Οι εκλογές του Μάη στην Τουρκία έχουν χαρακτηριστεί ως οι πλέον αμφίρροπες στη διάρκεια της διακυβέρνησης Ερντογάν.
Η εποχή της αδιαμφισβήτητης ηγεμονίας του ΑΚΡ έχει λήξει από καιρό. Τα προηγούμενα χρόνια είχε δώσει τη θέση της σε μια συνθήκη που έχει περιγραφεί ως «πολωμένη ηγεμονία»: Με την έννοια της διατήρησης ενός μαζικού κοινωνικού μπλοκ γύρω από το κυβερνητικό κόμμα, αλλά και της εμφάνισης πλέον μιας ισχυρής μαζικής κοινωνικής «αντισυσπείρωσης» απέναντί του.
Στις εκλογές του 2018 ο Ερντογάν επιβίωσε αυτής της συνθήκης. Χρειαζόταν πλέον και τις ψήφους του ακροδεξιού-εθνικιστικού MHP για να εκλεγεί πρόεδρος και τις έδρες του για να προκύψει προεδρική πλειοψηφία στη Βουλή. Αλλά είχε αποδειχθεί σχετικά «ανθεκτικός» και ο πυρήνας του πολιτικοκοινωνικού μπλοκ του ΑΚΡ. Πέντε χρόνια μετά, αυτή η «ανθεκτικότητα» θα μετρηθεί σε πιο σκληρές οικονομικές συνθήκες, που μπορούν να διαβρώσουν τη λαϊκή στήριξη στον Τούρκο πρόεδρο.
Οικονομία
Το «οικονομικό θαύμα» της τουρκικής ανάπτυξης μετά το 2002, έχοντας «αδύναμα πόδια» (έκρηξη πιστώσεων, ιδιωτικό χρέος, real estate) είχε αρχίσει να «ασθμαίνει» από το 2016. Η επιλογή πρόωρης προκήρυξης εκλογών το 2018 είχε στόχο (και κατάφερε) να προστατεύσει εκλογικά το ΑΚΡ από τις συνέπειες της οικονομικής καταιγίδας που ακολούθησε όντως λίγους μήνες μετά τις κάλπες. Τότε η κρίση -με τη μορφή της «βουτιάς» της τουρκικής λίρας- πυροδοτήθηκε από τις αμερικανικές κυρώσεις κατά Τούρκων υπουργών ως αντίμετρο στη σύλληψη του Αμερικανού Πάστορα Μπράνσον αλλά και την επιβολή δασμών 50% στον χάλυβα και το αλουμίνιο από την Τουρκία.
Αλλά, όπως σημείωνε από τότε ο Μάικλ Ρόμπερτς, μπορεί ο Τραμπ να πάτησε τη σκανδάλη, αλλά το «περίστροφο» που σημαδεύει την τουρκική οικονομία ήταν άλλο -και πράγματι το συνολικότερο-συστημικό πρόβλημα εκδηλώθηκε τα επόμενα χρόνια πιο δραματικά.
Το τέλος της «ποσοτικής χαλάρωσης» από τις Κεντρικές Τράπεζες έχει ως αποτέλεσμα την απόσυρση κεφαλαίων από τις «αναπτυσσόμενες οικονομίες» καθώς επιστρέφουν στο «καταφύγιο» των ΗΠΑ (και λιγότερο της ΕΕ). Η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και η ενίσχυση του δολαρίου πιέζει τις «αναπτυσσόμενες οικονομίες» με χρέη σε ξένο νόμισμα. Αυτά ασκούν διαρκείς πιέσεις στην κλυδωνιζόμενη λίρα και στις οικονομικές δυνατότητες του τουρκικού κράτους, ενώ η άνοδος του πληθωρισμού πήρε δραματικές διαστάσεις στην Τουρκία, σκαρφαλώνοντας μέχρι και στο 85%.
Η τουρκική κυβέρνηση αρνείται να υιοθετήσει τη διεθνή «ορθοδοξία» (αύξηση επιτοκίων δανεισμού/πρόκληση ύφεσης). Καθοδηγεί ένα πείραμα όπου η χαμηλή αξία της λίρας θα ενισχύσει τις τουρκικές εξαγωγές, ενώ ο φτηνός δανεισμός θα βοηθήσει τις επιχειρήσεις να αυξήσουν την παραγωγή (για υποκατάσταση των εισαγωγών). Αυτή η πολιτική είχε αποτελέσματα στο πρώτο σκέλος: Το φτηνό κόστος παραγωγής και ο φτηνός δανεισμός είχαν ως αποτέλεσμα ο τουρκικός καπιταλισμός να σπάει κάθε μήνα μέσα στο 2022 το προηγούμενο ρεκόρ εξαγωγών.
Η τουρκική κυβέρνηση επίσης αρνείται να προσφύγει στο ΔΝΤ για να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες. Όταν ο Ερντογάν δήλωνε ότι «έχει ο Θεός», εννοούσε τελικά ότι έχουν οι «θεοσεβούμενες» βασιλικές οικογένειες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας. Η επίσκεψη του Πρίγκηπα των ΗΑΕ στην Άγκυρα, οι χειραψίες Ερντογάν-Σίσι κατά το Μουντιάλ του Κατάρ, το «θάψιμο» της υπόθεση της δολοφονίας Κασόγκι ήταν κάποια μόνο επεισόδια της «στροφής» του Ερντογάν προς την αποκατάσταση των σχέσεων με τις αραβικές μοναρχίες για να αποκτήσει πρόσβαση στη ρευστότητά τους.
Τα ρήγματα από κάτω
Αυτοί οι ελιγμοί, που έχουν κατορθώσει να διαψεύσουν τις πιο σκοτεινές προβλέψεις περί «κατάρρευσης», ή έστω να συνεχίσουν να «κλωτσάνε το τενεκεδάκι παρακάτω», έχουν ονομαστεί από την κυβερνητική προπαγάνδα «οικονομικός πόλεμος της εθνικής απελευθέρωσης». Όμως τα θύματα αυτού του πολέμου δεν είναι οι «βαρώνοι του χρήματος», ενάντια στους οποίους ισχυρίζεται ότι πολεμά ο Ερντογάν. Στον διεθνή οικονομικό Τύπο, θα συναντήσει κανείς άρθρα για το πώς «προσαρμόζονται» οι τουρκικές επιχειρήσεις στις συνθήκες του πληθωρισμού, για τον εντυπωσιακό «δαρβινισμό» που έχουν επιδείξει «επιβιώνοντας μέσα από σειρά κρίσεων». Το θύμα του «πολέμου» είναι ο κόσμος της εργασίας, που δεν έχει πολυτέλειες «προσαρμογής» στην αύξηση των τιμών του ρεύματος κατά 123%, της θέρμανσης κατά 95%, του αλευριού κατά 85%. Αυτός ο παράγοντας είναι που υπονομεύει τη συναίνεση σημαντικής μερίδας των λαϊκών τάξεων γύρω από το ΑΚΡ, που δέχονταν επί μήνες κυβερνητικές-μιντιακές παραινέσεις να «τρώνε λιγότερο κρέας», να «μην αγοράζουν πολλές ντομάτες», να «σκεφτούν την τιμή μιας σφαίρας αντί να γκρινιάζουν για την τιμή της πατάτας».
Ασφαλώς η τουρκική κυβέρνηση δεν παρακολουθεί μοιρολατρικά την πορεία φθοράς της λαϊκής στήριξης. Μια προηγούμενη αύξηση του κατώτατου μισθού τον περασμένο Ιούλη (από τα 223 ευρώ στα 289) είχε αποδειχθεί κακόγουστο αστείο. Με τις εκλογές να πλησιάζουν απειλητικά, το Δεκέμβρη του 2022 ανακοινώθηκε νέα αύξηση στα 420 ευρώ. Παραμένει πίσω από τις ανάγκες και τις διεκδικήσεις κάποιων μικρών αλλά σκληρών απεργιών, αλλά το ΑΚΡ ελπίζει ότι θα ανακτήσει την εικόνα κόμματος που «νοιάζεται» για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα λαϊκά στρώματα.
Εκτός από αυτές τις κινήσεις, το ΑΚΡ ελπίζει σε άλλους δυο παράγοντες. Αφενός, στη συμβίωση της θρησκευτικής φιλανθρωπίας με το νεοφιλελευθερισμό: Τα θρησκευτικά σχολεία στη θέση των δημόσιων, οι θρησκευτικές αδελφότητες στη θέση του συνδικάτου, η φιλανθρωπία του θρησκευτικού δικτύου στήριξης στη θέση της διεκδίκησης από το κράτος ή τον εργοδότη. Όταν τα δίκτυα αυτά πρόσκεινται και στο κυβερνητικό κόμμα, μπορούν να αμβλύνουν τις εκλογικές συνέπειες που θα είχε κανονικά η κυβερνητική πολιτική.
Αφετέρου η αστική αντιπολίτευση δεν έχει τίποτε το καλύτερο να προτείνει στο μέτωπο της οικονομίας. Στελέχη του CHP παρατηρούν με θλίψη ότι υπάρχουν φτωχοί άνθρωποι που είναι «εθισμένοι (!) στην οικονομική βοήθεια των δικτύων του ΑΚΡ». Ένα φερόμενο ως σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, υποτίθεται ότι θα είχε να προσφέρει ένα καλύτερο τρόπο επιβίωσης στους φτωχούς, αντί να υπονοεί ότι φταίνε οι ίδιοι και πρέπει να «απεξαρτηθούν».
Ρήγμα από τα πάνω
Πέρα από τις ρωγμές στην δημοφιλία του ΑΚΡ στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, έχει βαθύνει και ένα ρήγμα μέσα στην αστική τάξη. Με όρους εργοδοτικών ενώσεων, υπάρχει διαφορά προσανατολισμού ανάμεσα στην TUSIAD (παραδοσιακή μεγαλοαστική τάξη) και την MUSIAD (μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν την ραχοκοκκαλιά του ΑΚΡ και των οποίων οι «πρωταθλητές» έγιναν μεγάλοι παίκτες επί της διακυβέρνησής του).
Υπάρχει ένα σημείο που ενοποιεί ασφαλώς τους Τούρκους καπιταλιστές: Ο στόχος να γίνει η Τουρκία μια «νέα Κίνα», με τη διάθεσης φτηνής κι ασυνδικάλιστης εργατικής δύναμης. Αλλά ο Τούρκος σύντροφος Εγιούπ Οζέρ γράφει για τις διαφορές TUSIAD/MUSIAD, περιγράφοντας τις διαφορετικές ανάγκες/προτεραιότητες των «επιχειρήσεων μεγάλης έντασης κεφαλαίου» και «επιχειρήσεων μεγάλης έντασης εργασίας» ή «επιχειρήσεων που έχουν κεφάλαια για να δανείζονται» και «επιχειρήσεων που ψάχνουν φτηνή πίστωση».
Η TUSIAD ζητά συμμόρφωση με τη διεθνή «ορθοδοξία» (να σταματήσει η πολιτική χαμηλών επιτοκίων), ενώ διατυπώνει κι έναν «γεωπολιτικό» προσανατολισμό. Επισημαίνοντας ρητά και με οξυδέρκεια ότι η παγκοσμιοποίηση κατακερματίζεται σε περιφρουρημένες ζώνες, όπου οι εφοδιαστικές αλυσίδες αναδιαμορφώνονται με γεωπολιτικά κριτήρια, ζητά διπλωματική σύσφιξη σχέσεων με την ΕΕ για να «πλασαριστεί» η Τουρκία σε αυτή την ζώνη. Πρόκειται για τους κλάδους (πχ αυτοκινητοβιομηχανία) που προσελκύουν παραδοσιακά ευρωπαϊκά κεφάλαια (στις δικές τους ανάγκες λογοδοτούν οι κινήσεις Ερντογάν «προς τα δυτικά», όπως οι εκτεταμένες διμερείς συμφωνίες με την Ιταλία επί Ντράγκι) και που φιλοδοξούν να φτιάξουν μια νέα «Κίνα της Ευρώπης».
Η MUSIAD στηρίζει σθεναρά την οικονομική πολιτική Ερντογάν στο ζήτημα των επιτοκίων, καθώς επωφελείται από τον φτηνό δανεισμό, ενώ οι εξαγωγές των επιχειρήσεών της έχουν πιο προνομιακές αγορές στα αραβικά κράτη (τέτοιοι κλάδοι καρπώθηκαν κυρίως τον δεκαπλασιασμό των εξαγωγών προς τον αραβικό κόσμο -από τα 3 στα 30 δισ.- επί Ερντογάν). Παράλληλα, ενώ τα ευρωπαϊκά κεφάλαια κατευθύνονται κυρίως σε αυτοκινητοβιομηχανίες και υφαντουργίες, τα αραβικά κεφάλαια επενδύουν κυρίως στα real estate, κλάδος με τον οποίο κάνουν μεγάλες μπίζνες οι κατασκευαστικές. H MUSIAD επίσης καλωσορίζει την προοπτική «κινεζοποίησης» της Τουρκίας (χαμηλό εργατικό κόστος και εξαγωγές), αλλά θεωρεί ότι τα προϊόντα της μπορούν να «σταθούν» πιο ανταγωνιστικά στις αγορές της «Ανατολής».
Γεωπολιτική ισορροπία
Αυτές οι διεργασίες στις γραμμές των Τούρκων καπιταλιστών ερμηνεύουν και τις «ταλαντεύσεις» της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η άνοδος των οικονομικών «Τίγρεων της Ανατολίας», συνέπεσε με το μπλοκάρισμα της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας και την κρίση της αμερικανικής ηγεμονίας στην περιοχή. Με το ξέσπασμα των αραβικών εξεγέρσεων το 2011, η Άγκυρα υιοθέτησε μια ενεργητική πολιτική στην περιοχή, προωθώντας το δικό της μοντέλο «ισλαμικής δημοκρατίας» ως πρόταση για την «επόμενη μέρα» αυτών των χωρών μετά την πτώση των καθεστώτων (στηρίζοντας τα εθνικά τμήματα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας) αλλά και επιχειρώντας να διεισδύσει οικονομικά στις αραβικές αγορές.
Ο σχεδιασμός αυτός κατέληξε σε μεγάλες περιπέτειες. Η Σαουδική Αραβία εξαπέλυσε «σταυροφορία» κατά της Μουσουλμανικής Αδελφότητας σε όλη την περιοχή, με κορωνίδα το αιματηρό πραξικόπημα του Σίσι που ανέτρεψε την «ισλαμοδημοκρατική» κυβέρνηση Μόρσι και έφερε τη ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας-Αιγύπτου. Η Τουρκία ενεπλάκη και σε πιο «θερμές» συγκρούσεις. Στον εμφύλιο της Λιβύης, στηρίζοντας την κυβέρνηση της Τρίπολης, βρέθηκε να συγκρούεται «δι’ αντιπροσώπου» με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Αίγυπτο -που υποστηρίζουν τον στρατηγό Χαφτάρ. Ο εμφύλιος στη Συρία ενίσχυσε τον «κουρδικό πονοκέφαλο» (με την άνοδο της Ροζάβα) και οδήγησε σε στρατιωτική επέμβαση του ίδιου του τουρκικού στρατού. Αν και η στρατιωτική παρουσία την καθιστά υπολογίσιμο «παίκτη» στα παζάρια για το μέλλον της Συρίας, οι ελιγμοί μεταξύ συνεννόησης και αντιπαράθεσης με μεγαλύτερους παίκτες (ΗΠΑ που υποστηρίζουν τις κουρδικές πολιτοφυλακές, Ρωσία που υποστηρίζει το καθεστώς Άσαντ) αποδείχθηκε «άθλημα» γεμάτο κινδύνους. Η «υιοθέτηση» του Παλαιστινιακού Σκοπού για να κερδίσει πόντους στον αραβομουσουλμανικό κόσμο, κλιμάκωσε την ρήξη με το Κράτος του Ισραήλ. Παρεμπιπτόντως, σε αυτό το φόντο η ελληνική διπλωματία είδε «πεδίο δόξης λαμπρόν» για να προωθήσει τη συμμαχία «East Med» και να χτίσει δεσμούς με όλους τους περιφερειακούς αντιπάλους της Τουρκίας. Αυτή η επιλογή «διασύνδεσης» της ατζέντας των ελληνοτουρκικών με τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το τουρκικό κράτος, οδήγησε και στην κλιμάκωση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, που μέχρι τότε ήταν ήσσονος σημασίας για τον «ερντογανισμό», που ιεραρχούσε άλλα μέτωπα.
Τα τελευταία χρόνια, η τουρκική εξωτερική πολιτική επιδίδεται σε ασκήσεις ισορροπίας μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων (πχ φλερτ με τη Ρωσία μετά το ναδίρ στις σχέσεις το 2015 και την κατάρριψη ρωσικού αεροπλάνου) με στόχο να πετύχει μια «νέα συμφωνία» (με τις ΗΠΑ, με τις περιφερειακές δυνάμεις), που θα κατοχυρώνει τη θέση της στην περιοχή. Ο διαμεσολαβητικός ρόλος που παίζει στον ουκρανικό πόλεμο, διατηρώντας καλές/λειτουργικές σχέσεις και με το Κίεβο και με τη Μόσχα, το αέναο παζάρι γύρω από το βέτο στην ένταξη Σουηδίας-Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ κ.ά. «φωτίζουν» τις δυνατότητες ελιγμών. Αλλά ούτε αυτή η πορεία είναι ανέφελη. Η ενίσχυση της τάσης για «περιφρουρημένα μπλοκ», θα αυξήσει και τις πιέσεις προς τους «αδέσμευτους» -όπως καταμαρτυρά ήδη η παρέμβαση της TUSIAD.
Το κράτος
Όλα αυτά μαζί έχουν παράξει και τις συγκρούσεις σε επίπεδο κράτους τα προηγούμενα χρόνια. Το 2013 εκφράστηκε το ρήγμα στην «συναίνεση» από τα κάτω και οδήγησε στην πρώτη σκλήρυνση του καθεστώτος προς τον αυταρχισμό. Η ήττα στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2015 αντιμετωπίστηκε με την καταφυγή σε επαναληπτικές, όπου εγκαινιάστηκε η έναρξη της συμμαχίας με το MHP (σύμμαχος της κεμαλικής αντιπολίτευσης το 2014), με συγκολλητική ουσία την εθνικιστική επίθεση στους Κούρδους μετά την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων.
Έχοντας ήδη σκληρύνει απέναντι στις προκλήσεις από τα αριστερά, το καθεστώς Ερντογάν αντιμετώπισε την πιο σοβαρή πρόκληση από τα δεξιά. Το 2016, τμήμα του «φιλοδυτικού» βαθέως κράτους (και των γκιουλενιστών που από σύμμαχοι του Ερντογάν στην προσπάθεια διείσδυσης στο κράτος έγιναν εχθροί) εξαπέλυσε την επίθεσή του, αλλά το πραξικόπημα τσακίστηκε από τη λαϊκή κινητοποίηση και την άρνηση σημαντικού τμήματος του στρατού να το στηρίξει.
Αυτό πυροδότησε μια ακόμα ακόμα μεγαλύτερη «οχύρωση» του καθεστώτος. Στην αστυνομία, στις ένοπλες δυνάμεις, στα δικαστήρια, στα ΜΜΕ, στην κρατική γραφειοκρατία, στα πανεπιστήμια ξηλώθηκαν μαζικά κάθε λογής «ύποπτοι» για αντιπολιτευτική στάση και αντικαταστάθηκαν από στελέχη του ΑΚΡ, αλλά και του MHP που είχε πιο ιστορικούς-προνομιακούς δεσμούς ειδικά με τον ένοπλο βραχίονα του σκληρού πυρήνα του κράτους. Ακολούθησε η πολιτειακή αλλαγή που εγκαθιστούσε την παντοδυναμία του ίδιου του Προέδρου που μπορούσε πλέον με διατάγματα να μονιμοποιεί την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» που είχε επιβληθεί μετά το 2016.
Η Έλα Τζορτζ περιέγραψε στο London Review of Books, το βάθος των καθεστωτικών αλλαγών: «Μια ελίτ αντικαθίσταται από μια άλλη: Η ιδιοκτησία αλλάζει χέρια, νέα στελέχη προαλείφονται για τη δημόσια διοίκηση, τα πανεπιστήμια αδειάζουν από την μία τάξη διανοουμένων που αντικαθίσταται από μια καινούργια, πιο αφοσιωμένη εναλλακτική, ενώ το φιλικό προς το καθεστώς κεφάλαιο αποκτά πρόσβαση στην κρατική γενναιοδωρία, που συμπεριλαμβάνει τη λεία της κατάσχεσης περιουσιών».
Όμως ο «πόλεμος εναντίον όλων», μαζί με τα διαρκή ζιγκ-ζαγκ δημιούργησαν διαδοχικές απώλειες λιγότερο ή περισσότερο στενών ερεισμάτων. Από τους απογοητευμένους σήμερα προοδευτικούς διανοούμενους που είχαν δει με συμπάθεια τον «εκδημοκρατισμό» της πρώτης φάσης διακυβέρνησης ΑΚΡ (με τον περιορισμό του στρατού) και το κουρδικό στοιχείο που έχει αποξενωθεί πλήρως μετά την εθνικιστική στροφή του 2015, κι από τους οπαδούς του δικτύου Γκιουλέν μέχρι τις διαδοχικές αποχωρήσεις κορυφαίων στελεχών του ΑΚΡ (ο πρώην «αρχιτέκτονας» της τουρκικής πολιτικής ως υπ. Εξ. και ως πρωθυπουργός Νταβούτογλου, ο κάποτε πανίσχυρος υπουργός Οικονομικών Μπαμπακάν κ.ά.). Όλοι αυτοί προστίθενται στις γραμμές των «ριγμένων» στο κράτος και των διαφωνούντων στην αστική τάξη που εκφράζονταν παραδοσιακά μέσα από το CHP ή από την αντιερντογανική διάσπαση του εθνικιστικού MHP υπό την Ακσενέρ. Η οικονομική κρίση -ιδιαίτερα μετά το 2021- αλλά πλέον και ο τραγικός σεισμός έχουν ενισχύσει και το ρήγμα εντός της λαϊκής βάσης του ερντογανισμού. Αυτός ο τελευταίος παράγοντας είναι που μπορεί να ερμηνεύσει πιθανές αλλαγές στο συσχετισμό στις επερχόμενες εκλογές.
Για την ετερόκλητη αντιπολιτευτική συμμαχία που ενοποιήθηκε με στόχο να αξιοποιήσει αυτές τις δυνατότητες πτώσης του Ερντογάν, όπως και για τις διεργασίες στην Αριστερά, θα επανέλθουμε καθώς πλησιάζουν οι κάλπες.