Πίσω από τους φιλελεύθερους διθυράμβους
Η έναρξη της θητείας του Τζο Μπάιντεν έχει χαρακτηριστεί από μια επίμονη προσπάθεια να σταλθεί σήμα «επιστροφής στην κανονικότητα» που έχει γίνει δεκτή με διεθνείς διθυράμβους περί «ξηλώματος της κληρονομιάς Τραμπ».
Η «επιστροφή στην κανονικότητα»
Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ επιστρέφουν με εκπροσώπηση στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, επανεντάσσονται στη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, ενώ η νέα διοίκηση δείχνει να παίρνει πιο στοιχειωδώς σοβαρά την ανάγκη μέτρων περιορισμού της πανδημίας. Πρόκυπτε όντως για κινήσεις «κανονικότητας». Αλλά δεν δικαιολογούν τους διθυράμβους: Αφενός δεν «ξηλώνεται η κληρονομιά Τραμπ» (αυτό θα κριθεί σε πιο κρίσιμα ζητήματα όπως η φιλο-εργοδοτική πολιτική ή ο θεσμικός ρατσισμός και η ενίσχυση της αστυνομίας) και αφετέρου οι πανηγυρισμοί απλά υπενθυμίζουν πόσο χαμηλά είχε πέσει ο πήχης των προσδοκιών/απαιτήσεων.
Η διαχείριση της πανδημίας «α λα ευρωπαϊκά» δεν αποτελεί δα και μνημείο προοδευτικής πολιτικής. Η συμμετοχή στη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα δεν αποτελεί δείγμα της αναγκαίας «πράσινης» πολιτικής, εκτός αν ξεχνάμε την απόλυτη ανεπάρκεια των στόχων που έχουν τεθεί και την απόλυτη αποτυχία να πετύχουν οι «συμφωνούντες» το παραμικρό στον έλεγχο της κλιματικής αλλαγής. Ο Μπάιντεν παρουσιάζεται οριακά ως «πράσινος» πρόεδρος, μόνο και μόνο γιατί σε σύγκριση με τον προκάτοχό του αναγνωρίζει ότι η κλιματική αλλαγή… υπάρχει και δεσμεύεται στην πολιτική που πρόσφατα η Γκρέτα Τούνμπεργκ περιέγραψε ως «3 δεκαετίες μπλαμπλαμπλα και στόχοι που ισοδυναμούν με παράδοση στην κλιματική αλλαγή». Κατά τα άλλα, μια ματιά στη στελέχωση των επιτελείων και της κυβέρνησής του, αρκεί για να πείσει ότι τα συμφέροντα των Big Oil θα εξακολουθήσουν να διαμορφώνουν πολιτική.
Ο Μπάιντεν με τα πρώτα διατάγματά του, κατήργησε κι ένα άλλο «κραυγαλέο» μέτρο του Τραμπ, την ανοιχτά ρατσιστική γενική απαγόρευση εισόδου στη χώρα σε κατοίκους συγκεκριμένων πλειοψηφικά μουσουλμανικών κρατών. Ήταν ένα μέτρο που είχε ήδη «ξεδοντιαστεί» αρκετά από τα αμερικανικά δικαστήρια, αλλά και ένα βαθιά «ιδεολογικό» μέτρο χωρίς συγκεκριμένη σκοπιμότητα ως προς την (συνεχιζόμενη) αντιμεταναστευτική πολιτική των ΗΠΑ. Ήταν κυρίως ένα από τα μέτρα που έθιγαν τη διεθνή εικόνα της Αμερικής, που φιλοτεχνεί προσεκτικά το μύθο της «σπουδαιότερης δημοκρατίας» και της «γης των ευκαιριών» στην προσπάθεια να κερδίσει «καρδιές και μυαλά» πριν εφορμήσει -ένοπλα ή οικονομικά- στην «περιφέρεια».
Ήταν κινήσεις απολύτως αναμενόμενες, καθώς μια από τις «δουλειές» που ανέλαβε να κάνει ο Μπάιντεν ήταν να αποκαταστήσει την εικόνα των ΗΠΑ διεθνώς αλλά και σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας στο εσωτερικό: Η «επιστροφή στην κανονικότητα» θα είναι η σημαία του σε αυτή την πρώτη περίοδο της θητείας του. Κάποιοι πρόθυμοι από καιρό θα χειροκροτήσουν, κάποιοι πιο καλοπροαίρετοι ίσως αισθανθούν μια κάποια ανακούφιση. Αλλά οφείλουμε να θυμόμαστε δύο πράγματα: Πρώτον, ότι η «επιστροφή στην κανονικότητα» δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, μιας και ο Τραμπ ήταν «σύμπτωμα» και όχι «αιτία». Δεύτερον, ότι -όπως έλεγε κι ένα χιλιάνικο σύνθημα στην εξέγερση του 2019- «δεν θέλουμε να επιστρέψουμε στην κανονικότητα γιατί η κανονικότητα ήταν το πρόβλημα».
Πράγματι, εκτός από διπλωμάτες που υποχρεώνονταν να εξηγούν σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες τις «τρέλες» του Προέδρου τους, στρατηγούς που ανησυχούσαν ότι η «μονομέρεια» περισσότερο έβλαπτε παρά ωφελούσε τα αμερικανικά συμφέροντα και στρατηγικά σκεπτόμενους αστούς που έβλεπαν ότι ο Τραμπ με την αγαρμποσύνη του «κλωτσάει συνεχώς τη σφηκοφωλιά» [των κινημάτων], ποιος θα χαιρόταν να επιστρέψει στην «κανονικότητα» του 2016;
Οικονομία
Όσον αφορά την πραγματική/εφαρμοσμένη πολιτική στα ουσιώδη, χρειάζεται μικρό καλάθι. Τις πρώτες μέρες, κέρδισαν τις εντυπώσεις κάποιες πολιτικές «κρατικής στήριξης» λόγω πανδημίας (αναστολή φοιτητικών χρεών, παροχή «επιταγών» σε κάθε πολίτη κλπ). Πρόκειται κυρίως για παράταση ή έστω διεύρυνση επιδοματικών πολιτικών που είχαν ήδη εισαχθεί στις ΗΠΑ, όπως και σε αρκετά άλλα κράτη του πλανήτη. Είναι κοινός τόπος πλέον ότι το κρίσιμο ερώτημα που απασχολεί όλες τις οικονομίες παγκοσμίως είναι τι θα συμβεί μετά την λήξη αυτών των «έκτακτων» πολιτικών.
Εκεί έχει ανοίξει μια συζήτηση (ακόμα και στους Financial Times) για τα δυνητικά οφέλη που θα είχε «σε τελική ανάλυση» για τους καπιταλιστές το να κάνουν αποδεκτή μια πολιτική στοιχειώδους επούλωσης των «τραυμάτων» της κρίσης και της ραγδαίας αύξησης των ανισοτήτων. Εκεί λογοδοτεί πχ η δέσμευση Μπάιντεν για αύξηση του ωρομισθίου στα 15 δολάρια -ένα αίτημα που αξίζει να θυμόμαστε ότι προέκυψε μέσα από το νεογέννητο εργατικό κίνημα στα φαστ-φουντ και που αξίζει επίσης να θυμόμαστε ότι ήταν επίκαιρο ως «δραματική, άμεση ανάγκη» το… 2012. Αλλά όσον αφορά τα μεγάλα λόγια για το επερχόμενο «πακέτο τόνωσης της οικονομίας», αυτό είναι πολύ κατώτερο και από το αντίστοιχο του Ομπάμα (αναλογικά με το μέγεθος της κρίσης τότε και τώρα).
Θα ήταν αφελές να περιμένει κανείς από έναν κεντροδεξιό όπως ο Μπάιντεν και ένα αστικό κόμμα όπως οι Δημοκρατικοί να καθοδηγήσουν τις ριζοσπαστικές αλλαγές που απαιτούνται για να βελτιωθεί πραγματικά η κατάσταση προς όφελος των εργαζόμενων μαζών στη σημερινή εποχή. Και μάλιστα χωρίς πίεση. Με αυτή την έννοια, τα πιο καλά νέα που προκύπτουν από τις ΗΠΑ τις πρώτες εβδομάδες του 2021 είναι οι νέες προσπάθειες συνδικαλισμού (πχ στην Σίλικον Βάλεϊ) αλλά και μια σχετική «ζωηράδα» στην απεργιακή δράση που πιάνει το νήμα των προηγούμενων χρόνων και σε κάποιες περιπτώσεις επιβάλει μικρές νίκες. Αν αυτή η διάθεση συνεχιστεί, τότε πράγματι η θητεία Μπάιντεν μπορεί να αποκτήσει ένα άλλο ενδιαφέρον, σε πείσμα των προθέσεών της…
Μεταναστευτικό
Σε αυτόν τον τομέα, το απελπιστικό χαμήλωμα του πήχη είναι αποκαλυπτικό. Η διακυβέρνηση Μπάιντεν έχει διαρρεύσει στον Τύπο μια πρόθεση να κάνει κάποιες ρυθμίσεις, που θα διευκολύνουν έναν αριθμό μεταναστών να αποκτήσουν υπηκοότητα ενώ θα συντηρούν στο ακέραιο (ή και θα αυστηροποιούν) τις βασικές συνισταμένες της κρατικής αντιμεταναστευτικής πολιτικής. Πρόκειται για μια ξαναζεσταμένη εκδοχή αυτού που οι Δημοκρατικοί αποκαλούν «ανάγκη εκτεταμένης μεταναστευτικής μεταρρύθμισης» και το οποίο προβάλουν ως απάντηση κάθε φορά που βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα καθαρό αίτημα του αντιρατσιστικού κινήματος (νομιμοποίηση όλων, όχι στην ποινικοποίηση, άνοιγμα συνόρων στους αιτούντες άσυλο, διάλυση της ICE). Σήμερα, η εκδοχή αυτής της «εκτεταμένης μεταρρύθμισης» επιχειρείται να παρουσιαστεί ως βαθιά φιλομεταναστευτική τομή, επειδή είχε προηγηθεί ο απίθανος τύπος που φιλοδοξούσε να «χτίσει τείχος στα σύνορα με το Μεξικό και να βάλει το Μεξικό να πληρώσει τα έξοδα». Μια πρώτη μεγάλη πρόκληση για τις προθέσεις Μπάιντεν θα είναι αν καταφέρει τελικά το νέο καραβάνι προσφύγων-μεταναστών από την Κεντρική Αμερική να φτάσει στα σύνορα των ΗΠΑ. Προς το παρόν, οι Δημοκρατικοί, υπόσχονται (μαζί με την υπηκοότητα σε παιδιά που «μεγάλωσαν παράνομα») καλύτερη φύλαξή τους…
Στο ζήτημα του «εσωτερικού» ρατσισμού (απέναντι στους μαύρους) και της καταστολής, ο Μπάιντεν πέρασε την προεκλογική του εκστρατεία καταγγέλοντας το κεντρικό σύνθημα του BLMγια «αποχρηματοδότηση της αστυνομίας», έχει ως αντιπρόεδρο μια πρώην «αρχι-μπάτσο», ενώ η κλιμάκωση της «αντι-τρομοκρατικής» ρητορικής στο φόντο της εισβολής στο Καπιτώλιο έχει προκαλέσει ανησυχία στους κύκλους της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, των κινημάτων και των μεταναστευτικών κοινοτήτων: γιατί γνωρίζουν ότι το υπάρχον νομικό και κατασταλτικό οπλοστάσιο αρκεί για να αντιμετωπιστεί ο ακροδεξιός εξτρεμισμός και ότι ο θόρυβος για «καλύτερη οχύρωση» (βλ. αυταρχικοποίηση) θα αφορά τελικά τους ίδιους. Στην κοινωνική πτυχή του ρατσισμού, όπως δήλωσε μια μαύρη ακτιβίστρια, «δεν θέλουμε όμορφα λόγια για τις μαύρες γυναίκες, θέλουμε διαγραφή των φοιτητικών χρεών, που βαραίνουν κυρίως τις μαύρες νεαρές γυναίκες».
Αστικός δικομματισμός
Το Δημοκρατικό Κόμμα έκανε ό,τι μπορούσε για να «θάψει» τα κεντρικά αιτήματα γύρω από τα οποία διαμορφώθηκε το «ρεύμα Σάντερς», δηλαδή κάποιες πραγματικά φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις όπως το «Πράσινο Νιου Ντιλ» (που θα συνδύαζε την «πράσινη μετάβαση» με την προστασία ή και ενίσχυση της θέσης των εργαζομένων) ή την καθολική υγειονομική περίθαλψη του πληθυσμού. Επιστρέφει στην εξουσία με έναν βετεράνο της αστικής πολιτικής, που έχει δώσει διαπιστευτήρια (υπέρ των πολέμων, υπέρ της καταστολής των μαύρων, υπέρ αντιδραστικών νομοσχεδίων σε κοινωνικά αλλά και οικονομικά ζητήματα) όλα αυτά τα χρόνια. Όπως γράφτηκε εύστοχα ως απάντηση σε όσους ζητάνε πίστωση χρόνου για να φανούν οι προθέσεις του: «Ο Μπάιντεν δεν βρίσκεται στην εξουσία μόλις λίγες μέρες. Βρίσκεται στην εξουσία εδώ και δεκαετίες». Αλλά τα πράγματα είναι χειρότερα ως προς τις προοπτικές της 4ετίας, ακόμα κι αν πάρουμε υπόψη ότι το Δημοκρατικό Κόμμα έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από το Ρεπουμπλικανικό, κυρίως λόγω της εκλογικής βάσης στην οποία απευθύνεται. Γιατί τα τελευταία χρόνια, οι Δημοκρατικοί στήριξαν τις προοπτικές τους στην προνομιακή απεύθυνση στους «αντι-Τραμπ» Ρεπουμπλικάνους και αυτή η τάση δείχνει να κλιμακώνεται στο φόντο της «εθνικής ομοψυχίας» μετά την εισβολή τραμπιστών στο Καπιτώλιο.
Παραδοσιακά οι Δημοκρατικοί κρύβονται πίσω από την «ανάγκη διακομματικής συναίνεσης» (ακόμα κι όταν έχουν την πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου) για να μην προχωρούν στις μεταρρυθμίσεις που επιθυμεί η βάση τους και να συντηρούν ταυτόχρονα το μύθο ότι «κατά βάθος» τις συμμερίζονται, αλλά «δεν είναι σήμερα εφικτό να υλοποιηθούν». Αυτό μπορεί να πάει ένα βήμα παραπέρα. Όταν άνθρωποι όπως ο Μιτ Ρόμνεϊ ή και ο Τζορτζ Μπους Τζούνιορ και ακόμα και ο Ντικ Τσέινι παρουσιάζονται ως «φωνές της λογικής» και της «σοβαρής Δεξιάς», η ομάδα Μπάιντεν διαμορφώνει ένα κλίμα που θυμίζει περισσότερο «συγκυβέρνηση». Ήδη τα πρώτα δείγματα γραφής εμφανίστηκαν. Μετά το «θόρυβο» των προεδρικών ανακοινώσεων, που δημιούργησαν ένα κλίμα ότι «ο Μπάιντεν θα επιβάλει την ατζέντα του», άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα δημοσιεύματα που «ψαλιδίζουν» ακόμα και τα λειψά που είχαν ανακοινωθεί, στο όνομα των «δύσκολων» κοινοβουλευτικών διαδικασιών και την αναζήτηση «συναινέσεων». Η «μεταναστευτική μεταρρύθμιση» συζητιέται αν θα «κομματιαστεί» για να περάσουν «επί μέρους πτυχές» ή και αν θα είναι όντως προτεραιότητα ή «θα παραπεμφθεί για αργότερα». Το πακέτο τόνωσης της οικονομίας ήδη υπόκειται σε άτυπο παζάρι, με τις πρώτες διαρροές να κάνουν λόγο για περικοπή των δικαιούχων των «επιταγών» για να μειωθεί το συνολικό κόστος και να κερδίσει στήριξη μεταξύ Ρεπουμπλικάνων αλλά και «συντηρητικών» Δημοκρατικών με «δημοσιονομικές ανησυχίες»…
Για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, φιλοξενήσαμε αρθρογραφία στο προηγούμενο φύλλο της «Ε.Α.». Εδώ υπενθυμίζουμε απλά τους γλαφυρούς τίτλους των δύο σχετικών άρθρων διεθνών συντρόφων που τα λένε όλα για τις προθέσεις των Δημοκρατικών: «Γιατί οι στρατηγοί στήριξαν τον Μπάιντεν» και «Η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται».
Αυτήν τη στιγμή η διακυβέρνηση Μπάιντεν δείχνει ισχυρή. Διαθέτει μια στήριξη ή ανοχή που καλύπτει ένα εντυπωσιακό φάσμα που ξεκινά από τμήμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, περιλαμβάνει τους «φιλελεύθερους» αλλά και τους πιο «κεντροδεξιούς» του Δημοκρατικού Κόμματος και φτάνει σε τμήμα των Ρεπουμπλικάνων. Αλλά έχει να διαχειριστεί τη μεγαλύτερη κρίση εδώ και έναν αιώνα (πανδημία, οικονομία, περιβάλλον), μια ισχυρή ακροδεξιά (εντός κι εκτός Ρεπουμπλικάνων) που ετοιμάζεται για «σκληρή αντιπολίτευση» και ένα αριστερόστροφο ρεύμα (αναθέρμανση απεργιακών αγώνων, BLM, νέα «σοσιαλίζουσα» ριζοσπαστικοποίηση) που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα «βολευτεί» σε μια «κανονικότητα» που θα θυμίζει περισσότερο τσιρότο σε ανοιχτή πληγή…