Γαλλία: Το κίνημα στο μεταίχμιο

Φωτογραφία

Αυτό το φύλλο της «Ε.Α.» τυπωνόταν (5/4) καθώς ήταν σε εξέλιξη η συνάντηση των γαλλικών συνδικαλιστικών ηγεσιών με την πρωθυπουργό Ελιζαμπέτ Μπορν. Μια συνάντηση που ο σύντροφος Λεόν Κρεμιέ χαρακτήριζε ως «δίχως κανένα νόημα, εκτός αν επιφυλάσσει θετικές ή αρνητικές εκπλήξεις». Η συνάντηση αυτή γινόταν την παραμονή της -από καιρό ανακοινωμένης- 11ης «Μέρας Δράσης» της διασυνδικαλιστικής επιτροπής στις 6 Απρίλη. 
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
.

Από τις πιθανές (θετικές ή αρνητικές) «εκπλήξεις» στις 5 Απρίλη και από  τη «δοκιμασία» στις 6 Απρίλη (μετά από πολλούς μήνες αγώνα και μιας παρατεταμένης διαρκούς μάχης τις τελευταίες εβδομάδες, με τον Μακρόν ανυποχώρητο) θα φανεί αν η σύγκρουση περνά σε μια νέα φάση.    
Μετά την καταφυγή του Μακρόν στο διάταγμα 49.3 για να παρακάμψει τη Βουλή, όπου η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση είχε καταδικαστεί σε ήττα, η σύγκρουση έφτασε σε σημείο βρασμού δεύτερο μισό του Μάρτη: καθημερινές «άγριες» διαδηλώσεις, σκλήρυνση των απεργιών στους κλάδους που βρίσκονταν σε επαναλαμβανόμενες απεργίες, επέκταση των μπλόκων και των αποκλεισμών (σε λιμάνια, δεξαμενές καυσίμων, δρόμους, αεροδρόμια κλπ) μαζική εμφάνιση της νεολαίας, επιτυχία όσων κεντρικών συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων βγήκαν μετά το διάταγμα.
Αυτή η κλιμάκωση της αντίστασης αναμετριέται με δύο προκλήσεις. Αφενός, την κλιμάκωση της κρατικής καταστολής: Πολλαπλασιασμός των απαγορεύσεων συγκεντρώσεων, «προληπτικές» συλλήψεις, αστυνομικός έλεγχος της εισόδου και της εξόδου στο πανεπιστήμιο Τολμπιάκ στο Παρίσι, έφοδος της αντιτρομοκρατικής σε μια κατάληψη στο Μπορντό κ.ο.κ. Η Αστυνομία ωστόσο αντιμετωπίζει δυσκολίες. Όπως γράφει ο Ερίκ Λορντόν, σε ένα (κατά τα άλλα υπερβολικά αισιόδοξο αλλά εξαιρετικά παθιασμένο) άρθρο: «Αν τα Κεντρικά της Αστυνομίας διαθέτουν ένα φωτεινό πίνακα κρίσεων όπως στην ταινία Dr. Strangelove, αυτές τις μέρες πρέπει να θυμίζει χριστουγεννιάτικο δέντρο…». 
Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η δεύτερη, που αφορά τις εσωτερικές αδυναμίες της ίδιας της αντίστασης, με πολλούς συντρόφους και συντρόφισσες να εστιάζουν στην απουσία πλατιάς αυτό-οργάνωσης. Είναι αρκετά, εμπνευστικά και συγκινητικά τα τοπικά παραδείγματα τέτοιων προσπαθειών από πλατιές μειοψηφίες του εργατικού κινήματος. Αλλά στη μεγάλη εικόνα (μικρή συμμετοχή στις Γενικές Συνελεύσεις των κλάδων που βρίσκονται απεργία, περιορισμένη εμφάνιση τοπικών «διακλαδικών» οι οποίες να συντονίζουν και να επιχειρούν τη διεύρυνση της απεργίας), απουσιάζει η αυτό-οργάνωση η οποία αποτέλεσε ιστορικά τη ρίζα της δύναμης του γαλλικού εργατικού κινήματος στις καλύτερες στιγμές του (το 1995 ή το 2010). 
Ο ρυθμός της αντιπαράθεσης και η διεύθυνση της αντίστασης παραμένει εν πολλοίς στα χέρια της πανεθνικής διασυνδικαλιστικής, η οποία έχει υιοθετήσει μια στάση που «δεν εμποδίζει» (ρητορικά μάλιστα «ενθαρρύνει») αλλά ούτε «προωθεί ενεργά» μια κλιμάκωση (χάνοντας μεγάλες ευκαιρίες κυρίως το Γενάρη και στις 7 Μάρτη). 
Κάπως έτσι, στις αρχές Απρίλη, βρισκόμασταν σε μια κατάσταση που συνοψίζει ο Λεόν Κρεμιέ (στο άρθρο «Μια εξουσία απομονωμένη, αλλά κι ένα κίνημα σε αναμονή») ως εξής: «η γενική αίσθηση είναι, για άλλη μια φορά, αυτή της αναμονής, χωρίς ούτε το κίνημα ούτε η κυβέρνηση να γέρνει την πλάστιγγα υπέρ του». 
Αναμένοντας την (θετική ή αρνητική) έκβαση αυτής της οριακής συνθήκης, αναδημοσιεύουμε το κύριο άρθρο του Contretemps, περιοδικού της ευρύτερης γαλλικής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Γραμμένο τις μέρες μετά το «49.3», αποτελεί «ντοκουμέντο» που διατηρεί την αξία του ως καταγραφή του χαρακτήρα της σύγκρουσης μετά το «49.3», τα επίδικα και τους κινδύνους που άνοιξαν, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες που έδειξε η εργατική αντίσταση σε αυτή τη μάχη. 

Για την εξέγερση

(ολόκληρο στο Rproject.gr)

Με το χτύπημα του 49.3, φτάσαμε στη στιγμή της αλήθειας για την ταξική μάχη που ξεκίνησε 2 μήνες πριν. Την στιγμή που αποκαλύπτει το βαθύτερο νόημά της και θα κρίνει την έκβασή της.
Όσον αφορά την κυβέρνηση, τα πράγματα είναι απλά: Αυτή η πράξη επιβολής, σημάδι μιας νέας κατασταλτικής κλιμάκωσης, αποκαλύπτει την απομόνωσή της. Η μεταρρύθμισή της ήρθε άμεσα αντιμέτωπη με μια μαζική λαϊκή απόρριψη. Παρά τις μικροσυμφωνίες με την παραδοσιακή Δεξιά, η οποία βρίσκεται και η ίδια σε διαδικασία αποσύνθεσης, βρέθηκε σε θέση μειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση. Ο Μακρόν έχει κάνει αυτήν τη μεταρρύθμιση κεντρικό άξονα της δεύτερης θητείας του, ως την αδιάψευστη απόδειξη του νεοφιλελεύθερου ριζοσπαστισμού του και της αποφασιστικότητάς του να τσακίσει την αντίσταση ενός λαού που γνωρίζει ότι είναι «ανθεκτικός». Εξελίχθηκε σε συντριπτική απόδειξη του δομικά μειοψηφικού χαρακτήρα του κοινωνικού μπλοκ του οποίου ο ίδιος αποτελεί την τέλεια ενσάρκωση, υιοθετώντας τον ρόλο του ξεδιάντροπου υπαλλήλου μιας αστικής τάξης αχαλίνωτης, μεθυσμένης από διάθεση εκδίκησης ενάντια στις παραχωρήσεις στις οποίες υποχρεώθηκε στο παρελθόν, ως άξια απόγονος των Βερσαλλιών και της Επιτροπής Χυτηρίων (ΣτΜ: διαβόητα αντεργατικός και «παρεμβατικός» οργανισμός των ιδιοκτητών εργοστασίων χάλυβα και σιδήρου από το 1864 ως το 1940].
Αλλά αυτή η πράξη επιβολής είναι επίσης η στιγμή της αλήθειας και για τον πραγματικό αντίπαλο (ΣτΜ: της κυβέρνησης), το μαζικό κίνημα του συνδικαλιστικού κινήματος και της πολιτικής Αριστεράς. Αυτό έχει αναμφίβολα καταγράψει επιτυχίες: Υψηλά ρεκόρ στο μέγεθος των διαδηλώσεων, ένα πανεθνικό εδαφικό «ρίζωμα» που μάλλον δεν έχουμε ξαναδεί εδώ και μισό αιώνα, επίμονος χαρακτήρας, ενωτικό πνεύμα. Παρουσιάστηκε πλατιά ο συντριπτικά πλειοψηφικός χαρακτήρας της απόρριψης της μεταρρύθμισης. Στράφηκαν στο δρόμο της συλλογικής δράσης σημαντικά τμήματα της κοινωνίας, πέρα από τη συνηθισμένη «περίμετρο» της Αριστεράς και των συνδικάτων. Η κινητοποίηση στο δρόμο διαπέρασε τα και εκφράστηκε στα κοινοβουλευτικά σώματα, κάτι που επέτρεψε να κερδηθεί χρόνος, να αναπτυχθούν περαιτέρω τα επιχειρήματα και να αποκτήσει επιπλέον ορατότητα η λαϊκή αντίσταση.
Δημιουργήθηκε έτσι ένας συσχετισμός δύναμης ο οποίος είχε αντίκτυπο ακόμα και μέσα στις γραμμές της αστικής Δεξιάς. Στριμωγμένη στη γωνία, η κυβέρνηση δεν είχε άλλη επιλογή παρά να καταφύγει στο τελικό όπλο που της προσφέρει ένα σύνταγμα απολύτως σχεδιασμένο με σκοπό να φιμώνει τα μέσα έκφρασης της λαϊκής θέλησης, ακόμα και στις διαδικασίες για τις οποίες κάποτε υπερηφανεύονταν οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.
Αυτή η αυταρχική ορμητική φυγή προς τα μπρος είναι γεμάτη κινδύνους.
Καταρχήν, φέρνει το κοινωνικό κίνημα με την πλάτη στον τοίχο. Ενώ ισχύει ότι το κίνημα κατάφερε να αποδείξει την πλειοψηφική του νομιμοποίηση, έχει επίσης αποδειχθεί ανίκανο να καταφέρει την απόσυρση μιας μεταρρύθμισης που απορρίπτεται συντριπτικά. Η -καθορισμένη από την CFDT- στρατηγική της άσκησης πίεσης στην κυβέρνηση και το κοινοβούλιο έδειξε τα όριά της: το δημοκρατικό επιχείρημα είναι ανίσχυρο απέναντι σε μία βίαιη και αποφασισμένη εξουσία. Το ζήτημα της χρονικότητας αποκτά εδώ μια στρατηγική αξία.
Ενώ αναγνωρίζουμε την κρίσιμη σημασία της συντήρησης ενός ενωτικού πλαισίου (ΣτΜ: μεταξύ των μετριοπαθών και των μαχητικών συνομοσπονδιών), μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι η απόφαση του διασυνδικαλιστικού συντονισμού να συμβαδίζει με το κοινοβουλευτικό χρονοδιάγραμμα έβαλε εμπόδια στη «συγκέντρωση δύναμης», που αποτελεί ένα αποφασιστικό χαρακτηριστικό κάθε νικηφόρου κινήματος.
Για παράδειγμα, ήταν αναμφίβολα αναγκαίο να δοθεί, τουλάχιστον στην αρχή, προτεραιότητα στις μαζικές διαδηλώσεις, αλλά γιατί έπρεπε να οριστεί μια καθυστέρηση 12 ημερών ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη μέρα κινητοποίησης το Γενάρη; Όταν ανακοινώθηκε η ενεργοποίηση του 49.3, της απόλυτης «κόκκινης γραμμής» ακόμα και για τις πιο «υπεύθυνες» δυνάμεις του διασυνδικαλιστικού συντονισμού, και καθώς, απολύτως αναμενόμενα, η οργή πλημμύριζε τη χώρα, ήταν ανάγκη να οριστεί η επόμενη μέρα δράσης μια βδομάδα αργότερα;
Η εμπειρία του κινήματος του 2010, ενάντια στην προηγούμενη συνταξιοδοτική αντιμεταρρύθμιση, απέδειξε ότι στη νεοφιλελεύθερη εποχή, οι πολλαπλές μεμονωμένες «μέρες δράσης» [ΣτΜ: 24ωρες γενικές απεργίες], όσο πετυχημένες κι αν είναι με όρους συμμετοχής, δεν αρκούν για να υποχρεώσουν μια κυβέρνηση να υποχωρήσει. Για έναν τέτοιο στόχο απαιτούνται περισσότερα, και συγκεκριμένα η παρατεταμένη απεργιακή δράση που θα μπορεί πραγματικά να οδηγήσει μια χώρα σε παράλυση.
Προβλήματα
Ωστόσο πρέπει να παραμείνουμε διαυγείς: σε μια συνθήκη αποδυνάμωσης του εργατικού κινήματος, αποκέντρωσης της παραγωγικής δραστηριότητας και ισχυρών περιορισμών σε έναν σε μεγάλο βαθμό εξατομικευμένο κόσμο της εργασίας, μια τέτοια δράση είναι δύσκολη, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα. Ενώ και ο ίδιος ο δημόσιος τομέας έχει δει την «περίμετρό» του να συρρικνώνεται και τη συνεκτικότητά του να εξαρθρώνεται λόγω της ιδιωτικοποίησης, της αναδιάρθρωσης και του «ανοίγματος στον ανταγωνισμό».
Η δύναμή του να μπλοκάρει οικονομικές δραστηριότητες δεν είναι πλέον η ίδια, όπως και το βάρος του συνδικαλισμού στο εσωτερικό του. Είναι αυταπάτη να νομίζουμε ότι ένα απλό κάλεσμα για «γενική απεργία» [ΣτΜ: με τη γαλλική έννοια του όρου, που υπονοεί πλατιά συμμετοχή και παρατεταμένη  διάρκεια) και «αποφασιστικότητα» αρκεί ως θεμέλιο στρατηγικής, και είναι μάταιο να φωνάζουμε «προδοσία» αν δεν συμβαίνει αυτό. Στους καλύτερα οργανωμένους κλάδους, οι πρόσφατες εμπειρίες επαναλαμβανόμενων απεργιών που κράτησαν σε μεγάλη διάρκεια αλλά δεν νίκησαν, έχουν αφήσει πικρές μνήμες σχετικής απομόνωσης και βαριάς οικονομικής αιμορραγίας. Ούτε η «απεργία βατραχάκι» (ΣτΜ: με τα «πηδηματάκια» από την μία 24ωρη γενική απεργία στην επόμενη), ούτε η «απεργία δι’ αντιπροσώπου» (ΣτΜ: όπου ένας ή περισσότεροι κλάδοι αναλαμβάνουν «πληρεξούσια εντολή» να αγωνιστούν εκ μέρους μιας ευρύτερης πλειοψηφίας που υποστηρίζει το επίδικο του αγώνα αλλά δεν κινητοποιείται) είναι νικηφόρες επιλογές.
Καταφεύγοντας στο 49.3, ο υπολογισμός της κυβέρνησης είναι απολύτως κυνικός: […] ποντάρει σε ένα συνδυασμό πολιτικής «τετελεσμένων γεγονότων» και μιας δοκιμασίας δύναμης με μια αντίδραση «από τα κάτω», αναμφίβολα εκρηκτική, αλλά προορισμένη να κατακερματιστεί. Η εκτίμησή τους είναι ότι η «υπεύθυνη» πτέρυγα θα αναζητήσει μια «ομαλή» έξοδο, ενώ η πιο ριζοσπαστική θα βρεθεί εγκλωβισμένη στη λογική μειοψηφικών δράσεων. Και τότε θα αντιμετωπιστεί όπως πρέπει, δηλαδή με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν τα Κίτρινα Γιλέκα.
Αυτός ο υπολογισμός ενέχει σοβαρούς κινδύνους. Ο λιγότερο σοβαρός, για την κυβέρνηση, είναι οι προτάσεις μομφής στη Βουλή. […]
Ο άλλος κίνδυνος είναι, στην πραγματικότητα, τόσο αναμενόμενος από την κυβέρνηση που γίνεται σχεδόν δηλωμένος στόχος της. Η προσδοκώμενη ανικανότητα του κοινωνικού κινήματος και της Αριστεράς να σταματήσει μια μαζικά αποδοκιμασμένη «μεταρρύθμιση», θα φέρει την ακροδεξιά σε πλεονεκτική θέση να καλύψει το κενό.  Παραμονεύοντας σε ενέδρα από την αρχή αυτής της μάχης, το RN γνωρίζει ότι ο εκρηκτικός συνδυασμός της κοινωνικής απόγνωσης και μιας αποτυχίας της συλλογικής δράσης μπορεί να του δώσει την ώθηση που χρειάζεται για να έρθει στην εξουσία.
Αυτό επιβεβαιώνει για ακόμα μια φορά, στην κλίμακα μιας μείζονος κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, την αντικειμενική συμπαιγνία του Μακρονισμού και του Λεπενισμού. Ο ένας χρειάζεται τον άλλο για να συγκροτηθεί ένα πολιτικό τοπίο το οποίο επιτρέπει στον ένα, ως εκφραστής ενός μειοψηφικού αστικού μπλοκ, να κερδίζει τελικά στην κάλπη, και στον άλλο, ως παραπλανητικά εκφραστής της λαϊκής οργής, να παρουσιάζεται ως η μόνη αντιπολίτευση που μπορεί να τον νικήσει.
Μόνο που αυτήν τη φορά, ακούγονται φωνές, ακόμα και μέσα από το αστικό μπλοκ, που λένε ότι στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, αυτός ο εκβιασμός δεν θα λειτουργήσει πλέον. Ένας Μακρονισμός που θα βγει ασφαλώς πληγωμένος αλλά, τελικά, «νικηφόρος» απέναντι στην κοινωνική κινητοποίηση αποτελεί τη βασιλική οδό για μια μελλοντική νίκη της ακροδεξιάς. Μια τέτοια προοπτική, αν και δεν ενθουσιάζει τις κυρίαρχες μερίδες της αστικής τάξης, δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση και να τις ανησυχήσει. Σε αυτό το σενάριο, η Ιταλία της Μελόνι προαναγγέλει το μέλλον της Γαλλίας μετά τον Μακρόν.
Δυνατότητες
Ο άλλος κίνδυνος, ή ακριβέστερα, ο μοναδικός πραγματικός κίνδυνος για τους εμπνευστές του, είναι να δουν αυτόν τον υπολογισμό να ανατρέπεται από τα ίδια του τα αποτελέσματα. Γιατί αυτή η βίαιη επιβολή, εκ μέρους μιας μειοψηφικής εξουσίας, έδωσε νέα ώθηση σε μια κινητοποίηση η οποία δυσκολευόταν να βρει το βηματισμό της. Σε ολόκληρη τη χώρα, πολλαπλασιάζονται δράσεις οι οποίες υποδηλώνουν το πέρασμα σε μια νέα φάση: αυθόρμητες συγκεντρώσεις, ανάκαμψη και σκλήρυνση της στάσης των κλάδων που βρίσκονταν ήδη σε επαναλαμβανόμενες απεργίες, δραστηριοποίηση και νέων κλάδων, πολύμορφες δράσης αποκλεισμών, συγκρουσιακή εξέλιξη κάποιων διαδηλώσεων. Η διεύρυνση του πεδίου της πάλης είναι εδώ. 
Και σε αυτό ακριβώς βρίσκεται η ελπίδα για νίκη: σε μια νέα διαμόρφωση της λαϊκής κινητοποίησης, στο ύψος της πρόκλησης που της έθεσε αυτή η κυνική και βίαιη εξουσία. Μια κινητοποίηση ικανή, αυτή τη φορά στα αλήθεια, να ανέβει επίπεδο, συνδυάζοντας όλες τις μορφές δράσης που επιτρέπουν στη λαϊκή δύναμη να εκφραστεί και να παρατάξει την ισχύ της. «Κλασσικές» ή όχι, «ριζοσπαστικές» ή «υπεύθυνες», τοπικές ή συντονισμένες πανεθνικά γύρω από κάποιους (αναγκαίους) «σταθμούς», το ζήτημα είναι να αποδειχθεί η αλληλο-συμπληρωματικότητά τους, ενώ θα διατηρείται ο ενωτικός και μαζικός χαρακτήρας της συνολικότερης κινητοποίησης, που ήταν και η δύναμή της μέχρι τώρα.
Το ιστορικό προηγούμενο του CPE (ΣτΜ: μεγάλη νικηφόρα μάχη ενάντια στο Σύμφωνο Πρώτης Απασχόλησης των νέων εργαζόμενων το 2006) δείχνει ότι είναι εφικτό να πετύχουμε την απόσυρση ενός νόμου ακόμα και μετά την κοινοβουλευτική του επικύρωση. Αλλά η σημερινή πρόκληση είναι διαφορετικού μεγέθους. Για να μπορέσει το κίνημα να ανταποκριθεί στο καθήκον του, προϋποθέτει το μετασχηματισμό του μέσω μιας διπλής διεύρυνσης: Του ρεπερτορίου των δράσεών του και των στόχων του. Μόνο μια κοινωνική δημοκρατική εξέγερση μπορεί να απαντήσει στην πρόκληση της εξουσίας. Η απόσυρση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης παραμένει το κεντρικό ζήτημα, και είναι προφανές ότι η νίκη σε αυτόν το στόχο θα κλονίσει ανεπανόρθωτο τη σημερινή κυβέρνηση. Αλλά το επίδικο που τίθεται είναι να δοθεί ένα τέλος στον Μακρόν και στον κόσμο του. Το ερώτημα αυτό δεν είναι άλλο από αυτό μιας πολιτικής εναλλακτικής λύσης που να αξίζει το όνομά της.
Η κοινωνική δημοκρατική εξέγερση και εναλλακτική είναι πλέον το θέμα στην ημερήσια διάταξη.

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία