H AUKUS, η τριμερής στρατηγική συνεργασία Αυστραλίας-Βρετανίας-ΗΠΑ, αποτελεί την πιο «θορυβώδη» αναγγελία μιας νέας εποχής στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα και τους διεθνείς ανταγωνισμούς. Δε χρειάζεται καν προσπάθεια τεκμηρίωσης ο ισχυρισμός ότι στρέφεται ενάντια στην Κίνα -είναι κοινή παραδοχή.
Με μια έννοια, πρόκειται για προαναγγελθέν γεγονός. Το «πίβοτ στον Ειρηνικό», δηλαδή η μετατόπιση του κέντρου βάρους του αμερικανικού ιμπεριαλισμού προς την Νοτιοανατολική Ασία και τον ανταγωνισμό με την ανερχόμενη Κίνα, υπήρξε τουλάχιστον από το 2008 ο πανθομολογούμενος στρατηγικός στόχος της Ουάσινγκτον για τον 21ο αιώνα (τον οποίο η Χίλαρι Κλίντον είχε χαρακτηρίσει «Ειρηνικό» -εννοώντας τον Ωκεανό).
Αλλά η συγκρότηση της AUKUS δεν παύει να αποτελεί μεγάλο «σημείο καμπής». Το «πίβοτ» υπήρξε… χιλιοτραγουδημένο, τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, τόσο από τα «γεράκια» της Ουάσινγκτον, όσο και από αγωνιστές κι αγωνίστριες του αντιπολεμικού κινήματος. Όλοι κι όλες ήξεραν ότι αυτή είναι η στρατηγική στόχευση, αλλά οι εξελίξεις (με κεντρική, αν και όχι μοναδική, τη θρυλική «ικανότητα» της Μέσης Ανατολήςνα παράγει γεγονότα και να προκαλεί «ενδιαφέρον») ανέβαλαν διαρκώς την αποφασιστική στροφή προς την υλοποίησή της.
Η βασανιστική στροφή προς τον Ειρηνικό
Ο Ομπάμα, ο πρόεδρος του οποίου η διακυβέρνηση ταυτίστηκε με την εισαγωγή του σχετικού όρου στη δημόσια συζήτηση, τελικά δεν έπραξε σχεδόν τίποτε στη ΝΑ Ασία, ξοδεύοντας την 8ετία του στη διαχείριση των αδιεξόδων σε Ιράκ-Αφγανιστάν (με την προσπάθεια απεμπλοκής από το πρώτο και τη στρατιωτική κλιμάκωση στο δεύτερο), την υποχρέωση να διαμορφώσει τακτική απέναντι στην αναστάτωση που προκάλεσαν οι αραβικές εξεγέρσεις για να επιχειρήσει να επηρεάσει την έκβασή τους, τις προσπάθειες να κλείσει άλλα μέτωπα (εμβληματική πυρηνική συμφωνία με το Ιράν), ή να ανταποκριθεί σε νέες απειλές (ανάδυση του Ισλαμικού Κράτους σε Ιράκ και Συρία).
Ο Τραμπ υπήρξε πιο θαρρετός. Έχοντας πολύ πιο καθαρή την επείγουσα ανάγκη αφοσίωσης στον αμερικανοκινεζικό ανταγωνισμό χωρίς «περισπασμούς», διατύπωσε με μεγαλύτερη ωμότητα την ανάγκη προσαρμογής του -σε υποχώρηση- αμερικανικού ιμπεριαλισμού στις νέες συνθήκες: Ο χλευασμός απέναντι στους «μικρούς πολέμους», η προθυμία να αποδεχτεί τετελεσμένα σε κάποιες γωνιές του πλανήτη, αναγνωρίζοντας «ρόλο» σε ανταγωνιστικές δυνάμεις (πχ. Ρωσία στη Συρία), η παραδοχή ότι «οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αστυνομεύουν όλο τον πλανήτη» και το «βγάλτε τα πέρα μόνοι σας» σε διάφορες διαμάχες μεταξύ «εχθρών» και «φίλων» σκιαγραφούσαν το «Πρώτα η Αμερική». Ακόμα και ενέργειες που συχνά αποδίδονταν στον αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα του (μια κάποια φιλικότητα προς τον Πούτιν, η προσπάθεια επαναπροσέγγισης με τη Βόρεια Κορέα, η επιτάχυνση των συνομιλιών επισήμως πλέον με τους Ταλιμπάν), εντάσσονταν λειτουργικά στην προσπάθεια να στραφεί όλη η ενέργεια στην Κίνα, ακόμα και πληρώνοντας (πραγματικό/συλλογικό ή πολιτικό/προσωπικό) κόστος σε κάποιες άλλες επιλογές. Στο ίδιο το μέτωπο της αντιπαράθεσης με την Κίνα, η διακυβέρνηση Τραμπ χαρακτηρίστηκε από την έναρξη του εμπορικού πολέμου, με την επιβολή δασμών. Στην τετραετία του δεν πρόλαβε να προχωρήσει στην κλιμάκωση του ανταγωνισμού με την Κίνα, αλλά άνοιξε το δρόμο, «αναπροσανατολίζοντας» τη δημόσια συζήτηση και την χάραξη πολιτικής.
Ο Μπάιντεν έρχεται να υλοποιήσει πιο αποφασιστικά, και με πιο συνεκτικό τρόπο, μια πολιτική την οποία είχε «σκιαγραφήσει» αλλά δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει ο προκάτοχός του. Τις μέρες που το οικονομικό πρόγραμμα των Δημοκρατικών άνοιγε τη συζήτηση περί αναλογιών με τον Ρούζβελτ, ο Έντουαρντ Λούτσε, γράφοντας στους FinancialTimes, εντόπιζε σε αυτό το μίγμα πολιτικής το κίνητρο της κλιμάκωσης του ανταγωνισμού με την Κίνα. Έβλεπε ότι «ο Μπάιντεν προτιμά να απεμπλέξει την αμερικανική οικονομία από την κινέζικη, απ’ ό,τι να μειώσει απλά το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ» [σσ: που ήταν η επιλογή Τραμπ με τους δασμούς]. Παραλλήλιζε την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων με την αντίστοιχη που έλαβε χώρα στις ΗΠΑ μετά την εκτόξευση δορυφόρου από την ΕΣΣΔ, επισημαίνοντας ότι το σύγχρονο ανάλογο της «στιγμής Σπούτνικ» είναι η αδιάκοπη άνοδος της Κίνας. Για να καταλήξει: «Ίσως ο πιο κατάλληλος ιστορικός παραλληλισμός για τον Μπάιντεν να είναι ο Αϊζενχάουερ και όχι ο Ρούζβελτ… Και οι δύο ανέλαβαν την κυβέρνηση στα πρώτα στάδια ενός Ψυχρού Πολέμου».
Το χιλιοτραγουδισμένο «πίβοτ στον Ειρηνικό» γίνεται πράξη από τον Μπάιντεν. Έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι η επίσημη «ανακοίνωση» αυτής της νέας εποχής έρχεται αμέσως μετά την ταπεινωτική αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν. Αφενός, παρουσιάζεται ανάγλυφα η αλλαγή προτεραιοτήτων. Αφετέρου, δείχνει την βιασύνη της Ουάσινγκτον να ρεφάρει τις εντυπώσεις από την ήττα της. Πριν στεγνώσει το μελάνι των θρήνων στο συστημικό Τύπο για την «Κίνα που τρίβει τα χέρια της», ο Μπάιντεν σπεύδει να στείλει μήνυμα ότι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός παραμένει «παρών».
Η AUKUS είναι μια επιμέρους πτυχή από το συνολικότερο «πίβοτ». Είχε προηγηθεί η εμπρηστική περιοδεία της αντιπροέδρου Καμάλα Χάρις στην ΝΑ Ασία, όπου ξεχώρισε η παρουσία της στο Βιετνάμ, το οποίο κάλεσε να «υψώσει ανάστημα» απέναντι στις κινεζικές διεκδικήσεις στην περιοχή. Επιπλέον, ήταν γνωστό από την έναρξη ακόμα της θητείας Μπάιντεν, ότι θα πέσει βάρος στην επανενεργοποίηση της «Τετράδας» -της παλαιότερης τετραμερούς συμμαχίας που εκτός από τις ΗΠΑ και την Αυστραλία, περιλαμβάνει κρίσιμα την Ιαπωνία και την Ινδία.
Όσον αφορά την ίδια την AUKUS, φέρνει στο προσκήνιο διάφορα «νέα στοιχεία» που ίσως απασχολήσουν στο μέλλον.
Αυστραλία
Όσον αφορά το περιεχόμενο, επιταχύνει την εξοπλιστική κούρσα στην περιοχή. Σε αυτό το -έτσι κι αλλιώς ζοφερό- σημείο, αξίζει να επισημανθεί ο τρόπος που διαφημίστηκε η απόκτηση πυρηνικών υποβρυχίων από την Αυστραλία. Η πυρηνική τεχνολογία μπορεί να αφορά μόνο τον τρόπο κίνησης των σκαφών, αλλά διαφημίστηκε από τον Αυστραλιανό πρωθυπουργό ως επίδειξη «τεχνολογιών που μπορούμε να αξιοποιήσουμε» γενικότερα, κλείνοντας το μάτι στα μεγάλα ΜΜΕ του ΡούπερτΜέρντοχ, τα οποία πρωτοστατώντας στο αντικινεζικό, μιλιταριστικό κλίμα που καλλιεργείται τους τελευταίους μήνες στη χώρα, είχαν ζητήσει ανοιχτά την απόκτηση πυρηνικών όπλων.
Όσον αφορά τη σύνθεση, φαίνεται να κλείνει κάποιες εκκρεμότητες αλλά να ανοίγει κάποιες καινούργιες. Η εκκρεμότητα που τείνει να κλείσει, αφορά τον προσανατολισμό της Αυστραλίας. Η γενικότερη αμερικανική υποχώρηση και ειδικότερα η κατάργηση της TTIP, είχε ανοίξει τη συζήτηση στο εσωτερικό της αυστραλιανής άρχουσας τάξης ως προς την πιθανή αναζήτηση μιας αρμονικής συνύπαρξης με την Κίνα. Η αλήθεια είναι ότι ο προσανατολισμός προς τις ΗΠΑ και της όξυνσης του ανταγωνισμού με την Κίνα είχε κερδίσει έδαφος το τελευταίο διάστημα. Οι σύντροφοί μας στην Αυστραλία, έχοντας άμεση γνώση του κλίματος, είχαν πυκνώσει τις πολιτικές παρεμβάσεις τους ενάντια «σε έναν πιθανό πόλεμο με την Κίνα» μήνες πριν την ανακήρυξη της AUKUS. Δεν γνωρίζουμε αν η εκκρεμότητα «κλείνει» έτσι εύκολα και δεν θα γεννήσει αστικές «αντιπολιτεύσεις» (η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Αυστραλίας), αλλά είναι σαφές ότι παίρνει το πάνω χέρι η «αντικινεζική» γραμμή στην Καμπέρα.
Βρετανία και ΕΕ
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η παρουσία της Βρετανίας στην «τριμερή». Σε συνάρτηση με την απουσία ενημέρωσης της ΕΕ και ειδικότερα με το «άδειασμα» της γαλλικής εξοπλιστικής συμφωνίας από την αυστραλιανή κυβέρνηση, η πρόσκληση στην κυβέρνηση Τζόνσον αποκτά έναν ισχυρότερο συμβολισμό. Καθώς η Βρετανία «βρίσκεται μακριά» (τουλάχιστον εξίσου μακριά από πχ τη Γαλλία), η AUKUSπαρουσιάζεται ως κάτι ευρύτερο από «τοπική» συμμαχία (όπως η «Τετράδα»). Η συμμετοχή της δημιουργεί την αίσθηση μιας πολιτικής «προτίμησης» κάποιων συγκεκριμένων συμμάχων και ιεράρχησης προνομιακών σχέσεων από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Ο Μπόρις Τζόνσον είχε εισηγηθεί το δρόμο του Brexit, εκτιμώντας ότι η Βρετανία μπορεί να σταθεί καλύτερα χαράζοντας τη δική της «πολυδιάστατη» εξωτερική πολιτική, με μια σημαντική «διάσταση» να είναι η πιο σφικτή συμμαχία με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Όπως φαίνεται, οι σχετικές «υποσχέσεις» από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, δεν αφορούσαν μόνο την «ιδεολογική συγγένεια» μεταξύ Τραμπ και Τζόνσον και έχουν συνέχεια επί Μπάιντεν. Δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται ο «αγγλοσαξονικός κόσμος» ως διακριτός πόλος: Υπήρξε και η εποχή του πολέμου στο Ιράκ, το ειδύλλιο Μπους-Μπλερ και η χολή που έσταζε ο Μπους ο Νεότερος απέναντι στην «γερασμένη, παλιά Ευρώπη». Τότε, ωστόσο, είχε προηγηθεί η άρνηση Γαλλίας και Γερμανίας να συνδράμουν στην εισβολή του 2003. Αυτήν τη φορά, η «παλιά Ευρώπη» δεν ερωτήθηκε καν. Ακόμα και το λουλουδένιο σενάριο μιας απλής διπλωματικής παράλειψης, το οποίο επικαλείται ο Μπάιντεν ως πηγή μιας «παρεξήγησης που θα μπορούσε να αποφευχθεί», δεν είναι και ιδιαίτερα κολακευτικό για το πώς βλέπουν στην Ουάσινγκτον τους Ευρωπαίους εταίρους («προχωράμε σε μια συμφωνία ανταλλαγής στρατιωτικής τεχνολογίας που έχει κρίσιμη σημασία για την παγκόσμια ασφάλεια, αλλά δεν μας πέρασε από το μυαλό να το πούμε στη Γαλλία»). Πιο σημαντικό από το γεγονός καθεαυτό, είναι το υπόβαθρο στο οποίο συμβαίνει. Στα χρόνια της σχετικής σταθερότητας της «Τάξης Πραγμάτων» που διαμορφώθηκε μετά το 1989, θα μπορούσε ενδεχομένως να υποβαθμιστεί. Σε μια εποχή όπου η ίδια η έννοια του «ευρωατλαντισμού» βρίσκεται σε υπαρξιακές αναζητήσεις («εγκεφαλικά νεκρό το ΝΑΤΟ» κατά τον Μακρόν, «ξεπερασμένο» κατά τον Τραμπκ.ο.κ.), τέτοιες ειδήσεις αποκτούν μεγαλύτερη σημασία: Όχι ως «τετελεσμένα», αλλά ως ενδείξεις τάσεων που αξίζει να μελετηθούν σοβαρά.
Στον κόσμο που αναδύεται μετά την κρίση του 2007-08, ένα από τα κρίσιμα ζητήματα που απασχολεί είναι το ερώτημα αν υπάρχει πλέον δύναμη που παίζει αυτό το ρόλο (στην οικονομία, αλλά και ευρύτερα). Δύο διαδοχικά γεγονότα έφεραν υπόγειους προβληματισμούς στην επιφάνεια. Η άτακτη υποχώρηση στο Αφγανιστάν είχε προκαλέσει στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες το ερώτημα «αν οι ΗΠΑ συνεχίζουν να μπορούν να ηγηθούν (μιας συλλογικής, πολυμερούς πολιτικής)». Η μονομέρεια της AUKUSθέτει και το ερώτημα «αν συνεχίζουν να θέλουν». Ήταν στοιχεία που είχαν εμφανιστεί νωρίτερα, αλλά φορούσαν τον εξωτερικό μανδύα ενός «μετώπου της λογικής» απέναντι στον «τραμπισμό». Η επιμονή αυτού του σκηνικού «κακοφωνίας» και επί Μπάιντεν, του προέδρου που εξελέγη με στόχο να «αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των συμμάχων μας», δείχνει προς κάτι βαθύτερο.
Ο τρόπος που θα κινηθεί η Γαλλία, η κατεξοχήν ευρωπαϊκή δύναμη με ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες, είναι ένα από τα ερωτηματικά της περιόδου. Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, ο γαλλικός ιμπεριαλισμός είχε επιλέξει να πλασαριστεί ως το πλησιέστερο που είχαν σε δυτικό «φίλο» διάφορα φιλο-σοβιετικά κράτη. Ακόμα και στην εποχή του «μονοπολικού» κόσμου, η γαλλική εξωτερική πολιτική διατήρησε (περιορισμένα) ζωντανή την τακτική να «τρυπώνει» όπου εμφανιζόταν αμερικανικό κενό, είτε ως «καλός μπάτσος» απέναντι σε στοχοποιημένα από τις ΗΠΑ κράτη, είτε ως «πιο αξιόπιστος σύμμαχος» απέναντι σε κράτη που αγωνιούσαν για το κατά πόσο είναι δεδομένη η αμερικανική στήριξη. Κατά την υποχώρηση/αναδίπλωση των ΗΠΑ, το Παρίσι αναβάθμισε αυτόν τον ειδικό ρόλο του (βλ. προσπάθειες να παραμείνει ζωντανή η πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, κυρίαρχος ρόλος Μακρόν στο σχηματισμό κυβέρνησης στο Λίβανο, ανοιχτά «αντιτουρκική» τοποθέτηση στην ανατολική Μεσόγειο κ.ο.κ.). Καθώς βαθαίνουν οι ρωγμές στο εσωτερικό του «ευρωατλαντισμού», ίσως δούμε κι άλλες γαλλικές πρωτοβουλίες…
Ρωσία
Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα που έχει ερωτηματικά, αφορά τη Ρωσία. Ο Χένρι Κίσιγκερ, η «γριά αλεπού» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, δεν έχει πάψει στιγμή να υπενθυμίζει την πεποίθησή του ότι η σπουδαιότερη κίνηση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στη διεθνή σκακιέρα υπήρξε η επίσκεψη Νίξον στο Πεκίνο και η επακόλουθη προσέγγιση με την Κίνα. Το επανέλαβε και πρόσφατα. Στο σκεπτικό του έμπειρου παράγοντα, δεν χρειάζεται να είναι υποχρεωτικά το «Πεκίνο». Αυτή τη φορά μπορεί και να είναι η «Μόσχα». Ο πυρήνας του επιχειρήματος αφορά την ανάγκη να αποτραπεί μια σινορωσική συμμαχία -και ο ρεαλισμός που βλέπει ότι η σύγκρουση και με τις δύο δυνάμεις απλά φέρνει πιο κοντά την προοπτική μιας τέτοιας συμμαχίας. Μένει να δούμε αν ο Μπάιντεν θα τηρήσει το σχετικό «δόγμα» ή η «ρωσοφοβική» παράδοση στο Δημοκρατικό Κόμμα θα οδηγήσει σε κινήσεις αυξημένου ρίσκου και κινδύνου για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό…
Μεταξύ «ασύμμετρης πολυπολικότητας» και «Ψυχρού Πολέμου»
Σε κάθε περίπτωση, η κλιμάκωση του ανταγωνισμού μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ θα κυριαρχήσει στην ερχόμενη περίοδο. Τα προηγούμενα χρόνια, εμφανίστηκε ο όρος «ασύμμετρη πολυπολικότητα» για να περιγράψει τον κόσμο που διαμορφωνόταν από την κάμψη της αμερικανικής δύναμης, την ενίσχυση ανταγωνιστικών δυνάμεων που όμως διατηρούσαν «περιφερειακές» δυνατότητες και φιλοδοξίες και το γεγονός ότι οι ΗΠΑ παρέμεναν η μόνη παγκόσμια υπερδύναμη.
Ήταν μια πρώτη αποτυχία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη και έχει υποχρεωθεί να συμβιβαστεί με αυτή την «πολυπολική» πραγματικότητα. Το επίδικο πλέον έχει αλλάξει: Το αμερικανικό κράτος θα αγωνιστεί με νύχια και με δόντια για να παραμείνει αυτή όντως «ασύμμετρη». Ήδη στο διεθνή Τύπο αυξάνονται οι αναφορές στο «νέο Ψυχρό Πόλεμο», ένα σχήμα που παραπέμπει περισσότερο σε… διπολικό κόσμο.
Όλα τα χρόνια που μεσολάβησαν από την διατύπωση του «πίβοτ» ως στόχο μέχρι την καθυστερημένη υλοποίησή του σήμερα, η Κίνα… κάλπαζε. Είναι πλέον αναπόφευκτο και υπόθεση ελάχιστων χρόνων να γίνει και τυπικά η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη του πλανήτη. Το σχέδιο «Μία Ζώνη – Ένας Δρόμος» έχει εμβαθύνει την οικονομική και διπλωματική διείσδυσή της σε πολλές δεκάδες χώρες. Σε μεγάλα (ίσως και τα μεγαλύτερα) τμήματα της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, είναι πλέον ο «μεγάλος παίκτης» (με την ιδιότητα του «επενδυτή» αλλά του δανειστή). Ενώ είναι σε εξέλιξη η κούρσα κάλυψης της διαφοράς στις υψηλές τεχνολογίες, αλλά και μια ταχύτατη εξοπλιστική κούρσα που επιδιώκει να φέρει τις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις «στο ύψος» των οικονομικών μεγεθών και γεωστρατηγικών φιλοδοξιών που καλούνται να υπερασπιστούν.
Στο Πεκίνο επικρατεί από καιρό μια αυτοπεποίθηση ότι ο χρόνος δουλεύει με το μέρος της Κίνας. Η γραμμή σχετικά «ήπιας δύναμης» (προς το εξωτερικό τουλάχιστον) προκύπτει από αυτή την επίγνωση. Στα αμερικανικά θινκ τανκ επικρατεί μια υπαρξιακή αγωνία ακριβώς λόγω της ίδιας επίγνωσης, ότι ο χρόνος περνά εις βάρος των αμερικανικών φιλοδοξιών. Αυτό κάνει τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό (που θα επιδιώξει να αξιοποιήσει την υπεροχή του όσο αυτό το «παράθυρο» μένει ανοιχτό) επικίνδυνα απρόβλεπτο.
Επιπλέον, η σταδιακή «παγκοσμιοποίηση» του ρόλου της Κίνας προειδοποιεί ότι αυτός ο νέος Ψυχρός Πόλεμος δεν θα περιοριστεί υποχρεωτικά στον Ειρηνικό Ωκεανό, όπως υπολόγιζαν στην Ουάσινγκτον την εποχή που η Κίνα παρέμενε «περιφερειακός» παίκτης. Καθώς το καθεστώς του Πεκίνου καθοδηγεί την ανέλιξη της Κίνας σε μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη, μεγάλα τμήματα του πλανήτη μπορούν να εξελιχθούν σε «μέτωπα» αυτής της νέας ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης της εποχής μας…