Μια συνεργασία ασύμμετρη
Το κινεζικό και το ρωσικό καθεστώς καθορίζονται από ένα σαφές και άκαμπτο «τελετουργικό» όπου οι λέξεις έχουν σημασία και ιστορικό φορτίο.
Κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Κινέζου Προέδρου Σι Τζιπίνγκ στη Μόσχα, ο Πούτιν και οι εκπρόσωποι της ρωσικής κυβέρνησης δήλωναν κατά κόρον την εκτίμησή τους ότι οι ρωσοκινεζικές σχέσεις καθορίζονται πλέον από «φιλία», την οποία μάλιστα χαρακτήρισαν «απεριόριστη». Το μήνυμα απευθυνόταν κυρίως στη Δύση, θέλοντας να υπογραμμίζει ότι, παρά την εισβολή στην Ουκρανία, το ρωσικό καθεστώς δεν είναι απομονωμένο, ούτε υποβαθμισμένο. Ο Σι και ο κινεζικός Τύπος υπήρξαν πιο προσεκτικοί. Χρησιμοποίησαν τον όρο «φιλία» ως προς τις σχέσεις των δύο ηγετών, αλλά κυρίως τους όρους «συνύπαρξη» και «συνεργασία» ως προς τις σχέσεις των δύο καθεστώτων και κυβερνήσεων.
Η «Επιτροπή Ρωσο-κινεζικής Φιλίας» υπήρξε (από το 1945 ως τον θάνατο του Στάλιν) το βασικό όργανο επέμβασης των Ρώσων στις εσωτερικές κινεζικές υποθέσεις, υποτιμώντας και υποβαθμίζοντας τότε το ΚΚ Κίνας, παρόλο που αυτό είχε νικηφόρα αντιμετωπίσει την κρίση του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Κίνα του Μάο, μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), ξεφορτώθηκε αυτό το υποτιμητικό πλαίσιο σχέσεων και ο Σι δεν έδειξε τώρα καμιά προθυμία να το υπενθυμίσει, έστω και λεκτικά. Μιλώντας για τις προοπτικές της ρωσοκινεζικής «συνεργασίας», έστελνε μήνυμα στη Δύση σχετικά με τις ενισχυμένες κινεζικές δυνατότητες, αλλά και στη Μόσχα, υπογραμμίζοντας ότι οι σχέσεις «συνύπαρξης» είναι άνισες,αυτή τη φορά σε βάρος του ρωσικού καθεστώτος.
Πέρα από το «τελετουργικό», αυτά αναδείχθηκαν στην ουσία των συζητήσεων και των αποφάσεων.
Δουλειές και γεωπολιτική
Στο κέντρο της συνάντησης ήταν οι οικονομικές σχέσεις, παρά την έμφαση του διεθνούς Τύπου στις διεργασίες σχετικά με την Ουκρανία.
Το χρόνο πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι ρωσοκινεζικές οικονομικές ανταλλαγές είχαν αναπτυχθεί εντυπωσιακά, κατά 30% σε σύγκριση με τον προηγούμενο χρόνο, ξεπερνώντας σε ετήσια αξία τα 190 δισ. δολάρια. Πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι στο χρόνο που ακολούθησε την έναρξη του πολέμου, αυτή η ανάπτυξη συνεχίστηκε και μάλιστα με μεγαλύτερους ρυθμούς. Οι ρωσικές εξαγωγές προς την Κίνα είναι κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, καύσιμα-ορυκτά-πρώτες ύλες. Αντίστοιχα, οι κινεζικές εξαγωγές προς τη Ρωσία είναι κυρίως βιομηχανικά προϊόντα, εργαλειομηχανές και προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Στη Ρωσία οι εισαγωγές από την Κίνα έχουν ήδη κατακτήσει την 1η θέση ως προς την αξία τους, ενώ στην Κίνα η Ρωσία παραμένει μόλις στην 11η θέση ως προορισμός των εξαγωγών της.
Αυτού του τύπου η οικονομική ανταλλαγή, στη γλώσσα της αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς του 20ού αιώνα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σίγουρα άνιση (αν όχι «αποικιοκρατική»).
Ο Πούτιν και ο Σι συμφώνησαν να επιταχύνουν τον αγωγό που, δια μέσου της Σιβηρίας, θα μπορεί να μεταφέρει πολύ μεγαλύτερους όγκους πετρελαίου και φυσικού αερίου προς τη «διψασμένη» για ενέργεια κινεζική παραγωγική μηχανή. Είναι μια διέξοδος για τις ρωσικές εξαγωγές μετά τις δυτικές κυρώσεις. Όμως είναι ταυτόχρονα δεδομένο ότι η Κίνα (αλλά και η Ινδία) αγοράζουν σήμερα το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο σε τιμές κατά πολύ κατώτερες από εκείνες που η Ρωσία πετύχαινε πριν τις κυρώσεις, πουλώντας στη Γερμανία και τις ευρωπαϊκές αγορές.
Αντίστοιχα ο Σι δεσμεύτηκε για μεγαλύτερες κινεζικές εξαγωγές προς τη Ρωσία, προϊόντων τεχνολογίας που συνδέονται με την παραγωγική δυνατότητα αλλά και με την πολεμική βιομηχανία (ημιαγωγοί, τεχνολογία drones κ.ά.). Είναι ασφαλώς μια «πρόκληση» προς τη Δύση, αλλά ιδιαίτερα προσεκτική: Στις συμφωνίες δεν περιλαμβάνονται άμεσες κινεζικές εξαγωγές όπλων και κυρίως πυρομαχικών, που ο ρωσικός στρατός έχει άμεση ανάγκη για τη συνέχεια των σαρωτικών βομβαρδισμών στην Ουκρανία.
Οι οικονομικές σχέσεις είναι συνήθως προγεφύρωμα για γεωπολιτικές αλλαγές. Η αποτυχία του Πούτιν να διασφαλίσει μια γρήγορη και καθαρή νίκη στην Ουκρανία έχει μετατρέψει σε διεκδικίσημη την κάποτε αναμφισβήτητη ρωσική κυριαρχία στη «ζώνη» της Κεντρικής Ασίας. Ο Σι, μιλώντας από τη Μόσχα, δεν μπήκε καν στον κόπο να κρύψει διπλωματικά τις κινεζικές φιλοδοξίες: Υπενθύμισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο των κινεζικών επενδύσεων στο Καζακστάν και στο Τατζικιστάν, την καλπάζουσα βελτίωση των σχέσεων με το Ιράν, για να δηλώσει ότι η Κίνα είναι πλέον ο ρυθμιστικός παράγοντας για τη σταθερότητα σε αυτή την κρίσιμη περιοχή. Εδώ το «μήνυμα» αφορά περισσότερο τη Ρωσία, παρά την Δύση.
Ανάλογες συνέπειες θα έχει και ο νέος αγωγός «Σιβηρική Δύναμη 2». Η ανάπτυξή του θα χρειαστεί σημαντικές επενδύσεις, που θα διαθέσει κυρίως η Κίνα, διαμέσου μιας αραιοκατοικημένης, υποανάπτυκτης και μη ομοιογενούς περιοχής. Από τις αρχές του 21ού αιώνα, η Κίνα θυμίζει ότι μεγάλα τμήματα της Ανατολικής Σιβηρίας προσαρτήθηκαν από την (τσαρική) Ρωσία μόλις το 1904. Ο κινεζικός Τύπος αναδεικνύει το «δημογραφικό κενό» στις αχανείς εκτάσεις δίπλα σε υπερκατοικημένες κινεζικές συνοριακές περιοχές, και θυμίζει ότι το στρατηγικό λιμάνι του Βλαδιβοστόκ «ιστορικά» εθεωρείτο κινεζική κτήση. Στο πρόσφατο συνέδριο του ΚΚ Κίνας, όπου ο Σι ανανέωσε τον ηγετικό ρόλο του, υπήρξαν πολλές ομιλίες κρατικών και στρατιωτικών στελεχών που υπογράμμιζαν ότι η Κίνα δεν θα αποδεχθεί έναν «παραγκωνισμό» στην προοπτική του ανοίγματος του Βόρειου ναυτικού διαδρόμου, που μετατρέπει τον Αρκτικό Κύκλο και τις σιβηρικές ακτές σε περιοχές στρατηγικές σημασίας.
Οι δυο χώρες βρίσκονται σε φάση «συνεργασίας» κυρίως απέναντι στην απειλή των δυτικών πιέσεων. Το ταξίδι του Σι στη Μόσχα ενίσχυσε την εικόνα αλλά και τις πραγματικότητες της συνεργασίας, κυρίως στο πεδίο της οικονομίας. Όμως η συνεργασία είναι άνιση. Τα καθοριστικά οικονομικά, διπλωματικά και στρατιωτικά μεγέθη, κάνουν κάθε σύγκριση «ασύμμετρη». Και μεταξύ των δύο χωρών υπάρχουν ζητήματα στρατηγικού ανταγωνισμού που, ανά πάσα στιγμή, είναι δυνατόν να βγουν κάτω από το χαλί και να αλλάξουν τη συγκυρία. Η απόσταση που χωρίζει τις σημερινές πραγματικότητες αυτής της ασύμετρης συνεργασίας, με τις πιθανότητες συγκρότησης ενός συνεκτικού «αντιδυτικού μπλοκ», παραμένει μεγάλη.
Ουκρανία
Αυτές οι πραγματικότητες αποτυπώθηκαν και στις συζητήσεις για το μέλλον της Ουκρανίας.
Το κινεζικό σχέδιο επιδιώκει (τουλάχιστον στο διπλωματικό φαίνεσθαι) την παύση των εχθροπραξιών και την αναζήτηση διπλωματικής διεξόδου. Περιλαμβάνει 12 σημεία-άξονες:
1. Σεβασμός στην κυριαρχία όλων των χωρών (στη βάση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου και του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών «που πρέπει να τηρούνται αυστηρά»). 2. Εγκατάλειψη της Ψυχροπολεμικής νοοτροπίας («Η ασφάλεια μιας χώρας δεν πρέπει να επιδιώκεται εις βάρος άλλης… ισορροπημένη, αποτελεσματική και βιώσιμη αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη και στην Ευρασιατική ήπειρο»). 3. Παύση των εχθροπραξιών. 4. Επανέναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών (να ανοίξει η πόρτα «για πολιτική διευθέτηση το συντομότερο δυνατό…»). 5. Επίλυση της ανθρωπιστικής κρίσης. 6. Προστασία των αμάχων και των αιχμαλώτων πολέμου. 7. Διατήρηση της ασφάλειας των πυρηνικών εργοστασίων παραγωγής ενέργειας. 8. Μείωση των στρατηγικών κινδύνων («Η Κίνα τάσσεται κατά της χρήσης, αλλά και κατά της απειλής χρήσης πυρηνικών, χημικών και βιολογικών όπλων»). 9. Διευκόλυνση των εξαγωγών σιτηρών. 10. Να σταματήσουν οι μονομερείς κυρώσεις. 11. Διατήρηση της σταθερότητας των βιομηχανικών αλυσίδων και των αλυσίδων εφοδιασμού. 12. Προώθηση της μετασυγκρουσιακής ανασυγκρότησης («Η Κίνα δηλώνει έτοιμη να παίξει δραστήριο ρόλο σε μέτρα ανοικοδόμησης στις ζώνες των συγκρούσεων»).
Σε απλά ελληνικά, μετά από ένα χρόνο αιματηρού πολέμου όπου όλες οι πλευρές κατέγραψαν σοβαρές απώλειες, η Κίνα δηλώνει ότι επιδιώκει την επιστροφή στην «προτέρα κατάσταση» της ομαλής λειτουργίας των δικτύων της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Σε αυτό το «γήπεδο» άλλωστε πέτυχε την εκρηκτική ανάπτυξή της κατά την προηγούμενη περίοδο. Τα κριτήρια που προβάλει για την επίλυση της ουκρανικής κρίσης, παραμένουν σε ένα εξαιρετικά γενικό επίπεδο «αρχών» που λογοδοτούν κυρίως στα προβλήματα που η Κίνα εκτιμά (ή φοβάται…) ότι μπορεί να αντιμετωπίσει σε δικές της «καυτές» περιοχές (Ταϊβάν, Ινδο-Ειρηνικός Ωκεανός, Ινδο-Κινεζικά σύνορα κ.ά.), παρά στα συγκεκριμένα προβλήματα που πρέπει να λυθούν για να υπάρξει ειρηνική εξέλιξη στην Ουκρανία.
Ως τέτοιο αναγνώρισαν το κινεζικό σχέδιο τόσο η Ρωσία, αλλά και η Ουκρανία. Ο Πούτιν χαιρέτισε ως «προσεκτική και συνετή» τη στάση της Κίνας, αλλά πέραν τούτου ουδέν. Η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, επιχείρησε μια πιο συγκεκριμένη «ανάγνωση» του κινεζικού σχεδίου: «Συνεπάγεται τη διακοπή της ροής των δυτικών όπλων, τον τερματισμό των εχθροπραξιών, την αποκατάσταση ενός ουδέτερου και εκτός μπλοκ καθεστώτος στην Ουκρανία και την αναγνώριση των εδαφικών πραγματικοτήτων που έχουν προκύψει». Είναι περισσότερο μια προβολή επιθυμίας, παρά πραγματικότητα. Η Κίνα, για δικούς της λόγους, δεν αναγνωρίζει στην παρούσα φάση αλλαγές συνόρων, και γι’ αυτό δεν έχει αναγνωρίσει ούτε τα πρόσφατα «δημοψηφίσματα» στο Ντονμπάς, αλλά ούτε την προσάρτηση της Κριμαίας στα πολλά χρόνια μετά το 2014.
Γι’ αυτό ο Ζελένσκι έδειξε πρόθεση για πιο συγκεκριμένο «διάλογο» με τον Σι: «…Η Κίνα άρχισε να μιλά για την Ουκρανία και αυτό δεν είναι κακό… στο ειρηνευτικό της σχέδιο διαφαίνεται σεβασμός στην εδαφική μας ακεραιότητα και θετικές θέσεις που αφορούν την ασφάλεια… Σκοπεύω να συναντήσω τον Σι και πιστεύω ότι αυτό θα είναι επωφελές για τις χώρες μας και για την παγκόσμια ασφάλεια…».
Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ φρόντισαν κυρίως -δια των δηλώσεων Μπλίνκεν, Στόλτενμπεργκ και Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν- να υπογραμμίσουν την «κόκκινη γραμμή» του δυτικού ιμπεριαλισμού: τις κινεζικές εξαγωγές όπλων και πυρομαχικών προς τη Ρωσία.
Το ευρωατλαντικό στρατόπεδο σήμερα επιμένει στη συνέχεια του πολέμου, με την επιδίωξη μιας σαφούς ήττας της Ρωσίας. Όμως, πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας, «ωριμάζουν» διπλωματικές πρωτοβουλίες για μια πιθανή διέξοδο. Κατά το διεθνή Τύπο, στον ΟΗΕ κυκλοφορούν σχέδια της δυτικής «ρεαλιστικής» σχολής (ευρωπαϊκής και αμερικανικής προέλευσης), που προβλέπουν: Την υποχώρηση του ρωσικού στρατού στα προ της εισβολής σύνορα. Την αναγνώριση ενισχυμένης αυτονομίας στο Ντονμπάς, υπό τον έλεγχο του ΟΗΕ και «εγγυητική» παρουσία χωρών όπως η Κίνα, η Ινδία, η Τουρκία, η Γαλλία κ.ά. Την προκήρυξη δημοψηφίσματος για το μέλλον του Ντονμπάς, μετά από 10 χρόνια, υπό τον έλεγχο του ΟΗΕ και την προϋπόθεση της ανεμπόδιστης επιστροφής των προσφύγων. Την αναγνώριση της ρωσικής κυριαρχίας στην Κριμαία, με τη μορφή του ενοικίου της για 99 χρόνια, και υπό την προϋπόθεση ότι η Ρωσία θα αναγνωρίσει ότι κατέχει ουκρανικό έδαφος. Εάν και όταν έρθει η ώρα του διπλωματικού παζαριού, τέτοιες κτηνώδεις «λεπτομέρειες» θα έρθουν στο τραπέζι, και όχι οι γενικές αρχές του σχεδίου του Σι. Μέχρι τότε θα μιλούν τα κανόνια…
Ο πόλεμος στην Ουκρανία εξακολουθεί να προκαλεί καθημερινά τρομακτικές απώλειες καις στις δυο εμπόλεμες πλευρές. Εξακολουθεί να προκαλεί, εμμέσως αλλά σαφώς, σοβαρές αρνητικές συνέπειες και ακόμα σοβαρότερους κινδύνους για τους εργαζόμενους και τους λαούς σε όλο τον κόσμο. Σε αυτό το πεδίο η Κίνα επεμβαίνει ως μια μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη, επιδιώκοντας να ενισχύσει τα δικά της συμφέροντα σε άλλες περιοχές του πλανήτη, αλλά και να επαυξήσει τις δικές της δυνατότητες διείσδυσης στο κέντρο της Ευρασίας. Η διέξοδος από αυτόν τον επικίνδυνο βάλτο δεν μπορεί να επαφίεται σε μια παθητική αναμονή για τις εξελίξεις στο πεδίο των μαχών, αλλά ούτε και στην παραμικρή εμπιστοσύνη απέναντι στον άτυπο (αλλά υπαρκτό) «διάλογο» μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, στο τρίγωνο Ουάσινγκτον-Μόσχα-Πεκίνο. Είναι επείγουσα ανάγκη η παρέμβαση ενός μαζικού αντιπολεμικού κινήματος από τα κάτω, που θα απαιτεί το άμεσο σταμάτημα του πολέμου, μαζί με λύσεις δικαιοσύνης. Ενός κινήματος απολύτως ανεξάρτητου απέναντι σε όλες τις εμπλεκόμενες ιμπεριαλιστικές πλευρές. Για όσες/όσους ζούμε σε τούτη τη χώρα του «ανήκομεν εις την Δύση», αυτό σημαίνει προτεραιότητα στην πάλη ενάντια στον ευρωατλαντισμό και τους εξοπλισμούς μέσα στην ίδια μας τη χώρα, χωρίς όμως καμιά αυταπάτη ούτε για τον Πούτιν ούτε για τον Σι Τζιπίνγκ.