Ο Τραμπ, οι Ρεπουμπλικάνοι,  η ακροδεξιά

Φωτογραφία

Μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Πάνος Πέτρου

Η  συζήτηση για τα γεγονότα της 6ης Γενάρη, με την ακροδεξιά εισβολή στο Καπιτώλιο συνεχίζει να απασχολεί την αμερικανική ριζοσπαστική Αριστερά. Απέναντι στον αρχικό πανικό των προοδευτικών φιλελεύθερων, που είδαν στην 6η Γενάρη να υλοποιείται το «φασιστικό πραξικόπημα» για το οποίο προειδοποιούσαν επί μήνες, γράφτηκαν αρκετές απαντήσεις για το ότι δεν γίνονται έτσι τα πραξικοπήματα. Ήταν εμφανές ότι η ανατροπή του αποτελέσματος δεν είχε την στήριξη σοβαρών τμημάτων της αστικής τάξης ή του κρατικού μηχανισμού. 
Ωστόσο ήταν ένα σημαντικό γεγονός. Καθώς περνούσαν οι μέρες, μαθεύονταν περισσότερα για συγκεκριμένα σχέδια απαγωγής (ή και δολοφονίας) συγκεκριμένων πολιτικών στελεχών (όπως η Νάνσι Πελόσι ή η Αλεξάντρα Οκάσιο Κορτέζ). Κυρίως, μαθεύτηκε ότι πολλοί από τους εισβολείς ήξεραν καλά πώς να κινηθούν μέσα στο χώρο, πιθανότατα αξιοποιώντας πληροφορίες από Ρεπουμπλικάνους βουλευτές. 
Πέρα από διαφωνίες για το βαθμό οργάνωσης των γεγονότων, η ουσία παραμένει σε όσα έγραψε στην ανακοίνωσή του το International Socialism Project: «Τώρα, η ακροδεξιά που καθοδήγησε την κατάληψη του Καπιτωλίου, μπορεί να αναφέρεται στην 6η Γενάρη του 2021 ως κομβική στιγμή στην προσπάθειά της να οικοδομήσει ένα κίνημα στηριγμένο στο ρατσισμό και ενάντια, κυριολεκτικά, στη δημοκρατία». 
Ο «ενοποιητικός μύθος» 
και η «σημαία»

