Οι μαζικοί αγώνες μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο
Σ τη συζήτηση μέσα στη διεθνή ριζοσπαστική Αριστερά σχετικά με τον χαρακτήρα της μακράς περιόδου που σήμερα διανύουμε, θα βρει κανείς συχνά αναφορές σε μια φράση του Γκράμσι που παραπέμπει στην «εποχή των τεράτων»: Στην εποχή όπου το «παλιό» πεθαίνει, ενώ το «καινούργιο» δεν έχει ακόμα γεννηθεί, δεν έχει αποκτήσει ακόμα τη δύναμη να σαρώσει τη σήψη και να απελευθερώσει την κοινωνική πλειοψηφία.
Πράγματι, η οικονομική κρίση, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και ο πόλεμος, η δραματική απειλή της κλιματικής κρίσης, υποδεικνύουν ότι ο καπιταλισμός παγκόσμια είναι σε συνθήκες ιστορικής σήψης. Όμως ταυτόχρονα, το εργατικό κίνημα και η πολιτική έκφρασή του, η διεθνής Αριστερά, είναι σε συνθήκες αδυναμίας, δεν μπορούν να αντιγυρίσουν τα χτυπήματα με αποτελεσματικό τρόπο. Ίσως η πιο ευθεία παραπομπή στην «εποχή των τεράτων» είναι η ανάπτυξη της ακροδεξιάς και των ρατσιστικών, σωβινιστικών, φιλομιλιταριστικών και μισογυνικών ιδεών.
Αυτή η εικόνα μπορεί να γίνει πιο «σκοτεινή», σε στιγμές όπου ο αντίπαλος πετυχαίνει σημαντικές και απρόσμενες νίκες, όπως αυτή που ζούμε εδώ με τη νίκη του Μητσοτάκη στις εκλογές της 21ης Μαΐου. Σε τέτοιες στιγμές το ερώτημα του πώς στο διάολο μπορεί να αλλάξει αυτός ο κόσμος, γίνεται ιδιαίτερα πιεστικό στα μυαλά χιλιάδων αγωνιστρών-στριών και πολύ περισσότερο στα μυαλά των απλών ανθρώπων.
Σε αυτές τις στιγμές έχει σημασία η υπενθύμιση της ιστορίας των αγώνων. Που αποδεικνύει ότι ανάλογα «αδιέξοδα» υπήρξαν και στο παρελθόν, αλλά κυρίως αποδεικνύει ότι υπάρχει μια τιτάνια δύναμη που μπορεί να κόψει και τον πιο δύσκολο γόρδιο δεσμό: η δράση εκατομμυρίων απλών ανθρώπων από τα κάτω, σε παγκόσμια κλίμακα.
Φέτος έχουμε την επέτειο των 55 χρόνων από το ξέσπασμα του Μάη του 68, από εκείνο το διεθνές και παρατεταμένο κύμα αγώνων που συντάραξε τον κόσμο. Παρότι τα 55 χρόνια δεν είναι λίγα, ο Μάης του ’68 είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο: η κατάληξή του σημάδεψε σε μεγάλο βαθμό την περίοδο που ακολούθησε, ενώ πολλές από τις αντιμεταρρυθμίσεις του νεοφιλελευθερισμού αρχικά σχεδιάστηκαν για να πάρουν πίσω τις κατακτήσεις που τότε επιβλήθηκαν.
Γι’ αυτό αξίζει να συζητήσουμε, ξανά και ξανά, για εκείνον τον προηγούμενο γύρο των «χρόνων της φωτιάς».
Το Βιετνάμ στο Παρίσι
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο κόσμος δεν ήταν ένα ρόδινο μέρος για να ζεις. Παρότι ο καπιταλισμός περνούσε το μεγαλύτερο αναπτυξιακό μπουμ στην ιστορία του, τα χρυσά «30 ένδοξα χρόνια» (1945-75), η ανάπτυξη ήταν πολύ πικρή για την τεράστια πλειοψηφία. Τα εκατομμύρια των ανθρώπων στον τότε λεγόμενο «Τρίτο Κόσμο» ζούσαν σε συνθήκες άγριας ιμπεριαλιστικής λεηλασίας κι εκμετάλλευσης. Στις χώρες της περιφέρειας του «κέντρου» -στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία κ.ο.κ.- εκατομμύρια εργάτες υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν για να επιβιώσουν. Στο ίδιο το «κέντρο» του καπιταλισμού, η ζωή της εργατικής τάξης ήταν μια φτηνή υπόθεση: στα βαφεία της FIAT, στα ορυχεία του Βελγίου, στις χημικές βιομηχανίες της Γαλλίας, στα εργοστάσια του Ντιτρόιτ κλπ, το μέσο προσδόκιμο ζωής ενός εργάτη ήταν κατά πολύ μικρότερο από τον γενικό μέσο όρο ζωής του πληθυσμού. Ακόμα και στην αναπτυξιακή του περίοδο, ο καπιταλισμός δεν έκανε ποτέ οικειοθελώς «παραχωρήσεις» στο μεροκάματο, στις εργασιακές σχέσεις, στις κοινωνικές δαπάνες κ.ο.κ. Ό,τι κατακτήθηκε σε αυτά τα πεδία, κατακτήθηκε με σκληρούς αγώνες ή με την απειλή μιας σκληρής εργατικής παρέμβασης. Και αυτό πρέπει να το θυμόμαστε σήμερα όταν οι Μητσοτάκης και σία μας λένε να περιμένουμε παθητικά την ανάπτυξη προκειμένου να βελτιώσουμε τη ζωή μας. Οι καπιταλιστές, μέσω του ανελέητου ανταγωνισμού μεταξύ τους, στο κυνήγι της ανάπτυξης επιδιώκουν πάντα την πιο αιματηρή εκδοχή της, που μπορούν, κάθε φορά, να επιβάλουν στο εργατικό κίνημα.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό του κόσμου του ’60 ήταν ο Ψυχρός Πόλεμος: Η διπολική μοιρασιά του κόσμου, όπως προέκυψε από το αποτέλεσμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και τις σχετικές συμφωνίες ανάμεσα στις νικήτριες μεγάλες δυνάμεις. Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν ένα σύστημα σχέσεων ιδεολογικοποιημένο και πολύ πιο πειθαρχημένο απ’ ό,τι σήμερα πιστεύεται. Τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η ΕΣΣΔ, γενικά σέβονταν η μία το δικαίωμα της άλλης να καθαρίζει στην «αυλή» της, ακόμα κι αν αυτό προϋπέθετε βία, καταστολή και στρατιωτική επέμβαση. Παρόλα ατά, σε διάφορες αφορμές, ο κόσμος έφτασε ξανά και ξανά στα πρόθυρα μιας γενικευμένης πολεμικής σύγκρουσης και του πυρηνικού ολέθρου. Και αυτό θα πρέπει να το θυμόμαστε καλά σήμερα, όταν μας λένε ότι στις συγκρούσεις μέσα στο κατά πολύ πιο άναρχο και χαοτικό σύστημα του υπό κατασκευή πολύ-πολικού κόσμου, υπάρχει «δίκαια πλευρά της ιστορίας» και ότι οι λύσεις θα δοθούν –τάχα– μέσα από τους διεθνείς «θεσμούς» και ένα κάποιο διεθνές Δίκαιο.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η καπιταλιστική ανάπτυξη είχε επιφέρει τη μαζική εκπαίδευση, την έξοδο των γυναικών από το σπίτι, είχε δημιουργήσει τις σύγχρονες πιο σύνθετες εργατικές συνοικίες κ.ά. Όμως οι κυβερνήσεις κυβερνούσαν με τις ιδέες της παλιάς εποχής. Ο Ντε Γκολ ορκιζόταν στο τρίπτυχο «Πατρίς-Εργασία-Οικογένεια» της πεθαμένης μισο-αγροτικής Γαλλίας του Μεσοπολέμου. Στην Ιταλία το δικαίωμα για το διαζύγιο κατακτήθηκε μόλις το 1974-74. Στις ΗΠΑ οι ρατσιστικές παραδόσεις της προεμφυλιακής εποχής παρέμεναν ολοζώντανες μέσα στις μεγάλες πόλεις και τα εργοστάσια, ακόμα και των βόρειων Πολιτειών. Όλες οι κατακτήσεις στις κοινωνικές σχέσεις, στην οικογένεια, στη σεξουαλικότητα, στη μουσική, στις τέχνες κ.ο.κ. που έγιναν σε εκείνη την εποχή της στροφής προς την ελευθερία, ήταν αποτέλεσμα της δράσης εκατομμυρίων κοριτσιών και αγοριών που βγήκαν στο δρόμο σχεδόν ταυτόχρονα σε όλο τον κόσμο, ενάντια στις «φωτισμένες» και τάχα εκσυγχρονιστικές κοινωνικές και πολιτικές ηγεσίες, που επέμειναν (συχνά δια ροπάλου) να διατηρήσουν ζωντανές τις πιο αντιδραστικές, σκοταδιστικές, θρησκόληπτες, ρατσιστικές και σεξιστικές ιδέες. Η μεγάλη κατάκτηση του ’60 στο ιδεολογικό πεδίο ήταν η σύνδεση της διεκδίκησης της ελευθερίας με τη διεκδίκηση της ισότητας, η σύνδεση της πάλης ενάντια στην καταπίεση με την πάλη ενάντια στην εκμετάλλευση. Και αυτό πρέπει να το θυμόμαστε καλά σήμερα, όταν το ρατσιστικό, ή εθνικιστικό, ή σεξιστικό «διαίρει και βασίλευε» γίνεται η πιο προσφιλής μέθοδος κυριαρχίας των καθεστωτικών δυνάμεων.
Όπως όλα τα ιστορικά μεγάλα γεγονότα, ο Μάης «προετοιμάστηκε» σε μια μακρά περίοδο. Στον «Τρίτο Κόσμο» η ληστρική εκμετάλλευση προϋπέθετε την σκληρή ιμπεριαλιστική καταπίεση. Τα μεγάλα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην Αφρική, στη Νοτιοανατολική Ασία, στον αραβικό κόσμο, ήταν μια εξέλιξη ιστορικής σημασίας. Δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσουν ανεπηρέαστο το «κέντρο». Το ξέσπασμα της Αλγερινής Επανάστασης ένα σοκ για τη Γαλλία. Ακόμα και το ΚΚΓ ευθυγραμμίστηκε με τη γραμμή του Ντε Γκολ για την επιβολή μιας «γαλλικής ειρήνης». Ένας μειοψηφικός αριθμός αγωνιστών-στριών αντέδρασε μάχιμα συγκροτώντας τα δίκτυα αλληλεγγύης στην Αλγερία, μέσα στο έδαφος της μητροπολιτικής Γαλλίας και στην Ευρώπη. Μέσα σε αυτήν τη μειοψηφία θα βρει κανείς πολλούς από τους μετέπειτα πρωταγωνιστές του Μάη.
Το αποφασιστικό βήμα κλιμάκωσης ήταν το Βιετνάμ. Όταν ξέσπασε η «επίθεση της Τετ», της βιετναμέζικης Πρωτοχρονιάς του 1968, ο πλανήτης εμβρόντητος συνειδητοποίησε ότι ένα αγροτικό αντάρτικο σε μια μικρή χώρα ήταν έτοιμο να νικήσει τις ΗΠΑ, την κορυφαία στρατιωτική δύναμη της εποχής. Το μήνυμα για αλληλεγγύη, το σύνθημα για τη «νίκη στου Βιετκόγκ» συνεπήρε τη νεολαία σε όλο τον κόσμο.
Το μήνυμα ενίσχυσε στο διαπασών ο Τσε, με το σύνθημα των λατινοαμερικάνων αγωνιστών για «Ένα, δύο, τρία… πολλά Βιετνάμ!» που έγινε η παγκόσμια πολεμική κραυγή μιας ολόκληρης γενιάς. Ολοφάνερα ο Τσε, αλλά και ο Κάστρο της εποχής, δεν είχαν καμιά σχέση με την εικόνα των ακολούθων της σοβιετικής διπλωματίας που φιλοτεχνήθηκε μετέπειτα. Ο Κουβανοί φιλοξενούσαν τότε στην Αβάνα την «τρι-ηπειρωτική», μια προσπάθεια συντονισμού των αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας. Ήταν μια προσπάθεια που εξαγρίωνε τη σοβιετική διπλωματία, και δικαίως γιατί η «τρι-ηπειρωτική» κατηγορούσε ευθέως την ΕΣΣΔ για συμβιβασμό με τις ΗΠΑ και εγκατάλειψη των στοιχειωδών καθηκόντων αλληλεγγύης στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα. Λίγο αργότερα ο Τσε έπαιρνε το δρόμο για τη συνέχεια του αντάρτικου και τελικά για τη Βολιβία, όπου απομονωμένος (και συκοφαντημένος από το ΚΚ) βρήκε μαρτυρικό θάνατο.
Δεν θα καταλάβει κανείς τον παγκόσμιο Μάη, αν υποτιμήσει το κίνημα στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Η κλιμάκωση των αγώνων ενάντια στο ρατσισμό (από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, στους Μαύρους Πάνθηρες), το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών, οι πρωτοπόρες κινητοποιήσεις για την απελευθέρωση των ομοφυλόφιλων, οι απεργιακές δράσεις, όλα συνενώθηκαν στο μεγάλο αντιπολεμικό κίνημα. Είναι δεκάδες οι εκθέσεις της CIA που υποδεικνύουν το αντιπολεμικό κίνημα μέσα στις ΗΠΑ και μέσα στον ίδιο τον αμερικανικό στρατό, ως έναν από τους πρωταρχικούς παράγοντες της ήττας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στο Βιετνάμ. Και η σημασία του στην παγκόσμια πολιτικοποίηση, ιδιαίτερα της νεολαίας, υπήρξε ανεκτίμητη. Στα φοιτητικά δωμάτια της εποχής, δίπλα στο πορτρέτο του Τσε, υπήρχε συνήθως η αφίσα του Malcolm-X, με την εμβληματική δήλωση ότι η απελευθέρωση θα πρέπει να επιδιωχθεί «by any means necessary»…
Το κίνημα «αποβιβάστηκε» γρήγορα στην Ευρώπη. Η αρχή έγινε στη Γερμανία και ακολούθησε το Λονδίνο. Οι μεγάλοι εργατικοί αγώνες στη Βρετανία ξέσπασαν λίγο αργότερα και δεν συνέπεσαν χρονικά με τις πρώτες φοιτητικές-αντιπολεμικές διαδηλώσεις και καταλήψεις.
Αυτό το διεθνές κίνημα περιγράφεται συχνά ως «γαλλικός Μάης», κυρίως γιατί εκεί έγινε πράξη ένα κεντρικό σύνθημα της πολιτικοποίησης εκείνης της εποχής: «Η εργατική τάξη θα πάρει τη σημαία της πάλης από τα αδύναμα χέρια των φοιτητών!». Οι μαζικές φοιτητικές κινητοποιήσεις, οι καταλήψεις των σχολών και οι «νύχτες των οδοφραγμάτων», συνδυάστηκαν γρήγορα με τη μεγαλύτερη γενική απεργία στη μεταπολεμική Γαλλία και ένα κύμα εργατικών καταλήψεων σε εμβληματικά εργοστάσια.
Το καθεστώς αισθάνθηκε τον κίνδυνο: ο στρατηγός Ντε Γκολ κατέφυγε στο γαλλικό εκστρατευτικό σώμα στη Γερμανία, για να διερευνήσει τις πιθανότητες ενός πραξικοπήματος αν αυτό καθίστατο αναγκαίο. Αργότερα αποδείχθηκε ότι υπήρχαν άλλες «εφεδρείες» του συστήματος, πέρα από τα τανκς.
Η συγκλονιστική συνέχεια δόθηκε στην Ιταλία, όπου το πάντα σημαντικό φοιτητικό και νεολαιίστικο κίνημα δεν ήταν πλέον η κεντρική κινηματική «φιγούρα». Ο καυτός ιταλικός Μάης υπήρξε κυρίως εργατικός και κράτησε για σχεδόν 10 χρόνια (από το φθινόπωρο του ’69 ως περίπου το τέλος του 1978). Χρειάστηκαν τιτάνιες προσπάθειες όλου του ιταλικού «πολιτικού δυναμικού» (συμπεριλαμβάνοντας το ΚΚ Ιταλίας), διεθνείς συνωμοσίες και απειλές πραξικοπήματος (του νατοϊκού δικτύου Gladio), ένα κύμα ακροδεξιάς τρομοκρατίας με εκατοντάδες νεκρούς, και τα αυτοκτονικά λάθη ενός τμήματος του κινήματος (με την τελική επιλογή της «στρατιωτικοποίησης του αγώνα») για να καμφθεί τελικά αυτή η δύναμη.
Η αντεπίθεση
Σε κάθε περίοδο γενικευμένης ανάτασης του κινήματος, το ερώτημα της δύναμης της Αριστεράς του, στη δοσμένη στιγμή, μπορεί να είναι καθοριστικό για την τελική έκβαση της μάχης. Και σε αυτό το ζήτημα το βάρος που έχει το παρελθόν μπορεί να είναι σημαντικό για το παρόν.
Ο Μάης προκάλεσε σημαντικές αλλαγές και ανατροπές μέσα στη διεθνή Αριστερά. Έφερε στο προσκήνιο τις δυνάμεις της τότε λεγόμενης «Νέας Αριστεράς», της επαναστατικής Αριστεράς, που ρίχτηκαν στην προσπάθεια να κάνουν πράξη το σύνθημα: Μια μόνο λύση, Επανάσταση! Όμως ήταν οργανώσεις ανώριμες ακόμα, με άλυτα ιδεολογικοπολιτικά ζητήματα και περιορισμένες προσβάσεις στην εργατική τάξη.
Στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος κυριαρχούσαν τα σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα και ο «μονόλιθος» των ΚΚ. Οι σύγχρονοι αγωνιστές-στριες, που διαμορφώθηκαν πολιτικά μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, δεν έχουν εικόνα για τη δύναμη αυτού του «ανταγωνιστικά συνεργατικού» δίπολου, και ιδίως για τη δύναμη των ΚΚ της εποχής του 1960 και 1970. Στην Ιταλία το PCI ήταν το μεγαλύτερο κόμμα στον κόσμο, μετά μόνο από το ΚΣΣΕ. Στη Γαλλία το ΚΚ ήταν ένα μαζικό και πανίσχυρο κόμμα, που έλεγχε αποφασιστικά τη CGT, τη μεγαλύτερη εργατική συνομοσπονδία στη χώρα. Και τα δύο κόμματα είχαν μακρά εμπειρία «ειρηνικής συνύπαρξης» με τα αστικά επιτελεία, έχοντας πάρει μέρος στις κυβερνήσεις «ανοικοδόμησης» στο κρίσιμο διάστημα μετά το 1945. Η γραμμή τους μετά το 1968, ήταν αναντικατάστατο τμήμα της πολιτικής του αστισμού στην προσπάθεια να ελεγχθούν οι προοπτικές που είχε εξαπολύσει ο Μάης.
Ο Ζ. Σεγκί, γραμματέας τότε της CGT και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΓ, δηλώνει απερίφραστα στα απομνημονεύματά του ότι η CGT μπήκε στη γενική απεργία του Μάη παραβιάζοντας τις αντίθετες οδηγίες του ΠΓ, γιατί εκτίμησε σωστά ότι αυτός ήταν ο τρόπος για να περιοριστεί η εργατική δράση σε κάποιες σημαντικές συνδικαλιστικές διεκδικήσεις και μόνο. Όταν αυτό επιτεύχθηκε με τις «συμφωνίες της Γκρενέλ» (όπου οι καπιταλιστές συμφώνησαν γρήγορα για κάποιες αυξήσεις στους μισθούς, για μεγαλύτερες άδειες και για μια ενίσχυση της εξουσίας των συνδικάτων στις διαπραγματεύσεις) η CGT δήλωσε ορθά-κοφτά ότι δεν προτίθεται να πάει παρακάτω, αποσύροντας σταδιακά τις ψήφους τις από τις αποφάσεις για συνέχεια των απεργιών και κυρίως των καταλήψεων στα μεγάλα εργοστάσια.
Σε αυτό το σημείο εκδηλώθηκε η αντεπίθεση της Δεξιάς. Ο Ντε Γκολ κήρυξε εκλογές θέτοντας το ερώτημα: Ποιος κυβερνά αυτήν τη χώρα; Μετά τη σημαία συνθηκολόγησης του ΚΚΓ, η Δεξιά κέρδισε μια άνετη πλειοψηφία και ο Ντε Γκολ ούρλιαξε: «Όλα τελείωσαν!». Μια τεράστια και οργισμένη διαδήλωση στο Παρίσι του απάντησε με το ιστορικό σύνθημα: «Δεν ήταν παρά η αρχή – Θα συνεχίσουμε τον αγώνα!». Και οι δυο πλευρές είχαν εν μέρει δίκιο και άδικο. Ο Ντε Γκολ είχε ανακτήσει την πολιτική πρωτοβουλία, αλλά για να επανανασταθεροποιήσει την κατάσταση θα χρειαζόταν να «πληρώσει» ακόμα πολλά σε διαδοχικές παραχωρήσεις στα επόμενα χρόνια, μέχρι την εκλογική ήττα του γκολισμού από την Ενωμένη Αριστερά –των ΚΚ και ΣΚ Γαλλίας– υπό τον Μιτεράν. Οι ενθουσιώδεις διαδηλωτές είχαν δίκιο όταν εκτιμούσαν ότι ο συσχετισμός δεν είχε πραγματικά ανατραπεί, ότι οι εξελίξεις θα εξακολουθούσαν να έχουν χαρακτήρα ανοιχτής περιπέτειας, αλλά πλέον βρίσκονταν μπροστά στη διαπίστωση ότι η επιδίωξη της επαναστατικής ανατροπής θα ήταν μια υπόθεση «μακρού χρόνου». Άρχιζε μια περίοδος βασανιστικής ωρίμανσης, που ο Μπενσαΐντ περιέγραψε ως την εγκατάλειψη ενός «βιαστικού λενινισμού».
Ανάλογα κρίθηκαν τα πράγματα σε άλλες χώρες. Στην Ιταλία το PCI εγκατέλειψε την πολιτική για μια κυβέρνηση της Αριστεράς, κήρυξε τον «ιστορικό συμβιβασμό» με τη Χριστιανοδημοκρατία και συναίνεσε στη «δια σιδήρου» αντιμετώπιση του κινήματος και της επαναστατικής Αριστεράς. Στην Ισπανία η «ομαλοποίηση» του φρανκισμού υπό την αιγίδα του Βασιλιά, πέτυχε κυρίως γιατί ο Καρίγιο έριξε το βάρος του ΚΚ Ισπανίας υπέρ των συμφωνιών της Μονκλόα, δηλώνοντας ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πέραν της (αστικής) κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στην Πορτογαλία, το ΚΚ συναίνεσε στο πραξικόπημα της 25/11/75, με στόχο τη βίαια συντριβή της αριστερής πτέρυγας του Κινήματος Ενόπλων Δυνάμεων και τη σύλληψη του Οτέλο Καρβάλιο, ως προϋπόθεση για να λήξει η επαναστατική πιθανότητα που είχε ανοίξει το 1974.
Έτσι, σε μια μακρά πορεία αγώνων, τελικά ελέγχθηκε η απειλή που είχε εξαπολύσει ο Μάης.
Σε αυτή την πορεία οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς υποχρεώθηκαν να μετεξελιχθούν. Πριν 50 χρόνια, το 1973, οι Επιτροπές Περιφρούρησης της Κομμουνιστικής Λίγκας διέλυσαν βίαια την προσπάθεια της φασιστικής οργάνωσης Νέα Τάξη να κάνει ένα προκλητικό συνέδριο στο κέντρο του Παρισιού. Η «επιχείρηση» ήταν στρατιωτικά άψογη (παρά τη δρακόντεια κινητοποίηση των CRS, των γαλλικών ΜΑΤ), όμως πολιτικά έδωσε στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να θέσει τη Λίγκα εκτός νόμου. Το χτύπημα αποκρούστηκε με μια μεγάλη ενωτική-αμυντική καμπάνια, όπου υποχρεώθηκε να πάρει μέρος το ΚΚ Γαλλίας. Στις θυελλώδεις και επώδυνες διεργασίες που ακολούθησαν, οι σ. της Λίγκας αναγκάστηκαν να γίνουν πιο συγκεκριμένοι: η επιμονή στη διεκδίκηση της Επανάστασης, σε συνθήκες «μακρού χρόνου», σήμαινε υποχρεωτικά την επανάκτηση της παράδοσης του Ενιαίου Μετώπου, την «ανακάλυψη» της αξίας της μεταβατικής πολιτικής και του μεταβατικού προγράμματος. Με αυτή την κατάκτηση βασικές οργανώσεις της διεθνούς επαναστατικής Αριστεράς βάδισαν στις δύσκολες δεκαετίες του ’80 και του ’90, με το ξέσπασμα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης του κεφαλαίου επί Θάτσερ και Ρίγκαν.
Η διέξοδος από αυτές τις δυσκολίες χαράχτηκε ξανά από τη μαζική παρέμβαση των από κάτω, με κέντρο το εργατικό κίνημα: ο μεγάλος απεργιακός γαλλικός Δεκέμβρης του ’95 έθεσε τα θεμέλια για τον ισχυρισμό ότι είναι εφικτή μια αποτελεσματική και νικηφόρα αντιμετώπιση του νεοφιλελευθερισμού. Ακολούθησε το διεθνές κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση.
Με το κλείσιμο εκείνου του κύκλου αγώνων των αρχών του 21ού αιώνα, φαίνεται ξανά να κυριαρχούν οι πολιτικές δυσκολίες. Όμως τα σημάδια της ανάταξης είναι ήδη παραπάνω από ορατά στον κοινωνικό ορίζοντα: το ανθεκτικό εργατικό κίνημα ενάντια στην ασφαλιστική αντιμεταρρύθμιση του Μακρόν στη Γαλλία, η απεργιακή σκυταλοδρομία στη Βρετανία, οι μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις στη Γερανία, η γενική απεργία στο Ισραήλ (!), η δραστήρια αριστερή δράση στη Λατινική Αμερική, η μαζική εξέγερση στο Ιράν, είναι προειδοποιήσεις που θα έκαναν ένα βετεράνο του ’68 να χαμογελά αισιόδοξα βλέποντας την προοπτική μιας νέας «αρχής».
Σήμερα η «γενιά του ‘68» μέσα στην Αριστερά έχει παραδώσει τη σκυτάλη στη νεότερη γενιά αγωνιστών-στριών. Έχει παραδώσει ένα «πλαίσιο» θέσεων σκέψης-δράσης κατά πολύ πιο προχωρημένο από το αντίστοιχο που αυτή παρέλαβε στα τέλη της σκοτεινής δεκαετίας του ’50. Σε αυτή τη βάση πρέπει να πατάμε για να χτίσουμε τις απαντήσεις που απαιτεί το μέλλον. Κρατώντας την πολύτιμη παρακαταθήκη μιας εποχής μεγάλων ανατροπών: «Δεν ήταν παρά μια αρχή – Να συνεχίσουμε τον αγώνα!».