Η μικρασιατική εκστρατεία και ο εθνικός διχασμός

Φωτογραφία

Η Μικρασιατική εκστρατεία ήταν ένας πόλεμος άδικος και  ιμπεριαλιστικός . Ήταν ένας πόλεμος τυχοδιωκτικός, ποντάροντας στην  «ευκαιρία» και όχι στα πραγματικά δεδομένα και τους συσχετισμούς δύναμης των αντιπάλων. Ήταν ένας πόλεμος εξόντωσης που κόστισε  στους εμπόλεμους 2,5 εκατομμύρια πρόσφυγες και 2 εκατομμύρια νεκρούς. Ήταν η κατάρευση για τη Μεγάλη Ιδέα αλλά δυστυχώς και μια καταστροφή για τον ελληνικό λαό.
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Παναγιώτης Λίλλης

Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο επικεντρώνεται σήμερα η δημόσια συζήτηση: ποιες ήταν οι αιτίες και οι υπεύθυνοι; Για την ιστοριογραφία της κυρίαρχης τάξης ήταν ο Εθνικός Διχασμός. Αυτός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος που πάνω του στηρίζονται μια ολόκληρη σειρά από προτάσεις, υποθέσεις και ιστορικά διδάγματα. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε κάποιες αντιρρήσεις για αυτή τη θεωρία και τα συμπεράσματα της.
Οι πρωταγωνιστές
Στις αρχές του 20ου αιώνα, η ελληνική οικονομία είχε εκτιναχθεί, παρότι βρισκόταν ακόμη κάτω από Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο, που επιβλήθηκε μετά τη ταπεινωτική ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Το ΑΕΠ ανέβαινε με γρήγορους ρυθμούς και ο κλάδος της ναυτιλίας κάλπαζε στα κύματα…Γρήγορα ήρθε και η αναδιοργάνωση του στρατού. Μαζί με τις νέες οικονομικές δυνάμεις, διαμορφώθηκε ένα μεταρρυθμιστικό ρεύμα  μέσα στις ιθύνουσες τάξεις  που προσπαθούσε να ανταποκριθεί στην κρίση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την άνοδο των βαλκανικών εθνικισμών. Η πρώτη του εκδήλωση ήταν το «κίνημα του 1909» και η άνοδος του Βενιζέλου και του φιλελευθερισμού στην εξουσία. Ακολούθησαν οι βαλκανικοί πόλεμοι, οι νίκες και ο διπλασιασμός του ελληνικού βασιλείου.
Αυτή την περίοδο η  Ελλάδα ήταν μια ανερχόμενη δύναμη στην περιοχή. Βέβαια μέσα στην άρχουσα τάξη υπήρχαν φατρίες που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για τα λάφυρα από τις νίκες. Όμως ο κοινός στρατηγικός σκοπός, η Μεγάλη Ιδέα, και η πανεθνική ενότητα δεν «επέτρεπαν» στην αντιπαράθεση μεταξύ μεταρρυθμιστών και συντηρητικών να ξεπεράσει τα όρια.
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Όταν όμως ήρθε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η κατάσταση άλλαξε δραματικά. Η διαμάχη στην άρχουσα τάξη οξύνθηκε. Η εμπορική και εφοπλιστική της μερίδα ήταν στενά συνδεδεμένη με το αγγλικό κεφάλαιο και τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Η συνδεδεμένη με το κράτος αστική τάξη και τα «παλιά τζάκια», είχαν σχέσεις με την Πρωσική Αυτοκρατορία. Οι πρωταγωνιστές του Εθνικού Διχασμού ήταν δύο μεγάλες και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες: ο Βενιζέλος και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Αυτά τα δυο πρόσωπα συμπύκνωναν την αντίθεση των δύο στρατοπέδων εκείνης της εποχής.
Αυτή η διαφορά ξαναδιατυπώθηκε με άξονα το ερώτημα ποιο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο θα νικούσε στον Μεγάλο Πόλεμο. Για τη δυναστεία ο νικητής θα ήταν η Πρωσία. Για το Βενιζέλο η Αντάντ. Ταυτόχρονα, η επιλογή στρατοπέδου συνδυαζόταν και με τα ανταλλάγματα ,ή καλύτερα με το κομμάτι της λείας, που θα μοίραζαν οι νικητές. Με άλλα λόγια το ερώτημα αν θα ήμασταν με τη σωστή πλευρά της ιστορίας…
Λόγω συσχετισμών μέσα στο μπλοκ εξουσίας  η μοναρχική πτέρυγα εμφανιζόταν σαν ουδετερόφιλη.
Για τους «από κάτω» το κλίμα ήταν εντελώς διαφορετικό. Είχαν την εμπειρία των Βαλκανικών πολέμων. Θυσίες αίματος, νίκες και φόροι. Αλλά οι ειδήσεις που ερχόταν από τα θέατρα του παγκοσμίου πολέμου τους τρομοκρατούσαν. Έτσι διαμορφώθηκε ένα υπόκωφο αντιπολεμικό ρεύμα, που διασταυρώθηκε με την εσωτερική διαπάλη των «από πάνω». Και για την πολιτική έκφραση του, δανείστηκε προσωρινά τα  σύμβολα και τη  γλώσσα της μοναρχίας. Η συνέπεια ήταν ότι η διαμάχη των δύο φατριών της άρχουσας τάξης μετατράπηκε σε οξύτατατη αντιπαράθεση.
Η Ελλάδα μπήκε τελικά στον πόλεμο καθυστερημένα το 1917. Νέο αίμα και νέες νίκες. Είχε προηγηθεί το βενιζελικό πραξικόπημα, με τη βοήθεια των αγγλογάλλων, και η εκδίωξη του Κωνσταντίνου. Έστω και έτσι, η Ελλάδα βρέθηκε με το στρατόπεδο των νικητών και θα συμμετείχε απ ’αυτή τη θέση στις διαπραγματεύσεις ειρήνης που θα ακολουθούσαν(1919). Υπήρχε όμως ταυτόχρονα ένα μεγάλο ρήγμα στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Η βενιζελική δικτατορία (1917-20)το βάθυνε ακόμη περισσότερο με τις καταδίκες σε θάνατο και εκτελέσεις  αντιπάλων της.
Η συνθήκη των Σεβρών
Στη συνδιάσκεψη της ειρήνης που έγινε το 1919, οι τέσσερεις μεγάλοι νικητές (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία) είχαν να αντιμετωπίσουν μεγάλα και μικρά προβλήματα. Απ’ τη μια ήταν τι θα πλήρωναν οι νικημένοι, σε αποζημιώσεις και εδάφη, ενώ απ ’την άλλη η απειλή της ρωσικής επανάστασης. Το 1917 η συμμαχία εργατών και αγροτών είχε κατακτήσει την εξουσία. Το 1919 φαινόταν ότι θα νικούσε στον εμφύλιο πόλεμο και τις ξένες επεμβάσεις. Το 1920 είχε επικρατήσει πλήρως.
Αυτά τα δύο γενικά καθήκοντα των νικητών ιμπεριαλιστών, εξειδικευόταν σε διάφορες διακρατικές συνθήκες με τις ηττημένες χώρες. Η συνθήκη των Σεβρών ήταν αυτή που αφορούσε τη νικημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, που είχε φτάσει στο τέλος της. Ο στρατός της διαλυόταν. Οι πόροι της ληστευόταν και τα τελευταία εδάφη που της είχαν απομείνει, στη Μικρά Ασία, κατακερματίζονταν σε 6 ζώνες. Η Ελλάδα είχε προσαρτήσει την Ανατολική Θράκη και θα  διοικούσε προσωρινά, μέχρι τη πλήρη ενσωμάτωση της, την επαρχία της Σμύρνης.
Το εθνικιστικό όραμα της Μεγάλης Ελλάδας ερχόταν κοντά στο να γίνει πραγματικότητα. Ο Βενιζέλος είχε επιμείνει στη συνδιάσκεψη της ειρήνης ότι η Σμύρνη ανήκε δικαιωματικά στην Ελλάδα, γιατί ισχυριζόταν ότι εκεί εθνολογικά επικρατούσε το ελληνικό στοιχείο. Αυτό, όμως, δεν ίσχυε στην πραγματικότητα και για αυτό δεν δέχτηκε ποτέ καμιά ελληνική κυβέρνηση να γίνει έρευνα από ανεξάρτητη διεθνή επιτροπή για τη σύνθεση του πληθυσμού στη συγκεκριμένη επαρχία!
Η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (Μάης 1919) έγινε με το πρόσχημα της προστασίας του χριστιανικού πληθυσμού από τουρκικά αντίποινα. Θα ήταν ταυτόχρονα και ο στρατός που θα επιτηρούσε στην πράξη τη συνθήκη των Σεβρών που θα υπογραφόταν λίγο αργότερα(Αύγουστος 1920). Γιατί το σχέδιο του Βενιζέλου, που αντανακλούσε την ανερχόμενη δύναμη του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου, δεν ήταν μόνο η επέκταση(εν ονόματι της απελευθέρωσης των ελλήνων και χριστιανών αδελφών)  αλλά και η συγκρότηση της Ελλάδας σε «δεύτερης τάξης δύναμη» στην περιοχή, που δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί από κανένα άλλο γειτονικό κράτος.
Οι εκλογές του Νοέμβρη 
του 1920

Μετά την υπογραφή της συνθήκης διαμελισμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο Βενιζέλος γύρισε στην Ελλάδα και προκήρυξε εκλογές. Θεωρούσε δεδομένο ότι θα τις κέρδιζε, παρά το κλίμα έντασης και βίας που επικρατούσε. Είχε δεχτεί ο ίδιος δολοφονική επίθεση, ενώ  είχε εκτελεστεί στο δρόμο ο Ιων Δραγούμης, ένας εξέχων εθνικιστής διανοούμενος . 
Το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν πολιτικό σοκ.. Ο Βενιζέλος συντρίφτηκε εκλογικά, παρά τα κόλπα με τη ψήφο του στρατού και τη νοθεία.  Η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» είχε  αποκτήσει σαρωτική πλειοψηφία.
1920-22 :Εθνικός Διχασμός
Ήταν ξεκάθαρο ότι ο Εθνικός Διχασμός ήταν ενεργός από το 1915, αλλά  πως θα επιδρούσε τώρα τις εξελίξεις; 
Η Μεγάλη Ιδέα είχε τρείς βασικές προϋποθέσεις: 
Η πρώτη ήταν η συμμαχία και η στήριξη από τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Και αυτή η συμμαχία εδραζόταν στα κοινά  και συναφή συμφέροντα της Ελλάδας και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Βέβαια σ ’αυτή τη συμμαχία δεν υπήρχε ισότητα δικαιωμάτων. Το ελληνικό κράτος κέρδιζε από τη συνεργασία στο μέτρο που εξυπηρετούσε τη βρετανική πολιτική. Έπαιζε ουσιαστικά το ρόλο του εκτελεστικού βραχίονα.
Περνώντας από αυτή τη γενική προσέγγιση στα συγκεκριμένα: η Βρετανία  εκείνη την εποχή ενδιαφερόταν πρωτίστως για τη «γραμμή συγκοινωνιών» μέχρι την Ινδία και τα πετρέλαια που είχαν ανακαλυφθεί τότε στην περιοχή της Μοσούλης. Μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μόνο ο ελληνικός στρατός μπορούσε στην περιοχή να καλύψει αυτό το καθήκον. Γι’ αυτό και η υποστήριξη των ελληνικών διεκδικήσεων στη Μικρα Ασία, από τη βρετανική κυβέρνηση του Λόυντ Τζώρτζ.
Οι μεταπολεμικές συνθήκες όμως, άλλαξαν ριζικά. Και έτσι έπρεπε να αλλάξει και η πολιτική. Ο νέος και ανατρεπτικός παράγοντας των συνθηκών ήταν ο μπολσεβικισμός και ιδιαίτερα ο Κόκκινος Στρατός. Κατά τεκμήριο, ο ιδιαίτερα αξιόμαχος στρατός  εκείνα τα χρόνια. Αφού συνέτριψε τους Λευκούς κατηφόρισε γρήγορα προς τον Καύκασο. Ξεκαθάρισε την περιοχή από τις ιμπεριαλιστικές συνωμοσίες και ακύρωσε τη συνθήκη υποταγής της Αρμενίας στη κεμαλική Τουρκία. Έτσι η κατεύθυνση της βρετανικής πολιτικής έμπαινε σε άλλη βάση. Το κεντρικό ερώτημα ήταν πια ο φραγμός στον μπολσεβικισμό, και όλα τα άλλα ακολουθούσαν. Με αυτά τα δεδομένα η Ελλάδα, είτε του Βενιζέλου είτε του βασιλιά, αποκτούσε μικρότερη αξία. Το ρόλο του φραγμού μπορούσε να τον παίξει μόνο η Τουρκία του Κεμάλ. Και έτσι έγινε. Μετά από ένα μικρό διάστημα συνεργασίας με την ΕΣΣΔ, ο Κεμάλ προσανατολίστηκε σταθερά προς την πλευρά του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Αυτό καταγράφηκε ξεκάθαρα στη συμφωνία για τα Στενά.
Να γιατί για την στροφή της βρετανικής πολιτικής δεν έφταιγε η επιστροφή του βασιλιά, που έτσι και αλλιώς είχε μετεξελιχθεί (μαζί με τις 6 αντιβενιζελικές κυβερνήσεις της περιόδου 1920-22) στα πιο σταθερά στηρίγματα του βρετανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή. 
Η δεύτερη προϋπόθεση ήταν  ότι δεν θα εμφανιζόταν τουρκικό εθνικό κίνημα. Ο Βενιζέλος εκτιμούσε ότι οι μουσουλμάνοι κάτοικοι στις κατακτημένες περιοχές θα ήταν υποτακτικοί πολίτες γιατί θα ήταν φοβισμένοι και υπάκουοι. Ένας άλλος πολιτικός, πολύ μεγαλύτερου βεληνεκούς, ο Τσώρτσιλ, προειδοποιούσε ότι για το πώς θα αντιδρούσαν οι μουσουλμάνοι, δεν θα έπρεπε να κοιτάζει κανείς τη κυβέρνηση ανδρεικέλων στην Κωνσταντινούπολη, που είχε επικεφαλής το σουλτάνο και το χαρέμι του. Αλλά, κυρίως, τους χωρικούς της Ανατολίας και τους νέους αξιωματικούς του τουρκικού στρατού. Και είχε  απόλυτα δίκαιο!
Αυτή η εκτίμηση βρήκε την επιβεβαίωση της στον πόλεμο μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού στρατού. Την περίοδο 1919-20, ο ελληνικός στρατός 35χιλιάδων οπλιτών αντιμετώπιζε μπουλούκια ατάκτων, που έφταναν τις 10χιλιάδες, αλλά δεν κατάφερε ούτε μια αποφασιστική νίκη ενάντια τους. Να σημειώσουμε σ’αυτό το σημείο ότι η στρατιωτική ηγεσία και το σώμα των αξιωματικών ήταν κυρίαρχα βενιζελικό. Το 1921, ο ελληνικός στρατός εξαπέλυσε 4 επιθετικές επιχειρήσεις και έφτασε μέχρι τον Σαγγάριο. Η δύναμη του, τότε, είχε ξεπεράσει τις 100 χιλιάδες άνδρες και είχε απέναντι του ένα τακτικό στρατό αυτή τη φορά, που αντιστοιχούσε στο 1/3 του μεγέθους του. Και πάλι δεν πέτυχε τίποτα.
 Το 1922, λίγο πριν την καταστροφή, οι δύο στρατοί ήταν ισοδύναμοι, με περίπου  200 χιλιάδες οπλίτες ο καθένας. Δεν ήταν ισάξιοι όμως με τίποτα. Το σώμα των τούρκων αξιωματικών ήταν πολύ πιο έμπειρο στις μεγάλες επιχειρήσεις και στο πόλεμο ελιγμών, που αναπτυσσόταν στην μικρασιατική ενδοχώρα. Επίσης είχαν αναδειχθεί στις θέσεις τους μόνο μέσα από τη συμμετοχή τους στις μάχες. Αλλά το μεγάλο πλεονέκτημα του κεμαλικού στρατού ήταν οι απλοί στρατιώτες του, που πολεμούσαν για έναν σκοπό στον οποίο πίστευαν. Το πάθος τους για τη νίκη, μετέτρεψε το στρατό του Κεμάλ σε ακαταμάχητη δύναμη.
Για αυτό δεν στέκει το επιχείρημα ότι οι 500 βενιζελικοί αξιωματικοί, που είτε αποστρατεύτηκαν είτε λιποτάκτησαν όταν άλλαξε η κυβέρνηση, έκριναν την αποτελεσματικότητα του ελληνικού στρατού.
Η τρίτη προϋπόθεση ήταν η αντιπολεμική διάθεση του ελληνικού λαού. Τα αποτελέσματα των εκλογών, το Νοέμβρη του 1920, το  επιτελείο της «Ηνωμένης Αντιπολίτευσης» τα διάβασε λάθος. Είδε τη ψήφο υπέρ του βασιλιά χωρίς να προσέξει το μήνυμα. Είδε τη μορφή και όχι το περιεχόμενο. Ο Βενιζέλος κατάλαβε πολύ καλύτερα τα πράγματα: ο λαός δεν ενέκρινε την πολιτική του. Που ήταν ποια; Ήταν η πολιτική του διαρκούς πολέμου. Γιατί μόνο αυτό εγγυόταν η ενδεχόμενη νίκη του. Η ψήφος του λαού ήταν αρνητική και ήταν αντιπολεμική. Ψήφισαν μαζικά κατά του Βενιζέλου γιατί τον ταύτισαν, και σωστά, με τον πόλεμο.
Το χάσμα μεταξύ  των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων, που συνέχισαν την επεκτατική πολιτική του Βενιζέλου, και των λαϊκών μαζών αποκαλύφθηκε πολύ γρήγορα. Το 1921, στη γενική επιστράτευση, από ένα σύνολο 342 χιλιάδων υπόχρεων να υπηρετήσουν, οι ανυπότακτοι προσέγγισαν στις 143 χιλιάδες! Οι στρατιωτικές υπηρεσίες εκτιμούσαν ότι το σύνολο των ανυπότακτων και των λιποτακτών  ξεπερνούσε ίσως τις 300 χιλιάδες! Πρόκειται για απίστευτα νούμερα, αν θεωρήσουμε ότι ο απλός λαός υποστήριζε  αυτό τον πόλεμο σαν δίκαιο και απελευθερωτικό. Αυτοί οι αριθμοί εξηγούνται μόνο αν ο κόσμος μισούσε την εκστρατεία στη Μικρά Ασία.
Ο Εθνικός Διχασμός είχε τις εξάρσεις του αλλά και υφέσεις του. Μια τέτοια στιγμή ύφεσης ήταν όταν αντιβενιζελικοί και βενιζελικοί ψήφισαν μαζί το Ν2870/1922. Ήταν Ιούνης του 1922, όταν προνοώντας για τα κύματα των προσφύγων που θα έφταναν στα λιμάνια του  Αιγαίου, αποφάσισαν να απαγορεύσουν σε όσους ,είτε δεν ήταν έλληνες πολίτες, είτε δεν διέθεταν τα ανάλογα έγγραφα, να πλησιάσουν…
Η  πιο μεγάλη έξαρση του Εθνικού Διχασμού, ήταν μετά το πραξικόπημα του Σεπτέμβρη του 1922. Συνελήφθησαν  τότε διάφορα κυβερνητικά και στρατιωτικά στελέχη του μοναρχισμού και μετά από δίκη καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν. Ήταν μια δίκη παρωδία.. Αλλά και απολύτως αναγκαία για το πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο. Οι εκτελεσμένοι ήταν τα εξιλαστήρια θύματα για να εκτονωθεί η οργή των μαζών.
Εν τέλει που κατέληξε ο Εθνικός Διχασμός; Χάθηκε γιατί τον καταβρόχθισε η εξέγερση του «Μάη του ‘36» στη Θεσσαλονίκη. Τότε σ’ αυτή την εξέγερση για πρώτη φορά ντόπιοι και πρόσφυγες, έλληνες και  εθνικές μειονότητες, πολεμήσαν μαζί ενάντια στους εργοστασιάρχες του καπνού και την αστυνομία. Ήταν ένας αγεφύρωτος ταξικός διχασμός. Ήταν μια εξέγερση από το μέλλον. 
 Για την άρχουσα τάξη και τους ιδεολόγους της η μικρασιατική καταστροφή είχε και έχει ιδιαίτερη αξία για τα μαθήματα που προσφέρει: να πηγαίνουμε πάντα με τους νικητές (η λεγόμενη σωστή πλευρά της  ιστορίας) είναι το πρώτο και δεύτερο, η εθνική ενότητα…Είναι ακριβώς τα αντίθετα διδάγματα που βγάζουν οι αγωνιστές/στριες του κινήματος: πάντα με το δίκαιο (και ας είμαστε προσωρινά η αδύνατη πλευρά) και πάντα με τη μέθοδο της ταξικής πάλης.

Φύλλο Εφημερίδας