Βρισκόμαστε στην τελική ευθεία για την εκλογική μάχη της 21ης Μάη, με την «ανάσα» των κινητοποιήσεων και της κινηματικής ανάτασης να είναι ακόμα αισθητή στα κομματικά επιτελεία, μετά τις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα για τον αγωνιστικό εορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς.
Το κοινωνικό ζήτημα (ανεργία, μισθοί-ακρίβεια κλπ) έχει μπει πολύ ψηλά στην προεκλογική συζήτηση, κάτι που αποτυπώνεται και στα σχετικά ευρήματα των δημοσκοπήσεων. Αυτή η μετατόπιση της πολιτικής-κοινωνικής ατζέντας έχει επιβληθεί από τη δύναμη των κινητοποιήσεων και των απεργιών του προηγούμενου διαστήματος και αυτό από μόνο του αποτελεί μία μικρή «νίκη». Τα δύο μεγάλα κόμματα, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, «αναγκάζονται» να μιλήσουν προεκλογικά για τους μισθούς, για την ακρίβεια, για τις κοινωνικές ανάγκες. Το κάνουν βέβαια με κούφιες ψηφοθηρικές υποσχέσεις, οι οποίες είναι πολύ κατώτερες των πραγματικών αναγκών για αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, για την αντιμετώπιση της ακρίβειας που έχει που έχει τσακίσει το εργατικό-λαϊκό εισόδημα, για ριζική αλλαγή προτεραιοτήτων στην κατεύθυνση των κοινωνικών πόρων.
Το προεκλογικό θέατρο που παίζουν είναι κακοστημένο και οι εργαζόμενοι/ες και η νεολαία δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από αυτό. Πλησιάζοντας στην ημερομηνία της κάλπης, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να εμφανιστεί πιο «ελκυστικός» στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, ωστόσο η πραγματικότητα του κυβερνητικού του προγράμματος είναι τελείως διαφορετική. Στα κρίσιμα ζητήματα της οικονομίας και των στρατηγικών επιλογών του κράτους και των καπιταλιστών (ιδιωτικοποιήσεις, στήριξη των τραπεζών και των επιχειρήσεων, εξοπλισμοί, κοινωνικές υποδομές) οι προεκλογικές δεσμεύσεις του έχουν περισσότερες συγκλίσεις παρά αποκλίσεις με τις αντίστοιχες δεσμεύσεις της ΝΔ.
Οσο πλησιάζουμε πιο κοντά στην ημερομηνία των εκλογών θα μεγαλώνουν οι πιέσεις στον κόσμο να ψηφίσει με το κριτήριο της κυβερνησιμότητας και της σταθερότητας. Ήδη, ένα μεγάλο κομμάτι της προεκλογικής συζήτησης αφορά αποκλειστικά τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης, χωρίς καμιά αναφορά στο πρόγραμμα που θα κληθεί να υλοποιήσει. Επανέρχεται διαρκώς ο «μπαμπούλας» της αστάθειας, σε μία προσπάθεια εκλογικού εκβιασμού υπέρ των «κομμάτων εξουσίας». Την ίδια στιγμή, ζυμώνονται τόσο από τα κόμματα όσο και από τον αστικό Τύπο διάφορα σενάρια μετεκλογικών συνεργασιών μεταξύ ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ (με διάφορους συνδυασμούς) καθώς όλοι γνωρίζουν τις σκληρές συνθήκες που θα έχει να διαχειριστεί η επόμενη κυβέρνηση και την ανάγκη αυτή να είναι όσο πιο «ισχυρή» γίνεται για να μπορέσει να υλοποιήσει τις σκληρές κατευθύνσεις που θα απαιτήσουν οι Έλληνες καπιταλιστές.
Οι συνθήκες «πολυ-κρίσης», η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία, η διαφαινόμενη κρίση στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τα άλυτα δομικά προβλήματα του παγκόσμιου καπιταλισμού, η επαναφορά σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής σε επίπεδο ΕΕ, η αυξανόμενη ακρίβεια και ο υψηλός πληθωρισμός θα καθορίσουν το πλαίσιο πολιτικής της επόμενης κυβέρνησης που θα έρθει σε σύγκρουση με τις εργατικές-λαϊκές ανάγκες. Τα αστικά επιτελεία γνωρίζουν τις περιπέτειες που θα έχει να αντιμετωπίσει ο ελληνικός καπιταλισμός και πασχίζουν να βρουν μια λύση στο πολιτικό πρόβλημα που προκύπτει, αφού καμία από τις συστημικές κυβερνητικές εναλλακτικές (ούτε η ΝΔ αυτοδύναμη, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ) δε φαίνεται να πιάνει τα απαραίτητα ποσοστά.
Σε αυτό το πλαίσιο οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς οφείλουμε να παρέμβουμε, ακόμα και χωρίς το εργαλείο ενός «δικού μας» ψηφοδελτίου που θα μπορούσε να εκφράσει έναν ισχυρό πόλο μιας μαζικής ενωτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Στο τοπίο που έχει διαμορφωθεί, το μεγαλύτερο στοίχημα των εκλογών είναι να καταδικαστεί η κυβέρνηση της ΝΔ, να «μαυριστεί» αποφασιστικά η επιθετικότερη-αντιδραστικότερη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης και να ηττηθούν τα σχέδια πολιτικής επιβίωσης του Μητσοτάκη. Αλλά για να έχει πραγματικό νόημα μια πολιτική ήττα της ΝΔ, από τη σκοπιά της μαζικής αποδοκιμασίας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, αυτό δεν μπορεί να γίνει με την ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ -«για να φύγει η Δεξιά», αλλά να παραμείνει άθιχτη η πολιτική της.
Στις εκλογές της 21ης Μάη δεν διαλέγουμε διαχειριστή της κυρίαρχης πολιτικής, επιλέγουμε αντιπολίτευση σε αυτήν.
Από αυτήν τη σκοπιά, η πιο ουσιαστική πολιτική καταδίκη της κυβέρνησης Μητσοτάκη θα είναι η εκλογική ενίσχυση των ψηφοδελτίων της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΜεΡΑ25, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κλπ), δηλαδή των δυνάμεων που στάθηκαν απέναντι στην ουσία της κυβερνητικής πολιτικής σε όλες τις μεγάλες δοκιμασίες του προηγούμενου διαστήματος. Παρά τις διαφωνίες μας με πολιτικές επιλογές αυτών των σχηματισμών ή τις αδυναμίες και τις ελλείψεις τους, αυτή τη στιγμή η ψήφος σε αυτές είναι η μόνη επιλογή που μπορεί να εκφράσει την ανάγκη να μπουν μπροστά οι εργατικές-λαϊκές ανάγκες, ενάντια στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση. Κάθε ψήφος στην Αριστερά θα σημαίνει αποδυνάμωση της ΝΔ, αλλά και αποδοκιμασία των θολών σχεδίων τάχα «προοδευτικής διακυβέρνησης» ή κυβέρνησης «ευρύτερων συναινέσεων». Όταν οι μεγαλοεργοδότες και τα ΜΜΕ τους αγωνιούν να βγει κυβέρνηση «ισχυρή», εμείς έχουμε κάθε λόγο να θέλουμε η επόμενη κυβέρνηση να είναι αδύναμη -για να μην μπορεί με ευκολία να επιβάλλει για άλλη μία τετραετία ένα νεοφιλελεύθερο οδοστρωτήρα.
Γνωρίζουμε καλά ότι η εκλογική έκφραση μπορεί να είναι ένα σημαντικό βήμα, αλλά οι προσδοκίες των εργαζομένων και της νεολαίας για βελτίωση των συνθηκών ζωής τους δεν μπορεί να εξαντληθεί σε αυτή. Η ψήφος στην Αριστερά, για ισχυρή αριστερή αντιπολίτευση, πρέπει να συνδυαστεί με την προσπάθεια για την οργάνωση της κοινωνικής αντιπολίτευσης.
«Από την Αθήνα μέχρι το Παρίσι, οι ταξικοί αγώνες είναι η μόνη λύση» έλεγε ένα σύνθημα που ακούστηκε στις διαδηλώσεις της Εργατικής Πρωτομαγιάς. Η επανεμφάνιση των απεργιών σε όλη την Ευρώπη, ως το μεγαλύτερο «όπλο» των εργαζομένων απέναντι στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, γεννάει αισιοδοξία και αποτελεί έμπνευση. Οι μαζικοί ενωτικοί ανυποχώρητοι αγώνες είναι αυτοί που μπορούν να ανοίξουν ρωγμές και να μετατρέψουν την πολιτική αστάθεια σε δυνατότητα ανατροπής.
Για αυτό το «καθήκον» δεν αρκεί από μόνη της η εκλογική στήριξη της Αριστεράς. Χρειάζεται να φτιάξουμε μια μαζική ενωτική ριζοσπαστική Αριστερά που θα μπορεί να είναι πολύτιμο «εργαλείο» για την οργάνωση των αγώνων και της κοινωνικής αντιπολίτευσης απέναντι στην επόμενη κυβέρνηση. Για αυτόν το στόχο θα εργαστούμε με όλες μας τις δυνάμεις, παίρνοντας τις αντίστοιχες πρωτοβουλίες συντονισμού και διαλόγου με άλλες δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Στις επερχόμενες εκλογές μαυρίζουμε τη ΝΔ, στηρίζοντας με την ψήφο μας τις δυνάμεις που στέκονται στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, για να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις επανεμφάνισης ισχυρών αγώνων από τα κάτω και ανασυγκρότησης ενός μαζικού ενωτικού πόλου της ριζοσπαστικής Αριστεράς.