Πράγματι, αν κρίνει κανείς την 6η Γενάρη ως αυτό που παρουσιάστηκε από τον Τραμπ και πίστεψαν οι οπαδοί του -ως «τελική μάχη» και «κορύφωση» της πολύμηνης πάλης να ανατραπεί το αποτέλεσμα- ήταν μια παταγώδης αποτυχία. Αλλά τα γεγονότα μετά τις εκλογές και ως την 6η Γενάρη πρέπει να αντιμετωπιστούν ως «αρχή» και όχι ως «τέλος». Το ακροδεξιό ρεύμα άρχισε να αναπτύσσεται με το πιο «εκλογοκεντρικό» Tea Party ενάντια στην θητεία Ομπάμα, και κατάφερε να αποκτήσει σημαντική εκπροσώπηση εντός του Ρεπουμπλικάνικου Κόμματος. Κατάφερε να εκλέξει τον Τραμπ -ενάντια στους εκλεκτούς του κόμματος το 2016. Κάτω από την ομπρέλα του γνωστού πλέον πλατιά ως MAGA (Make America Great Again), αρχίζουν να συνενώνονται πολιτικά (οργανωτικά παραμένουν «κυκεώνας») «πατριωτικές πολιτοφυλακές», ενώσεις οπλοκατοχής, συνωμοσιολόγοι, κατάλοιπα της Κου Κλουξ Κλαν, ατόφιοι νεοναζί, παραστρατιωτικοί, φονταμενταλιστές της χριστιανικής Δεξιάς κ.ο.κ. Όλοι αυτοί απέκτησαν από τον Τραμπ κι έναν «ενοποιητικό μύθο»: τις «κλεμμένες εκλογές» του 2020. Στις 6 Γενάρη, απέκτησαν και «σημαία»: τη «Μάχη του Καπιτωλίου». Αν και απέτυχε, η εικόνα και ο μύθος της θα αξιοποιηθούν στην προσπάθεια να στρατολογήσουν οπαδούς. Κυρίως, η πολιτική-κοινωνική συνθήκη στις ΗΠΑ είναι τέτοια που τους προσφέρει ένα μεγάλο ακροατήριο για να στρατολογήσουν. Μπορεί να διαδήλωσαν μόλις 15.000 πανεθνικά, αλλά είχαν την ηθική στήριξη δεκάδων εκατομμυρίων, δλδ. της μισής εκλογικής βάσης του Ρεπουμπλικάνικου Κόμματος που χαιρέτισε την εισβολή. Ακόμα και μετά τα γεγονότα της 6ης Γενάρη, ο Τραμπ διατήρησε στο πλευρό του (της αμφισβήτησης του αποτελέσματος) δεκάδες Ρεπουμπλικάνους και στα δύο σώματα του Κογκρέσου. 
Ρήγμα
Ασφαλώς, μέσα στο κόμμα της Δεξιάς υπήρχε πάντα μια «αντι-Τραμπ» πτέρυγα, η οποία στον απόηχο της εκλογικής ήττας αλλά και της ομόθυμης κατακραυγής των γεγονότων στο Καπιτώλιο, σήμερα γίνεται πολύ πιο «φωνακλάδικη» και οι γραμμές της ενισχύονται κι από «ποντίκια που εγκαταλείπουν το καράβι». Σύμφωνα με τον Μάικ Ντέιβις, η 6η Γενάρη σήμανε ένα «ανεπανόρθωτο ρήγμα μέσα στους Ρεπουμπλικάνους». Εξηγεί ότι μια σειρά στελέχη που δυσφορούσαν από την προσωπολατρεία γύρω από τον Τραμπ αισθάνονται «λυτρωμένα» να προωθήσουν τις πολιτικές τους καριέρες σε ρήξη με αυτόν, ενώ μια πτέρυγα του κόμματος παραμένει αφοσιωμένη στην πρώην πρόεδρο. Αυτό το ακροδεξιό ρεύμα συγκροτεί «ντε φάκτο τρίτο κόμμα» σύμφωνα με τον βετεράνο Αμερικάνο σοσιαλιστή. Ο ίδιος βέβαια προειδοποιεί όσον αφορά την αντι-Τραμπ πτέρυγα, ότι δεν πρόκειται για «νεκρανάσταση κάποιου μετριοπαθούς Ρεπουμπλικανισμού». Υπενθυμίζει ότι οι ιδέες στις οποίες πάτησε ο Τραμπ (λευκή ανωτερότητα, εθνικισμός, σεξισμός, χριστιανικός φονταμενταλισμός) αποτελούν τη βάση πάνω στο οποίο συγκροτεί και ο «παραδοσιακός» Ρεπουμπλικανισμός τις κοινωνικές συμμαχίες του εδώ και δεκαετίες. Με αυτήν την έννοια, στη σχετική συζήτηση περί διάσπασης του δεξιού κόμματος, αξίζει να κρατήσουμε την υπενθύμιση του Λανς Σέλφα, σε εκδήλωση του Rproject, για το πλέγμα βαθιών σχέσεων που κρατάει ενωμένο το φάσμα που ξεκινά από «mainstream» Ρεπουμπλικάνους, περνάει από το Tea Party και φτάνει σε πολιτοφυλακές ή νεοναζί. Σύμφωνα με τον Σέλφα, η «ρήξη» θα εκφραστεί σε εσωκομματικό ανταγωνισμό (πχ για το χρίσμα το 2024) και θα εξαρτηθεί εν πολλοίς και από τη δυνατότητα του Τραμπ να ξανακατέβει ως υποψήφιος στο μέλλον, που παραμένει ερώτημα (με δίκες κλπ να εκκρεμούν). Αλλά όπως είπε, η εναλλακτική για το Ρεπουμπλικάνικο Κόμμα είναι απλά «τραμπισμός χωρίς τον Τραμπ», δηλαδή ακροδεξιές πολιτικές χωρίς τη διαφθορά και τα καραγκιοζιλίκια. Αντίστοιχες εκτιμήσεις διατυπώνουν πολλοί σύντροφοι για τις ευρύτερες προοπτικές της ακροδεξιάς και εκτός Ρεπουμπλικάνικου Κόμματος. Ότι μπορεί να προχωρήσει είτε «με τον Τραμπ ως σύμβολο» είτε «να επιστρέψει με κάποιον εξυπνότερο και ικανότερο ηγέτη από τον Τραμπ». 
Απειλή
Η ακροδεξιά ριζοσπαστικοποίηση είναι μια διεργασία πολλών χρόνων και οι αιτίες που την παράγουν παραμένουν στη θέση τους. Είναι μια απειλή που ήρθε για να μείνει. Η σημερινή εικόνα υποχώρησης (υπό το βάρος των διώξεων και της κατακραυγής), όπως αποτυπώθηκε στην εκκωφαντική απουσία κινητοποιήσεων κατά την ορκωμοσία Μπάιντεν, παρά τις μεγαλόστομες εξαγγελίες για «δεύτερο γύρο», θα αρχίσει να αναστρέφεται σταδιακά. 
Απέναντι σε αυτήν την απειλή προετοιμάζεται η ριζοσπαστική Αριστερά στις ΗΠΑ. Με την επίγνωση ότι η ακροδεξιά παραμένει ανοργάνωτη και κατακερματισμένη, αλλά και την επίγνωση ότι διαθέτει έναν πλούσιο «γαλαξία» (προπαγανδιστικών μέσων, ένοπλων πολιτοφυλακών, πολιτικών-κοινωνικών οργανώσεων, στηριγμάτων στο κράτος) ο οποίος θα κάνει βήματα προς την ενοποίηση και την πύκνωση των γραμμών του, αν αφεθεί χωρίς απαντήσεις. Η πρόσφατη προϊστορία έχει αποδείξει ότι όταν κινητοποιείται η δική μας πλευρά, καταφέρνει είτε να τους διώξει από τους δρόμους είτε να τους απομονώσει με το μέγεθός της. Η σύγκριση δυνατοτήτων κινητοποίησης (με τα εκατομμύρια του BLM) είναι επίσης εκκωφαντική. Η διαπίστωση ότι σε κοινωνικό επίπεδο η πλευρά μας είναι πιο ισχυρή «όταν κινητοποιείται» είναι σωστή. Γιατί θυμίζει το συσχετισμό, αλλά υπογραμμίζει και την κρίσιμη προϋπόθεση («όταν») που δεν είναι πάντα αυτονόητη. 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία