Στο προηγούμενο φύλλο της «Ε.Α.» παρουσιάσαμε αναλυτικά τους λόγους που καθιστούν τις φετινές εκλογές στην Τουρκία τις πιο αμφίρροπες στην 20ετή διάρκεια της διακυβέρνησης του ΑΚΡ και του Ερντογάν.
Ξεχωρίζουν οι απώλειες παλαιότερων πολιτικο-κοινωνικών ερεισμάτων (φιλελεύθερη διανόηση, κουρδικός πληθυσμός, τμήμα κεντρικών στελεχών του ΑΚΡ) στη διάρκεια των διάφορων «ζιγκ-ζαγκ» της πολιτικής Ερντογάν και κυρίως η διάβρωση της λαϊκής στήριξης στο ΑΚΡ λόγω της διαρκούς οικονομικής κρίσης και κυρίως του σαρωτικού πληθωρισμού. Αν ο ένας παράγοντας που κάνει κρίσιμες τις εκλογές είναι η (πιθανή) φθορά του ίδιου του ΑΚΡ, ο δεύτερος αφορά τη συμπόρευση της αντιπολίτευσης γύρω από τον στόχο της ανατροπής του.
Ο Ερντογάν έχει συγκροτήσει το δικό του μπλοκ. Μετά την κατάρρευση των ειρηνευτικών συνομιλιών επίλυσης του κουρδικού ζητήματος, το ΑΚΡ ήρθε πιο κοντά με το ακροδεξιό-εθνικιστικό MHP, το οποίο μέχρι πρότινος συνεργαζόταν με το κεμαλικό CHP στην αντιπολίτευση. Ο Ερντογάν χρειάστηκε την στήριξη του MHP για να κερδίσει το δημοψήφισμα του 2017 που έδινε υπερεξουσίες στον Πρόεδρο. Ακολούθησε η συγκρότηση της «Λαϊκής Συμμαχίας» μεταξύ ΑΚΡ και MHP, καθώς το ΑΚΡ είχε χάσει πλέον τη δυναμική που του χάριζε άνετες νίκες αυτοδυναμίας (στην εποχή πριν την εξέγερση του Γκεζί) και στηριζόταν στις ψήφους και τις έδρες του MHP -για να εκλέξει τον Ερντογάν στην προεδρία και για να αποκτήσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία που τον στηρίζει.
Την ίδια περίπου περίοδο, άρχισε να διαμορφώνεται ως αντίπαλο δέος η «Εθνική Συμμαχία». Το MHP διασπάστηκε το 2017 γύρω από τη στάση του στο δημοψήφισμα και το ζήτημα της ευρύτερης προσέγγισης με τον Ερντογάν, με τους διαφωνούντες -υπό την Μεράλ Ακσενέρ- να ιδρύουν το «Καλό Κόμμα». Το νέο ακροδεξιό κόμμα συμμάχησε με το CHP στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2018. Ήταν η πρώτη εμφάνιση της «Εθνικής Συμμαχίας», κυρίως ως τεχνικού χαρακτήρα συμφωνία: Οι συνιστώσες της κατέβασαν δικές τους διακριτές υποψηφιότητες στις προεδρικές εκλογές, ενώ στις κοινοβουλευτικές επρόκειτο για μια «διευκόλυνση» στο -νεοπαγές τότε ακόμα- κόμμα το Ακσενέρ να έχει εγγυημένη την κοινοβουλευτική παρουσία. Η συμμαχία δήλωσε ότι «παύει να υπάρχει» από την επομένη των εκλογών.
Το Τραπέζι των Έξι
Πλέον τα πράγματα είναι διαφορετικά -τόσο στο εύρος της συμμαχίας όσο και στην ενοποίησή της. Η «Εθνική Συμμαχία» του 2023 προέκυψε ως η εκλογική έκφραση μιας διεργασίας πολιτικού διαλόγου (το λεγόμενο «Τραπέζι των Έξι») που εξελίσσεται διαρκώς από το 2019 μέχρι και την προκήρυξη των εκλογών. Τα αντιπολιτευτικά κόμματα παρουσιάζουν φέτος έναν πιο «προγραμματικό» συνασπισμό και όχι μια «τεχνική» συνεργασία. Επίσης φέτος αποφάσισαν «να μην επαναλάβουν το λάθος του 2018» (όταν νίκησε ο Ερντογάν από τον πρώτο γύρο) και να επιλέξουν έναν κοινό προεδρικό υποψήφιο. Σε σύγκριση με το 2018, ο συνασπισμός έχει διευρυνθεί και με τις διαδοχικές (μικρο)διασπάσεις του ΑΚΡ, ελπίζοντας να διεισδύσει στην εκλογική βάση του ερντογανισμού.
Η συγκρότηση της «Εθνικής Συμμαχίας» μοιάζει με αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Η ετερογένειά της αποτελεί έναν αντικατοπτρισμό της ερντογανικής συνωμοσιολογίας που έτεινε να αντιμετωπίζει τις πιο ετερόκλητες αντιπολιτεύσεις κι αμφισβητήσεις της εξουσίας του ως τμήματα ενός ενιαίου σχεδίου ανατροπής του.
Το «σοσιαλδημοκρατικό» CHP συμμαχεί με το ακροδεξιό Καλό Κόμμα. Τα δύο αυτά «κεμαλικά-κοσμικά» κόμματα συμμαχούν με το ισλαμικό Κόμμα Ευτυχίας. Πρόκειται για τους «σκληρούς» του -διαλυμένου από τα δικαστήρια- παλιού Κόμματος Αρετής, του οποίου τη «μετριοπαθή» πτέρυγα εξέφρασε το ΑΚΡ. Όλοι μαζί συμπορεύονται με το κόμμα του Νταβούτογλου (πρώην υπουργού Εξωτερικών και πρωθυπουργού του ΑΚΡ) και το κόμμα του Αλί Μπαμπακάν (πρώην υπουργού Οικονομικών και αναπληρωτή πρωθυπουργού του ΑΚΡ).
Αυτό το ετερόκλητο φάσμα παρουσιάζει ως βασική δέσμευση, που αποτελεί τον «κορμό» της προγραμματικής συμφωνίας των 6, μια «Μεταβατική Διαδικασία» που θα επαναφέρει ένα «ισχυρά κοινοβουλευτικό» πολίτευμα στην Τουρκία, αντικαθιστώντας το προεδρικό.
Πρόγραμμα;
Πάνω σε αυτή τη δέσμευση εδράζει η ασάφεια ή και η σιωπή για την συγκεκριμένη πολιτική μιας κυβέρνησης της «Εθνικής Συμμαχίας». Όλα τα προβλήματα της προηγούμενης περιόδου (οικονομική κρίση, γεωπολιτικές περιπέτειες κλπ.) αποδίδονται στην «ενός ανδρός αρχή» και όλες οι λύσεις θα προκύψουν μαγικά από την αποκατάσταση της διάκρισης των εξουσιών.
Η «ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας» θα επιλύσει την οικονομική κρίση. Η «λειτουργία του κοινοβουλίου» θα μπορέσει να επιλύσει το κουρδικό ζήτημα. Η «συναίνεση και ο διάλογος» (μεταξύ των κομματικών ηγεσιών του «Τραπεζιού») θα εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα μιας εξωτερικής πολιτικής που εξαντλείται στα κλισέ ευχολόγια (καλών σχέσεων με όλους, αλλά με βάση το εθνικό συμφέρον κ.ο.κ.).
Αυτό επιτρέπει στον Ερντογάν να εξαπολύει δηλητηριώδη βέλη κατά των αντιπάλων του, κατηγορώντας τους για «παζάρι» θέσεων και αξιωμάτων χωρίς πολιτικές-ιδεολογικές αρχές, ενώ επιχειρεί να ενισχύσει το προεδροκεντρικό-αυταρχικό αφήγημα, επιμένοντας ότι σε στιγμές κρίσης, θα είναι καταστροφικό να περιμένει «το έθνος» να συναινέσουν σε κάποια απόφαση οι 6 πολιτικοί αρχηγοί.
