Μετά την επικύρωση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης από το Ανώτατο Δικαστήριο, ο Μακρόν θέλησε να κάνει ακόμα μια συμβολική επίδειξη αποφασιστικότητας.
Ενώ θεσμικά είχε 15 μέρες στη διάθεσή του για να υπογράψει τη μετατροπή του νομοσχεδίου σε νόμο του κράτους, έσπευσε να το κάνει το ίδιο βράδυ. Μια μέρα πριν, η 12η μέρα δράσης των συνδικάτων (13 Απρίλη) είχε κατεβάσει 1,5 εκατομμύριο απεργούς στους δρόμους. Αριθμός μικρότερος από την κινητοποίηση της 6ης Απρίλη, αλλά ισοδύναμος με πολλές από τις μεγαλύτερες απεργιακές συγκεντρώσεις που έχει ζήσει η Γαλλία τα προηγούμενα χρόνια. Πέρα από αυτό, οι πολλαπλές δράσεις (μπλόκα κλπ) συνεχίστηκαν, ενώ μια πρωτοβουλία της ATTAC για «κατσαρολάδες» την ώρα μιας ομιλίας του Μακρόν «προς το έθνος», έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας, κάνοντας τη ζωή των υπουργών δύσκολη. Στις από κάτω στήλ, ο Τζον Μάλεν περιγράφει την κατάσταση του κινήματος στο δεύτερο μισό του Απρίλη και την δυσκολία που συναντά ο Μακρόν να «γυρίσει σελίδα».
Πράγματι, όπως σημειώνει ο Αντουάν Μπριστιέλ, επικεφαλής των δημοσκοπικών ερευνών για το Ίδρυμα Ζαν Ζωρές (συνδεδεμένο με το Σοσιαλιστικό Κόμμα), «περίπου το 60% του πληθυσμού δηλώνει ότι δεν θέλει να αφήσει πίσω του το ζήτημα της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης». Η Σοφί Μπινέ, η νέα επικεφαλής της CGT, δήλωσε ότι «δεν θα υπάρξει επιστροφή στην ομαλότητα αν δεν αποσυρθεί η μεταρρύθμιση».
Πρωτομαγιά
Σε αυτό το φόντο ήρθε η φετινή Πρωτομαγιά ως «σταθμός» στην αντιπαράθεση με τον Μακρόν. Η «διασυνδικαλιστική» έβγαλε φέτος κοινό κάλεσμα –κάτι που αποτελεί ιστορική εξέλιξη σε μια χώρα που δεν έχει ζήσει κοινή πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση από το 1945. Η CFDT εκτιμούσε ότι θα είναι η μαζικότερη Πρωτομαγιά των τελευταίων 3-4 δεκαετιών. Τα συνδικάτα είχαν καλέσει σε ένα «παλιρροιακό κύμα» σε όλη τη χώρα και οι μαζικές συγκεντρώσεις της Πρωτομαγιάς αποτέλεσαν μια τεράστια ευκαιρία να εκφραστεί εκ νέου η απόρριψη της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, αλλά και «του Μακρόν και του κόσμου του», όπως λέει ένα δημοφιλές σύνθημα. Σύμφωνα με την CGT, 2,3 εκατομμύρια άνθρωποι διαδήλωσαν σε όλη τη Γαλλίa. Όπως έγραψε το αριστερό-ενημερωτικό mediapart: «Κανένας κατευνασμός. Αν και δεν ξέρουν πώς να καταφέρουν να νικήσουν, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συνεχίζουν να το προσπαθούν»
Το κρίσιμο ερώτημα θα είναι η συνέχεια. Όπως το έθετε ο Λεόν Κρεμιέ σε άρθρο στο Alencontre, η φετινή Πρωτομαγιά μπορεί να είναι ιστορική, αλλά «Με ποιον στόχο; Θα γίνει η αφετηρία για ένα δεύτερο κύμα, μια νέα ώθηση στην αντιπαράθεση με τον Μακρόν;».
Με τον αστικό Τύπο να αναρωτιέται αν η Πρωτομαγιά θα «δώσει στο κίνημα νέα ώθηση ή θα αποτελέσει συμβολικά την τελευταία του μάχη», ο επικεφαλής της CFDT δήλωνε ότι «στις 2 Μάη θα αποφασίσουμε τα επόμενα βήματα». Οι επιλογές της διασυνδικαλιστικής θα είναι κρίσιμες, γιατί όπως σημειώνει ο Σιλβέστ Ζαφάρ (μέλος του NPA) σε συνέντευξή του στο tempest, «Καλώς ή κακώς, στο μαζικό επίπεδο, είναι εμφανές ότι η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων εμπιστεύτηκε τη διεύθυνση του αγώνα στις συνδικαλιστικές ηγεσίες».
Το ξεπέρασμα αυτής της συνθήκης δεν είναι απλή υπόθεση. Ο Κλεμέντ Μουχό ασχολήθηκε με αυτό το ζήτημα στο RS21:
«Η αντίσταση στην παθητικότητα που ενθαρρύνει η συνδικαλιστική ηγεσία είναι ασφαλώς μέρος της λύσης, αλλά είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι η απλή καταγγελία αυτών των ηγεσιών είναι νικηφόρα στρατηγική… Το ξεπέρασμα της ανεπιτυχούς ως τώρα “συνετής” στρατηγικής της διασυνδικαλιστικής απαιτεί δημοκρατικά εργαλεία…
Χωρίς σοβαρή συζήτηση [των δυσκολιών], το φυσικό συμπέρασμα είναι είτε η καταγγελία των συνδιακαλιστικών ηγεσιών ως “προδοτικές”, είτε η πεσιμιστική αντίληψη ότι ο πληθυσμός βαριέται να δράσει. Στην πραγματικότητα, χρειαζόμαστε τα συνδικάτα, συμπεριλαμβανομένων των ηγεσιών τους, για να βάλουν τους ανθρώπους σε κίνηση –και η ενότητα όλων των συνδικάτων υπήρξε χρήσιμη. Δεν μπορούμε να πάρουμε πρωτοβουλίες ξεκινώντας από το μηδέν.
Για να ξεπεράσουμε τα όρια του ως -τώρα ανεπιτυχή- συντονισμού από τα πάνω, χρειαζόμαστε περισσότερο συντονισμό από τα κάτω. Τα επίπεδα οργής κι εξέγερσης είναι άνευ προηγουμένου εδώ και δεκαετίες, αλλά απαιτούν τα μέσα για να εκφραστούν πολιτικά και να οργανωθούν σε κινήματα… Θα είναι δύσκολο, γιατί η σημερινή περίοδος είναι αποτέλεσμα δεκαετιών επιθέσεων, συχνά επιτυχημένων, ενάντια στο εργατικό κίνημα. Η οργή είναι πολύ μεγαλύτερη από τα επίπεδα αυτό-οργάνωσης που απαιτούνται για να εκραγεί –κάτι που προκαλεί εκνευρισμό, αλλά αυτό το κίνημα άνοιξε αυτή τη συζήτηση και ό,τι κι αν συμβεί, θα είναι ένα βήμα μπροστά».
Η μαζική εμφάνιση ενός κοινωνικού δυναμικού που μπορεί να στηρίξει τη συζήτηση πάνω σε αυτές τις προοπτικές είναι όντως το «βήμα μπροστά». Όλα τα συνδικάτα αναφέρουν αύξηση στο ρυθμό εγγραφής νέων μελών από το Γενάρη και μετά, ενώ όλα κάνουν λόγο για ένα «νέο προφίλ» αυτών που ζητούν να ενταχθούν: Νεαρής ηλικίας και σε χώρους «που δυσκολευόμασταν να απευθυνθούμε, από την καθαρίστρια που δουλεύει για έναν άνθρωπο μέχρι τους εργαζόμενους σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις». Στο πρόσφατο συνέδριο της CGT, για πρώτη φορά στον ένα αιώνα ιστορίας της συνομοσπονδίας, καταψηφίστηκε ο απολογισμός της απερχόμενης ηγεσίας και δεν εξελέγη η διάδοχη ηγεσία που πρότεινε η απερχόμενη –ένα άλλο δείγμα της συνειδητοποίησης σε ένα τμήμα των συνδικαλισμένων εργαζομένων ότι πλέον δεν αρκούν τα «δοκιμασμένα».
Η άλλη επιτυχία του κινήματος είναι το πλήγμα στον Μακρόν. Η επίθεση στις συντάξεις έχει χαρακτηριστική ως λιγότερο «οικονομική απόφαση» (δλδ. άμεση προτεραιότητα των Γάλλων εργοδοτών) και περισσότερο «πολιτική απόφαση» του Μακρόν, με –δημόσια διατυπωμένο– στόχο να «πειστούν οι διεθνείς χρηματαγορές για την οικονομική, μεταρρυθμιστική υγεία της Γαλλίας». Πριν λίγες ημέρες, ο Οίκος Αξιολόγησης Fitch… υποβάθμισε τη Γαλλία, επικαλούμενος ότι η πολιτική αναταραχή που προκάλεσε αυτή η σύγκρουση θα περιορίσει τις δυνατότητες της κυβέρνησης να πάρει πρωτοβουλίες στο μέλλον…
Ακροδεξιά
Στο πολιτικό πεδίο, η κρίση του Μακρόν έχει ανοίξει τη συζήτηση για τις προοπτικές της Λεπέν. Στην ίδια την Πρωτομαγιά, τα συνδικάτα της Χάβρης (όπου θα έκανε φέτος «γιορτή του έθνους» η Λεπέν) οργάνωναν αντιφασιστική κινητοποίηση, με την CGT να δηλώνει ότι «δεν υπάρχει χειρότερος εχθρός των εργαζομένων από τον Εθνικό Συναγερμό», την ώρα που σε κλειστό χώρο, τα εκλεγμένα στελέχη του RN συμμετείχαν σε πατριωτική δεξίωση με τερίνες πάπιας στο μενού...
Για τις ευρύτερες προοπτικές της Λεπέν, ο Σιλβέστ Ζαφάρ κατέθεσε μια αρκετά διαυγή περιγραφή:
«Η Λεπέν τοποθετεί το κόμμα της ως μια “υπεύθυνη αντιπολίτευση”, διαχωρισμένη από την Αριστερά στη Βουλή και στους δρόμους. Μεταξύ όσων απεργούν και διαδηλώνουν, η συζήτηση για το RN ως εναλλακτική λύση είναι από ελάχιστη ως ανύπαρκτη. Ο κίνδυνος είναι ότι μπορεί να θεωρηθεί η πιο ασφαλής εναλλακτική από τα πιο παθητικά τμήματα του πληθυσμού, που εναντιώνονται στη μεταρρύθμιση, αλλά θέλουν κάποιος άλλος να κάνει τη δουλειά για αυτά, που εξακολουθούν να υποστηρίζουν την αστυνομία και είναι πιο ανοιχτά σε ρατσιστικές ιδέες. Όμως το κίνημα είχε ως συνέπεια ότι τους τελευταίους 3 μήνες, απουσίαζε παντελώς από τη δημόσια συζήτηση η συνηθισμένη ξενοφοβική και ισλαμοφοβική ρητορική, ενώ ανέβηκε ως θέμα η αστυνομική βαρβαρότητα. Αυτό προφανώς δεν βοηθά τη Λεπέν. Θα ήταν βέβαια παράνοια να υποτιμήσουμε τη δύναμη του Εθνικού Συναγερμού. Είναι το μόνο πραγματικά ενιαίο κόμμα αυτήν τη στιγμή και έχει κάθε πρόθεση να κεφαλαιοποιήσει την αποθάρρυνση που μπορεί να εμφανιστεί μετά από μια ήττα του κινήματος».
Οι δυνάμεις της γαλλικής ριζοσπαστικής Αριστεράς οφείλουν να στρέψουν την προσοχή τους σε αυτά τα ζητήματα. Της επίμονης προσπάθειας πρωτοβουλιών στη βάση του εργατικού κινήματος (στην κατεύθυνση αντιμετώπισης των αδυναμιών που έδειξε), της προσπάθειας πολλαπλασιασμού «αυτών που απεργούν και διαδηλώνουν» και της αριστερής πολιτικοποίησης των αντιστάσεών τους -σε ρήξη με τον παραδοσιακό «καταμερισμό εργασίας» μεταξύ κομμάτων/συνδικάτων και ως προϋπόθεση νίκης απέναντι στον Μακρόν και ενίσχυσης κατά της απειλής της Λεπέν.