Το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ Αθήνας επιστρέφει μετά από δύο χρόνια απουσίας και αυτό αναμφισβήτητα αποτελεί μια θετικότατη εξέλιξη στην παρούσα ζοφερή συγκυρία.
Στις 1-2-3 Ιουλίου, οργανώσεις της Αριστεράς, δίκτυα αλληλεγγύης, μεταναστευτικές συλλογικότητες, αντιρατσιστικές ομάδες και κάθε μεμονωμένος/η αγωνιστής/τρια, θα συναντηθούν ξανά προκειμένου να συζητήσουν γύρω από τις τρέχουσες εξελίξεις του προσφυγικού, την ανάλγητη στάση της ελληνικής κυβέρνησης και τα αναγκαία βήματα που πρέπει να κάνει το αντιρατσιστικό κίνημα.
Κρίσιμη περίοδος
Το φεστιβάλ διοργανώνεται ξανά σε μια περίοδο δύσκολη όπου τα καθήκοντα της αντιρατσιστικής πάλης πρέπει να αναβαθμιστούν. Ο λόγος είναι ότι το προσφυγικό ζήτημα έχει περάσει σε μια νέα φάση, ακόμη σκληρότερη, κατά την οποία η ρατσιστική βία αναπαράγεται είτε θεσμικά είτε εξωθεσμικά σε μεγαλύτερη κλίμακα, χωρίς να μιλάει κανένας για αυτήν. Τα αλλεπάλληλα push backs, οι καταγγελίες για «εξαφανίσεις» προσφύγων από την ελληνική επικράτεια, η συνέχεια της ύπαρξης των στρατοπέδων-κολαστηρίων στα νησιά, οι προτάσεις για επέκταση του φράχτη στον Έβρο, η αρνήσεις στις χορηγήσεις ασύλου και η παντελής μέριμνα για τον προσφυγικό πληθυσμό την περίοδο της πανδημίας, συνιστούν εγκλήματα που θα γραφτούν στις μαύρες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως και οι προκάτοχοί της στο ΣΥΡΙΖΑ, φέρουν την απόλυτη ευθύνη για αυτή τη ντροπή. Η Ευρώπη και συνολικά ο κόσμος, εισέρχεται σε μια νέα περίοδο, κατά την οποία οι διακρατικές μετακινήσεις πληθυσμών δε θα αποτελούν την εξαίρεση αλλά τον κανόνα. Οι πόλεμοι, η πανδημία και η κλιματική κρίση είναι λίγοι μόνο από τους λόγους που προκαλούν μαζικά προσφυγικά κύματα, τα οποία δεν αντιμετωπίζονται με κλειστά σύνορα, αλλά με ασφαλείς διόδους διέλευσης, χώρους υποδοχής και προγράμματα στήριξης και ένταξης των πληγέντων. Ο πόλεμος στην Ουκρανία υπενθυμίζει με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο, ότι η αλληλεγγύη στους κατατρεγμένους δεν είναι μια πράξη α λα καρτ, αλλά μια ανάγκη διαρκής.
Και εκεί κρύβεται η υποκρισία της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και της ηγεσίας της Ε.Ε.. Τη στιγμή που ανοίγουν τις πόρτες τους -και ορθώς- στους πρόσφυγες της Ουκρανίας, λειτουργούν με τον πιο βάρβαρο και σαδιστικό τρόπο απέναντι στους πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή. Αυτό αποδεικνύει ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη τηρεί δύο μέτρα και δύο σταθμά στην προσφυγική της πολιτική, εξαρτώντας την από ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα. Η Ελλάδα προκειμένου να αναβαθμίσει το ρόλο της στο ΝΑΤΟ και στη Δύση, χορηγεί όπλα στην ουκρανική πλευρά, συντελώντας στην αύξηση του κύκλου βίας στην περιοχή. Αντί να εστιάσει στην ανθρωπιστική βοήθεια, στην ανάπτυξη προγραμμάτων αλληλεγγύης μεταξύ των λαών και στην ανάγκη τερματισμού των πολεμικών επιχειρήσεων, εκείνη έμμεσα τις ενισχύει.
Εγκλήματα στα σύνορα
Πέραν όμως, της διαχείρισης του ουκρανικού, η κυβέρνηση Μητσοτάκη παίζει πολύ επικίνδυνα παιχνίδια στα ελληνοτουρκικά. Οι πρόσφυγες γίνονται για μια ακόμη φορά ο σάκος του μποξ ανάμεσα στις δύο πλευρές, που τους εργαλειοποιούν επικοινωνιακά προκειμένου να αντλήσουν πολιτική υπεραξία σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο. Μετά από κάποιους μήνες παύσης, έχουν επανέλθει δυναμικά τα περίφημα αντιπροσφυγικά ρεπορτάζ, με δημοσιογράφους να κάνουν επιτόπια έρευνα στα σύνορα μαζί με την ακτοφυλακή ή τη Frontex προκειμένου να εντοπίσουν «λαθρομετανάστες». Διαρρέεται ότι αυξάνονται με ευθύνη της Τουρκίας τα προσφυγικά κύματα και γίνεται έκκληση στις επίσημες κρατικές αρχές να λάβουν μέτρα. Αντίστοιχες εικόνες είχαμε δει στα μεγάλα αστικά ΜΜΕ, τόσο το καλοκαίρι του 2015, όσο και την άνοιξη του 2020.
Όλα αυτά τη στιγμή που δεκάδες πρόσφυγες εγκλωβίζονται επί μέρες σε νησίδα του Έβρου, και παρά τις κραυγές τους, τις εκκλήσεις της εισαγγελίας Ορεστιάδας και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η αστυνομία και ο στρατός αρνούνται επιδεικτικά να τους διασώσουν. Όλα αυτά τη στιγμή που πάνω από 100 πρόσφυγες καταγγέλλουν ότι ενώ επέβαιναν σε ιστιοφόρο με κατεύθυνση προς την Ιταλία, συνελήφθησαν από τις ελληνικές αρχές κοντά στη Σάμο, ξυλοκοπήθηκαν και στη συνέχεια επαναπροωθήθηκαν στην Τουρκία. Όλα αυτά τη στιγμή που όλα τα επίσημα θεσμικά όργανα του ελληνικού κράτους και της Ε.Ε. λειτουργούν στα σύνορα με προμετωπίδα το τρίπτυχο «απέλαση-καταστολή-απώθηση».
Τι να πει κανείς όμως, όταν ο Συνήγορος του Πολίτη, υπεράνω κάθε υποψίας για αριστερισμό, διερευνά περισσότερες από 50 καταγγελίες επαναπροωθήσεων στον Έβρο και στο Αιγαίο. Μάλιστα ο επικεφαλής του, Ανδρέας Ποττάκης, μιλώντας στη βουλή ζήτησε να δοθούν στην ανεξάρτητη αρχή τα θεσμικά εργαλεία για να μπορέσει να διερευνήσει τις καταγγελίες με αποτελεσματικότητα, ενώ απηύθυνε επίσης έκκληση στην κυβέρνηση και στα όργανα εσωτερικού ελέγχου της ΕΛ.ΑΣ. και του Λιμενικού να αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα τις καταγγελίες. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ καμία ΕΔΕ και κανένας έλεγχος εκ των έσω δεν τιμώρησε όσους αποτελούν τον κατασταλτικό και ρατσιστικό μακρύ χέρι του κράτους. Αντιθέτως μάλιστα, στην έκθεση του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας για το 2021, φαίνεται ότι στο 27,7% των ρατσιστικών επιθέσεων που σημειώθηκαν, οι δράστες ήταν ένστολοι (!).
Αντιρατσιστική απάντηση
Απέναντι σε όλη αυτή την τραγική κατάσταση, ο κόσμος του αντιρατσιστικού κινήματος και της Αριστεράς, πρέπει να δώσει ένα δυναμικό «παρών» στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ και να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα απέναντι στην κυβέρνηση και την ΕΕ. Το Φεστιβάλ δεν αποτελεί απλώς μια στιγμή μέσα στο χρόνο αλλά μια διάρκεια μέσα στα χρόνια, γύρω από την οποία συσπειρώνονται άτομα, οργανώσεις και συλλογικότητες και μοιράζονται ιδέες, σκέψεις και προτάσεις για δράση.
Το φετινό του σύνθημα είναι «Push back στον ρατσισμό και τον πόλεμο» και όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι διοργανωτές του «δεν είναι μόνο το κορυφαίο γεγονός του αντιρατσιστικού κινήματος -μια «διαδήλωση» δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων υπέρ των προσφύγων και των μεταναστών/τριών. Ούτε είναι μόνο ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό event, με τρία stages και αξέχαστα live. Το πιο σημαντικό είναι ότι το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ αποτελεί μια μοναδική γιορτή της ενότητας μέσα από τη διαφορετικότητα, μια ανάσα αλληλεγγύης σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον ζόφου».
Αυτός είναι και ο λόγος που το Φεστιβάλ πρέπει να ενισχυθεί με την ενεργή παρουσία όλων μας, προκειμένου ο ρατσιστικός κατήφορος της κυβέρνησης και της ΕΕ, να βρει την καλύτερη απάντηση. Μια απάντηση που χτίζεται στους αγώνες και στα κινήματα.