Δημοσια κοινά αγαθά και όχι εμπορεύματα

Φωτογραφία

Απέναντι στις εγκληματικές πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων και του κέρδους
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Χρήστος Σταυρακάκης

Ό ταν πριν τρία χρόνια ξέσπασε η πανδημία της COVID19, με τραγικό απολογισμό νεκρών, τα δημόσια συστήματα υγείας και στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον κόσμο ήταν αυτά που σήκωσαν όλο το «βάρος» της αντιμετώπισης της πανδημίας. Αντίθετα, ο ιδιωτικός τομέας της υγείας σφύριζε αδιάφορα ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας αλλά καραδοκούσε για να εισπράξει κέρδη και «ευεργεσίες» από τις κυβερνήσεις με κάθε ευκαιρία. Σε μια στιγμή κυριολεκτικά ζωής και θανάτου, αναδείχθηκε ο αναντικατάστατος ρόλος του δημοσίου -πόσο μάλλον όταν μιλάμε για τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο- δημιουργώντας ρήγματα στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη αντίληψη που υποστηρίζει ότι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστούν ποιοτικές και φθηνές υπηρεσίες (όπως υγεία, παιδεία, μεταφορές, κοινωνική ασφάλιση κλπ) για το σύνολο της κοινωνίας είναι οι σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις των πάντων. 
Αποδομώντας 
τις ιδιωτικοποιήσεις

Δυστυχώς, το προδιαγεγραμμένο έγκλημα στα Τέμπη έφερε ξανά στο προσκήνιο με τραγικό τρόπο αυτήν τη συζήτηση. Αυτήν τη φορά δεν ήταν μια απρόβλεπτη πανδημία, ούτε μια φυσική καταστροφή που δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Αντίθετα, η διάλυση του ενιαίου ΟΣΕ και η ιδιωτικοποίηση του μεταφορικού έργου -της πιο κερδοφόρας λειτουργίας των σιδηροδρόμων- προετοίμαζε αυτό το έγκλημα. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων κοστίζουν κυριολεκτικά ανθρώπινες ζωές, με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων που τις υλοποίησαν (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ), με την πλήρη στήριξη και αρωγή των λεγόμενων «πολιτικών της απελευθέρωσης» της ΕΕ, ειδικότερα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και μετά.
Το βασικό επιχείρημα υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων των κοινωνικών αγαθών και των δημόσιων υπηρεσιών εμπεριέχει πάντα τους εξής ισχυρισμούς: αφενός αδυναμία ή ανικανότητα κρατικής διαχείρισης και αφετέρου κοστοβόρα λειτουργία που βαραίνει τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα αναντίστοιχα με τις προσφερόμενες υπηρεσίες. Βέβαια, πάντα έχει προηγηθεί μία συστηματική απαξίωση από τη μεριά του κράτους με ελλιπή χρηματοδότηση και ανεπαρκή αριθμό εργαζομένων ώστε να στηριχθεί το αφήγημα και να μπορεί να έχει μια κάποια κοινωνική νομιμοποίηση. Οπότε, με σχετική ευκολία παρουσιάζονται οι ιδιωτικοποιήσεις ως μονόδρομος (σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία) και το κέρδος του ιδιωτικού τομέα και η οικονομική ανάπτυξη προς όφελός του, ως προϋπόθεση για την παροχή φθηνών και ποιοτικών υπηρεσιών.
Η εγχώρια και διεθνής εμπειρία από την ιδιωτικοποίηση κρίσιμων υπηρεσιών και κοινωνικών αγαθών συνηγορούν ακριβώς στο αντίθετο. Δεν είναι δύσκολο να ανατρέξει κανείς στις επιπτώσεις της ιδιωτικοποίησης των σιδηροδρόμων στην Αγγλία (οι οποίοι επανακρατικοποιήθηκαν μετά από αλλεπάλληλα ατυχήματα), στην ιδιωτικοποίηση του νερού στη Γαλλία με αυξήσεις τιμών στο πόσιμο νερό έως και 260% ή στη Βολιβία που οι αυξήσεις άγγιξαν το 2000% (με ταυτόχρονη μείωση της ποιότητας του νέρου) πυροδοτώντας τη λαϊκή εξέγερση που έμεινε γνωστή ως «ο πόλεμος του νερού».
Και εδώ στην Ελλάδα πάντως δεν έχουμε και λίγα παραδείγματα. Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, για την οποία πανηγύριζε ο Χατζηδάκης (ως άλλος σούπερμαν!) και η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, μαζί με το Χρηματιστήριο Ενέργειας που θεσμοθέτησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν την υπογραφή τους στους υπέρογκους λογαριασμούς ρεύματος που αφήνουν χιλιάδες φτωχά νοικοκυριά χωρίς πρόσβαση σε θέρμανση/κλιματισμό, όταν πριν είκοσι χρόνια, το ρεύμα από τη δημόσια ΔΕΗ ήταν φθηνό και προσιτό για όλους/ες, κυρίως επειδή η ΔΕΗ ήταν στην ιδιοκτησία του δημοσίου και το κριτήριο της λειτουργίας της δεν ήταν η αύξηση των κερδών των μετόχων της.
Η ιδιωτικοποίηση του πάλαι ποτέ ενιαίου δημόσιου ΟΤΕ και η απελευθέρωση της αγοράς των τηλεπικοινωνιών έφερε ραγδαία αύξηση του κόστους για τους καταναλωτές φτάνοντας στο σημείο σήμερα η Ελλάδα να έχει τις πιο ακριβές και πιο αργές συνδέσεις στο διαδίκτυο σε όλη την Ευρώπη. Οι ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων εκτάσεων γης και κτιρίων μέσω του Υπερταμείου, που ήταν μια μνημονιακή υποχρέωση τάχα για να πληρωθεί το δημόσιο χρέος, έχει οδηγήσει σε μια τεράστια μεταφορά δημόσιας ιδιοκτησίας σε ιδιώτες επενδυτές, έναντι εξευτελιστικών τιμών για να διασφαλιστεί η κερδοφορία των επενδύσεων. Το ξεπούλημα του Ελληνικού (ξεκινώντας από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ μέχρι την τελική υπογραφή του ΣΥΡΙΖΑ) για τη δημιουργία ενός γιγαντιαίου επιχειρηματικού-τουριστικού κέντρου, με «ολίγον πράσινο», σε ένα σημείο που οι αγώνες και τα κινήματα διεκδικούσαν για χρόνια τη δημιουργία ενός δημόσιου μητροπολιτικού πάρκου για τις ανάγκες των κατοίκων, είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές -και συνάμα εξοργιστικές- περιπτώσεις.
Έμμεσες ιδιωτικοποιήσεις
Επόμενος μεγάλος «στόχος» που έβαλε η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι η ιδιωτικοποίηση του νερού, με τη μετατροπή της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας σε Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων. Βέβαια, κανένας κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν εξηγεί τι ακριβώς θα ρυθμίσει αυτή η Αρχή από τη στιγμή που το νερό δεν είναι εμπόρευμα. Επί της ουσίας, ο νόμος ανοίγει το δρόμο για τη μετατροπή του νερού από δημόσιο αγαθό σε εμπόρευμα. Ωστόσο, η ΝΔ έκανε ένα επιπλέον βήμα από εκεί που είχε σταματήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είχε ήδη μεταβιβάσει από το 2016 το σύνολο των μετοχών της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο για 99 χρόνια. Παρότι το νομοσχέδιο ψηφίστηκε, η μάχη δεν έχει τελειώσει. Υπάρχει δρόμος να διανυθεί μέχρι να ολοκληρωθεί η ιδιωτικοποίηση του νερού, κάτι που σημαίνει ότι υπάρχει ακόμα περιθώριο να εμποδιστεί αυτή η καταστροφική ιδιωτικοποίηση, που θα κάνει τον κόσμο να πει κυριολεκτικά το νερό νεράκι, εάν αυτό το τόσο ζωτικής σημασίας δημόσιο αγαθό που επηρεάζει σχεδόν όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής, της εργασίας, της παραγωγής κλπ περάσει στα χέρια ιδιωτών.
Πέρα από τα οφθαλμοφανή παραδείγματα των άμεσων ιδιωτικοποιήσεων, όπου ολόκληρες δημόσιες επιχειρήσεις τεμαχίζονται/πολυδιασπώνται και ύστερα ιδιωτικοποιούνται, υπάρχουν και άλλοι έμμεσοι τρόποι όπου έχουμε είτε ένα συνδυασμό υποβάθμισης του ρόλου του δημοσίου με αναβάθμιση των ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων λειτουργίας είτε με τη μορφή «μερικών» ιδιωτικοποιήσεων, όπου πτυχές ή υπηρεσίες δημόσιων φορέων περνάνε σε ιδιώτες. Τα ιδιωτικά κολλέγια και τα φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης, τα ιδιωτικά κέντρα υγείας και οι ιδιωτικές κλινικές, η μεταφορά των υπηρεσιών καθαριότητας δημοσίων κτιρίων σε ιδιώτες εργολάβους είναι μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις.
Στα δημόσια νοσοκομεία, ο πρόσφατος νόμος -που τάχα νοιάζεται για την ενίσχυση της δημόσιας υγείας και για τη στήριξη των μάχιμων γιατρών του ΕΣΥ- ούτε προχωράει σε μαζικές προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, ούτε αυξάνει τους μισθούς. Αντίθετα, καθιερώνει επί πληρωμή απογευματινά χειρουργεία στα δημόσια νοσοκομεία, δίνει τη δυνατότητα σε ιδιώτες γιατρούς να δουλέψουν ως μερικής απασχόλησης στο ΕΣΥ. Σε αυτήν τη περίπτωση, αλλάζει η ισορροπία του δημόσιου και του ιδιωτικού, με την πλάστιγγα να γέρνει ακόμη περισσότερο προς το ιδιωτικό, με θύματα το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, την τσέπη των ασθενών και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας από το ΕΣΥ. 
Συνολικά, προωθείται ένα νέο και ακραία νεοφιλελεύθερο μοντέλο συνολικά για το δημόσιο τομέα. Παραμένει ένας κεντρικός «κορμός» στο δημόσιο, που θα έχει έναν πιο συντονιστικό ρόλο, ενώ πληθώρα υπηρεσιών θα παραχωρείται σε ιδιώτες. Έτσι με αυτόν τον τρόπο επιχειρείται η ακόμα μεγαλύτερη απαξίωση του δημόσιου τομέα στις συνειδήσεις των εργαζομένων, που έχουν πραγματικά ανάγκη ένα δημόσιο που θα εξυπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες, ενώ ταυτόχρονα θα δημιουργούνται νέα πεδία κερδοφορίας για το ιδιωτικό κεφάλαιο.
Δημόσια κοινωνικά αγαθά με καθολική πρόσβαση για όλους/ες
Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων των κοινωνικών αγαθών και των δημόσιων υπηρεσιών, βρίσκεται στον πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού, γι’ αυτό και διαχρονικά το σχέδιο αυτο υπηρετείται από τις κυβερνήσεις χωρίς παρεκκλίσεις. Για αυτό το λόγο, η σημερινή αντιπαράθεση μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και ΠΑΣΟΚ) για το ποιος θα ήταν ο καλύτερος διαχειριστής της ιδιωτικοποίησης του ΟΣΕ, χωρίς αυτή να αμφισβητείται, θα πρέπει να είναι αδάφορη για τους/ις εργαζόμενους/ες και τα λαϊκά στρώματα, από τη στιγμή που δεν αμφισβητούν, ούτε στο ελάχιστο, τις ίδιες τις ιδιωτικοποιήσεις.
Το μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων είναι απολύτως κρίσιμο και οφείλει να βρίσκεται πολύ ψηλά και στην ατζέντα της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και μέσα στην προεκλογική περίοδο. Αυτή η αντιπαράθεση στοχοποιεί το σύνολο των συστημικών πολιτικών, του κράτους και των καπιταλιστών, που βάζουν τα κέρδη πάνω από τις ζωές των ανθρώπων. Η υγεία, η παιδεία, το ρέυμα, το νερό, οι συγκοινωνίες είναι κοινωνικά αγαθά και δεν μπορούν να είναι μπορεύματα.
Μια τέτοια ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική πολιτική οφείλει να έχει τρία στοιχεία. Πρώτον, ο μαζικός-ενωτικός αγώνας για να μπει φραγμός στις ιδιωτικοποιήσεις που προωθούνται. Κάθε πτυχή των ιδιωτικοποιήσεων, είτε αυτή αφορά το νερό είτε την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων χώρων, θα πρέπει να είναι «κόκκινο πανί» για το σύνολο των δυνάμεων της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος.
Δεύτερον, η αντιστροφή των ιδιωτικοποιήσεων που έχουν συντελεστεί, μέσω επανακρατικοποιήσεων χωρίς αποζημιώσεις και με εργατικό-κοινωνικό έλεγχο. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούν να συγκροτηθούν μεταβατικές διεκδικήσεις, που σήμερα είναι μαχητές και που μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο μέσα από τη μαζική δράση του εργατικού κινήματος. Κάθε μικρή νίκη των εργαζομένων απέναντι στο ιδιωτικό κεφάλαιο με την απόσπαση τομέων κερδοφορίας στην ιδιοκτησία του δημοσίου, μπορεί να είναι προωθητική στις συνειδήσεις των εργαζομένων και να δίνουν αυτοπεποίθηση, ισχυροποιώντας το «στρατόπεδο» της εργατικής τάξης. Μια τέτοια πολιτική δεν μπορεί να υπηρετηθεί γενικά από κάποια κυβέρνηση, όχι λόγω προθέσεων, αλλά λόγω συσχετισμού δύναμης. Είναι καθήκον του εργατικού κινήματος να το επιβάλλει με τις διεκδικήσεις του. Από αυτή την άποψη, η συλλήβδην απόρριψη των επανακρατικοποιήσεων, ως ρεφορμιστικό αίτημα ενσωμάτωσης από το ΚΚΕ, είναι λανθασμένη.
Τρίτον, τα παραπάνω πρέπει να εντάσσονται σε μία συνολική εναλλακτική για ένα «άλλο δημόσιο», όπου θα λειτουργεί με γνώμονα τις ανάγκες της κοινωνίας, θα διασφαλίζει την καθολική δωρεάν πρόσβαση στα κοινά αγαθά (παιδεία, υγεία, ρεύμα, νερό, μεταφορές, στέγη κλπ) και θα είναι υπό το δημοκρατικό έλεγχο των ίδιων των εργαζομένων. Αυτή η σοσιαλιστική προοπτική είναι αυτή που μπορεί να ενοποιήσει πολιτικά τα διαφορετικά μέτωπα πάλης και να εντάξει τις διεκδικήσεις για επαναφορά στο δημόσιο των ιδιωτικοποιημένων δομών και υπηρεσιών σε μια απελευθερωτική προοπτική.

Φωτό: Από τη μεγαλειώδη συναυλία για το νερό στη Θεσσαλονίκη

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία