Οι Ταλιμπάν: Άνοδος, πτώση και αναγέννηση

Φωτογραφία

Σύμφωνα με το θρύλο, ο Μουλάς Ομάρ ίδρυσε τους Ταλιμπάν όταν είδε δύο ισλαμιστές πολέμαρχους να διεξάγουν μάχη με τεθωρακισμένα με επίδικο το ποιος από τους δύο θα κακοποιούσε σεξουαλικά ένα νεαρό αγόρι. 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Πάνος Πέτρου

Η δραματοποίηση των γεγονότων είναι εμφανής, αλλά ο θρύλος αποτυπώνει με ακρίβεια τις συνθήκες που επέτρεψαν τη γέννηση των Ταλιμπάν. Ο Μουλάς Ομάρ πράγματι είχε καθοδηγήσει μια ένοπλη εξέγερση των χωρικών που είχαν αγανακτήσει από τη συμπεριφορά των ισλαμιστών πολέμαρχων της περιοχής γύρω από την Κανταχάρ.
Οι Ταλιμπάν συγκροτήθηκαν στα τέλη του 1994, μέσα στο απόλυτο χάος ενός εμφυλίου πολέμου «όλων εναντίον όλων» στον οποίο είχε βυθιστεί το Αφγανιστάν στα χρόνια μετά την ήττα των Σοβιετικών από τους μουτζαχεντίν. Ιδεολογικά, συνδύαζαν όψεις του παραδοσιακού Ισλάμ των αφγανικών χωριών, του σκληρού ουαχαμπιτισμού της Σαουδικής Αραβίας και μιας εκδοχής Ινδικού αντι-αποικιακού Ισλάμ. Κοινωνικά, ο κορμός του κινήματος, οι «ταλίμπ» (μαθητές) και οι μουλάδες, ήταν κυρίως φτωχοί αγρότες ή άνθρωποι μεγαλωμένοι στα προσφυγικά στρατόπεδα, που γνώριζαν μόνο βασική ανάγνωση -κυρίως θρησκευτικών κειμένων. 
Υπόβαθρο
Τις περασμένες δεκαετίες, τα πολιτικά ρεύματα που δρούσαν ανταγωνιστικά στους παλιούς «φεουδαλικούς» (με την ευρεία έννοια) άρχοντες, είχαν ως «κορμό» τους φοιτητές και τους δημόσιους υπάλληλους -αυτό ίσχυε εξίσου και για το πολιτικό Ισλάμ και για τους κομμουνιστές. Οι Ταλιμπάν παρουσιάστηκαν ως πολιτικό ρεύμα από τους φτωχούς της υπαίθρου για τους φτωχούς της υπαίθρου -με εμβληματική την ταπεινή καταγωγή του ίδιου του Μουλά Ομάρ. 
Παράλληλα, τα ιστορικά πολιτικά ρεύματα είχαν μπει σε κρίση και φθορά. Πρώτα απαξιώθηκαν οι κομμουνιστές, αφού είχαν αρχικά βρεθεί στη θέση να καταστέλλουν τους ανθρώπους που ήθελαν να απελευθερώσουν και έπειτα να γίνονται πλατιά αντιληπτοί ως «μαριονέτα» μιας ξένης δύναμης εισβολής, της ΕΣΣΔ. Ακολούθησε η απαξίωση των παραδοσιακών ισλαμικών δυνάμεων. Οι εγκατεστημένες στο Πακιστάν ηγεσίες θεωρούνταν διεφθαρμένοι που μασουλάνε ξένη βοήθεια ενώ άλλοι πέθαιναν στο πεδίο της μάχης. Οι τοπικοί ηγέτες των μουτζαχεντίν είχαν σε μεγάλο βαθμό αντικαταστήσει τους παλιούς τοπικούς άρχοντες. Ο συνασπισμός που είχε πολεμήσει την σοβιετική εισβολή διαλύθηκε και δεν μπόρεσε να καταλάβει την Καμπούλ γιατί «οι άνθρωποι που ήταν έτοιμοι να πεθάνουν ενάντια στους Ρώσους δεν ήταν έτοιμοι να πεθάνουν για τους Ισλαμιστές. Είχαν πολεμήσει για την ελευθερία της κοιλάδας τους, όχι για το ποιοι νέοι γκάγκστερ θα κυβερνούν από την Καμπούλ» (Jonathan Neale, The long torment of Aghanistan). Αυτή ήταν η βάση του άγριου εμφυλίου «όλων εναντίον όλων» στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90.
Οι Ταλιμπάν διακήρυξαν ότι όλοι οι Ισλαμιστές ηγέτες αλλά και οι τοπικοί επικεφαλείς των μουτζαχεντίν ήταν διεφθαρμένοι -κανείς δεν μπορούσε να διαφωνήσει σε αυτό. Παράλληλα, εκείνα τα χρόνια, ακριβώς λόγω της απαξίωσης όλων των πολιτικών ρευμάτων, κομμουνιστικού και ισλαμικού, η εθνότητα αναδείχθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία του Αφγανιστάν σημαντικός παράγοντας ως πλαίσιο πολιτικής (και στρατιωτικής) ένταξης, οργάνωσης και δράσης. Οι Ταλιμπάν επικράτησαν ανάμεσα στις δυνάμεις που επιχείρησαν να εκφράσουν τον σωβινισμό των Παστούν (ο εκφυλισμός της εποχής αποτυπώνεται από το γεγονός ότι οι «Χάλκις», η πιο ριζοσπαστική πτέρυγα του παλιού ΚΚ, είχε επίσης μετεξελιχθεί σε δύναμη Παστούν σοβινισμού, φτάνοντας να συμμαχήσουν με τον Χεκματιάρ, τον ηγέτη του πιο ακραίου ισλαμικού κόμματος, επίσης Παστούν, ο οποίος είχε πολιορκήσει την Καμπούλ βομβαρδίζοντάς την επί χρόνια, αφήνοντας έναν τραγικό απολογισμό νεκρών και σακατεμένων).
Οι Ταλιμπάν απευθύνονταν στους Παστούν χωρικούς με βασικές υποσχέσεις την «αδιάφθορη δικαιοσύνη», την ασφάλεια και την ειρήνη. Με μια σχεδόν αναίμακτη προέλαση, όπου πολλές τοπικές ένοπλες ομάδες παραδίδονταν ή περνούσαν με το μέρος τους, κατέλαβαν την Καμπούλ το 1996. Σε κάθε πόλη ή χωριό που έμπαιναν, αφόπλιζαν τον πληθυσμό. Αρκετοί άνθρωποι το αποδέχτηκαν, ελπίζοντας ότι μια κακή ειρήνη θα είναι καλύτερη από 20 χρόνια πολέμου. Άλλοι, κυρίως μέλη άλλων εθνοτήτων (Χαζάροι, Τατζίκοι κ.ά.) που είχαν κάθε λόγο να φοβούνται τον Παστούν σωβινισμό των Ταλιμπάν, αντιστάθηκαν -είτε ένοπλα, είτε με διαδηλώσεις. Αντιμετωπίστηκαν με αγριότητα, και τα εθνοτικά μίση που είχαν ανακινηθεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90 έφτασαν σε παροξυσμό. 
Στην εξουσία
Η 5ετία των Ταλιμπάν στην εξουσία χαρακτηρίστηκε από αγριότητα στην «επιτήρηση των ηθών». Δεν άλλαξαν τις ζωές των φτωχών προς το καλύτερο. Οτιδήποτε καλό έβλεπαν στην καθημερινότητά τους οι Αφγανοί, το αντίστοιχο ενός «κοινωνικού κράτους», ήταν κυρίως έργο των ΜΚΟ και του ΟΗΕ. Οι Ταλιμπάν ταυτίζονταν με τον κατασταλτικό βραχίονα του κράτους. Ταυτόχρονα ήταν γνωστό ότι και οι ίδιοι πλέον δέχονταν οικονομική ή πολιτική στήριξη από την Ουάσινγκτον (που τότε ακόμα ήλπιζε ότι βρήκε «συνομιλητή» που θα εγγυηθεί τη σταθερότητα στη χώρα) αλλά και από το Πακιστάν κ.ά. ξένες δυνάμεις. Η μόνη απάντηση που είχαν οι Ταλιμπάν σε αυτά τα προβλήματα λαϊκής νομιμοποίησης ήταν η επιβολή μιας πολύ αυστηρής και κυρίως πολύ δημόσιας εκδοχής της Σαρία (ιδίως στην Καμπούλ). Αφενός για να τρομοκρατήσουν και αφετέρου για να «υπερ-αναπληρώνουν» ιδεολογικά το γεγονός ότι δεν είχαν αποδειχθεί πολύ διαφορετικοί από τις παραδοσιακές δυνάμεις τις οποίες επέκριναν ως «διεφθαρμένες» κατά την άνοδό τους. 
