Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία βρίσκεται σε ένα επικίνδυνο βάλτωμα, που μοιάζει με την προσωρινή νηνεμία πριν το ξέσπασμα μιας καταιγίδας. Είναι σαφές ότι όλες οι πλευρές ζυγίζουν τα υπέρ και τα κατά μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις, που αφορούν την κλιμάκωση, αλλά και τον κίνδυνο επέκτασης του πολέμου.
Η Ρωσία του Πούτιν, όπως συχνά συμβαίνει σε πολέμους, υποτίμησε το πολιτικό στοιχείο, θεωρώντας ότι η αναμφισβήτητη στρατιωτική υπεροπλία θα της επέτρεπε μια γρήγορη και σαφή νίκη, που δεν θα άφηνε χρονικά περιθώρια στους δυτικούς ιμπεριαλιστές για να αντιδράσουν αποτελεσματικά. Υποτίμησε το γεγονός, που στους 3 μήνες του πολέμου αποδείχθηκε ως αναμφισβήτητο, ότι η μεγάλη πλειοψηφία του ουκρανικού λαού θεωρεί την ανεξαρτησία της Ουκρανίας απέναντι στη Ρωσία ως αξία για την οποία δέχεται να αγωνιστεί και μάλιστα σκληρά. Η κυβέρνηση Ζελένσκι δεν κατέρρευσε όταν τα ρωσικά τανκς έφτασαν λίγα χιλιόμετρα από το Κίεβο, οι Ουκρανοί είχαν την επιλογή της αιματηρής άμυνας μέσα στις πόλεις τους, το ΝΑΤΟ απέκτησε τα αναγκαία χρονικά περιθώρια για να «τακτοποιήσει» τις εσωτερικές αντιφάσεις του και να οργανώσει μαζικές αποστολές σύγχρονων δυτικών όπλων προς τον ουκρανικό στρατό. Ακόμα και στο πεδίο των μαχών, ο συσχετισμός δύναμης άλλαξε, σε σύγκριση με αυτά που προϋπολόγιζε η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» που εξαπέλυσε ο Πούτιν στις 24 Φεβρουαρίου. Μετά από 3 μήνες ανελέητου πολέμου, ο ρωσικός στρατός –ένας από τους ισχυρότερους στον κόσμο– δεν έχει κατορθώσει να κατοχυρώσει τα σαφή κέρδη που θα επέτρεπαν στον Πούτιν να δηλώσει μια «ικανοποιητική νίκη» και να αναζητήσεις τις συνέχειες μέσω διαπραγματεύσεων με τους ευρωατλαντιστές.
Ουκρανική αυτοδιάθεση
Σε αυτήν την αρχική φάση των μαχών αναδείχθηκε μια πρώτη και βασική πτυχή αυτού του πολέμου: η ρωσική εισβολή είναι μια επιθετική-ιμπεριαλιστική απόπειρα επιβολής, σε βάρος ενός ασθενέστερου αλλά αποφασισμένου να αντισταθεί γειτονικού λαού. Η Αριστερά διεθνώς, όφειλε και οφείλει να καταγγείλει χωρίς επιφυλάξεις και δισταγμούς την εισβολή, να απαιτήσει την άμεση αποχώρηση του ρωσικού στρατού από το ουκρανικό έδαφος, να αναγνωρίσει στον ουκρανικό λαό το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, τη δυνατότητα να αποφασίσει ο ίδιος ανεμπόδιστα για το μέλλον του. Η συντριβή της ουκρανικής εθνικιστικής ακροδεξιάς (που είναι ισχυρή όχι μόνο στην Ουκρανία, αλλά και στη Ρωσία και αλλού…), αλλά και η διαμόρφωση μιας δημοκρατικής λύσης στα ζητήματα καταπίεσης των ρωσόφωνων μειονοτήτων στην ανατολική Ουκρανία, δεν είναι ζητήματα/καθήκοντα που μπορούν να επιλυθούν με αυθεντικό και ανθεκτικό τρόπο υπό την απειλή των όπλων ενός εισβολέα. Οι (μειοψηφικές, αλλά υπαρκτές) δυνάμεις της Αριστεράς που μάσησαν τα λόγια τους μπροστά στη ρωσική εισβολή και –χειρότερα!– όσοι/ες προσπάθησαν να την δικαιολογήσουν προβάλλοντας αλλοπρόσαλλα «γεωπολιτικά» σκεπτικά, πήραν/παίρνουν έναν επικίνδυνο δρόμο πρόσδεσης στην ουρά ενός «πεινασμένου» ιμπεριαλιστικού πόλου, στη σύγκρουσή του με το συνασπισμό των «χορτάτων» ιμπεριαλιστών του ΝΑΤΟ.
Σε αυτή την εφημερίδα, θεωρούμε ότι έχουμε καλύψει αυτά τα καθήκοντα, με τις θέσεις που πήραμε αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Όμως, στη σύγχρονη εποχή –δηλαδή στην εποχή του ιμπεριαλισμού, του «ανώτατου στάδιου ανάπτυξης του καπιταλισμού»– οι μεγάλες πολεμικές συγκρούσεις σπανίως καθορίζονται από μία και μόνο πτυχή.
Ενδοϊμπεριαλιστική
αντιπαράθεση
Η παρέμβαση του ΝΑΤΟ στο εσωτερικό της Ουκρανίας έχει πάρει τόσο σημαντικές διαστάσεις που δεν είναι δυνατόν να υποτιμάται. Οι ΗΠΑ έχουν πλέον διαθέσει στα εξοπλιστικά προγράμματα προς τον ουκρανικό στρατό κονδύλια που αθροιστικά προσεγγίζουν τα 100 δισ. δολάρια. Ξεπερνούν δηλαδή το άθροισμα των πόρων που η κυβέρνηση Μπάιντεν διαθέτει για την περίθαλψη, την εκπαίδευση, την κοινωνική προστασία στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Στις αποστολές όλο και πιο «εξελιγμένων» (δηλαδή καταστρεπτικών) πυραυλικών συστημάτων, η προσπάθεια να διακρίνει κανείς μεταξύ «αμυντικών» και «επιθετικών» όπλων, είναι απλώς γελοία. Στην κλιμάκωση των νατοϊκών εξοπλισμών προς τις ουκρανικές δυνάμεις, ο Πούτιν βρίσκει το άλλοθι για να κλιμακώσει τα ρωσικά όπλα που εμπλέκονται ήδη στην εισβολή στην Ουκρανία, ρίχνοντας βαρύτερες και πολύ πιο καταστρεπτικές απειλές προς τους Ουκρανούς και αφήνοντας Ρώσους επισήμως να επαναλαμβάνουν τις απειλές για χρήση πυρηνικών όπλων. Για άλλη μια φορά στην ιστορία βρισκόμαστε μπροστά στην απόδειξη ότι η κλιμάκωση των εξοπλισμών οδηγεί στην κλιμάκωση του πολέμου.
Ο κίνδυνος της κλιμάκωσης πάντα συνδέεται με τον κίνδυνο της επέκτασης. Τα ρωσικά χτυπήματα σε γραμμές μεταφοράς νατοϊκών όπλων στο εσωτερικό της Ουκρανίας, αν επεκταθούν σε χτυπήματα πχ στο πολωνικό έδαφος μπορούν να δώσουν τη «σπίθα» για την πολεμική ανάφλεξη σε μια ευρύτερη περιοχή, με ανυπολόγιστες διεθνείς συνέπειες. Εμπλέκοντας χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, που διαθέτουν στρατούς με μεγάλες καταστρεπτικές δυνάμεις, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία μπορεί να εξελιχθεί σε ένα μείζονα πόλεμο στο κέντρο της Ευρώπης, φέρνοντας τον πλανήτη πιο κοντά στον εφιάλτη ενός Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Στην αρχή της εισβολής, ο Πούτιν έθετε ως στόχο την «ανάσχεση» του ΝΑΤΟ, μετά τα χρόνια της διεύρυνσής του προς την Ανατολική Ευρώπη. Τρεις μήνες μετά, το ΝΑΤΟ –που ένα μόλις χρόνο πριν χαρακτηριζόταν από τον Μακρόν ως «κλινικά νεκρό»– έχει επανασυσπειρωθεί. Η Σουηδία και η Φινλανδία, οι χώρες που έζησαν όλη την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου ως «ουδέτερες», κατέθεσαν επισήμως την αίτηση ένταξής τους στην ευρωατλαντική συμμαχία. Θα είναι μια αντιδραστική, προκλητική και επικίνδυνη εξέλιξη. Προς το παρόν όλες οι πλευρές δείχνουν να προσανατολίζονται σε ένα «ήπιο» σενάριο. Η Φινλανδία και η Σουηδία δηλώνουν ότι η ένταξή τους στο ΝΑΤΟ δεν θα συνοδευτεί με ανάπτυξη στρατιωτικών βάσεων και «στρατηγικών» ευρωατλαντικών όπλων στο έδαφός τους. Ο Πούτιν και ο Λαβρόφ ανταπαντούν ότι, υπό αυτές τις 2 προϋποθέσεις, δεν θα θεωρήσουν αυτή τη «διεύρυνση» ως απειλή για την ασφάλεια της Ρωσίας. Όμως ζώντας σε μια χώρα με μακρά πικρή πείρα για το τι σημαίνει ένταξη στο ΝΑΤΟ, γνωρίζουμε ότι κρίσιμες αποφάσεις ενίοτε επιβάλλονται από τις πραγματικές ηγεσίες του ευρωατλαντικού στρατοπέδου και ότι καμιά εμπιστοσύνη στις αρχικές δεσμεύσεις τους δεν είναι δικαιολογημένη. Με την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας, το ΝΑΤΟ έρχεται σε άμεση επαφή με τα ρωσικά σύνορα, και αυτό από μόνο του συνιστά ιδιαίτερα επικίνδυνη εξέλιξη.
Αυτή η βαθιά εμπλοκή του ΝΑΤΟ θα αποδειχθεί κρίσιμη και στο πεδίο των διαπραγματεύσεων για το μέλλον της Ουκρανίας. Εάν και όταν φτάσει η ώρα της αποφασιστικής διαπραγμάτευσης, είναι σαφές ότι αυτή θα διεξαχθεί κυρίως μεταξύ της Ρωσίας και της ευρωατλαντικής ηγεσίας. Και η ιστορία των σχέσεων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων αποδεικνύει ότι είναι πιθανότατο να επιφυλάξουν πικρές λύσεις στον ουκρανικό λαό.
Ασφαλώς θα ήταν λάθος να κατανοούμε το ευρωατλαντικό στρατόπεδο ως απόλυτα ομογενοποιημένο. Οι διαφορετικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης πάνω στις ευρωπαϊκές οικονομίες, αλλά και οι διαφορετικοί δεσμοί των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών ομίλων με τη ρωσική οικονομία, είναι μια βάση για ανάπτυξη «αυτονομιών». Που είναι φανερές στους χειρισμούς του Μακρόν, στις διχογνωμίες της γερμανικής ηγεσίας, στις προτάσεις Ντράγκι για μια ευρωπαϊκή πρωτοβουλία διαπραγμάτευσης με τον Πούτιν κ.ο.κ. Το ΝΑΤΟ ποτέ δεν ήταν, και δεν είναι ούτε σήμερα, ικανό για να εκμηδενίζει τις διαφορές προσανατολισμού, ακόμα και τους ανταγωνισμούς των κρατών-μελών του. Όμως το έδαφος μιας πολεμικής κρίσης ενισχύει τις δυνατότητες της αμερικανικής ηγεσίας να επιβάλει, έστω για την ώρα, τις κατευθύνσεις…
Αυτή η βαθιά νατοϊκή εμπλοκή, αναδεικνύει τη δεύτερη πτυχή της ουκρανικής κρίσης, πτυχή που έχει γίνει πιο φανερή στην παρούσα φάση του πολέμου: μιας σύγκρουσης ενδοϊμπεριαλιστικής, μιας αντιπαράθεσης «δι’ αντιπροσώπων» μεταξύ Ρωσίας και Δύσης στο ουκρανικό έδαφος.
Αυτή η διαπίστωση φωτίζει καλύτερα τα καθήκοντα της ριζοσπαστικής Αριστεράς διεθνώς: που πρέπει να συνεχίζει να καταγγέλει τη ρωσική εισβολή, να διαδηλώνει την αλληλεγγύη της προς τον ουκρανικό λαό, αλλά με τα μέσα, τα συνθήματα και την τακτική που θα διασφαλίζουν την απόλυτη ανεξαρτησία, την αντιπαράθεση και την προοπτική της ρήξης τόσο σε σχέση με τις κυβερνήσεις (ο καθένας στη «δική του» χώρα…) όσο και σε σχέση με τις διεθνικές συμμαχικές οργανώσεις τους, κυρίως το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Η επόμενη σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ, στις 29-30 Ιούνη στη Μαδρίτη, θα πρέπει να μας βρει στους δρόμους. Γιατί οι αποφάσεις της θα είναι κρίσιμες για το μέλλον της Ουκρανίας, της Ευρώπης, του κόσμου. Και θα ήταν ευχής έργο το να μπορούσε να οργανωθεί και μια διεθνής και διεθνιστική αριστερή απάντηση σε αυτή τη μάζωξη των επικίνδυνων γερακιών του πολέμου, που σήμερα καμώνονται ότι νοιάζονται για την ειρήνη στην Ουκρανία, ενώ εργάζονται για την εμπέδωση της κυριαρχίας τους στον κόσμο.