«Ο ι συνένοχοι στο έγκλημα στράφηκαν ο ένας κατά του άλλου κατά τη μοιρασιά της λείας». Με αυτή την εύστοχη παρομοίωση περιέγραψε την εμφύλια σύγκρουση στο Σουδάν ένα πρώην στέλεχος της «μεταβατικής κυβέρνησης» που είχαν ανατρέψει με πραξικόπημα οι δυνάμεις που συγκρούονται σήμερα ένοπλα στο Χαρτούμ αλλά και σε άλλες πόλεις.
Οι δυνάμεις του τακτικού στρατού, υπό τον στρατηγό Αλ Μπουρχάν, επικεφαλής του Στρατιωτικού Συμβουλίου που κυβερνά τη χώρα, συγκρούονται με το ελίτ παραστρατιωτικό σώμα των Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (RSF) υπό τον στρατηγό «Χεμέντι» (Νταγκαλό), αναπληρωτή επικεφαλής και «Νο2» του Στρατιωτικού Συμβουλίου.
Προϊστορία
Οι δύο άντρες συμπορεύτηκαν για πολλά χρόνια. Αναρριχήθηκαν στη στρατιωτική ιεραρχία επί της διακυβέρνησης του δικτάτορα Μπασίρ, παίζοντας ενεργό ρόλο στην αιματηρή καταστολή του αντάρτικου κινήματος στο Νταρφούρ και σε άλλους πολέμους του καθεστώτος ενάντια σε τοπικές-φυλετικές πολιτικοστρατιωτικές οργανώσεις και κινήματα στην περιφέρεια της χώρας. Απέσυραν -μαζί με την υπόλοιπη στρατιωτική ιεραρχία- τη στήριξή τους στον Μπασίρ όταν κλιμακώθηκε η εξέγερση εναντίον του (Δεκέμβρης του 2018 - Απρίλης του 2019), συμμετέχοντας στο Στρατιωτικό Συμβούλιο που τον καθαίρεσε και ανέλαβε την εξουσία. Παραμέρισαν από κοινού τον ΙμπνΑούφ, τον αρχηγό του Συμβουλίου και των ενόπλων δυνάμεων, ως «εξιλαστήριο θύμα», όταν το κίνημα διαδήλωσε την οργή του που στη θέση του Μπασίρ βρέθηκε ο επιτελάρχης του. Έκτοτε ο Αλ Μπουρχάν ήταν ο ντεφάκτο επικεφαλής της χώρας και ο «Χεμέντι» το δεξί -σιδερένιο- χέρι του.
Καθώς το σουδανικό κίνημα είχε πάρει τα «μαθήματα» της Αιγύπτου (της αρχικής ευφορίας για τον ρόλο του στρατού στην απομάκρυνση του Μουμπάρακ) και παρέμεινε στους δρόμους απαιτώντας να αποχωρήσει άμεσα ο στρατός από την εξουσία, οι RSF του «Χεμέντι» εξαπέλυσαν ένα λουτρό αίματος στο Χαρτούμ, στη μεγάλη σφαγή της 3ης Ιούνη του 2019.
Τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς, αντιμέτωποι με συγκλονιστική αντίσταση που περιλάμβανε μαζικές πολιτικές απεργίες, οι στρατηγοί αποδέχτηκαν μια «συγκατοίκηση» με πολιτικά στελέχη της αντιπολίτευσης, η οποία θα ήταν -τάχα- μεταβατική. Δυστυχώς, η SPA (Επαγγελματική Ένωση Σουδάν, μια «ομπρέλα» συνδικάτων και επαγγελματικών ενώσεων), που είχε κατακτήσει το ρόλο της αναγνωρισμένης ηγεσίας του κινήματος μέσα από τη δράση της κατά του Μπασίρ, αποδέχτηκε το συμβιβασμό κι ανέστειλε τις κινητοποιήσεις.
Στις 25 Οκτώβρη του 2021, οι Αλ-Μπουρχάν και «Χεμεντί» συνεργάστηκαν εκ νέου στο πραξικόπημα που ανέτρεψε την κυβέρνηση «συγκατοίκησης» και τον πρωθυπουργό Αμπντάλα Χάμντοκ. Ακολούθησε μια ακόμα μετωπική σύγκρουση με το κίνημα: αυτή τη φορά, οι Επιτροπές Αντίστασης, που είχαν αναπτυχθεί το 2018-19 ως «οργανωτικά» εργαλεία στις γειτονιές, έπαιξαν έναν πιο πολιτικό ρόλο, αναλαμβάνοντας την ηγεσία από την -πιο απαξιωμένη πλέον- SPA.
Η συγκλονιστική αντίσταση στο πραξικόπημα οδήγησε τους στρατηγούς στο να επαναφέρουν τον Χάμντοκ στην εξουσία το Νοέμβρη, στο φόντο γιγαντιαίων διαδηλώσεων και παραλυτικών απεργιών. Η συνέχεια της αντίστασης, καθώς το σύνθημα των Επιτροπών «καμία διαπραγμάτευση-κανένας συμβιβασμός-καμία εξουσία πάνω από εκείνη του λαού», γινόταν ηγεμονικό, οδήγησε τον Χάμντοκ σε παραίτηση το Γενάρη του 2022.
Το Στρατιωτικό Συμβούλιο παρέμεινε κυβέρνηση της χώρας αλλά δε σταθεροποίησε ποτέ την εξουσία του -με τις Επιτροπές Αντίστασης να επιβιώνουν σε επίπεδο καθημερινότητας και να οργανώνουν περιοδικά κεντρικές κινητοποιήσεις «υπενθύμισης» ότι ο αγώνας συνεχίζεται. Υπό αυτή την πίεση, η «διεθνής κοινότητα» (με κεντρικό ρόλο ΗΠΑ-Βρετανίας-Σαουδικής Αραβίας-Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων) επιχειρεί επί μήνες να διαμορφώσει μια κάποια -σάπια- συμφωνία μετάβασης σε «κυβέρνηση πολιτικών στελεχών». Αυτή κατέληξε τον περασμένο Δεκέμβρη στη «Συμφωνία Πλαίσιο». Πρόκειται για μια συμφωνία που πέρα από ένα ευχολόγιο (για τον σταδιακό περιορισμό του ρόλου του στρατού) και ένα ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα «διαβουλεύσεων» , άφηνε πολλά ανοιχτά σημεία και διατηρούσε τους στρατηγούς σε ρόλο «ρυθμιστή». Όπως το έθεσε πρώην σύμβουλος του Χάμντοκ, από τους κύκλους «πολιτικών στελεχών» υπεράνω υποψίας για αντι-ιμπεριαλισμό ή αριστερισμό, «οι μεγάλες δυνάμεις είχαν ως μόνη έγνοια να προκύψει μια κυβέρνηση, όποια κυβέρνηση, την οποία θα μπορούν να έχουν ως συνομιλητή για να προχωρήσουν οι υποθέσεις τους».
Τα επίδικα της σύγκρουσης
Τελικά, η «Συμφωνία Πλαίσιο» επιτάχυνε τη σύγκρουση μέσα στις γραμμές της στρατιωτικής χούντας. Ένα από τα ζητήματα που άφηνε ανοιχτά προς διευθέτηση ήταν η ενσωμάτωση των RSF στον τακτικό στρατό. Πάνω σε αυτό το ζήτημα ξέσπασε η διαφωνία, με τον Αλ Μπουρχάν να ζητά την «αυτοδιάλυσή» τους, ενώ ο «Χεμέντι» διεκδικούσε μια πιο «ήπια» ενσωμάτωση (και με σχετική αυτονομία ως σώμα). Το πραγματικό γενικότερο επίδικο αφορά τις θέσεις ισχύος από τις οποίες θα μπει η κάθε πλευρά στην «επόμενη μέρα» του Σουδάν, μετά την (τυπική…) λήξη της αμιγώς στρατιωτικής διακυβέρνησης. Μέσα από τις συγκρούσεις και τις ραδιουργίες των τελευταίων χρόνων, ο «Χεμέντι» αναβαθμίστηκε πολιτικά –με την ίδια την «Συμφωνία Πλαίσιο» να αποτελεί την τυπική επικύρωση της θέσης του ως ισότιμης με εκείνη του αρχηγού των τακτικών ενόπλων δυνάμεων. Παράλληλα, οι δύο πλευρές εκφράζουν και οικονομικά συμφέροντα. Ο στρατός του Σουδάν παραδοσιακά ελέγχει σοβαρό τμήμα της οικονομίας (κυρίως σε βιομηχανία και εμπόριο). Οι RSF από τη μεριά τους, έχουν αποτελέσει το ένοπλο στήριγμα μιας μικρής οικονομικής αυτοκρατορίας για τον «Χεμέντι» (έλεγχος των φυσικών πόρων και ιδιαίτερα του χρυσορυχείων της χώρας κ.ά.). Η προοπτική ενός κάποιου «ξαναμοιράσματος» πολιτικής και οικονομικής εξουσίας (που θα περιλαμβάνει και τις εκκολαπτόμενες πολιτικές ελίτ) σπρώχνει τους στρατηγούς στο να κατοχυρώσουν τις θέσεις τους –και το κάνουν με τον τρόπο που γνωρίζουν καλύτερα, τα όπλα. Επιπλέον καταστροφικό ρόλο παίζει ο διεθνής παράγοντας. Ακριβώς επειδή μεγάλες και περιφερειακές δυνάμεις ενδιαφέρονται για να προκύψει «όποια κυβέρνηση, την οποία θα μπορούν να έχουν ως συνομιλητή για να προχωρήσουν οι υποθέσεις τους» και επειδή αυτές οι «υποθέσεις» είναι πολύ καυτές στη γεωγραφική περιοχή που βρίσκεται το Σουδάν και άρα προσοδοφόρες για όποιον τις διαχειριστεί, ο Αλ Μπουρχάν και ο «Χεμέντι» μάχονται λυσσασμένα για το ποιος θα είναι ο «συνομιλητής» των ξένων κυβερνήσεων.
Γεωπολιτική
Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αποτέλεσαν το βασικό μαξιλάρι του στρατιωτικού καθεστώτος τα προηγούμενα χρόνια. Παραμονές της σφαγής των διαδηλωτών στις 3 Ιούνη του 2019, η ηγεσία του Στρατιωτικού Συμβουλίου είχε πυκνές επαφές στο Ριάντ και στο Άμπου Ντάμπι. Μια μέρα πριν την σφαγή, οι Σαούντ και τα Εμιράτα είχαν ανακοινώσει την αποστολή 3 δισ. δολαρίων οικονομικής «βοήθειας» στο Σουδάν. Είναι παραπάνω από σαφές από ποιες δυνάμεις δόθηκε το «πράσινο φως» για τον έλεγχο των εξελίξεων στη χώρα από τους στρατοκράτες. Οι ίδιες μοναρχίες επίσης αξιοποίησαν –με το αζημίωτο– τις RSF του «Χεμέντι», ως μισθοφορικό στρατό αποδεδειγμένης αγριότητας κατά τον βάρβαρο πόλεμο που εξαπέλυσαν στην Υεμένη.
Η Αίγυπτος του στρατηγού Σίσι έχει καλλιεργήσει στενούς δεσμούς με τον τακτικό σουδανικό στρατό. Είναι μια σχέση «επιχειρηματική» (και οι δύο ένοπλες δυνάμεις αποτελούν σημαντικούς οικονομικούς παίκτες), αλλά και γεωπολιτική. Η Αίγυπτος βρίσκεται εδώ και πολλά χρόνια σε διαμάχη με την Αιθιοπία γύρω από τον έλεγχο του Νείλου, με σημείο τριβής το θηριώδες Φράγμα της Αιθιοπικής Αναγέννησης που ανυψώνει Αντίς Αμπέμπα. Το Σουδάν αποτελεί το τρίτο «ενδιαφερόμενο μέρος» στο ζήτημα και έχει αλλάξει τοποθέτηση/πλευρά αρκετές φορές στη διάρκεια αυτής της σύγκρουσης. Ο Σίσι έχει πλέον επενδύσει στους δεσμούς με τον Αλ Μπουρχάν για να ρυμουλκήσει το Χαρτούμ απέναντι στο αιθιοπικό σχέδιο.
Όλες οι παραπάνω περιφερειακές δυνάμεις, μαζί με τα επιμέρους συμφέροντα που προωθούν, συνεργάζονται στενά με τον ένα ή τον άλλο στρατηγό γιατί έχουν μια κοινή, πολιτικοϊδεολογική αφετηρία: Την ανάγκη να συντριβεί το δημοκρατικό κίνημα στο Σουδάν, για να μην «μπαίνουν ιδέες» στις μάζες της περιοχής.
Με παρόμοια κίνητρα μπορούν να εξηγηθούν οι πυκνές φήμες για στήριξη του «Χεμέντι» από τον Λίβυο Χαφτάρ. Μια επιλογή που τον φέρνει απέναντι από τους στενούς συμμάχους του στην Αίγυπτο, αλλά αποτελεί την ελάχιστη ανταπόδοση για τη δράση των RSF –και– στη Λιβύη, όπως και δείγμα «αλληλεγγύης» μεταξύ «αποστατών πολέμαρχων» που φιλοδοξούν να αναρριχηθούν στην εξουσία της χώρας τους.
Η φιλελεύθερη-δημοκρατική ΕΕ έχει το δικό της παρελθόν αμοιβαία επωφελών συνδιαλλαγών με αυτά τα καθάρματα. Στα πλαίσια της προσπάθειας της Ευρώπης-Φρούριο να απωθήσει ακόμα πιο μακριά από τα τείχη της τους μετανάστες, το Σουδάν έλαβε πλούσια χρηματοδότηση για να αναλάβει να κυνηγάει δυστυχισμένους Αφρικανούς πριν καν αυτοί φτάσουν στη Λιβύη. Την δουλειά αυτή ανέλαβαν οι RSF, που μαζί με τα γενναία ευρωπαϊκά κονδύλια, αυγάτιζαν τα χρήματά τους και από το δουλεμπόριο όσων συνελάμβαναν οι περιπολίες τους –μια άλλη πτυχή του πώς οικοδομήθηκε η οικονομική αυτοκρατορία του «Χεμέντι», η οποία δεν ενόχλησε τις «φωτισμένες» Βρυξέλλες από τη στιγμή που ο στρατηγός ήταν αποτελεσματικός στη φύλαξη των ευρωπαϊκών συνόρων…
Οι ΗΠΑ θεώρησαν την πτώση του Μπασίρ ευκαιρία να παρέμβουν στο «νέο τοπίο», καθώς ο πρώην δικτάτορας –απομονωμένος από τη «Δύση» κάποια χρόνια– είχε προσφέρει στον Βλαδίμηρο Πούτιν το Σουδάν ως «παράθυρο της Ρωσίας στην Αφρική». Εκεί λογοδοτούσε η συμμετοχή τους στο διεθνές «σχήμα» που ανέλαβε τις επαφές με τους ντόπιους εμπλεκόμενους στη «μεταβατική διαδικασία» και η προθυμία τους να αναγνωρίσουν τους πραξικοπηματίες ως ρυθμιστές, ελπίζοντας να ρυμουλκήσουν στο πλευρό τους κάποιον που –όπως έλεγε ο Θεόδωρος Ρούζβελτ– «μπορεί να είναι κάθαρμα, αλλά είναι δικό μας κάθαρμα».
Η Ρωσία μπόρεσε να συνεχίσει τις δραστηριότητές της στο Σουδάν και μετά την πτώση του Μπασίρ, καθώς ο άνθρωπος που έκανε αυτές τις «δουλειές», ο «Χεμέντι» έμεινε στη θέση του. Μαζί με τη μισθοφορική τους δράση ως πεζικό για λογαριασμό των Σαούντ στην Υεμένη και την δράση τους ως «κυνηγοί κεφαλών» για λογαριασμό της ΕΕ στα σύνορα του Σουδάν, οι RSF ανέπτυξαν και μια ιδιαίτερα επικερδή συνεργασία με τους «συναδέλφους» της Βάγκνερ, αναλαμβάνοντας από κοινού τη «φύλαξη» των χρυσωρυχείων -και την τακτική μεταφορά του σουδανικού χρυσού στη Μόσχα…
Καμία από τις παραπάνω δυνάμεις δεν (φαίνεται να) έσπρωξε τα πράγματα προς τον εμφύλιο. Οι κατά καιρούς και ανά τον κόσμο τοπικοί σύμμαχοι/«αντιπρόσωποι» δεν είναι υποχρεωτικά «μαριονέτες». Αλλά οι μεγάλοι ανταγωνισμοί και τα μεγάλα επίδικα, στον αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο ενισχύουν φυσικά και τις φιλοδοξίες των τοπικών «παικτών» να βρεθούν σε θέση ισχύος για να μπορούν να είναι αυτοί που θα διαλέξουν «όποια πλευρά πλειοδοτήσει».
Σήμερα, διάφορες «φιλελεύθερες» ψυχές στο διεθνή (ιδιαίτερα τον αμερικανικό) Τύπο, παίρνοντας αποστάσεις από το δράμα του εμφυλίου, διαπιστώνουν ότι «εξαπατηθήκαμε» κι ότι «δείξαμε αφέλεια» στην εμπιστοσύνη με την οποία περιέβαλε η «διεθνής κοινότητα» τους πραξικοπηματίες. Οι κρατικές γραφειοκρατίες των μεγάλων και των περιφερειακών δυνάμεων μπορούν να κατηγορηθούν για πολλά, αλλά σίγουρα όχι για καλόβολη, ράθυμη αφέλεια στις συνδιαλλαγές τους με πολεμάρχους. Όλες αυτές οι δυνάμεις που σήμερα «αγωνιούν» για το Σουδάν, πέρασαν τα τελευταία 4 χρόνια να εργάζονται για τη ματαίωση των προσδοκιών της εξέγερσης του σουδανικού λαού («ο στρατός πίσω στους στρατώνες»!) αλλά και να του κουνάνε το δάκτυλο όταν διαδήλωνε την αντίρρησή του σε αυτά τα παζάρια, κατηγορώντας τον ότι με την αδιαλλαξία του οδηγεί –αφελώς ή σκόπιμα– του Σουδάν σε «αστάθεια»…
Από τα κάτω εναλλακτική
Στο εσωτερικό της χώρας, έχει πληρωθεί πολύ ακριβά η στάση των κομμάτων της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης να διαπραγματεύονται με τους στρατηγούς. Διαδοχικές φορές τα τελευταία χρόνια έχει επιβεβαιωθεί το προειδοποιητικό σχόλιο της μαρξίστριας Αν Αλεξάντερ (που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τις αραβικές εξεγέρσεις) που από την άνοιξη του 2019 έγραφε: «Το πρόβλημα, όταν ζητάς από στρατηγούς να οδηγήσουν μεταρρυθμιστικά τους εαυτούς τους εκτός εξουσίας, είναι ότι συνήθως δεν συμφωνούν».
Στο φόντο της τελευταίας κρίσης υπήρξαν αντίστοιχες πτυχές. Ο τακτικός στρατός είχε αρχίσει να αποκαθιστά σχέσεις με τα δίκτυα του πολιτικού Ισλάμ που στήριζαν την εξουσία του Μπασίρ και είχαν βρεθεί «στη γωνία» μετά την εξέγερση. Ο «Χεμέντι» αξιοποίησε τους φόβους που προκάλεσαν αυτές οι διεργασίες σε κύκλους της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης για να παραστήσει αίφνης τον… φίλο της πολιτικής μετάβασης κι εναλλαγής και κάποια πολιτικά στελέχη είναι πιθανό να στήριξαν μια προοπτική ανίερης συμμαχίας με τον χασάπη του Νταρφούρ και της εξέγερσης στο Χαρτούμ.
Το δράμα των αραβικών εξεγέρσεων μετά το 2011 υπήρξε ότι στάθηκαν απέναντι σε «πολλαπλές αντεπαναστάσεις». Πολλές φορές αυτές οι διαφορετικές εκφάνσεις της αντεπανάστασης συγκρούονταν ανηλεώς μεταξύ τους και αξιοποιούσαν αυταπάτες για τη μία ή την άλλη πλευρά για να ρυμουλκήσουν σημαντικά τμήματα των λαϊκών μαζών στο πλευρό τους.
Ευτυχώς, μέσα από διαδοχικές εμπειρίες -προηγούμενων εξεγέρσεων σε άλλες χώρες αλλά και διαδοχικών φάσεων της δικής του- το κίνημα στο Σουδάν έχει εξελιχθεί στο πιο προχωρημένο πολιτικά και οργανωτικά. Το μπαράζ ανακοινώσεων και διακηρύξεων που έρχονται από την χώρα είναι ελπιδοφόρο με δύο τρόπους. Καταρχήν, το ίδιο το πλήθος των υπογραφών υπενθυμίζει τη δουλειά που έχει γίνει «στο έδαφος»: Συνδικάτα, Εργατικές Ενώσεις, Επιτροπές Αντίστασης, Επιτροπές Γειτονιάς, Γυναικείες Ομάδες κ.ο.κ. Έπειτα, αυτές οι «κοινωνικές» οργανώσεις διεκδικούν έναν πολιτικό ρόλο με τις τοποθετήσεις τους, καταγγέλοντας και τις δύο ένοπλες πλευρές, ζητώντας «κανείς να μην παρασυρθεί σε συμμετοχή σε αυτή την σύρραξη», δηλώνοντας ότι δεν θα αναγνωρίσουν όποιο «τετελεσμένο» προκύψει από αυτή την ένοπλη σύγκρουση, επαναφέροντας την απαίτηση ξηλώματος της πολιτικής-οικονομικής εξουσίας του στρατού, αλλά και καλώντας σε έμπρακτα καθήκοντα –περίθαλψης των τραυματίων, διανομής των αναγκαίων πόρων, περιφρούρησης των γειτονιών και αλληλοπροστασίας.
Η επιβίωση και η ενίσχυση αυτών των δυνάμεων –και μιας Αριστεράς που τους αξίζει– θα είναι πολύτιμη. Γιατί μόνο αυτοί κι αυτές μπορούν να χτίσουν («από κάτω προς τα πάνω», όπως έλεγε και μια κοινή διακήρυξη των Επιτροπών) ένα Σουδάν που θα δικαιώσει τους αγώνες και τις προσδοκίες τους.