Νέα από τον κόσμο
ΗΠΑ
Μια μεγάλη κρίση έχει ξεσπάσει στην DSA στις ΗΠΑ. Στο επίκεντρο βρίσκεται η αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη, αλλά αφορά συνολικότερες στρατηγικές επιλογές. «Πέτρα του σκανδάλου» υπήρξε ο βουλευτής Τζαμάλ Μπάουμαν, ο οποίος ψήφισε υπέρ της στρατιωτικής χρηματοδότησης του Ισραήλ, συναντήθηκε με τον ακροδεξιό πρωθυπουργό Μπένετ και συμμετείχε σε εκδήλωση ενός από τα λόμπι που συνδέονται με το σιωνιστικό κράτος. Τότε η ηγεσία είχε αρνηθεί το αίτημα για διαγραφή του (για κατάφωρη παραβίαση της συνεδριακής απόφασης στήριξης στο κίνημα BDS), επικαλούμενη μια πιο «εποικοδομητική» προσπάθεια να αλλάξει γνώμη κλπ. Παρά τις προσπάθειες της κομματικής Ομάδας Εργασίας για το BDS και την Αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη (BDSWG) να συμμετέχει και να επιδιώξει όντως μια «εποικοδομητική» επαναπροσέγγιση, η κόντρα συνεχίστηκε. Την ώρα που η Εθνική Ηγεσία δήλωνε ότι η τακτική της αποδίδει, ο Μπάουμαν δήλωνε πρόσφατα ότι συνεχίζει να υποστηρίζει τη στάση του και η BDSWG διατύπωσε δημόσια την κριτική της στο twitter. Κρυμμένη πίσω από τεχνικά θέματα (πρόσβασης σε κωδικούς κοινωνικών δικτύων κλπ), η Εθνική Ηγεσία αποφάσισε με οριακή πλειοψηφία (9-8) να αποσύρει την κομματική «εντολή» στην BDSWG, αναθέτοντας τα καθήκοντά της στο Τμήμα Διεθνούς Πολιτικής, και να αναστείλει για ένα χρόνο την ιδιότητα μέλους της DSA σε όλη την ηγεσία αυτής της Ομάδας Εργασίας. Από την πρώτη κρίση του Νοέμβρη είχε εντοπιστεί το πρόβλημα της «ελευθερίας» που απολαμβάνουν οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι, καθώς η ύπαρξή τους αποτελεί το επίκεντρο της στρατηγικής που έχει επικρατήσει στην DSA -ενώ το γεγονός ότι λογοδοτούν στην εκλογική βάση του Δημοκρατικού Κόμματος αυξάνει τα δεξιά φάλτσα που «ανέχεται» η ηγεσία της οργάνωσης, έχοντας αποφασίσει ότι η οικοδόμησή της (;) περνάει υποχρεωτικά μέσα από τα ψηφοδέλτια των Δημοκρατικών. Η σημερινή κρίση ωστόσο παροξύνει τη σχετική συζήτηση, καθώς τα πειθαρχικά μέτρα κατά της BDSWG κάνουν ακόμα πιο ωμό τον προσανατολισμό. Ένας εκλεγμένος έχει την «ελευθερία» να παραβιάζει την πολιτική που αποφάσισε το συνέδριο για το παλαιστινιακό, αλλά η ομάδα εργασίας που χρεώθηκε από το συνέδριο να υλοποιήσει αυτή την πολιτική αντιμετωπίζει πειθαρχικά μέτρα γιατί επέμεινε δημόσια στην άποψή της. Έχουν υπάρξει παραιτήσεις μελών, επικρίσεις από παλαιστινιακές οργανώσεις, ενώ κυκλοφορούν κείμενα και πρωτοβουλίες (με σημαντική στήριξη ανάμεσα σε τοπικές οργανώσεις ως τέτοιες ή μεταξύ μελών) που καλούν σε αποκατάστασή της Επιτροπής BDS, αλλά δηλώνουν και μια «άρση της εμπιστοσύνης» στην πλειοψηφία της Εθνικής Ηγεσίας…
Νότια Κορέα
Στις προεδρικές εκλογές στη Νότια Κορέα, επικράτησε ο υποψήφιος της συντηρητικής Δεξιάς, Γιουν Σουκ-Γέολ. Πέντε χρόνια μετά την άνετη εκλογική νίκη του απερχόμενου προέδρου Μουν, το σοσιαλφιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα αποχωρεί από την κυβέρνηση. Αν και η νίκη ήταν οριακή (48,5% ο Γιουν, έναντι 47,8% του φετινού υποψήφιου των Δημοκρατικών Λι Τζάε-Μιουνγκ), η τάση που επανέφερε τους συντηρητικούς στην κυβέρνηση είναι ανησυχητική, κυρίως λόγω του περιεχομένου πάνω στο οποίο πολώθηκαν τα δύο κόμματα. Μια παραδοσιακή διαχωριστική αφορά τις σχέσεις με τη Β. Κορέα: Όπου το Δημοκρατικό Κόμμα διατηρεί μια στάση επαναπροσέγγισης (βλ. και κάποια συμβολικά βήματα που έγιναν επί Μουν), ενώ οι συντηρητικοί επενδύουν στη στρατιωτικοποίηση. Η ενίσχυση αυτής της λογικής στην κορεατική χερσόνησο είναι ταυτόχρονα συνέπεια του διεθνούς κλίματος που διαμορφώνεται (στο φόντο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία) και -δυνητικά- ένας ακόμα παράγοντας επιδείνωσής του. Ωστόσο, πλάι στα «παραδοσιακά» θέματα, φέτος η σχετική αρθρογραφία εστίασε στην κεντρική σημασία που απέκτησε προεκλογικά η συζήτηση για τον… «αντιφεμινισμό». Το φαινόμενο είναι τόσο μαζικό και «συγκροτημένο» που έχει αποκτήσει όνομα: «Ινταενάμ» είναι ένας νεολογισμός που συγγενεύει με τη λέξη που περιγράφει έναν άντρα που είναι «20κάτι» χρονών και χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν άντρα που είναι «20κάτι» χρονών και μισεί το φεμινισμό. Η απεύθυνση σε αυτό το κοινό υπήρξε κέντρο της προεκλογικής στρατηγικής του (ανοιχτά μισογύνη) Γιουν, ενώ και ο Λι πήρε αποστάσεις από τις «φεμινιστικές» (;) απόψεις του προκατόχου του. Αυτό που σοκάρει είναι ότι πράγματι, με βάση τα exit poll, μόνο στις ηλικίες 18-29 παρουσιάστηκε μεγάλο χάσμα στην εκλογική συμπεριφορά ανάλογα το φύλο: όπου οι συνολικοί ψήφοι της νεολαίας μοιράστηκαν ισόποσα, αλλά το 60% των νέων αντρών ψήφισε τον Γιουν, ενώ το 60% των νέων γυναικών τον Λι. Μια προειδοποίηση ότι δεν υπάρχει κάποιος αυτοματισμός «διαρκούς προόδου» στις ιδέες των νεότερων γενιών, και ότι σε μια εποχή που η διεθνής ακροδεξιά «παίζει» με αυτή τη θεματολογία, κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει τον κίνδυνο εμφάνισης μιας εκδοχής «αρρενωπής αντίδρασης»…
Ουγγαρία
Ο Βίκτορ Ορμπάν πέτυχε μια συντριπτική νίκη στις εκλογές στην Ουγγαρία. Διατήρησε απολύτως συμπαγή την εκλογική του βάση (σχεδόν ίδιες ψήφοι με εκείνες του 2018), που φέτος μεταφράστηκε σε 53,3% (από 49,3% το 2018). Σε συνάρτηση με το εκλογικό σύστημα, διατήρησε την υπερ-πλειοψηφία του στο ουγγρικό κοινοβούλιο, κερδίζοντας 135 από τις 199 έδρες. Αυτό που δίνει συντριπτικό χαρακτήρα στην επικράτηση του ακροδεξιού κόμματος Φιντέζ, είναι ότι είχε απέναντι του την ενωμένη αντιπολίτευση. Αυτή η ετερόκλητη συμμαχία συγκροτήθηκε για να βελτιώσει τις πιθανότητές της στις πολλές «μονοεδρικές» περιφέρειες, εκτιμώντας ότι τις έχανε λόγω κατακερματισμού. Αποδείχθηκε ότι το πολιτικό πρόβλημα δεν ήταν αμιγώς «τεχνικό». Η συγκρότηση της ενιαίας αντιπολίτευσης ήταν από μόνη της σύμπτωμα βαθιού πολιτικού προβλήματος, καθώς σοσιαλδημοκράτες, πράσινοι, προοδευτικοί φιλελεύθεροι συμμάχησαν με το… Γιόμπικ! Το παλιό νεοναζιστικό κόμμα πράγματι έχει μπει τα τελευταία χρόνια σε τροχιά μετάλλαξης σε «συντηρητικό», με διαγραφές, αποχωρήσεις και διασπάσεις που τεκμηριώνουν πραγματική κι όχι επικοινωνιακή «στροφή». Έχει υπάρξει μια αντιστροφή ρόλων, όπου οι παλιοί ακροδεξιοί διεκδικούν το «χώρο» που κάποτε καταλάμβανε το Φιντέζ, καθώς αυτό μεταλλάσσεται σε σκληρά ακροδεξιό. Αλλά, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι έχει ολοκληρώσει τη «στροφή», παραμένει… δεξιό υπερσυντηρητικό κόμμα, με το οποίο η συμμαχία είναι –τουλάχιστον– «ανίερη». Τα άσχημα νέα είναι ότι εντός της ενωμένης αντιπολίτευσης, μεγαλύτερη δύναμη αναδείχθηκε το Γιόμπικ (19% από το συνολικό 35%). Ακόμα χειρότερα, το «Κίνημα Η Πατρίδα Μας», οι διαγραμμένοι και αποχωρήσαντες του Γιόμπικ, που εκτός από εκλογικό βραχίονα συγκρότησαν και την «Εθνική Λεγεώνα» ως διάδοχο της παλιάς (και διαλυμένης πλέον) «Ουγγρικής Φρουράς», κέρδισαν 6,15% δοκιμάζοντας αυτόνομα τις τύχες τους. Ο «ορμπανισμός» είναι ένα πολιτικό φαινόμενο που αναπτύσσει ρίζες στην ουγγρική κοινωνία, μετατοπίζοντας συνολικά προς τα δεξιά το πολιτικοκοινωνικό τοπίο, ενώ φέτος ενισχύθηκε από τη συγκυρία, που επέτρεψε στον Ορμπάν να παρουσιάσει τους δεσμούς του με τη Ρωσία ως… φιλειρηνική πολιτική, χαρακτηρίζοντας «πολεμοκάπηλους» τους πολιτικούς του αντιπάλους που ζητούν σθεναρή καταδίκη της ρωσικής εισβολής. Σε αυτό το σκοτεινό τοπίο, ξεχωρίζει ως μικρή αχτίδα η αποτυχία του ομοφοβικού δημοψηφίσματος. Ο Ορμπάν παρουσίασε τη μέρα των εθνικών εκλογών ένα χυδαίο ερωτηματολόγιο μίσους, ζητώντας «λαϊκή νομιμοποίηση» σε αυτό που παρουσιάζει ως πόλεμο με την («φιλελεύθερη, δικαιωματική») ΕΕ. ΛΟΑΤΚΙ ομάδες και οργανώσεις δικαιωμάτων κάλεσαν σε προσπάθεια να καταστεί άκυρο το δημοψήφισμα (να μην περάσει το 50% η συμμετοχή). Πράγματι, και στα 4 ερωτήματα, ένα 35% αρνήθηκε να ψηφίσει κι ένα 20% έριξε άκυρο, περιορίζοντας τη συμμετοχή στο 45% και πετυχαίνοντας την ακύρωση…