Ασφαλώς, από τη σκοπιά των εργαζομένων, το πρόβλημα της «Εθνικής Συμμαχίας» δεν είναι η ασάφεια και η πολυφωνία, αλλά η πολιτική που τελικά θα εφαρμόσει αν συγκροτήσει κυβέρνηση. Ο αστικός-συστημικός χαρακτήρας και των 6 κομμάτων προειδοποιεί για τις προθέσεις πίσω από την αοριστία στην οικονομία. Η επίθεση στην «ανορθοδοξία» Ερντογάν και η εμμονή στην «ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας» σκιαγραφεί μάλιστα την πιθανότερη απάντηση: Ευθυγράμμιση της Τουρκίας στη διεθνή πολιτική αύξησης των επιτοκίων -που σημαίνει πρακτικά προσπάθεια αντιμετώπισης του πληθωρισμού δια της ύφεσης και της λιτότητας. Το μοναδικό (σχετικά…) σαφές προγραμματικό σημείο των 6, «ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός», συμπίπτει με τις προτιμήσεις της TUSIAD (παραδοσιακή μεγαλοαστική τάξη που κάνει δουλειές κυρίως με τα ευρωπαϊκά κεφάλαια). Αυτό από μόνο του δεν λέει πολλά -και το ΑΚΡ με ευρωπαϊκό προσανατολισμό ξεκίνησε, για να συναντήσει το ευρωπαϊκό τείχος άρνησης ένταξης της Τουρκίας στο κλειστό κλαμπ. Αλλά δείχνει ότι οι «6» είναι σε επικοινωνία με τις «αγωνίες» της TUSIAD και αυτό λέει πολλά για το πώς θα πολιτευτούν απέναντι στην τουρκική εργατική τάξη. Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου παραθέτει σε άρθρο του ένα γλαφυρό απόσπασμα ανάλυσης του Foreign Policy: «Με το να απαρνείται την Αριστερά και να υιοθετεί νεοφιλελεύθερες θέσεις των πολιτικών του συμμάχων, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου μπορεί να αποξενωθεί από την εργατική τάξη και να χάσει τις εκλογές».
Ακόμα κι αυτός ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής της αποκατάστασης της παραδοσιακής φιλελεύθερης/κοινοβουλευτικής δημοκρατίας φαίνεται -με βάση τις εμφάσεις που δίνουν στα δημόσια κείμενά τους οι «6»- να αφορά αποκλειστικά τη διευθέτηση των κρατικών εξουσιών. Η λειτουργία και ο ρόλος του κοινοβουλίου δεν είναι ασφαλώς αμελητέο ζήτημα, αλλά αποτελεί μία μόνο όψη (ίσως την πιο «απομακρυσμένη» από την εργατική-λαϊκή καθημερινότητα) της «δημοκρατίας» που πιέζεται ασφυκτικά στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια σε πολύ πιο σοβαρά για τον κόσμο μας επίπεδα -συνδικαλιστικής δράσης, συγκέντρωσης και διαδήλωσης, ελευθερίας γνώμης κλπ.
Συμμαχία για την Εργασία και την Ελευθερία
Απέναντι στα δύο μπλοκ, παρουσιάζεται φέτος η Συμμαχία για την Εργασία και την Ελευθερία, που φιλοδοξεί να εκφράσει «τα εκατομμύρια ανθρώπους που δεν εκπροσωπεί ούτε η Λαϊκή ούτε η Εθνική Συμμαχία». Αυτό το στοίχημα, της διάρρηξης της πόλωσης μεταξύ πολιτικού Ισλάμ και κεμαλισμού, πάνω σε μια βάση ταξικής πολιτικής, είναι διαχρονικά κρίσιμο στην Τουρκία. Οι εκλογικές επιτυχίες του HDP τα τελευταία χρόνια, που το σταθεροποίησαν ως δύναμη άνω του 10% αλλά και ως δύναμη που απευθύνεται και πέραν του κουρδικού πληθυσμού, αποτέλεσαν μια βάση. Το περασμένο καλοκαίρι, το HDP απεύθυνε έκκληση σε όλες τις σημαντικές οργανώσεις της τουρκικής άκρας Αριστεράς για τη δημιουργία ενός μετώπου. Το SOL (Αριστερό Κόμμα) αρνήθηκε, ενώ το TKP (ΚΚ Τουρκίας) συμμετείχε στην πρώτη σύσκεψη αλλά τελικά αποχώρησε από τη διεργασία. Αυτές οι δυνάμεις, μαζί με το ΤΚΗ (Κομμουνιστικό Κίνημα Τουρκίας) συγκρότησαν τη μικρή συμμαχία «Ένωση Σοσιαλιστικών Δυνάμεων».
Ωστόσο, στον διάλογο ανταποκρίθηκαν το Πράσινο Αριστερό Κόμμα, το TOP (Κόμμα Κοινωνικής Ελευθερίας), το Κόμμα Εργατικού Κινήματος, το ΕΜΕΡ (Κόμμα Εργασίας) και το TIP (Κόμμα Εργατών Τουρκίας), συγκροτώντας έτσι ένα σημαντικό μέτωπο της τουρκικής ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Η Συμμαχία για την Εργασία και την Ελευθερία (αλλά και η μικρότερη Ένωση Σοσιαλιστικών Δυνάμεων) έχει δηλώσει ότι δεν θα κατεβάσει υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές, σε μια έμμεση πλην σαφή διευκόλυνση της ψήφου προς τον Κιλιντζάρογλου, τον υποψήφιο της Εθνικής Συμμαχίας. Σημαντικές οργανώσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς όπως το TIP και το TKP έχουν ήδη καλέσει ρητά σε «μαύρισμα» του Ερντογάν, ενώ την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές δεν είχε λήξει το αν το HDP θα καλέσει και επίσημα σε ψήφο στον Κιλιντζάρογλου (πιθανά αποσπώντας κάποιες υποσχέσεις όπως η απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων).
Πρόκειται για ένα ακανθώδες ζήτημα. Το HDP ούτε θέλησε (και σωστά!) να ενταχθεί σε προγραμματικό διάλογο και συμμαχία με το «Τραπέζι των 6», αλλά ούτε και θα μπορούσε, με δεδομένο το βέτο της «λύκαινας» Ακσενέρ. Ακόμα και μια «στήριξη από έξω» στον Κιλιντζάρογλου μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στο Καλό Κόμμα. Στις φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, η έμμεση-«κρυφή» στήριξη του HDP στον Κιλιντζάρογλου αξιοποιείται για να τον παρουσιάσει ως «φίλο των τρομοκρατών», ενώ μετά βίας κρύβεται η ιδιαίτερη… αδημονία για μια επισημοποίηση αυτής της γραμμής, λογικά υπολογίζοντας σε ζημιές για την Ακσενέρ και οφέλη για το MHP.
Σε κάθε περίπτωση, οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες δυνάμεων όπως το TIP, το TKP, το ΕΜΕΡ, χωρίς να κάνουν βήμα πίσω στις κριτικές τους για τις δυνάμεις της Εθνικής Συμμαχίας, παρουσιάζουν ως σημαντικό στόχο την ήττα του Ερντογάν και της περεταίρω εμπέδωσης του υπερ-προεδρικού αυταρχικού συστήματός του, ενώ στις εκτιμήσεις τους φαίνεται να ιεραρχούν ως πιο σημαντική την επικοινωνία με το κοινωνικό ρεύμα που ζητά «απαλλαγή από τον ερντογανισμό». Σε αυτά λογοδοτεί η (πάντα αμφιλεγόμενη) επιλογή να μην παρουσιαστεί και στην προεδρική κάλπη ο τρίτος, εναλλακτικός πόλος ανάμεσα στη Λαϊκή και την Εθνική Συμμαχία και να δοθεί το βάρος της ανεξάρτητης παρέμβασης της ριζοσπαστικής Αριστεράς στις κοινοβουλευτικές εκλογές.
Προεδρικές και βουλευτικές
Στις διπλές κάλπες, υπάρχει φέτος μια ιδιαιτερότητα. Δεν υπάρχει μία κάλπη που να ξεχωρίζει γιατί έχει μεγαλύτερη βαρύτητα. Εφόσον κερδίσει η Εθνική Συμμαχία (και υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της για δραματική υποβάθμιση του ρόλου του Προέδρου), σημασία θα έχει το αποτέλεσμα των βουλευτικών, καθώς εκεί θα κρίνεται πλέον ο πολιτικός συσχετισμός και η διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Οι κακές γλώσσες παρεμπιπτόντως ερμηνεύουν την επιλογή του «γκρίζου» (και μονίμως ηττημένου) Κιλιντζάρογλου ως εγγύηση ότι αυτή η διαδικασία θα προχωρήσει. Οι επιλογές πιο δημοφιλών και χαρισματικών «αστέρων» όπως οι δήμαρχοι Ισταμπούλ και Άγκυρας, δημιουργούσαν μια ανησυχία στο «Τραπέζι των 6», ότι εφόσον εκλεγούν, ίσως έμπαιναν στον πειρασμό να… διατηρήσουν το προεδροκεντρικό σύστημα στη θέση του. Αλλά εν τω μεταξύ, οι προεδρικές εκλογές διατηρούν την σημασία τους, καθώς σε νίκη της Λαϊκής Συμμαχίας, το ακραία προεδροκεντρικό σύστημα θα παραμείνει στη θέση του και το αποτέλεσμα των βουλευτικών θα παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Ασφαλώς, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέγεθος της πολιτικής κρίσης σε ένα σενάριο «συγκατοίκησης» με διαφορετικούς νικητές στην προεδρία και στη Βουλή…
Στις δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές εκλογές, ο Κιλιντζάρογλου εμφανίζεται να προηγείται του Ερντογάν (γύρω στις 4 μονάδες), χωρίς να προκύπτει νικητής από τον πρώτο γύρο. Ο Μουχαρέμ Ιντζέ, παλιός εσωκομματικός αντίπαλος του Κιλιντζάρογλου και υποψήφιος του CHP το 2018, κατεβαίνει με το νεοϊδρυθέν από τον ίδιο «Κόμμα Πατρίδα» και ο ακροδεξιός Σινάν Ογκάν κατεβαίνει ως εκλεκτός ενός συνασπισμού μικρών, «σκληρά» κεμαλικών εθνικιστικών οργανώσεων. Αθροίζουν δημοσκοπικά ένα 6-10%, με τη μερίδα του λέοντος να ανήκει στον Ιντζέ, ο οποίος έχει δηλώσει την προτίμηση στον Κιλιντζάρογλου σε πιθανό δεύτερο γύρο. Όμως οι δημοσκοπήσεις είχαν διαψευστεί το 2018, κάνοντας τον διεθνή Τύπο πιο επιφυλακτικό φέτος, με την παραδοχή ότι «κανείς δεν μπορεί να ξεγράφει τον Ερντογάν».
Το δικό τους ενδιαφέρον έχουν οι βουλευτικές εκλογές. Αφενός, γιατί εκεί θα μετρηθεί η επιρροή των πολιτικών κομμάτων, πέρα από τον δημοψηφισματικό-πολωτικό χαρακτήρα που αποκτούν οι προεδρικές λόγω της προσωπικότητας του Ερντογάν. Πολύ περισσότερο σε ό,τι μας αφορά, που εκεί θα μετρηθεί η δύναμη συγκεκριμένα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Τόσο ως άθροισμα, αλλά και από την πρόοδο που θα σημειώσουν οι επιμέρους «συνιστώσες». Για το μέτρημα αυτό, να σημειώσουμε ότι το HDP κατεβάζει υποψηφιότητες υπό την αιγίδα της Πράσινης Αριστεράς, καθώς το κόμμα αντιμετωπίζει δικαστήρια που ίσως το θέσουν εκτός εκλογών ανά πάσα στιγμή. Στα αριστερά του HDP, ξεχωρίζει το TIP, που στα λίγα χρόνια ζωής του έχει επιδείξει μια σημαντική μαζικοποίηση με πολλές χιλιάδες νέα μέλη στις τοπικές οργανώσεις του, ενώ βρισκόμενο σε εκλογική συνεργασία με το HDP (από το 2018) αλλά διατηρώντας την αυτονομία του είχε εκλέξει και δικούς του βουλευτές. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τι δυνάμεις θα καταγράψει φέτος…