηση της Ομπρέλας θα μπορούσε να θεωρηθεί μυστήριο με βάση τα δεδομένα της εσωκομματικής γεωγραφίας του ΣΥΡΙΖΑ. Το να παριστάνει κανείς την «αριστερή πτέρυγα» με βιτρίνα τον υπουργό εφαρμογής του μνημονίου 3 και συνέταιρο τον Δημήτρη Παπαδημούλη, ξεπερνά τα όρια της πολιτικής παραδοξολογίας.
Στο διάστημα που προηγήθηκε είχαν υπάρξει κάποιες «ειδησούλες». Στις εκλογές των Νομαρχιακών Επιτροπών του ΣΥΡΙΖΑ, που θα καθορίσουν το συσχετισμό στο επερχόμενο συνέδριό του, ο παραδοσιακός «στελεχικός κορμός» διαπίστωσε έντρομος την πιθανότητα να μετατραπεί σε περιθωριακή μειοψηφία, μέσα από τη συνήθεια των «πασοκογενών» να εμφανίζουν πακέτα χάρτινων μελών που μπορούν να οδηγήσουν τις εσωκομματικές εκλογές πέρα από κάθε όριο πολιτικής αποδοχής.
Ταυτόχρονα, μια ομάδα καθεστωτικών δημοσιογράφων (που δηλώνουν πλέον «προεδρικοί συνομιλητές») εμφάνισε στον Τύπο ένα μπαράζ δημοσιευμάτων που καλούσαν τον Τσίπρα να επιβεβαιώσει «ηγετικές ικανότητες» καθοδηγώντας μια εκκαθάριση του κόμματός του από «τη σκουριά του ΣΥΡΙΖΑ του 3%», αν θέλει να εξακολουθεί να είναι υποψήφιος για «κυβερνησιμότητα».
Ένας αστερισμός στελεχών που προέρχονται από κυρίως τον ευρωκομμουνισμός, που αρνήθηκαν στα νιάτα τους να ευθυγραμμιστούν με τη σοσιαλδημοκρατία, βρέθηκαν και βρίσκονται υπό την απειλή της περιθωριοποίησης.
Όμως στο «μανιφέστο» της Ομπρέλας η μοναδική πολιτική είδηση ήταν το φάσμα των υπογραφών: από τους 53+ ως τον Παπαδημούλη. Το ίδιο το κείμενο χαρακτηρίζεται από αμηχανία ως πλήρη αφωνία πάνω στα βασικά πολιτικά ζητήματα του απολογισμού, της πολιτικής γραμμής, των αναγκαίων εσωκομματικών αλλαγών.
Γι’ αυτό και δεν πρόκειται να παίξει κάποιον ουσιαστικό ρόλο. Ο Τσίπρας, άλλωστε, έκανε δεκτό το μανιφέστο της Ομπρέλας με ειρωνική συγκατάβαση.
Προοπτικές
Όλα θα κριθούν στην ανοιχτή πολιτική πάλη. Ο Μητσοτάκης πιέζεται από την αντικειμενική κατάσταση αλλά, χωρίς ουσιαστική αντιπολίτευση, διατηρεί την πολιτική πρωτοβουλία. Το επιτελείο της ΝΔ διαρρέει ήδη το σενάριο για διπλές εκλογές, αμέσως μόλις η πανδημία το επιτρέψει και πριν καταγραφούν οι συνέπειες της οικονομικής κατάρρευσης. Με στόχο να ξεπεράσουν τον σκόπελο της απλής αναλογικής και να σχηματίσουν ξανά κυβέρνηση υπό τον Μητσοτάκη -με ή χωρίς συμμαχικούς «μαϊντανούς»- ανανεώνοντας έτσι την κυβερνητική θητεία τους. Θα είναι μια δεύτερη πολιτική ήττα για τον Τσίπρα, που θα έχει αναπόφευκτα πλέον εσωκομματικές συνέπειες.
Η πάλη ενάντια σε αυτήν την προοπτική είναι αναγκαία, γιατί οι συνέπειές της θα είναι αρνητικές για τον κόσμο μας. Όμως η πάλη αυτή, παρόλο που αφορά σημαντικό τμήμα του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι δυνατόν να οργανωθεί από τις δυνάμεις που παραμένουν εγκλωβισμένες στο εσωτερικό του. Όποιος έχει αμφιβολίες, ας ρίξει μια ματιά στα εσωκομματικά κείμενα των «τάσεων», είτε στις «αριστερές» είτε στις δεξιές εκδοχές τους.