Η πολύμηνη μάχη στο Μπαχμούτ, που κρατάει από τον Αύγουστο του 2022 και μονοπωλεί το (στρατιωτικό) ενδιαφέρον από το περασμένο Νοέμβρη ως σήμερα, έχει εξελιχθεί στην απόλυτη κρεατομηχανή.
Οι περισσότεροι αναλυτές -προσκείμενοι στο ένα ή στο άλλο στρατόπεδο- εντοπίζουν εύκολα τη συμβολική αξία. Ο Πούτιν έχει ανάγκη μια «νίκη» κάπου, μετά τις ήττες και τα πισωγυρίσματα του περασμένου φθινοπώρου, ενώ ο Πριγκόζιν (καθώς η Ομάδα Βάγκνερ έχει πάρει πάνω της αυτή τη μάχη) θέλει να αποδείξει την ανωτερότητα του μισθοφορικού στρατού του, στα πλαίσια του ανταγωνισμού του με το υπουργείο Άμυνας και με στελέχη του τακτικού στρατού. Για την ουκρανική πλευρά, μήνα με το μήνα, η είδηση ότι «το Μπαχμούτ αντέχει!» εξελίχθηκε σε αυταξία.
Αλλά επίσης οι περισσότεροι αναλυτές, δυσκολεύονται να εξηγήσουν τη στρατηγική αξία αυτής της μικρής πόλης στο Ντονιέτσκ. Όλοι γνωρίζουν ότι από άποψη φυσικού περιβάλλοντος, εδάφους αλλά και ουκρανικών αμυντικών οχυρώσεων, οι πραγματικά κρίσιμες και δύσκολες μάχες για την ρωσική κατάκτηση (ή όχι) του συνόλου της επαρχίας του Ντονιέτσκ είναι μετά το Μπαχμούτ.
Αντεπίθεση;
Οι άμεσα εμπλεκόμενοι συνδέουν την επιμονή τους στο σφαγείο του Μπαχμούτ με την αναμενόμενη ουκρανική αντεπίθεση, ως πεδίο «φθοράς» του αντιπάλου που θα τον φέρει σε πιο δύσκολη θέση την κρίσιμη στιγμή που αυτή θα ξεδιπλωθεί.
Σε κάθε περίπτωση, η πολυσυζητημένη ουκρανική «εαρινή αντεπίθεση» αντιμετωπίζεται ως ορόσημο της πορείας του πολέμου. Στη «στροφή» από τον Απρίλη στον Μάη, όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, επικρατούσε η αίσθηση ότι πλησιάζει αυτή η στιγμή -αν και πολλές ουκρανικές αντεπιθέσεις έμειναν στο στάδιο της προαναγγελίας τους περασμένους μήνες…
Σε αντίθεση με το Χάρκοβο, όπου υπήρξε ο απόλυτος αιφνιδιασμός και άτακτη υποχώρηση του ρωσικού στρατού και τη Χερσώνα, όπου υπήρξε συντεταγμένη «οικειοθελής» ρωσική αναδίπλωση, αυτήν τη φορά η ουκρανική ηγεσία φιλοδοξεί για πρώτη φορά να δοκιμάσει τις δυνατότητές της να αντιστρέψει -με στρατιωτικά μέσα- τα πιο «παγιωμένα» τετελεσμένα της ρωσικής εισβολής. Αντίστροφα, θα δοκιμαστεί η ρωσική στρατιωτική δυνατότητα να «κρατήσει» τις θέσεις που είχε το χρόνο και τη δυνατότητα να οχυρώσει και να προετοιμάσει συστηματικά για άμυνα.
Η έκβαση μιας τέτοιας αναμέτρησης μπορεί να ανοίξει την όρεξη στο νικητή (περαιτέρω ουκρανικής προέλασης ή ρωσικής αντεπίθεσης απέναντι σε έναν ηττημένο-αποδιοργανωμένο στρατό), χωρίς όμως να είναι καθόλου σίγουρο ότι θα πείσει τον ηττημένο ότι κρίθηκε η πορεία του πολέμου και δεν έχει νόημα να συνεχίσει να πολεμά. Με αυτή την έννοια, όσοι-ες περιμένουν μια τέτοια αμιγώς στρατιωτική, αποφασιστική «λύση» θα πρέπει να κρατούν μικρό καλάθι. Πόσο μάλλον όταν δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα προκύψει κάποιο «αποφασιστικό» αποτέλεσμα και όχι ένα νέο επεισόδιο αιματηρής φθοράς και στασιμότητας, τύπου «Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου».
Ανάμεσα στα κείμενα του Πενταγώνου που διέρρευσαν πρόσφατα, μια αναφορά της DIA (Αμυντική Υπηρεσία Πληροφοριών, το αντίστοιχο της CIA για αμιγώς στρατιωτικούς σκοπούς) προβλέπει για το σύνολο του 2023 «περιορισμένα εδαφικά κέρδη» και «ελάχιστη διάθεση για διαπραγματεύσεις» και για το Κίεβο και για τη Μόσχα.
Πέρα από μια πιθανή ανατροπή αυτών των εκτιμήσεων (από την έκβαση των μαχών και τον εσωτερικό κοινωνικοπολιτικό τους αντίκτυπο τους επόμενους μήνες), η ουκρανική αντεπίθεση παραμένει ένα ορόσημο κυρίως όσον αφορά τις διπλωματικές διεργασίες.
Διπλωματία
Με δεδομένη την απόφαση των Ουκρανών να αμυνθούν και την επιμονή της Μόσχας να συντρίψει την αντίστασή τους, είναι γνωστό ότι οι μοναδικές «μεταβλητές» σε αυτή τη σύγκρουση αφορούν τους «εξωτερικούς παίκτες», δηλαδή τους ισχυρότερους συμμάχους των δύο εμπόλεμων πλευρών που τους παρέχουν -είτε στρατιωτική είτε οικονομική- «γραμμή στήριξης».
Οι δυνάμεις αυτές (κυρίως ΗΠΑ και Κίνα) δεν μπορούν να «τερματίσουν» τον πόλεμο με δική τους απόφαση, αλλά η στάση τους παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των προσδοκιών του Κιέβου και της Μόσχας. Η διαβόητη RAND Corp., ένα από τα πιο βαρυσήμαντα think tank της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, έχει εντοπίσει από καιρό αυτή την παράμετρο: Εξηγώντας ότι οι πόλεμοι δεν λήγουν όσο και οι δυο πλευρές ελπίζουν σε «ολοκληρωτική νίκη», εντοπίζει ότι η δυτική στήριξη είναι ο αστάθμητος-αβέβαιος παράγοντας που «θολώνει» τις εκτιμήσεις και των δύο πλευρών ως προς τις προοπτικές τους. Όταν εξετάζουν τις πιθανότητές τους για νίκη, η μεν κυβέρνηση Ζελένσκι μπορεί να «ποντάρει» στη συνέχεια ή μια πιθανή κλιμάκωση αυτής της στήριξης, ο δε Πούτιν μπορεί να «ποντάρει» στην προοπτική διακοπής/συρρίκνωσής της. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για την οικονομική-διπλωματική ανάσα που δίνει (με το αζημίωτο, για να το πούμε κομψά…) το Πεκίνο στο ρωσικό κράτος. Στο ερώτημα «αν αντέχει η Ρωσία τη φθορά», η κάθε πλευρά μπορεί να ποντάρει στην συνέχεια ή στην προοπτική διακοπής/συρρίκνωσης της κινεζικής στήριξης…
Σε αυτό το φόντο ξεδιπλώνεται ήδη η διπλωματική διεργασία μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, καθώς οι «σπόνσορες» των εμπόλεμων, αφενός δεν θέλουν να δουν τον σύμμαχό τους να χάνει, αλλά αφετέρου διαπιστώνουν ότι η παράταση του πολέμου αντιβαίνει προτεραιότητες ή συμφέροντά τους.
Τι συμφέρει τις ΗΠΑ;
Ο διάλογος στο εσωτερικό του αμερικανικού κατεστημένου έχει πάρει φωτιά. Από τον περασμένο Γενάρη, η RAND Corp. έχει δηλώσει ότι «οι στόχοι αμερικανικού ενδιαφέροντος ολοκληρώθηκαν» (αποδυνάμωση της Ρωσίας, ενίσχυση του ΝΑΤΟ, ευθυγράμμιση της Ευρώπης) και ότι πλέον μαζί με την πάγια αμερικανική προτεραιότητα «αποφυγής γενίκευσης ή πυρηνικής κλιμάκωσης», θα πρέπει να προστεθεί ως ισοδύναμη προτεραιότητα η «αποφυγή παράτασης» του πολέμου, καθώς η συνέχειά του επιβαρύνει τις αμερικανικές επιδιώξεις. Το think tank εκτιμά ότι το μόνο «θετικό» που μπορεί να φέρει η παράταση του πολέμου είναι πιθανές εδαφικές επιτυχίες του ουκρανικού στρατού. Αλλά, μιλώντας την ωμή γλώσσα των «αμερικανικών συμφερόντων», σε μια ταξινόμηση στόχων/ενδεχομένων (από «πολύ υψηλής» ως «αμελητέας» σημασίας), κατατάσσει τα ουκρανικά εδάφη που θα ελέγχει το ουκρανικό κράτος στον πάτο του αμερικανικού ενδιαφέροντος. Από την άλλη, τα «γεράκια» του ISW (Ινστιτούτο Μελέτης του Πολέμου) έχουν παρεκκλίνει τους τελευταίους μήνες από τις αμιγώς στρατιωτικές παρουσιάσεις-αναλύσεις των πεδίων της μάχης, για να δημοσιεύσουν και άρθρα «γνώμης», όπου αναλαμβάνουν να υποστηρίξουν την ανάγκη να αυξηθεί ο ρυθμός και η ποιότητα των δυτικών εξοπλισμών «όχι μόνο για την ερχόμενη ουκρανική αντεπίθεση, αλλά και για όσες αντεπιθέσεις ακόμα χρειαστούν» και να τεκμηριώσουν τη ματαιότητα ή την ζημιά ενός «πρόωρου σινιάλου πίεσης στην Ουκρανία για διαπραγματεύσεις».
Το Foreign Affairs, από τα πλέον «θεσμικά» όργανα και με την βαριά υπογραφή του (διακεκριμένου «ανθρώπου του κράτους») Ρίτσαρντ Χάας, παρουσίασε μια προσπάθεια συγκερασμού των δύο θέσεων: Κλιμάκωση της ταχύτητας και της ποιότητας του εξοπλισμού του ουκρανικού στρατού τους επόμενους μήνες, για να αυξηθούν οι πιθανότητες επιτυχιών του σε αυτή την αντεπίθεση και μετά -γύρω στον Σεπτέμβρη, ή «στο τέλος αυτής της περιόδου μαχών»- πίεση στον Ζελένσκι να διαπραγματευτεί διμερώς με τη Ρωσία, αλλά και «παράλληλη διεργασία» σε ανώτερο επίπεδο (ΝΑΤΟ-Ρωσίας) για τα μεγάλα επίδικα (Νέα Αρχιτεκτονική Ασφαλείας κ.ο.κ.).
Με αυτή την έννοια γίνεται ορόσημο η ουκρανική αντεπίθεση. Είτε γιατί με τον τερματισμό της θα γίνει σαφές ποια «γραμμή» θα ακολουθήσει στη συνέχεια η Ουάσινγκτον. Είτε γιατί μια αποφασιστική έκβασή της (αν και το πλέον απίθανο σενάριο) μπορεί να ανατρέψει διάφορους σχεδιασμούς: Αυτό που ο Economist περιέγραψε γλαφυρά με τον τίτλο «Η ουκρανική αντεπίθεση πλησιάζει: Οι δυτικοί σύμμαχοι θέλουν μια επιτυχία της -αλλά όχι πολύ μεγάλη». Ή με τα λόγια του Χάας, όσον αφορά την τύχη της ουκρανικής αντεπίθεσης, «η δυτική πολιτική είναι ανάμεσα στο στόχο να αποτραπεί μια καταστροφική αποτυχία της αλλά και μια καταστροφική επιτυχία της».
Κινεζική παρέμβαση
Με λιγότερο δημόσιο θορυβώδη διάλογο (που δεν συνηθίζεται στο ΚΚΚ της εποχής Ξι), αντίστοιχες σκέψεις (μεταξύ υποστήριξης της Ρωσίας και τερματισμού του πολέμου για επιστροφή στην ομαλή λειτουργία των δικτύων της παγκοσμιοποίησης) πρέπει να απασχολούν την κινεζική ηγεσία. Λίγο μετά το ταξίδι του Ξι στη Μόσχα, ήρθε το ταξίδι του Μακρόν στο Πεκίνο. Εν μέσω έντονων φημών για την επιδίωξη μιας «γαλλο-κινεζικής ειρηνευτικής πρωτοβουλίας» -πρόθεση που επιβεβαιώνει το Παρίσι αλλά δεν σχολιάζει το Πεκίνο- ήρθε η πρώτη επικοινωνία του Ξι με τον Ζελένσκι μετά τη ρωσική εισβολή, με ένα τηλεφώνημα που κράτησε 1 ώρα και σύμφωνα με Κινέζους φιλοκυβερνητικούς δημοσιογράφους θα έχει συνέχεια στην «αναβάθμιση της εποικοδομητικής εμπλοκής της Κίνας». Αυτή καθυστέρησε -λέει- μέχρι σήμερα γιατί η Κίνα «δεν έπρεπε να φανεί ότι αδειάζει τη Ρωσία μπροστά στη δυτική κατακραυγή». Σήμερα, το διεθνές περιβάλλον είναι ευνοϊκό για να εξυπηρετηθεί ο διπλός κινεζικός στόχος «ενός φιλικού Κιέβου και μιας αξιοπρεπούς διεξόδου απεγκλωβισμού του Πούτιν».
Στις ΗΠΑ, η παράλληλη κινεζική πρωτοβουλία, αν και συγκλίνει επί της ουσίας με την επιδίωξη της Ουάσινγκτον για αποφυγή μακρόχρονης παράτασης του πολέμου, αντιμετωπίζεται με δημόσιο σκεπτικισμό (περί ειλικρίνειας των προθέσεων, περί «κινεζικών δημοσίων σχέσεων» κλπ). Πρόκειται για την ίδια αμφιθυμία με την οποία έγινε δεκτή και η αποκατάσταση σχέσεων Σαουδικής Αραβίας-Ιράν με κινεζική διαμεσολάβηση. «Θα το πάρουμε», ομολογούσαν τότε ιδιωτικά στον Τύπο οι αμερικανικές κρατικές γραφειοκρατίες, υπενθυμίζοντας ότι αποτελούσε αμερικανικό στόχο της εποχής Ομπάμα. Αλλά δεν έκρυβαν τον προβληματισμό που τους γεννούσε το γεγονός ότι το Πεκίνο μπορεί να επιβάλει «τακτοποιήσεις» εκεί που (πλέον) δεν μπορεί η Ουάσινγκτον.
Και η Μόσχα;
Η ανταπόκριση μέσα στη Ρωσία είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό, όσο επικρατεί η δημόσια μονολιθική γραμμή που λέει ότι «ο χρόνος λειτουργεί υπέρ μας» και «η Ουκρανία θα επιστρέψει στη Ρωσία». Όμως σε ένα πρόσφατο άρθρο του, ο Γεβγκένι Πριγκόζιν ανέλαβε να υπερασπιστεί τον πόλεμο μέχρι τέλους και να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό ότι ακόμα και μια συντριπτική ήττα είναι προτιμότερη («πρέπει να πιάσεις πάτο για να πατήσεις γερά και να απογειωθείς αναγεννημένος και πιο ισχυρός, το έκανε η Γερμανία μετά τον ΑΠΠ») από μια μεσοβέζικη λύση (που θα ενισχύσει, λέει, την θέση των «προδοτικών» τμημάτων της ελίτ). Σε αυτό το άρθρο, αισθάνθηκε την ανάγκη να παρουσιάσει πρώτα τα επιχειρήματα που θα παρουσιάσουν οι οπαδοί της εκεχειρίας («η Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση ολοκλήρωσε τους στόχους της») πριν αναλάβει να τα αποδομήσει. Ένας άνθρωπος βαθιά χωμένος στις διεργασίες του Κρεμλίνου, υποθέτουμε εύλογα ότι απαντά προληπτικά σε κάποιους που προωθούν ήδη -σε κλειστούς κύκλους- ένα τέτοιο αφήγημα…
Έχουμε ακόμα (τουλάχιστον) μήνες πολέμου μπροστά μας αλλά και καμιά εγγύηση ότι αυτές οι «διπλωματικές διεργασίες» θα αποδώσουν -όταν τελικά ξεδιπλωθούν. Έχουμε επίσης την επίγνωση ότι αυτές οι διεργασίες μπορούν να παράξουν είτε μια άδικη-αντιδραστική ειρήνη (πχ, αντί για ανεξάρτητη και αδέσμευτη Ουκρανία με αρμονική συνύπαρξη των «εθνικών» ή γλωσσικών συνιστωσών της, δύο «Ουκρανίες», προτεκτοράτα και οι δυο, πλημμυρισμένες από εθνικιστική μισαλλοδοξία και ρεβανσισμό), είτε ένα «πάγωμα» της σύρραξης χωρίς να επιλυθεί κανένα ζήτημα. Το δεύτερο σενάριο θα είναι ανακούφιση για τα θύματα του πολέμου και μπορεί να διευκολύνει την προοπτική μαζικής-πολιτικής διεκδίκησης μιας δίκαιης λύσης. Αλλά θα χρειαστούν δυνάμεις που θα την αναλάβουν ειλικρινά και από τα κάτω. Αλλιώς, η περιοχή θα παραμείνει αιχμάλωτη του εθνικιστικού δηλητηρίου και εστία έντασης, όπως μαρτυρούν «παγωμένες» συγκρούσεις όπως στην Κορέα ή την Κύπρο…
Αλλά κυρίως, μια εκτόνωση του ουκρανικού δεν θα σημαίνει μια λήξη συναγερμού για το διεθνές κίνημα και την Αριστερά του. Όσα είπαμε -από το Φλεβάρη του 2022- για την εποχή όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών θα συνεχίσουν να ισχύουν. Στο δρόμο για το 1914, υπήρξαν πολλά διαδοχικά, τοπικά, επεισόδια που θα μπορούσαν να προκαλέσουν γενικευμένη ανάφλεξη (από το Μαρόκο ως τα Βαλκάνια) αλλά «έκλεισαν» διπλωματικά ή παρέμειναν περιορισμένα τοπικά. Καμιά διπλωματική τέχνη, καμιά «σωφροσύνη» επιτελείων και καμία λαμπρή ιδέα περί «αρχιτεκτονικών ασφαλείας» και «εγγυήσεων» κ.ο.κ. δεν μπορούσε όμως να απονεκρώσει την δυναμική του συστήματος που έσπρωχνε προς μια πιθανή πολεμική αναμέτρηση. Στην παρόμοια περίοδο που έχει μπει ο καπιταλισμός σήμερα (κωδικά, όμοια με «τα χρόνια που τελικά οδήγησαν στο 1914»), πολλές κρίσεις μπορεί να εκτονωθούν ή να περιοριστούν στο ορατό μέλλον. Αλλά το επίδικο της εποχής μπροστά μας παραμένει το ίδιο. Όποιος επιθυμεί την ειρήνη, δεν πρέπει να περιμένει τα αποτελέσματα των διπλωματικών πρωτοβουλιών των «από πάνω», αλλά να εργάζεται για την ανατροπή της εξουσίας τους…