Η Τουρκία και το Κράτος του Ισραήλ έχουν αναλάβει το ρόλο των «άτυπων» διαπραγματευτών για λογαριασμό της Δύσης με το καθεστώς του Πούτιν, την ώρα που η εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία έχει υποβαθμίσει τα παραδοσιακά-άμεσα κανάλια επικοινωνίας μεταξύ του ευρωατλαντισμού και της ρωσικής κυβέρνησης.
Οι θερμές σχέσεις Ρωσίας-Ισραήλ είναι ένα από τα πιο προστατευμένα «μυστικά» στην ιστορία των σύγχρονων διεθνών σχέσεων. Το ενδιαφέρον του παρόντος άρθρου θα περιοριστεί στο ρόλο της Τουρκίας, θεωρώντας ότι οι αλλαγές στις ρωσο-τουρκικές και αμερικανο-τουρκικές σχέσεις θα επηρεάσουν άμεσα την περιοχή, αλλά και όλη την ατζέντα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού.
Η αναβάθμιση της Τουρκίας του Ερντογάν μετά το ξέσπασμα της ουκρανικής κρίσης μόνο τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Η Τουρκία είναι χώρα με μεγάλες ακτές στη Μαύρη Θάλασσα, που τη φέρνουν σε απόσταση αναπνοής από τα πιο «καυτά» σημεία του πολέμου. Το μέγεθος του πληθυσμού (και του στρατού της…), όπως και οι ιστορικές σχέσεις της με την περιοχή, είναι η «υποδομή» για να μπορέσει να αναλάβει ρόλο. Όμως αυτό έγινε εφικτό κυρίως γιατί το καθεστώς Ερντογάν κινήθηκε στα προηγούμενα χρόνια με τον τρόπο που στην Ελλάδα αποκαλούμε «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική».
Ο Ερντογάν διατήρησε την Τουρκία στο ΝΑΤΟ, αλλά ανέπτυξε παράλληλα σχέσεις με την Ρωσία. Απαντώντας στο ερώτημα γιατί η Τουρκία δεν συμμετέχει στις ευρωατλαντικές κυρώσεις κατά του Πούτιν, ο Ερντογάν δήλωσε ότι «από τη Ρωσία εισάγουμε το 50% των ενεργειακών πόρων μας, αλλά και την τεχνολογία για το πυρηνικό εργοστάσιο στο Ακούγιου». Είναι κοινό μυστικό όμως, ότι το ρήγμα με τη Δύση προκλήθηκε κυρίως όταν οι ρωσοτουρκικές σχέσεις προχώρησαν στον εξοπλιστικό τομέα (S-400) και στη στρατιωτική-διπλωματική τακτική (Συρία κ.ά.). Σε αυτή τη βάση, οι Αμερικανοί σταδιακά προχώρησαν στην επιβολή κυρώσεων (αποκλείοντας την πολεμική βιομηχανία της από τις εξελιγμένες αμερικανο-νατοϊκές πηγές), στην άμεση υποστήριξη του άξονα Ελλάδας-Αιγύπτου-Ισραήλ σχετικά με τους υδρογονάνθρακες στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και στη διάνοιξη του χερσαίου διαδρόμου μετάβασης των νατοϊκών δυνάμεων από την Αλεξανδρούπολη στη Μαύρη Θάλασσα που υποβαθμίζει τη στρατηγική σημασία των Στενών.
Όπλα και υδρογονάνθρακες
Η νέα πραγματικότητα στη Μαύρη Θάλασσα κάνει επιτακτική για τους ευρωατλαντικούς την ανάγκη αποκατάστασης της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Το εναλλακτικό σχέδιο του διαβόητου «τόξου ανάσχεσης» (Πολωνία-Ελλάδα-Ισραήλ) έχει μεν προχωρήσει αρκετά, μετά από την αποδοχή της «αναβάθμισης» των ελληνονατοϊκών σχέσεων από τις κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και κατόπιν της ΝΔ, είναι όμως πλέον ξεπερασμένο από τις εξελίξεις, αλλά και από τη γεωγραφία της αντιπαράθεσης. Η επείγουσα ανάγκη για επαναλειτουργία της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, θα πιέσει ιδιαίτερα την ελληνική διπλωματία, ενώ ο Ερντογάν μοιάζει να προσαρμόζεται ταχύτερα σε αυτήν. Δηλώνει την ετοιμότητα της Τουρκίας να προχωρήσει, ζητώντας να παγώσουν οι αμερικανικές κυρώσεις και να επανασυνδεθεί η πολεμική βιομηχανία του με τα προγράμματα εκσυγχρονισμού των F-15 και F-16, όπως και το πρόγραμμα παραγγελιών των υπερσύγχρονων F-35, χωρίς να δεχθεί να ξεφορτωθεί τους ρωσικούς S-400.
Ταυτόχρονα, διεκδικεί την αναβάθμιση των σχέσεων με την ΕΕ, ζητώντας να ξεπαγώσουν τα διαπραγματευτικά κεφάλαια της ενταξιακής διαδικασίας και να αναβαθμιστεί η τελωνειακή ένωση Τουρκίας-ΕΕ. Αν αυτές οι δύο αλληλένδετες διαδικασίες της «επανασύνδεσης» με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ ολοκληρωθούν, το τουρκικό καθεστώς θα έχει πραγματοποιήσει μια εντυπωσιακή στροφή επανένταξης στο στρατόπεδο της Δύσης.
Η τάση αυτή γίνεται φανερή με κινήσεις προς άλλους «παίκτες». Μετά την πτώση του Νετανιάχου προχωρά μια σταδιακή εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ. Η παραίτηση της Τουρκίας από τη δυνατότητα να δικάσει τους δολοφόνους του Κασόγκι μέσα στη δική της επικράτεια, στέλνει μήνυμα συμφιλίωσης στη μοναρχική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας.
Όλες αυτές οι κινήσεις γίνονται πιο επιτακτικές, γιατί οι αναγκαιότητες των όπλων συμπίπτουν πλέον με τους «πειρασμούς» των υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το παλιό υπερφίαλο σχέδιο του East Med είναι επισήμως νεκρό. Ο Τζέφρι Παγιάτ είχε προειδοποιήσει ότι την τελική απάντηση για τη «βιωσιμότητα» αυτού του πανάκριβου και τεχνικά αμφίβολου αγωγού (που «παρέκαμπτε» την Τουρκία, ενώνοντας δια θαλάσσης το Ισραήλ με την Ευρώπη) «θα δώσουν, τελικά, οι αγορές».
Σήμερα τα επιβεβαιωμένα κοιτάσματα φυσικού αερίου που είναι πράγματι εκμεταλλεύσιμα βρίσκονται στις ακτές του Ισραήλ («Λεβιάθαν») και της Αιγύπτου («Ζορ»). Η αξιοποίησή τους γίνεται πιο επιτακτική μέσα στην πολιτική της ΕΕ για απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Και η συζήτηση για εναλλακτικά σχέδια, πέρα από τον East Med, επιταχύνεται.
Οι εναλλακτικές είναι δύο: α) Επίγειος αγωγός από το Ισραήλ προς την Ελλάδα, μέσω του τουρκικού εδάφους. β) Σταθμοί υγροποίησης/μεταφόρτωσης από την Αίγυπτο προς την Κρήτη και τελικά την Αλεξανδρούπολη. Πιθανότατα θα προκριθούν και οι δύο, λόγω της μεγάλης και επείγουσας ζήτησης.
Αυτό είναι το υπόβαθρο για τις πολιτικές που επιχειρούν να κλείσουν το ρήγμα Δύσης-Τουρκίας, που θα επιχειρήσουν με έμφαση το επόμενο διάστημα να επανεντάξουν τον Ερντογάν στο αμερικανονατοϊκό μαντρί.
Ανταγωνιστική συνεργασία
Αυτές οι εξελίξεις θα αλλάξουν άρδην στην Ελλάδα τη δημόσια συζήτηση για τα λεγόμενα «εθνικά θέματα», στην πραγματικότητα για τα ζητήματα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού.
Ο «εθνικός χώρος», αλλά και ένα τμήμα της λεγόμενης «πατριωτικής Αριστεράς» έχουν αναπτύξει μια παράδοξη λογική: Όταν η Τουρκία αποκλίνει από τη Δύση, μπαίνουν στην πρίζα και καλούν σε συναγερμό, προειδοποιώντας ότι «θα μας φάνε» απαράγραπτα κυριαρχικά δικαιώματα. Όταν η Τουρκία συγκλίνει με τη Δύση, αναστατώνονται και καλούν πάλι σε συναγερμό, προειδοποιώντας ότι «ήρθε η ώρα» για να ανταμείψουν οι Δυτικοί την Τουρκία, παραχωρώντας της τα ίδια απαράγραπτα κυριαρχικά δικαιώματα που, τάχα, μας επιφυλάσσει το Διεθνές Δίκαιο. Και στις δύο περιπτώσεις, αυτή η «ανάλυση» μας καλεί να προσαρμοστούμε εμείς καλύτερα από την Τουρκία στη γραμμή του ευρωατλαντισμού, για να «αμειφθούμε» με πιο φιλική στάση των ΗΠΑ και της ΕΕ απέναντι στα χιλιοτραγουδισμένα απαράγραπτα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Κάπως έτσι φτάσαμε στους «άξονες» με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, στα πολεμικά σύμφωνα με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, στους θηριώδεις εξοπλισμούς και στην αναβάθμιση των νατοϊκών βάσεων στον ελλαδικό χώρο, με ελάχιστη αντίσταση.
Η δύναμη αυτών των απόψεων δεν είναι στα επιχειρήματα, αλλά στην υποστήριξη που έχουν από την κυρίαρχη τάξη και τους μηχανισμούς του κράτους. Μόνο που, όταν τα πράγματα σοβαρεύουν, αυτές οι απόψεις πάνε στο σκουπιδοτενεκέ.
Στα ελληνοτουρκικά φτάνει η ώρα σοβαρών αποφάσεων. Η επανασυγκρότηση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ ακυρώνει κάθε μαξιμαλισμό για μονομερή κυριαρχία στο Αιγαίο και για ναυτικό αποκλεισμό της Τουρκίας.
Στο ζήτημα των υδρογονανθράκων (που αφορά κυρίως την Ανατολική Μεσόγειο) γίνεται πιο «μεγάλο παιχνίδι». Ο Ερντογάν δηλώνει έτοιμος να συναινέσει στο σχέδιο επίγειο αγωγού που θα συνδέει το Ισραήλ με την Ελλάδα. Ο Τσαβούσογλου έγινε πιο κυνικός: «όλες οι πλευρές μπορούμε να βγάλουμε λεφτά. Πολλά λεφτά! Δεν καταλαβαίνω γιατί να μη βρούμε τον τρόπο να το κάνουμε…». Την ίδια στιγμή, οι Έλληνες εφοπλιστές αναδεικνύονται σε «υπερδύναμη», ελέγχοντας ένα τεράστιο ποσοστό του διεθνούς δυναμικού μεταφοράς LNG. Οι κυρίαρχες τάξεις στην ιστορία τους έχουν να παρουσιάσουν πολλά μοντέλα σχέσεων: από την πολεμική ετοιμότητα και την αλληλοσφαγή, μέχρι τη λυκοσυμμαχία ή και τη συνεργασία όταν πρόκειται να αυγατίσουν τα κέρδη τους.
Σε αυτή την εφημερίδα έχουμε συγκρουστεί μόνιμα με τον εθνικισμό και τον σοβινισμό. Έχουμε προειδοποιήσει ότι οι κίνδυνοι «θερμών» αντιπαραθέσεων είναι ενεργοί και όταν ακόμα επέρχεται μια τάση «συνεννόησης». Παρότι υποστηρίζουμε φανατικά μια πολιτική ειρήνης-συναδέλφωσης-αλληλεγγύης με τον τουρκικό λαό, όπως και με όλους τους γείτονές μας, δεν έχουμε καμιά εμπιστοσύνη ότι αυτό το ιστορικό καθήκον μπορούν να υλοποιήσουν οι κυρίαρχες τάξεις, οι κυβερνήσεις τους και οι πάντα παρούσες μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με το αιματοβαμμένο παρελθόν στην περιοχή.