Το 2001 το καθεστώς των Ταλιμπάν κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, μέσα σε 1-2 μήνες από την έναρξη των αμερικανικών βομβαρδισμών. Την πρώιμη περίοδο της αμερικανικής κατοχής, που χαρακτηρίστηκε από γενικευμένες αυταπάτες σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού του Αφγανιστάν για την πιθανότητα η στρατιωτική επέμβαση να συνοδευτεί από μια ανασυγκρότηση που θα φέρει πρόοδο και ευημερία για όλους, οι μαχητές και τα μεσαία στελέχη των Ταλιμπάν δεν εξαιρούνταν από αυτές τις αυταπάτες. Ενώ η ανώτατη ηγεσία δραπέτευσε στο Πακιστάν ή κρύφτηκε στην παρανομία, χιλιάδες Ταλιμπάν γύρισαν στα χωριά τους για να ιδιωτεύσουν ως αγρότες ενώ άλλοι ήλπιζαν σε αμνηστία και στη δυνατότητα να βρουν απασχόληση στην Καμπούλ. Το πολιτικοστρατιωτικό τους κίνημα είχε χρεοκοπήσει. 
Νεκρανάσταση
Ο βασικός λόγος που αναγεννήθηκε μέσα από τις στάχτες του, αφορά την συμπεριφορά των δυνάμεων κατοχής και των συνεργατών της. Το Πεντάγωνο είχε ανάγκη από διαρκείς «επιτυχίες» στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», οι πολέμαρχοι της λεγόμενης Βόρειας Συμμαχίας (η ένοπλη αντιπολίτευση στους Ταλιμπάν) που συνεργάστηκαν με την κατοχή ήθελαν ρεβάνς, ενώ σε πολλές πόλεις και χωριά η κατάδοση κάποιου ως Ταλιμπάν αξιοποιήθηκε σε πολλά ξεκαθαρίσματα προσωπικών λογαριασμών. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όχι μόνο δεν υπήρξε αμνηστία κατά των παλιών Ταλιμπάν, αλλά εξαπολύθηκε ένα ανελέητο κυνηγητό «υπόπτων», κατά «δικαίων και αδίκων». Ήδη κυνηγημένοι ως «πρώην Ταλιμπάν», πολλοί ήταν αυτοί που προτίμησαν να ξαναγίνουν όντως Ταλιμπάν ή να γίνουν για πρώτη φορά, παίρνοντας τα όπλα και το δρόμο της παρανομίας. 
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι Ταλιμπάν μετεξελίχθηκαν από «ομάδες αυτοάμυνας» σε αντάρτικο κίνημα που απλώθηκε σε όλο το Αφγανιστάν, μετρώντας δεκάδες χιλιάδες μαχητές. Αν για την αρχική τους αναγέννηση από το μηδέν ευθυνόταν η συμπεριφορά της αμερικανικής κατοχής απέναντί τους, για την εντυπωσιακή τους ενδυνάμωση ευθυνόταν η συμπεριφορά της αμερικανικής κατοχής γενικότερα, προς όλο τον πληθυσμό του Αφγανιστάν (βλ. δίπλα σελίδες, «Τα εγκλήματα της 20ετούς κατοχής»).
