Το τελευταίο διάστημα φουντώνει σιγά σιγά σε εργατικούς χώρους, συλλόγους, σωματεία κ.λπ. η συζήτηση για την υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.
Αφορμή στάθηκε τόσο η υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΣΣΕ) στην ΠΟΕ-ΟΤΑ για τους εργαζόμενους στους δήμους αλλά και η σχεδόν ταυτόχρονη συμφωνία και υπογραφή ΣΣΕ από την Ομοσπονδία Οικοδόμων για τους εργαζόμενους στον κλάδο. Χωρίς να ξεχνάμε τους 2 αγώνες που είχαν πυροδοτήσει από το Σεπτέμβρη και μετά αυτή τη συζήτηση στη e-food και την Cosco. Χωρίς να ξεχνάμε επίσης και τις ΣΣΕ που υπογράφτηκαν στον ΟΤΕ και που έχουν σχεδόν συμφωνηθεί για τους εργαζόμενους στις τράπεζες από την ΟΤΟΕ.
Η συζήτηση για την αξία της υπογραφής ΣΣΕ σε ένα κλάδο δεν γίνεται ποτέ μόνο με τα στενά κλαδικά αιτήματα. Δε γίνεται δηλαδή μόνο με το αν προτείνονται κάποιες αυξήσεις σε σχέση με τις προηγούμενες συμβάσεις και τους υπάρχοντες μισθούς ή μόνο με την κάλυψη κάποιων κλαδικών αιτημάτων. Χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε τα ειδικά αιτήματα κάθε κλάδου είναι βέβαιο ότι αν για παράδειγμα υπέγραφαν μια ΣΣΕ οι εργαζόμενοι στον επισιτισμό-τουρισμό, δεν θα μας εντυπωσίαζε το να αποδεχθούν οι εργοδότες από μόνο του το αίτημα για παροχή δωρεάν στέγης σε όσους εργάζονται την καλοκαιρινή περίοδο μακριά από το μόνιμο χώρο διαμονής τους. Θα το χαιρόμασταν αλλά αν ταυτόχρονα δεν υπογραφόντουσαν μαζικές αυξήσεις στους μισθούς δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια επιτυχία του κλάδου. Τουλάχιστον όχι στις συνθήκες μέσα στις οποίες ζούμε σήμερα με την ακρίβεια να χτυπάει κόκκινο.
Πραγματικές αυξήσεις
Με την κυβέρνηση να πανηγυρίζει που δίνει αυξήσεις στους μισθούς 1,66 ευρώ την ημέρα. Να πανηγυρίζει δηλαδή που καλύπτει την αύξηση αυτή που προσεγγίζει την αύξηση στο χαρτί υγείας, μια δεκάδα του οποίου κόστιζε το καλοκαίρι του 2019, 2,20 ευρώ και πριν 15 μέρες ανέβηκε στα 3,60 ευρώ. Μόνο με χαρτί υγείας δεν ζει κανείς. Και από εκεί και πέρα υπάρχει το γάλα που έφτασε από το 1,30 στο 1,70 ευρώ το λίτρο. Υπάρχει το λάδι που από 3,5 και 4 ευρώ το λίτρο έφτασε τα 5 και 6 ευρώ και πάει λέγοντας και κυρίως κλαίγοντας για την εργατική τάξη με τις υπέρογκες αυξήσεις στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου και καυσίμων. Απέναντι σε αυτό χρειαζόμαστε πραγματικά οι ΣΣΕ να διεκδικούν μεγάλες αυξήσεις στους μισθούς.
Αυξήσεις όχι με τη λογική κάλυψης της απώλειας εισοδημάτων της προηγούμενης δεκαετίας γιατί τότε το λογικό αίτημα θα ήταν οι μισθοί μας να τριπλασιαστούν. Αυξήσεις με τη λογική να καλύψουμε το όριο επιβίωσης του σήμερα που μπορεί πολύ σύντομα να περιλαμβάνει ακόμη και τη δυσκολία εύρεσης τροφίμων λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Με αυτή την έννοια είναι αστείο να συζητάμε ότι το συνδικαλιστικό κίνημα και οι εργαζόμενοι στις τράπεζες μπορεί να είναι ικανοποιημένοι με μεσοσταθμικές αυξήσεις 5% που προσφέρουν οι τραπεζίτες για την επόμενη τριετία. Αντίθετα είναι δυναμικό παράδειγμα η υπογραφή ΣΣΕ στους Οικοδόμους με αυξήσεις από 18 ως 38%. Όμως ακόμη και αυτή η με θετικό πρόσημο ΣΣΕ έχει 2 μεγάλους σκοπέλους να ξεπεράσει.
Διεκδικήσεις
Πρώτος και δυσκολότερος σκόπελος είναι το θεσμικό τοπίο που έχουν διαμορφώσει οι μνημονιακοί νόμοι για την εργατική τάξη. Η βαρβαρότητα των μνημονίων έφτασε στο σημείο της μη υπογραφής και της μη εφαρμογής των ΣΣΕ από τους εργοδότες χωρίς οι εργαζόμενοι να μπορούν να υπερασπιστούν αυτονόητα παλιότερα δικαιώματα. Το 8ωρο ήταν σε αμφισβήτηση πριν το νόμο Χατζηδάκη όταν στα ξενοδοχεία και τα μπαρ οι εργαζόμενοι υποχρεώνονταν να δουλεύουν 12ωρα χωρίς σταματημό. Και όλα αυτά με την πλήρη απαξίωση και την υπολειτουργία του κύριου θεσμού που υπήρχε για τον έλεγχο της εφαρμογής μιας ΣΣΕ που είναι η επιθεώρηση Εργασίας. Πλήρως αποψιλωμένες και χωρίς προσωπικό ακόμη και τώρα είναι αβέβαιο αν μπορούν να κάνουν τον παραμικρό έλεγχο σε κάθε επιχείρηση του ιδιωτικού τομέα. Αυτή η κατάσταση διευκολύνει και την κυβέρνηση και τους καπιταλιστές να φαίνονται πιο διαλλακτικοί υπογράφοντας ΣΣΕ που γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν θα εφαρμόζονται, ώστε έτσι να αποφεύγουν μαζικές αντιδράσεις των εργαζομένων.
Χωρίς ελεγκτικούς μηχανισμούς μόνο ένας άλλος τρόπος υπάρχει για να μην τολμούν οι εργοδότες να αμφισβητούν και να μην εφαρμόζουν τη ΣΣΕ. Η δραστηριοποίηση, οι αγώνες και η μαχητικότητα των συνδικάτων. Ο μόνος τρόπος αυτή τη στιγμή για να εφαρμοστεί η ΣΣΕ, για παράδειγμα στους δήμους, είναι να υπάρχει η δυνατότητα άμεσης κινητοποίησης των σωματείων. Πως θα γίνει αυτό όμως από τη στιγμή που η υπογραφή ΣΣΕ εκ μέρους της πλειοψηφίας της ΠΟΕ-ΟΤΑ είναι ο δούρειος ίππος για να εφαρμοστεί ο νόμος Χαζτηδάκη και άρα να αδυνατεί το κάθε σωματείο να μπορεί να οργανώσει μια απεργία της προκοπής; Τέτοιες ΣΣΕ δεν πρόκειται να βοηθήσουν τους εργαζόμενους καθώς θα φέρουν ακόμη μεγαλύτερους περιορισμούς στη συνδικαλιστική δράση, την ώρα που τα σωματεία θα έπρεπε να είχαν καθημερινά τη δυνατότητα να ελέγχουν την εφαρμογή μιας ΣΣΕ.
Σε κάθε περίπτωση η επαναφορά στο προσκήνιο της συζήτησης για υπογραφή ΣΣΕ, που είχε αρχίσει λιγότερο θαρρετά στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, μπαίνει ξανά πιο έντονα στο προσκήνιο τώρα. Τα συνδικάτα και το εργατικό κίνημα χρειάζεται να αδράξουν την ευκαιρία και να προσπαθήσουν να επιβάλλουν μια επιστροφή στη δική τους «κανονικότητα». Στην «κανονικότητα» της υπογραφής ΣΣΕ με κέντρο τις ανάγκες των εργαζομένων.