Η μεγάλη είδηση από τις γερμανικές εκλογές αφορά προφανώς το «τέλος εποχής» για τη Δεξιά.
Μετά από 16 χρόνια διακυβέρνησης Μέρκελ, οι Χριστιανοδημοκράτες έχασαν την πρώτη θέση και κατέγραψαν το ιστορικά χαμηλότερο ποσοστό στην ιστορία τους. Το «κενό ηγεσίας» μετά την απόσυρση της «ηγεμονικής» καγκελαρίου, όπως και οι καταστροφικές πλημμύρες που έπληξαν ιδιαίτερα τη Βόρεια-Ρηνανία Βεστφαλία, όπου κυβερνούσε ο υποψήφιος του CDU Άρμιν Λάσετ ο οποίος χρεώθηκε και τη διαχείριση αλλά και τη χοντροκομμένη αναισθησία που επέδειξε, έπαιξαν ρόλο «στην τελική ευθεία». Αλλά ήταν σε εξέλιξη μια διαδικασία σταδιακής, παρατεταμένης «διάβρωσης» της επιρροής της Δεξιάς.
Η παράταξη της Μέρκελ κατόρθωσε να παραμείνει στην πρώτη θέση και να ανανεώνει το «δικαίωμα» και τη δυνατότητα να σχηματίζει κυβέρνηση μέσα σε μια θυελλώδη 15ετία. Με μέτρο σύγκρισης τις πολιτικές κρίσεις που χτύπησαν άλλα κυβερνητικά κόμματα, είναι ένα σημαντικό επίτευγμα. Αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει τη διαδικασία φθοράς, την τάση «κοντέματος» των πάλαι ποτέ κραταιών κομμάτων και της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς. Αυτή συσσωρεύτηκε με τα χρόνια. Αξίζει να θυμηθούμε ότι το 32,9% που είχε κερδίσει στις τελευταίες εκλογές (2017), με μια βουτιά 8,5 μονάδων, αποτελούσε το -μέχρι τότε- ιστορικό χαμηλό των Χριστιανοδημοκρατών. Η τάση δεν αντιστράφηκε -και η γερμανική Δεξιά έχασε άλλες 9 μονάδες, βυθιζόμενη στο 24%.
Αυτή καταβύθιση της Δεξιάς σε ιστορικά χαμηλά, φέρνει στις πραγματικές διαστάσεις της τη νίκη του SPD. Στα επιτελεία των σοσιαλδημοκρατών και στον φιλικό τους Τύπο επικρατεί ικανοποίηση για την πρωτιά. Δεν είναι λίγο πράγμα να επανέρχεται ένα κόμμα στην πρώτη θέση, για πρώτη φορά μετά το… 2002. Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία έδειχνε καταδικασμένη να φυτοζωεί μεταξύ αντιπολίτευσης και κυβερνητικού «συμπληρώματος» της ηγεμονικής Δεξιάς, ενώ μέχρι πριν 1-2 μήνες ήταν καθηλωμένη στην τρίτη θέση. Η ανάκτηση της «εντολής» σχηματισμού κυβέρνησης βελτιώνει τις προοπτικές του κόμματος να ξαναγίνει «σημείο αναφοράς» στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ωστόσο αυτή η πρωτιά ήρθε με ένα 25,7%, το οποίο αποτελεί ένα από τα χειρότερα αποτελέσματα στην ιστορία του SPD. Συγκεκριμένα είναι το τρίτο χειρότερο, και δείχνει «αξιοπρεπές» μόνο γιατί ήρθε σε μια εποχή όπου η τάση ήταν να σπάει διαρκώς το αρνητικό ρεκόρ προς τα κάτω (το 2017 έπιασε «πάτο» με 20%). Η κατάσταση θυμίζει τις πρόσφατες εκλογές στη Νορβηγία, όπου η πολυδιαφημισμένη «επιστροφή των σοσιαλδημοκρατών» ήρθε με το… χειρότερο αποτέλεσμα στην ιστορία τους, με μόνη διαφορά ότι αυτή τη φορά τα δεξιά κόμματα υποχώρησαν τόσο πολύ που έχασαν τη δυνατότητα να σχηματίσουν αυτά κυβέρνηση. Αυτή η συνθήκη απέχει πολύ από το να διαπιστώσει κανείς κάποιον «αέρα στα πανιά» της σοσιαλδημοκρατίας, με την έννοια ενός δυναμικού κοινωνικο-πολιτικού ρεύματος που εμπνέει. Σε σχέση με την εικόνα 1-2 μήνες πριν, το SPD κέρδισε 5 μονάδες κι αναρριχήθηκε στην πρώτη θέση επωφελούμενο παθητικά από απώλειες των ανταγωνιστών του -κυρίως των Πρασίνων.
Οι Πράσινοι έρχονταν με πρωτοφανή ορμή στις δημοσκοπήσεις, φτάνοντας στο σημείο να διεκδικούν ακόμα και την πρώτη θέση. Μια επίθεση των μεγάλων ΜΜΕ στην επικεφαλής τους, Αναλένα Μπέρμποκ με κάποιες (κατασκευασμένες ή τουλάχιστον παραφουσκωμένες σε σημασία) κατηγορίες για λάθη στο βιογραφικό της και μια υπόθεση λογοκλοπής σε ένα βιβλίο της, τους έφθειρε σημαντικά, ενώ ακολούθησαν γκάφες του κόμματος, όπως ένα διαδικαστικό λάθος στη κατάρτιση ψηφοδελτίων στην Έσση που κόστισε την εκλογική παρουσία τους εκεί.
Σύμφωνα με την αριστερή ακτιβίστρια Ντίμα Ρέγκερ, «η μεγαλύτερη επιτυχία» του Όλαφ Σολτζ του SPD -σε σύγκριση με τον δεξιό Λάσετ και την πράσινη Μπέρμποκ- ήταν ότι «δεν έκανε κάποιου είδους γκάφα» προεκλογικά. Ωστόσο οι Πράσινοι πλήρωσαν κι ένα πιο πολιτικό τίμημα. Καθώς υποχωρούσε η αρχική τους ορμή και γινόταν εμφανές ότι δεν θα κατακτήσουν την πρώτη θέση, ένα πιο «κεντροαριστερό» τμήμα της εκλογικής τους επιρροής μετακινήθηκε προς τους σοσιαλδημοκράτες για να εξασφαλίσει ότι θα προκύψει κυβέρνηση χωρίς τη Δεξιά. Οι φαρδυπλατιές συμμαχίες των Πρασίνων σε επίπεδο κρατιδίων (όπου συγκυβερνούν σε κάθε πιθανό κι απίθανο συνασπισμό με τις πιο διαφορετικές δυνάμεις) τους έχουν καταστήσει μια δύναμη που μπορεί «φυσιολογικά» να συνομιλεί με τους Χριστιανοδημοκράτες. Ασφαλώς το SPD έχει συγκυβερνήσει με τη Δεξιά σε δύο θητείες τα τελευταία 16 χρόνια (ο ίδιος ο Σολτζ υπήρξε ο αντικαγκελάριος της Μέρκελ). Αλλά επιχειρεί να διατηρεί ένα προφίλ «αντίπαλου πόλου», που διεκδικεί στις κάλπες τη δύναμη να συγκροτήσει μια «άλλη κυβέρνηση», σε αντίθεση με τη διακηρυγμένη «ό,τι να’ ναι» διαθεσιμότητα των Πρασίνων σε ποικιλόχρωμες συγκυβερνήσεις ανά πάσα ώρα και στιγμή. Όσοι έβλεπαν με φιλικότητα μια «κοκκινοπράσινη συμμαχία» ως προοπτική, έκριναν ότι το SPD αποτελεί πιο αξιόπιστο εργαλείο για την προώθησή της. Ασφαλώς, το ότι ανακόπηκε η «πράσινη ορμή» δεν μειώνει την άνοδό τους. Το 14,8% (με άνοδο 5,8 μονάδων) είναι το καλύτερο αποτέλεσμα στην ιστορία των Πρασίνων -σε ομοσπονδιακό επίπεδο-, τους μετατρέπει από την μικρότερη δύναμη του γερμανικού κοινοβουλίου στην τρίτη μεγαλύτερη και τους καθιστά κεντρικό «παίκτη» στο σχηματισμό κυβέρνησης. Προς αυτό το κόμμα κατευθύνθηκαν οι νεολαιίστικες διαδηλώσεις για το κλίμα και η αντιρατσιστική ευθαισθησία. Δυστυχώς, σε αντίθεση με την «ανάσα καθαρού αέρα» που έφερναν στη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του ’80, σήμερα πια οι Πράσινοι φέρνουν μια «ριπή μπαγιάτικου μεσοβέζικου αέρα» (βλ. προηγούμενο φύλλο της «ΕΑ»).
Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες παρέμειναν «στα κιλά τους» με 11,5%. Η τύχη αυτού του κόμματος είναι συνδεδεμένη με την κατάσταση της Χριστιανοδημοκρατίας τα τελευταία χρόνια. Ένα σημαντικό τμήμα των μεσοστρωμάτων το «ανεβάζει» σε χαμηλά διψήφια σκορ όταν η ιστορική κεντροδεξιά δεν πείθει και το «χαμηλώνει» στα όρια της εκλογικής επιβίωσης όταν το CDU διαμορφώνει «κυβερνητικό» ρεύμα. Οι Φιλελεύθεροι λογικά θα διεκδικήσουν θέση σε μελλοντική κυβέρνηση (απονευρώνοντας ακόμα περισσότερο τον ήπιο «μεταρρυθμιστικό»-κεϊνσιανό χαρακτήρα που είχαν τα προγράμματα του SPD και των Πράσινων).
Η ακροδεξιά AfD υπέστη μια κάμψη από το 12,6% στο 10,3%. Οι εσωτερικές διαμάχες μεταξύ «γραβατωμένων» και ναζήδων, σε συνδυασμό με τις επιτυχημένες, μαζικές αντιφασιστικές κινητοποιήσεις που περιόρισαν τις προσπάθειες να αναπτυχθούν ρατσιστικα κινήματα στους δρόμους, έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Όπου σημειώνεται αυτή η «ανακοπή» της αρχικής ορμής της ακροδεξιάς (το 2017, η AfD μπήκε για πρώτη φορά στη Βουλή εκτινασσόμενη απευθείας στην τρίτη θέση), επικρατούν ανάμικτα συναισθήματα. Ασφαλώς προκαλεί ανακούφιση αυτή η καθήλωση (και στην περίπτωση της AfD, η υποχώρηση από την τρίτη στην πέμπτη θέση). Ιδιαίτερα σε ένα τοπίο κατακερματισμού και «απελευθέρωσης» ακροατηρίων που δίνει ευκαιρίες σε όλα τα «μικρότερα» κόμματα. Αλλά ταυτόχρονα, το πού έχει βρεθεί ο «πήχης» των φόβων ή των προσδοκιών των αντιφασιστών, είναι μια σκληρή υπενθύμιση ότι η εδραίωση της παρουσίας της ακροδεξιάς γίνεται πλέον κάτι το «φυσιολογικό».
Τα πιο άσχημα νέα έρχονται από το αριστερό άκρο του εκλογικού φάσματος. Όπου το Die Linke κατέγραψε το χειρότερο αποτέλεσμα από ιδρύσεώς του. Έχασε σχεδόν τη μισή του εκλογική δύναμη και βρέθηκε στο 4,9%. Διατήρησε κοινοβουλευτική παρουσία λόγω κάποιων ιδιαιτεροτήτων του εκλογικού συστήματος (όσον αφορά την κατανομή εδρών με ένα συνδυασμό μονοεδρικών περιφερειών και κομματικής λίστας επικρατείας), αλλά η συμβολική «ήττα» της αποτυχίας να πιάσει το όριο εισόδου ήταν πολύ βαριά. Μπορεί κανείς να εντοπίσει και «αντικειμενικούς» παράγοντες -όπως η χαμηλή ένταση της ταξικής πάλης στη Γερμανία ή η κουλτούρα «υγειονομικής ζώνης» απέναντί του. Αυτά αποτελούσαν σημαντικό μέρος της ερμηνείας της διαχρονικής στασιμότητας του κόμματος μεταξύ 8-11%. Αλλά η δραματική υποχώρηση -και μάλιστα σε συνθήκες κατακερματισμού του πολιτικού συστήματος όπου «βρέχει ψήφους» προς διάφορες κατευθύνσεις- αφορά και σε σοβαρά υποκειμενικά προβλήματα που είχαν παρουσιαστεί εδώ και καιρό (από τον «κυβερνητισμό» ως κουλτούρα και τα θλιβερά πεπραγμένα όπου συγκυβέρνησε σε κρατίδια, μέχρι τη διαμάχη που προκάλεσε η υπόκλιση ενός μέρους του κόμματος -γύρω από την Σάρα Βάγκενκνεχτ- σε ξενοφοβικές απόψεις και η στροφή του σε «λαϊκιστικές» αναζητήσεις). Εδώ ο χώρος είναι περιορισμένος, για να αποτιμηθούν σοβαρά και δίκαια αυτές οι πτυχές της κρίσης του Die Linke ίσως χρειαστεί να επανέλθουμε (αφού τοποθετηθούν και οι σύντροφοι από την ίδια τη Γερμανία).
Η συνολική εικόνα είναι αντιφατική. Αφενός, τα δύο κόμματα που επί δεκαετίες εναλλάσσονταν στην κυβερνητική εξουσία με ποσοστά που τους έδιναν άνετες αυτοδυναμίες, συγκεντρώνουν από κοινού λίγο κάτω από το 50%. Αφετέρου, το «κέντρο» (με την ευρεία έννοια του όρου) αντέχει ως επιλογή, πιέζοντας προς τα κάτω τις προκλήσεις που αντιμετώπισε και εκ δεξιών και εξ αριστερών του.
Αυτή η σταθερότητα μπορεί να υπονομευτεί μόνο το ξεδίπλωμα κοινωνικών αγώνων. Γράφοντας για την προεκλογική περίοδο σε συνάρτηση με τις πρόσφατες απεργίες στα τρένα και στα νοσοκομεία, η Ντίμα Ρέγκερ ονόμασε το άρθρο της «Πολιτική βαρεμάρα, κοινωνική αφύπνιση;». Εκεί υπενθυμίζει ότι ο επικεφαλής του σωματείου που ηγήθηκε της απεργίας στα τρένα είχε ερωτηθεί πριν μήνες για τον Μαρξ και είχε πει «Θυμίζει ταξική πάλη. Και εμείς εδώ δεν το κάνουμε αυτό». Όπως καταλήγει η συντρόφισσα, «φαίνεται τελικά ότι το κάνουμε…».