Αναγέννηση
Οι Ταλιμπάν, στα χρόνια του ανταρτοπολέμου, μετεξελίχθηκαν σε ένα πιο «εθνικό» κίνημα. Αφενός, απομακρύνθηκαν από τον Παστούν σωβινισμό και κατόρθωσαν να προσελκύσουν και μαχητές ή υποστηρικτές από άλλες εθνότητες. Αφετέρου, λειτούργησαν ως «ομπρέλα» για ένα ευρύ φάσμα ένοπλων δυνάμεων (κυρίως ισλαμικών, κάποιες από αυτές πιο ακραίες από τον «κορμό» των Ταλιμπάν, όπως το διαβόητο Δίκτυο Χακάνι). Η λειτουργία «ομπρέλας» κάνει δύσκολη την εκτίμηση για το τι πρεσβεύουν πλέον οι Ταλιμπάν. Εδώ και πολλά χρόνια είναι γνωστό ότι η κεντρική ηγεσία είχε δώσει γραμμή εγκατάλειψης των πιο ακραίων και παρανοϊκών πτυχών του πουριτανισμού τους (πχ η απαγόρευση γενικά της μουσικής), σε μια προσπάθεια «να κερδίσουν καρδιές και μυαλά» αλλά και να συμβαδίσουν στοιχειωδώς με την εποχή (το Αφγανιστάν δεν είναι ίδιο με το 1996). Παρόλα αυτά, οι εκδοχές «Σαρία» που επιβάλλονταν στα χωριά που ήλεγχαν οι Ταλιμπάν, ήταν τόσο πολλές (και σε όλο το φάσμα -από την ηπιότερη ως την πιο απάνθρωπη) όσοι και οι τοπικοί διοικητές τους. 
Αυτό που τους ενοποιούσε ήταν κυρίως ο πρωτεύον διακηρυγμένος στόχος «να διώξουμε τις δυνάμεις κατοχής». Ο συνοδευτικός στόχος  «και να εγκαθιδρύσουμε ισλαμικό εμιράτο» μπορεί να λειτουργούσε ενοποιητικά (ή όχι διαιρετικά) λόγω του γεγονότος ότι το «ισλαμικό εμιράτο» είναι μια λευκή οθόνη πάνω στην οποία ο καθένας μπορεί να προβάλει ό,τι θεωρεί σωστό για το μέλλον. 
Σε κάθε περίπτωση, οι Ταλιμπάν κατόρθωσαν να ανακτήσουν τον έλεγχο της υπαίθρου της χώρας όλα αυτά τα χρόνια. Τα κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό για τους ίδιους λόγους που τα είχαν καταφέρει το 1994-1996. Οι υποσχέσεις ήταν και πάλι οι ίδιες. Οι Ταλιμπάν εμφανίστηκαν ως «σκληροί αλλά αδιάφθοροι», σε ένα Αφγανιστάν όπου η διαφθορά του «κράτους» που έστησε ο αμερικανικός στρατός ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Εμφανίστηκαν ως εγγυητές της «ασφάλειας», σε μια χώρα όπου η δράση των πολέμαρχων και των συμμοριών ήταν ανεξέλεγκτη. Εμφανίστηκαν ως η δύναμη που μπορεί να διώξει τις δυνάμεις κατοχής και να ξαναφέρει την ειρήνη, σε μια χώρα που έζησε επί 20 χρόνια με νυχτερινές εισβολές σε σπίτια, βομβαρδισμούς γάμων και νοσοκομείων, εξευτελισμούς και βασανιστήρια. «Καλύτερα ένας σιωπηλός γάμος, παρά ένας αιματοκυλισμένος γάμος»: Κάπως έτσι συνόψιζε ο Άναντ Γκοπάλ, που έζησε για χρόνια «ως ντόπιος ανάμεσα στους ντόπιους» την προτίμηση που έδειχναν κάτοικοι των χωριών για τους Ταλιμπάν σε σχέση με τον αμερικανικό στρατό. Εκθέσεις του ΟΗΕ παρατηρούσαν επί χρόνια «αυξανόμενη υποστήριξη προς τους Ταλιμπάν, με τις τοπικές κοινότητες να αναφέρεται ότι αρχίζουν να τους βλέπουν ως το μικρότερο κακό». Αντίστοιχες διαπιστώσεις θα βρει κανείς και από στελέχη του Πενταγώνου στο παρελθόν: «Όσο περισσότερες επιδρομές κάνουμε, τόσο περισσότερο αναστατώνουμε και εξαγριώνουμε τον αφγανικό πληθυσμό, τόσο περισσότερη υποστήριξη κερδίζουν [οι Ταλιμπάν]». Άλλοι το έθεταν πιο διακριτικά: «[οι νυχτερινές επιδρομές] δίνουν αξιοπιστία στους αντάρτες που εκμεταλλεύονται τα περιστατικά αναισθησίας από μεριά μας σε μια εκστρατεία πειθούς». 
