20 χρόνια «πολέμου κατά της τρομοκρατίας»
Η επέτειος των 20 χρόνων από την 11η Σεπτέμβρη του 2001 και την έναρξη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» συμπίπτει με την ταπεινωτική αποχώρηση του αμερικανικού στρατού από το Αφγανιστάν.
Είκοσι χρόνια πριν, το Αφγανιστάν θεωρούταν το πρώτο «σκαλοπάτι» μιας μεγάλης ιμπεριαλιστικής εξόρμησης που θα «ανάπλαθε» δια της βίας όλη τη Μέση Ανατολή. Οι φαντασιώσεις των νεοσυντηρητικών για τις «αλλαγές καθεστώτων» (τη διαδικασία όπου η αμερικανική επέμβαση γκρεμίζει πλήρως τις παλιές κρατικές δομές και χτίζει καινούργιες) έβρισκαν χώρο να γίνουν εξωτερική πολιτική στην εποχή της αμερικανικής παντοδυναμίας και του «μονοπολικού κόσμου».
Αλαζονεία και ήττα
Στο Πεντάγωνο και στην Ουάσινγκτον, υπήρχε η αλαζονική βεβαιότητα ότι ήταν υπόθεση λίγων χρόνων να κάνει ο αμερικανικός στρατός μια «διαδρομή» που θα περνούσε από την Καμπούλ, τη Βαγδάτη, τη Βηρυτό, τη Δαμασκό, την Τεχεράνη κ.ο.κ. Ο Πρώτος Πόλεμος του Κόλπου και η συντριπτική επίδειξη ισχύος της «Καταιγίδας της Ερήμου» είχε λειτουργήσει στέλνοντας σε εχθρούς και φίλους το μήνυμα της συντριπτικής αμερικανικής υπεροπλίας.
Στο Ιράκ και το Αφγανιστάν αποδείχθηκε ότι είναι ένα πράγμα να επικρατείς στρατιωτικά ενάντια σε μια κυβέρνηση (συχνά λαομίσητη) και τελείως διαφορετικό να καταφέρεις να ελέγξεις έναν πληθυσμό που σε βλέπει (δίκαια!) ως κατακτητή. Τόσο το καθεστώς Ταλιμπάν όσο και ο στρατός του Σαντάμ Χουσεΐν κατέρρευσαν με ευκολία. Αλλά τόσο η αφγανική αντίσταση όσο και η ιρακινή αποδείχθηκαν πολύ πιο σκληρά καρύδια για τα δόντια του αμερικανικού στρατού. Αντί για «σκαλοπάτια», οι δύο πόλεμοι του Μπους του Νεότερου αποδείχθηκαν «βάλτοι». Το 2006, ανέλαβε το Ισραήλ την «εργολαβία» της επιτάχυνσης του σχεδιασμού που είχε σκαλώσει σε Ιράκ-Αφγανιστάν. Ήταν η επίθεση στο Λίβανο και ο «Πόλεμος των 33 Ημερών» με τη Χεζμπολά. Ήταν τότε που η Κοντολίζα Ράις χαρακτήριζε την ανείπωτη καταστροφή του νότιου Λιβάνου από τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς ως «πόνους της γέννησης της νέας Μέσης Ανατολής». Το Ισραήλ τελικά απέτυχε παταγωδώς.
Το σχέδιο «Νέα Μέση Ανατολή» είχε τσακιστεί στα βράχια, ενώ η στρατηγική «αλλαγής καθεστώτων» αποδείχθηκε ότι μπορεί εύκολα να γυρίσει μπούμερανγκ προς τις ΗΠΑ. Η υπερδύναμη όχι μόνο είχε αποτύχει στη Μέση Ανατολή (όπου μια από τις συνέπειες των συγκρούσεων της εποχής ήταν η… ενίσχυση του Ιράν), αλλά έχοντας στρέψει πόρους, ενδιαφέρον και ενέργεια στους δύο «ατελείωτους πολέμους», άφηνε χρόνο και χώρο στους ανερχόμενους ανταγωνιστές της (Ρωσία, Κίνα) αλλά και σε περιφερειακές δυνάμεις (με την αύξηση των «απειθαρχιών»). Η οικονομική κρίση του 2007-08 ήρθε να ολοκληρώσει την εικόνα κλονισμού της «τάξης πραγμάτων» που είχε επιβληθεί τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ο πόλεμος του Ομπάμα
Η αποκαθήλωση του Μπους και η πανηγυρική εκλογή Ομπάμα ήρθε σε αυτό το φόντο, οικονομικών και γεωστρατηγικών προβλημάτων που απαιτούσαν αλλαγή διαχείρισης.
Ο Ομπάμα εξέφραζε τις ανάγκες μιας «συντεταγμένης αναδίπλωσης». Η επιστροφή στην «πολυμέρεια» (μετά το δόγμα Μπους «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας») και η απομάκρυνση από τη στρατηγική «αλλαγής καθεστώτων» λογοδοτούσαν σε αυτές τις ανάγκες. Το «πίβοτ στον Ειρηνικό», δηλαδή η μεταφορά της κύριας έμφασης της αμερικανικής πολιτικής προς την Ασία και τον ανταγωνισμό με την Κίνα ήταν η βασική στρατηγική επιλογή που επέβαλε την «απαγκίστρωση» από τη Μέση Ανατολή και τους «παλιούς πολέμους».
Το 2011 σηματοδοτεί την οριστική ήττα των παλιών σχεδιασμών. Ήταν η χρονιά των αραβικών εξεγέρσεων (αυτό που ήθελε να προλάβει το «σχέδιο νέα Μέση Ανατολή», που θύμιζε προληπτική «παθητική επανάσταση», όπου «όλα πρέπει να αλλάξουν για να μην αλλάξει τίποτα»), αλλά και η χρονιά της αποχώρησης του αμερικανικού στρατού από το Ιράκ. Αυτό που πέρασε τότε «κάτω από τα ραντάρ», είναι ότι την ίδια περίπου περίοδο οριστικοποιούταν η ήττα των ΗΠΑ και στο Αφγανιστάν. Για τον Ομπάμα, η απόσυρση από το Ιράκ συνοδευόταν από κλιμάκωση στο Αφγανιστάν. Το 2009 ήταν η χρονιά του «surge», του «κύματος» που έστειλε δεκάδες χιλιάδες φαντάρους στο Αφγανιστάν, φτάνοντας την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στα υψηλότερα επίπεδα από την έναρξη του πολέμου, με στόχο «να τελειώσει η δουλειά».
Η παταγώδης αποτυχία του «κύματος» να αποκαταστήσει στοιχειωδώς τον έλεγχο της χώρας από τις δυνάμεις κατοχής ήταν η «στιγμή» που κρίθηκε ο πόλεμος. Από τότε ήταν κοινό μυστικό η ήττα της εκστρατείας στο Αφγανιστάν. Η διαρροή των «Εγγράφων του Αφγανιστάν» το 2019 επιβεβαιώνει ότι στο Πεντάγωνο ήξεραν καλά από πολλά χρόνια ότι η έκβαση του πολέμου είναι δεδομένη. Συνέχισε να χύνεται πολύ αίμα έκτοτε, για λόγους γοήτρου (στα έγγραφα αποκαλύπτονται ρητές εντολές «να φανεί ότι σημειώνουμε κάποια πρόοδο»), για λόγους βολικούς προς τη πολεμική βιομηχανία (που περιλαμβάνει και τις ιδιωτικές «εργολαβίες» που ανέλαβαν καθήκοντα καθώς μειωνόταν η κρατική-στρατιωτική παρουσία) και με στόχο να πιεστούν στρατιωτικά οι Ταλιμπάν ώστε να αποδεχθούν μια «διάδοχη κατάσταση» που θα παίρνει υπόψη τα συμφέροντα των ΗΠΑ και των ντόπιων συμμάχων τους.
Η αναδίπλωση του ΝΑΤΟ και οι βομβαρδισμοί Τραμπ
Δεν σημειώθηκε ιδιαίτερη πρόοδος και το Δεκέμβρη του 2014, το ΝΑΤΟ ανακοίνωσε τον τερματισμό των μάχιμων επιχειρήσεών του. Ο μεγάλος όγκος των διεθνών δυνάμεων αποχώρησε, ενώ ξεκίνησε η αποστολή «Αποφασιστική Στήριξη»: στη χώρα παρέμειναν 12.500 ξένοι στρατιώτες του ΝΑΤΟ, ως «εκπαιδευτές-σύμβουλοι», αλλά και μια επιπλέον αμερικανική αποστολή περίπου 5.000 ανδρών, εκτός πλαισίου ΝΑΤΟ, ενώ οι ΗΠΑ θα διατηρούσαν το δικαίωμα «να επέμβουν πιο αποφασιστικά». Ο νεοσυγκροτημένος «αφγανικός στρατός», που είχε κοστίσει περίπου 1 τρισ. δολάρια, καλούνταν να «βγει μπροστά».
Αποδείχθηκε σύντομα ότι αυτό το κατασκεύασμα μπορούσε μόνο να συναγωνίζεται σε αγριότητα τους Ταλιμπάν, ενώ ταυτόχρονα ήταν παντελώς ανίκανο να αντιμετωπίσει τους αντάρτες. Επί Τραμπ, το βάρος έπεσε στη δυνατότητα που εξακολουθούσαν να έχουν οι ΗΠΑ (με την «έγκριση» της κυβέρνησης που είχαν εγκαταστήσει) για αεροπορικές επιχειρήσεις. Οι βομβαρδισμοί αυξήθηκαν κατακόρυφα -και στα τελευταία χρόνια του πολέμου, οι απώλειες αμάχων έσπασαν τα αιματηρά ρεκόρ των προηγούμενων χρόνων. Ήταν η ύστατη προσπάθεια να μπορέσουν οι ΗΠΑ να συνεχίσουν τη χερσαία «απεμπλοκή», έχοντας όμως καταφέρει καθοριστικά πλήγματα στους αντιπάλους τους.
Όλα τα χρόνια μετά τον Μπους, διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις διαιώνιζαν έναν καταστροφικό πόλεμο του οποίου η έκβαση είχε κριθεί, επιδιώκοντας μια «συντεταγμένη» αποχώρηση. Διαδοχικές κυβερνήσεις απέτυχαν. Αυτή είναι η βάση της επιτάχυνσης των συνομιλιών στην Ντόχα, μεταξύ της κυβέρνησης Τραμπ και των Ταλιμπάν, για την αμερικανική αποχώρηση.
Κατάρρευση
Η επίτευξη συμφωνίας έκανε τους περισσότερους να εκτιμήσουν ότι οι Ταλιμπάν θα αποδέχονταν μια κάποια «συνύπαρξη» με τους εγκάθετους της κατοχής -ίσως και μια αποδοχή του ελέγχου της Καμπούλ από τις «κυβερνητικές» δυνάμεις με αντάλλαγμα την αναγνώριση της ντε φάκτο εξουσίας τους στην υπόλοιπη χώρα. Η αστραπιαία προέλαση προς την Καμπούλ, η εντυπωσιακή κατάρρευση των «κυβερνητικών» δυνάμεων και η κατάληψη της κεντρικής εξουσίας από τους Ταλιμπάν, αποκάλυψε τη γύμνια του καθεστώτος στο οποίο είχαν επενδύσει οι ΗΠΑ για την «επόμενη μέρα». Ο πρόεδρος Γκάνι διέφυγε με αυτοκίνητα φορτωμένα με χρήμα και «συνταξιοδοτείται» πολυτελώς στο Ομάν, την ώρα που οι φαντάροι του αναρωτήθηκαν (εύλογα) «για ποιον να πολεμήσουμε». Το σαθρό κατασκεύασμα που άφησαν πίσω τους ως «κράτος» ήταν η άλλη όψη της αμερικανικής αποτυχίας στην περιοχή: Θυμίζουμε ότι αντίστοιχη μοίρα (ταχύτατης κατάρρευσης χωρίς τουφεκιά) είχε ο ιρακινός στρατός μπροστά στην προέλαση του ISIS το 2013-14.
Κατά την πρώτη αποχώρηση των Νατοϊκών δυνάμεων, το 2014, γράφαμε: «Μπορεί να μην είδαμε τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ να φορτώνονται σε ελικόπτερα βιαστικά, όπως στη Σαϊγκόν, στο εμβληματικό τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ. Αλλά η “τελετή αποχώρησης” έγινε σε κρυφό σημείο, κάπου στα άδυτα του Αρχηγείου του ΝΑΤΟ στο κέντρο της Καμπούλ, πίσω από οχυρωμένους τείχους, από τον φόβο πιθανής επίθεσης των Ταλιμπάν».
Σήμερα, η τελική αποχώρηση των τελευταίων αμερικανικών δυνάμεων από την Καμπούλ, θύμισε όντως σε πολλούς και πολλές τις εικόνες από τη Σαϊγκόν. Η πανικόβλητη αποχώρηση λειτουργεί ως υπογράμμιση ότι τα πράγματα στα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν ακόμα χειρότερα για τις δυνάμεις κατοχής. Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου, η εικόνα των ΗΠΑ να στηρίζονται στην πρόθεση των Ταλιμπάν να επιτρέψουν την ασφαλή έξοδο των δυνάμεών τους και των συνεργατών τους, προκειμένου να τη διασφαλίσουν είναι αποκαλυπτική. Ο συμβολισμός αυτής της ταπεινωτικής «α λα Βιετνάμ» κατάληξης γίνεται ακόμα πιο ισχυρός, αν θυμηθούμε το κλίμα του 2001, όταν η γενική αποδοχή της ιμπεριαλιστικής εφόρμησης είχε οδηγήσει αναλυτές να κάνουν λόγο για «το τέλος του συνδρόμου Βιετνάμ».
Η χώρα που επιλέχθηκε ως «πρώτος σταθμός» μιας αλαζονικής εκστρατείας, έγινε τελικά ο τόπος όπου παίχθηκε το «τελευταίο επεισόδιό» της, αρκετά χρόνια μετά την ουσιαστική ήττα της.
Νέο Βιετνάμ;
Ασφαλώς οι Ταλιμπάν δεν συγκρίνονται με το Βιετναμέζικο NLF. Το αντιπολεμικό κίνημα του 1968 δεν συγκρίνεται με τη «σιωπή» στους αμερικανικούς δρόμους μετά την εκλογή Ομπάμα. Στο αμερικανικό στράτευμα δεν υπήρξε η γενικευμένη ανταρσία που έκανε το Πεντάγωνο το 1968 να γράφει ότι ο αμερικανικός στρατός «θυμίζει τα τσαρικά στρατεύματα τις παραμονές της Ρωσικής Επανάστασης». Είναι όλα αυτά που κάνουν ανθρώπους που εύχονταν το τέλος του πολέμου και της κατοχής από το 2001 ακόμα, σήμερα να αισθάνονται περισσότερο θυμό για αυτήν τη τραγική 20ετία και το τί αφήνει πίσω της, παρά χαρά ή έστω ανακούφιση.
Ωστόσο οι παράγοντες της ήττας των ΗΠΑ είναι παρόμοιοι, παρά τις διαφορές. Μια ιμπεριαλιστική πολεμική μηχανή δεν κατάφερε να επικρατήσει ενάντια σε έναν «στρατό» φτωχών αγροτών. Το αντιπολεμικό κίνημα μπορεί να αποσύρθηκε από τους δρόμους, αλλά η «αντιπολεμική κόπωση» της κοινής γνώμης παραμένει ένα βασικό στοιχείο (με το οποίο επιχείρησε να «επικοινωνήσει» ακόμα και ο Τραμπ για να εκλεγεί): Οι ΗΠΑ είχαν εμπλακεί σε έναν πόλεμο τον οποίο δεν κέρδιζαν και στον οποίο συμμετείχαν πλέον φαντάροι που δεν είχαν γεννηθεί όταν ξεκίνησε (!). Εν τη απουσία κινήματος ή οργανωμένης δράσης, η «αντιπολεμική αντίρρηση» στο αμερικανικό στράτευμα πήρε μια πιο ζοφερή-ατομική μορφή: Οι απώλειες από αυτοκτονίες υπολογίζονται υπερ-πολλαπλάσιες από τις απώλειες στο πεδίο της μάχης. Σύμφωνα με τον Μάικ Πράισνερ, βετεράνο του Ιράκ που οργανώθηκε στο αντιπολεμικό κίνημα και ιδιαίτερα στις προσπάθειες παρέμβασης μέσα στο στράτευμα, η «αυθόρμητη» αντιπολεμική διάθεση (με την έννοια της απροθυμίας να ταξιδέψουν για να σκοτώσουν και να σκοτωθούν) μέσα στον αμερικανικό στρατό είναι υψηλότερη από ποτέ, και δε συγκρίνεται με το κλίμα της εποχής που ο ίδιος επέλεξε να καταταγεί.
Μια νέα εποχή
Ασφαλώς στην απόφαση αποχώρησης έπαιξαν ρόλο οι νέες προτεραιότητες. Ένα σημείο «συνέχειας» από τον Ομπάμα στον Τραμπ, που σέβεται και ο Μπάιντεν, είναι η μετατόπιση του βάρους στην Κίνα. Ο Τραμπ χλεύαζε τους «μικρούς πολέμους», ενώ τα ντοκουμέντα του Πενταγώνου μετατοπίζουν τις εμφάσεις τους από την «τρομοκρατία» στους «μεγάλους ανταγωνιστές» (Κίνα και δευτερευόντως Ρωσία). Η αποχώρηση από το Αφγανιστάν έρχεται να διευκολύνει τη μεταφορά της αντιπαράθεσης στον Ειρηνικό.
Αλλά το γεγονός ότι η Ουάσινγκτον οφείλει να ιεραρχεί προτεραιότητες και να αποχωρεί από κάπου για να εστιάσει κάπου αλλού, είναι σημάδι αδυναμίας. Όταν η «υπερ-έκταση» παύει να είναι ένδειξη ισχύος και εξελίσσεται σε πρόβλημα, αυτό αποτελεί την αρχή της κρίσης των μεγάλων «αυτοκρατοριών». Πόσο μάλλον όταν η στρατιωτική παρουσία στο Αφγανιστάν δεν ήταν καθόλου άσχετη με τη γεωγραφική του θέση όσον αφορά την Κίνα (και τη Ρωσία).
Η στρατηγική ήττα αντανακλάται στους θρήνους ή την οργή που επικρατεί στα αμερικανικά ΜΜΕ. Σύμφωνα με τους διαμορφωτές κοινής γνώμης στις ΗΠΑ, «η Κίνα τρίβει τα χέρια της από αυτή την επιβεβαίωση ότι περνάμε σε μια μετα-αμερικανική εποχή». Αντανακλάται επίσης στον (πολεμοκάπηλο!) πανικό που επικράτησε στην ΕΕ, όπου κυριαρχεί ο προβληματισμός για τη «δέσμευση» των ΗΠΑ στις κοινές ιμπεριαλιστικές επιχειρήσεις (καλώς καμωμένες κατά τα άλλα σύμφωνα με τη «γηραιά ήπειρο», που το 2003 στο Ιράκ πάσχιζε να εκφράσει μια κάποια αντι-πολεμοκάπηλη αντίρρηση στον Μπους, ενισχύοντας «ευρωπαϊστικές» αυταπάτες).
Η απάντηση του Μπάιντεν στους «γερακίσιους» επικριτές του, ήταν η πρώτη δημόσια παραδοχή στην αναπόφευκτη έκβαση του πολέμου: Όσο παραπάνω κι αν έμεναν οι αμερικανικές δυνάμεις, στο τέλος θα επικρατούσαν οι Ταλιμπάν. Είναι μια αλήθεια που ισχύει εδώ και τουλάχιστον 10 χρόνια.
Όπως και ο προκάτοχός του, έτσι και ο Μπάιντεν, φρόντισε να καθησυχάσει τους επικριτές του, δίνοντας έμφαση σε επερχόμενες αναμετρήσεις, «πιο σημαντικές». Είναι κι αυτή μια υπενθύμιση της εποχής που ζούμε. Το τέλος της μονοπολικότητας δεν σημαίνει έναν πιο ειρηνικό κόσμο. Αφενός, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός παραμένει επικίνδυνος: τις μέρες της αποχώρησης από το Αφγανιστάν, η αντιπρόεδρος Καμάλα Χάρις έκανε μια «εμπρηστική» περιοδεία στην Νοτιοανατολική Ασία, σε μια προσπάθεια να ωθήσει το Βιετνάμ και άλλες χώρες «να υψώσουν ανάστημα στην Κίνα». Αφετέρου, στην «ασύμμετρη πολικότητα» που αναδύεται, οι νέοι «πόλοι» (Ρωσία, Κίνα κ.ά.) δεν αποτελούν κανενός είδους «αντίπαλο δέος στον ιμπεριαλισμό», πόσο μάλλον κάποιες «δυνάμεις ειρήνης», είναι και οι ίδιες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Σε ιστορική κλίμακα, η «μονοπολικότητα» υπήρξε μόνο μια «στιγμή» (που αρκούσε για να δώσει πάτημα στην άνθηση θεωριών που φλέρταραν με το παλιό καουτσικό σχήμα του «υπερ-ιμπεριαλισμού»). Η εποχή του «παλιού, καλού» ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού έχει επιστρέψει…