Στην 6η εβδομάδα του πολέμου στην Ουκρανία, 45 περίπου ημέρες μετά την 22α Φεβρουαρίου με το διάγγελμα του Πούτιν και τη ρωσική εισβολή μεγάλης κλίμακας στο ουκρανικό έδαφος, είμαστε τώρα σε μια φοβερή γκρίζα ζώνη, όπου τίποτα δεν είναι ακόμα σαφές για την πραγματική κατάληξη του πολέμου. Και αυτό αφορά τόσο τις εξελίξεις στο πεδίο των μαχών, όσο και τις διπλωματικές διερευνήσεις διεξόδου, αλλά και τις μεγάλες αλλαγές που δρομολογούνται στον κόσμο όπως τον γνωρίζαμε.
Έχει πολυφορεθεί το δημοσιογραφικό κλισέ ότι «το πρώτο θύμα στον πόλεμο είναι η αλήθεια». Ισχύει, αλλά μόνο εν μέρει. Όλοι οφείλουμε να διασταυρώνουμε τις ειδήσεις με τη λογική και το πολιτικό κριτήριο, αλλά η εν γένει υπονόμευση της αξιοπιστίας των ειδήσεων είναι τμήμα της στρατηγικής της άδικης πλευράς, δηλαδή των επιτιθέμενων. Οι τάχα «υποψιασμένοι», οι άνθρωποι που καταλήγουν να μην πιστεύουν σε αυτά που βλέπουν, είναι τελικά οι πιο χειραγωγήσιμοι.
Στις πρώτες ημέρες του πολέμου, ο ρωσικός στρατός έφτασε στα πρόθυρα του Κιέβου, εκατοντάδες χιλιόμετρα δυτικά του Ντονμπάς, και απέκτησε τη δυνατότητα να βομβαρδίζει το Λβιβ στα δυτικά όρια της Ουκρανίας. Ήταν μια εισβολή ταχύτητας, στηριγμένη στον «πυραυλικό» πόλεμο, δηλαδή στον κατεξοχήν πόλεμο της ανωτερότητας που αδιαφορεί για τις ζημιές σε ανθρώπινα θύματα και υποδομές, έναν πόλεμο που ολοφάνερα αποσκοπούσε στον έλεγχο ολόκληρης της Ουκρανίας, με την εγκατάσταση ενός καθεστώτος μαριονέτας. Άλλωστε αυτόν το στόχο έθετε το διάγγελμα του Πούτιν, που κήρυξε την Ουκρανία και τους Ουκρανούς/Ουκρανίδες ως «ιστορικά ανύπαρκτες έννοιες», επιλέγοντας τη βίαια επίθεση στον Λένιν και στις «ουτοπικές και ανέφικτες» ιδέες της εποχής της επανάστασης του 1917.
Η ουκρανική άμυνα
Ο στόχος αυτός έχει ήδη αποδειχθεί μη ρεαλιστικός. Η άμυνα των Ουκρανών μέσα στις πόλεις τους, μια επιλογή που προϋποθέτει τη συγκατάθεση της πλειοψηφίας του πληθυσμού, αποδείχθηκε αποτελεσματική. Αναδείχθηκε έτσι ότι η επιμονή στην ανεξαρτησία της Ουκρανίας αποτελεί επιλογή της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού της, ακόμα και στις ανατολικές περιοχές, όπως δείχνει η σκληρή άμυνα στο Χάρκοβο.
Αυτή είναι η βάση της επιβίωσης και της ανθεκτικότητας της κυβέρνησης Ζελένσκι, που μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου ήταν μια κυβέρνηση εξαιρετικά ευάλωτη και ασταθής. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση Ζελένσκι ήταν και είναι μια νεοφιλελεύθερη αστική κυβέρνηση, που έγινε παιχνίδι στα χέρια των ολιγαρχών παρότι εκλέχτηκε υποσχόμενη να περιορίσει τη διαφθορά, μια κυβέρνηση που ταυτιζόμενη με τη Δύση οδήγησε το λαό της καταπάνω σε μεγάλους κινδύνους. Το πιο μελανό σημείο στα πεπραγμένα της είναι ότι ανέχτηκε την παρουσία των ένοπλων νεοναζιστικών οργανώσεων και την ενσωμάτωσή τους στο σύστημα της ουκρανικής πολιτοφυλακής, θεωρώντας ότι μπορεί να τους ελέγξει και να τους αξιοποιήσει στις ένοπλες συγκρούσεις. Σήμερα οι νεοναζί, και μεταξύ τους κυρίως το διαβόητο τάγμα Αζόφ, παρότι δεν έχουν τη δύναμη που τους αποδίδει η ρωσική προπαγάνδα, έχουν μετατρέψει τις μερικές χιλιάδες αλήτες που οργάνωναν σε ένα συγκροτημένο σώμα πολεμιστών. Στις συνθήκες που έχει διαμορφώσει ο πόλεμος και στη πιθανότητα μιας πικρής για τους Ουκρανούς «ειρηνευτικής συμφωνίας», θα έχουν τις πιθανότητες να παίξουν έναν πολύ επικίνδυνο ρόλο. Παρόλα αυτά η κυβέρνηση Ζελένσκι προς το παρόν ταυτίζει την ύπαρξή της με την άμυνα της Ουκρανίας και το μέλλον της θα κριθεί στις μεταπολεμικές πολιτικές εξελίξεις.
Αυτό το κατεξοχήν πολιτικό στοιχείο, και οι συνέπειές του στο στρατιωτικό πεδίο, έφεραν τη Ρωσία του Πούτιν μπροστά σε μια κολασμένη προοπτική: Η διεκδίκηση του ελέγχου ολόκληρης της Ουκρανίας μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο μέσω μιας μακρόχρονης στρατιωτικής κατοχής, σε μια χώρα 40 εκατομμυρίων ανθρώπων, όπου ο πληθυσμός έχει ήδη χαράξει διαχωριστική γραμμή αίματος απέναντι στους εισβολείς. Πρόκειται για μια επιχείρηση πολλαπλάσιων δυσκολιών, στο πολιτικό και στο στρατιωτικό επίπεδο, σε σύγκριση με την επιχείρηση στο Αφγανιστάν, την αποτυχημένη εκστρατεία που, τότε, άνοιξε την πόρτα για τη διαλυτική κρίση της ΕΣΣΔ.
Μπροστά σε αυτή τη διαπίστωση, ο ρωσικός στρατός και η διπλωματία που τον συνοδεύει, μοιάζει να αναδιπλώνονται. Παρόλο που την ώρα που μιλούν τα όπλα είναι παρακινδυνευμένο να κάνει κανείς εκτιμήσεις, φαίνεται μια «στροφή» προς την επιδίωξη ελέγχου κυρίως της ανατολικής Ουκρανίας και ενός τμήματος των ακτών στη Μαύρη Θάλασσα. Η επικοινωνιακή προπαγάνδα που λέει ότι αυτοί οι στόχοι ήταν οι πραγματικοί από την αρχή, και κατά συνέπεια ότι ο ρωσικός στρατός πολιόρκησε το Κίεβο μάλλον για πλάκα, προορίζεται κυρίως για κατανάλωση στη ρωσική κοινή γνώμη, και δεν έχει σημαντικό πολιτικό ενδιαφέρον.
Ακόμα και αν αποδειχθεί ότι αυτή η «στροφή» είναι πραγματική, αυτή απέχει κατά πολύ από την πιθανότητα μιας γρήγορης, έστω οδυνηρής για τους Ουκρανούς, «ειρηνικής διευθέτησης». Στο Χάρκοβο βρίσκεται ο κύριος όγκος του ουκρανικού στρατού και αυτό σημαίνει ότι εκκρεμούν ακόμα πολλές και αιματηρές μάχες που θα συνεχίσουν να παράγουν πολιτικά αποτελέσματα στην Ουκρανία και διεθνώς. Τα πεπραγμένα των τελευταίων 45 ημέρων σημαίνουν ότι καμιά ουκρανική κυβέρνηση, ακόμα κι αν υποχρεωθεί να υποκύψει στον εκβιασμό των όπλων και να υπογράψει μια τέτοια «διευθέτηση» δεν θα έχει μακροπρόθεσμα τη δυνατότητα να την υποστηρίξει με σταθερότητα στο εσωτερικό της χώρας. Η Ουκρανία θα παραμείνει «αγκάθι» για τις διεθνείς σχέσεις για μακρά περίοδο.
Αποτελέσματα
Μια παράπλευρη συνέπεια της ρωσικής εισβολής είναι οι πολιτικές συνθήκες που δημιουργούνται στην ευρύτερη γειτονιά. Στην Πολωνία, στην Ουγγαρία, στη Ρουμανία, στις Βαλτικές χώρες θα πολλαπλασιαστούν οι ευκαιρίες για τις εθνικιστικές δυνάμεις που στηρίζονται σε ένα γενικευμένο αντιρωσικό φόβο. Και αυτός ο παράγοντας μπορεί να αποδειχθεί βάση για μελλοντικούς κινδύνους.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο Πούτιν πήρε τα μεγάλα ρίσκα της εισβολής στην Ουκρανία υποχρεωτικά, «αμυνόμενος» απέναντι στην επέκταση του ΝΑΤΟ. Η Ρωσία της Gazprom, των ολιγαρχών, του πυρηνικού οπλοστασίου κλπ δεν μπορεί να περιγραφεί με μαρξιστικούς όρους παρά ως ο ρωσικός ιμπεριαλισμός. Αυτός ο ιμπεριαλισμός παραμένει υποδεέστερος του κυρίαρχου ευρωατλαντικού στρατοπέδου, αλλά και της ανερχόμενης Κίνας. Με αυτή την έννοια η Ρωσία του Πούτιν εν γένει «αμύνεται», υποχρεώνεται να ελιχθεί απέναντι σε ισχυρότερες δυνάμεις. Όμως στην ειδικότερη περίπτωση της στενής γειτονιάς της, και ακόμα ειδικότερα στην περίπτωση της Ουκρανίας, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εκεί, με δεδομένη τη στρατιωτική υπεροχή και την προστασία που παρέχει το πυρηνικό οπλοστάσιο έναντι των δυτικών, έχει τη δυνατότητα να παίρνει επιθετικές πρωτοβουλίες και να απαιτεί την τροποποίηση προς όφελός της του συσχετισμού δυνάμεων. Είναι κοινό μυστικό ότι οι Αμερικανοί δια του Μπάιντεν διαβεβαίωσαν τη Ρωσία ότι δεν υπήρχε καμιά πραγματική προοπτική επέκτασης του ΝΑΤΟ στο έδαφος της Ουκρανίας. Πήραν ως απάντηση το τελεσίγραφο του Λαβρόφ, που απαιτούσε να υποχωρήσει το ΝΑΤΟ στα όρια της προ του 1997 περιόδου. Γι’ αυτό οι Αμερικανοί ήταν οι μόνοι που επέμεναν στην πρόβλεψη ότι επίκειται πραγματικά η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Αυτή η επιθετική προσπάθεια ανακατανομής ισχύος σε περιφερειακό επίπεδο, έχει ήδη φέρει αποτελέσματα αντίστροφα από τις ρωσικές προβλέψεις. Το ΝΑΤΟ συσπειρώθηκε με ταχύτητα, παρότι οι προηγούμενες πολιτικές των ΗΠΑ και της Βρετανίας οδηγούσαν σε προτεραιότητες στον Ειρηνικό απέναντι στην Κίνα. Η Γερμανία και μια σειρά άλλες χώρες ανακοινώνουν πρωτοφανή προγράμματα ενίσχυσης του μιλιταριστικού βραχίονά τους. Οι οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, αν γενικευτούν και παραταθούν στο χρόνο, οδηγούν τις διαδικασίες της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης σε νέα αχαρτογράφητα νερά. Σε κρίσιμους τομείς όπως η ενέργεια και τα τρόφιμα διαμορφώνονται συνθήκες πρωτοφανούς κρίσης, όπου το μάρμαρο των ανταγωνισμών θα κληθούν να πληρώσουν οι εργαζόμενοι και οι λαοί. Η Κίνα παρακολουθεί τη σύγκρουση διακριτικά, αφήνοντας ανοιχτή την προοπτική μιας στενότερης σχέσης με τη Ρωσία, που θα λειτουργεί ετεροβαρώς υπέρ της Κίνας στο οικονομικό πεδίο, αλλά υπογραμμίζοντας επίσης ότι δεν θα υποστηρίξει για πολύ την παράταση της διαταραχής στην παγκοσμιοποίηση, όπου έχει στηρίξει κυρίως την οικονομική της ανάπτυξη.
Η Κίνα, για δικούς της εσωτερικούς λόγους, έχει κρατήσει σαφείς αποστάσεις απέναντι στις αποσχιστικές πολιτικές και τις απόπειρες βίαιης αλλαγής των συνόρων. Σε αυτή τη βάση, δεν έχει αναγνωρίσει την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και έχει εκδηλώσει τη διαφωνία της μπροστά στην αναγνώριση από τον Πούτιν της «ανεξαρτησίας» του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ. Έτσι η πιθανότητα σύμπηξης ενός κινεζο-ρωσικού «μετώπου» είναι πολύ πιο σύνθετη και αμφίβολη από ότι γενικά πιστεύεται.
Στρατηγική και τακτική
της Αριστεράς
Παράλληλα, τα 30 προηγούμενα χρόνια της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης έχουν αλλάξει ποιοτικά τον παλιό «Τρίτο Κόσμο». Η Ινδία, της ακροδεξιάς κυβέρνησης Μόντι, είναι πλέον μια ανερχόμενη δύναμη, με ηγεμονικές φιλοδοξίες στην υπο-ήπειρο γύρω της, έχοντας μεγάλα ανοιχτά «θέματα» τόσο με το Πακιστάν όσο και με την Κίνα. Ανάλογα, η Βραζιλία του φασίστα Μπολσονάρο δεν κρύβει τις βλέψεις για πρωτοκαθεδρία στη Λ. Αμερική, προβάλλοντας την οικονομική και στρατιωτική υπεροχή της έναντι της Αργεντινής, της Χιλής κ.ο.κ. Μέσα σε αυτήν την κινούμενη άμμο των ανταγωνισμών, οι όποιες συμμαχίες έχουν περισσότερο από ποτέ στη σύγχρονη ιστορία τον ασταθή και αβέβαιο χαρακτήρα των «λυκοσυμμαχιών».
Κάποιοι -και μέσα στην Αριστερά- υποστηρίζουν ότι αυτές οι αλλαγές στην κατεύθυνση της «πολύ-πολικότητας» του σύγχρονου κόσμου, είναι προς το συμφέρον των λαϊκών μαζών και των κινημάτων. Πρόκειται για ανόητη ιδέα. Γιατί όλοι οι πόλοι που διαμορφώνονται είναι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που υποστηρίζοντας μια στροφή προς τις περιφρουρημένες ζώνες επιρροής, υποστηρίζουν τις δικές τους δυνατότητες εκμετάλλευσης αγορών, πόρων, εργατικής δύναμης. Με αυτή την έννοια η ροπή των αλλαγών στο σύγχρονο κόσμο που φανέρωσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, δεν είναι επιστροφή στις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου, αλλά μια τάση επιστροφής στις συνθήκες του τέλους του 19ου αιώνα. Όταν κατέρρεε η τότε παγκοσμιοποίηση του «Ελεύθερου Εμπορίου», αναδύονταν η αποικιοκρατία και προετοιμάζονταν οι συνθήκες για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σε τέτοιες συνθήκες, η «γεωπολιτική» ανάλυση και τα εξ αυτής συνεπαγόμενα κριτήρια, είναι το πιο ολισθηρό έδαφος για την Αριστερά. Η πολιτική δύναμη αναφοράς στο εργατικό κίνημα δεν διαθέτει ούτε funds, ούτε στρατούς, ούτε κράτη, για να παρέμβει μέσα στις συγκρούσεις του πολυπολικού κόσμου. Μπορεί να διαθέτει μόνο πολιτική δύναμη που χτίζεται στη σχέση με τον εργαζόμενο κόσμο. Γι’ αυτό σε τέτοιες περιόδους η καθαρή στρατηγική και η καθαρή πολιτική της Αριστεράς έχει καθοριστική σημασία.
Στα 1914 ο Λένιν και η αντιπολεμική Αριστερά δεν μπήκαν στον πειρασμό να υποστηρίξουν τους ασθενέστερους ιμπεριαλιστές (τους «πεινασμένους») για να αντιμετωπίσουν τους ισχυρότερους (τους «χορτάτους»). Απεναντίας, απαίτησαν την απόλυτη ανεξαρτησία απέναντι και στα δύο στρατόπεδα (με μια πολιτική σαν αυτή που σήμερα λοιδωρείται ως, τάχα, πολιτική «ίσων αποστάσεων»), μη διστάζοντας να φτάσουν στη διάσπαση της ιστορικής Δεύτερης Διεθνούς. Στο Τσίμερβαλντ βρέθηκαν λιγοστοί. Όμως σύντομα αποδείχθηκε ότι ήταν το μοναδικό «στρατόπεδο» ουσιαστικής αντίστασης στη φρίκη του πολέμου και της ιμπεριαλιστικής καταπίεσης.
Η καθοδηγητική αρχή στην πολιτική μας οφείλει να είναι η ρήση ότι «στην ίδια μας τη χώρα είναι ο εχθρός». Εδώ είναι που έχουμε να αντιμετωπίσουμε το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, τις βάσεις, τους εξοπλισμούς, τη βάρβαρη λιτότητα που θα επιταχυνθεί για να χρηματοδοτηθούν τα αστικά σχέδια αντιμετώπισης των οξυμένων ανταγωνισμών. Όμως για να το κάνουμε αυτό αποτελεσματικά, οφείλουμε να έχουμε καταδικάσει με σαφήνεια τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, να έχουμε αποδείξει ότι δεν έχουμε τίποτα κοινό με τον τάχα «αντινατοϊσμό» που βομβαρδίζει το Κίεβο και την Μαριούπολη.
Η ρήση του Κλαούζεβιτς ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής, με άλλα μέσα» διαβάζεται και ανάποδα: η πολιτική είναι η συνέχεια του πολέμου, με άλλα μέσα. Στο ιδιωτικοποιημένο λιμάνι του Πειραιά, από την κινέζικη Cosco, αλλά και στο ιδιωτικοποιημένο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, από τις εταιρίες του Ιβάν Σαββίδη, δεν υπάρχει περιθώριο παρέμβασης με τα γεωπολιτικά κριτήρια όσων πιστεύουν ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τον ευρωατλαντισμό αποδεχόμενοι μια κάποια αντιιμπεριαλιστική σημασία στην παγκόσμια δράση της σημερινής Ρωσίας ή της Κίνας.
Η διεθνής κατάσταση, έτσι όπως επιταχύνεται, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, αν αυτές δεν απορρίψουν κάθε «ξένη σημαία».