Στις ανώμαλες συνθήκες μιας εμπόλεμης και ρημαγμένης χώρας, η αξιοπιστία των δημοσκοπικών ερευνών είναι αμφισβητούμενη. Ωστόσο, αν τις πάρουμε υπόψη, είναι αποκαλυπτικό ότι η δημοφιλία των «ένοπλων οργανώσεων αντίστασης» (με βασική τους Ταλιμπάν) έφτασε στο κορυφαίο της σημείο στα χρόνια που ο Ομπάμα αύξησε κατακόρυφα τον αριθμό των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στο Αφγανιστάν (το διαβόητο «surge», το «κύμα»). 
Η τελευταία διαθέσιμη δημοσκόπηση (2019), δείχνει μια σημαντική υποχώρηση της δημοφιλίας των Ταλιμπάν (στο 15-20%), που επίσης παρακολουθεί την σταδιακή μείωση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο η εδραίωση της παρουσίας τους και η επιβίωσή τους σε τεράστιες εκτάσεις, οπωσδήποτε αντανακλά σχετική στήριξη ή ανοχή από τους ντόπιους πληθυσμούς. Επί χρόνια ήταν γνωστό ότι η εξουσία της «κυβέρνησης του Αφγανιστάν» εκτεινόταν ως εκεί που έφτανε η αμερικανική στρατιωτική παρουσία. Τα τελευταία χρόνια, με τον περιορισμό του αριθμού και της δράσης των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, η πιο ακριβής περιγραφή για τον «πρόεδρο» του Αφγανιστάν θα ήταν «δήμαρχος της Καμπούλ» -ή πιο συγκεκριμένα, «δήμαρχος» της Πράσινης Ζώνης της Καμπούλ, των προστατευμένων και γενναία ηλεκτροδοτούμενων αμερικανικών εγκαταστάσεων.
Η επιστροφή
Η αστραπιαία προέλαση των Ταλιμπάν φέτος τον Αύγουστο ήταν το νικηφόρο τέλος ενός παρατεταμένου ανταρτοπολέμου που είχε κάνει σαφές σε όποιον παρακολουθούσε την πορεία των γεγονότων, ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να νικήσουν ποτέ αυτόν τον πόλεμο, ότι τη στιγμή της αποχώρησής τους, οι Ταλιμπάν θα επέστρεφαν. Ήταν ήδη η πραγματική εξουσία σε όλη την ύπαιθρο, έχοντας όλες τις μεγάλες πόλεις περικυκλωμένες. Το καθεστώς και ο στρατός που «έχτισαν» με αναρίθμητα δισεκατομμύρια δολάρια οι ΗΠΑ, κατέρρευσε χωρίς να πέσει τουφεκιά. Κανείς δεν είχε διάθεση να πολεμήσει για αυτή την κυβέρνηση -οι περισσότεροι παραδόθηκαν στους Ταλιμπάν ή και προσχώρησαν σε αυτούς κατά την είσοδό τους στις πόλεις. Για άλλη μια φορά, «μια κακή ειρήνη φαίνεται καλύτερη από 20 χρόνια πολέμου». Για άλλη μια φορά, οι απλοί άνθρωποι δεν ήταν έτοιμοι να σκοτωθούν για το ποια συμμορία θα κυβερνήσει από την Καμπούλ. Για άλλη μια φορά (μετά τους 3 πολέμους με τους Βρετανούς και τον πόλεμο με τους σοβιετικούς), το Ισλάμ έγινε η «σημαία» που βρήκαν διαθέσιμη οι Αφγανοί που ήθελαν να πολεμήσουν. Για άλλη μια φορά, το Αφγανιστάν επιβεβαιώνει τον τίτλο του «νεκροταφείου των Αυτοκρατοριών». Δυστυχώς, η απουσία Αριστεράς (και τα εγκληματικά λάθη της Αριστεράς που υπήρξε κάποτε στη χώρα), εξασφαλίζει κι έναν άλλο τίτλο που έχουν χαρίσει οι Αφγανοί στη χώρα τους από παλιότερες δεκαετίες, «Αφγανιστάν-Ζουλουμιστάν»: «Γη των Αφγανών, γη των τυράννων». 
 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία