«Είναι 17, βλέπετε ότι έχει προσωπάκι μικρού παιδιού. Για μια παραβίαση άδειας οδήγησης. Για μια παραβίαση άδειας οδήγησης ρε αδερφέ. Το ξέρω το παλληκάρι, τον έβλεπα να μεγαλώνει. Η μάνα του τον μεγάλωσε μόνη της, ο πατέρας του έφυγε. Θα θάψει το παιδί της. Για μια παραβίαση άδειας οδήγησης. Θα δείτε τι θα γίνει απόψε. Τώρα ακόμα είναι όλοι για ύπνο. Θα δείτε τι θα γίνει όταν ξυπνήσει η Ναντέρ».
Βάζοντας τις φωνές σε συγκεντρωμένους αστυνομικούς, ο Μαρουάν, ο οδηγός ασθενοφόρου που έσπευσε στο σημείο της δολοφονίας του 17χρονου Ναέλ, εξήγησε και πρόβλεψε επιτόπου τη βίαιη εξέγερση -που δεν περιορίστηκε στη Ναντέρ αλλά έβαλε φωτιά σε όλη τη Γαλλία. Αυτή η εξέγερση ίσως έσωσε και τον Μαρουάν, με το κράτος να αποφασίζει τελικά να μην προχωρήσει μέχρι τιμωρίας την δίωξη που του άσκησε αρχικά (και του κόστισε 48 ώρες σε κελί) για αυτήν την «προσβολή των οργάνων της τάξης».
Εν τω μεταξύ είχε καταρρεύσει η αρχική (και τόσο γνώριμη διεθνώς…) εκδοχή της Αστυνομίας για αναγκαίο πυροβολισμό, για άμυνα κλπ, η οποία αναπαράχθηκε άμεσα και πρόθυμα από όλα τα τηλεοπτικά κανάλια (γνώριμο επίσης…). Μόνο που ένας περαστικός κατέγραψε τα πάντα σε βίντεο στο κινητό του και οι χρήστες κοινωνικών δικτύων εξασφάλισαν ότι αυτό θα κυκλοφορήσει παντού: Έτσι συνελήφθη και διώκεται ο δολοφόνος. Είναι τόσα πολλά και τόσο όμοια τα περιστατικά από όταν αποκτήθηκε αυτή η δυνατότητα «ανεξάρτητων πηγών», που θα έπρεπε να έχει γίνει πλέον σαφές σε όποιον θέλει να το δει: Ποτέ μην εμπιστεύεστε αυτά που λέει η Αστυνομία.
Στα τηλεοπτικά πάνελ, υπάρχουν δημοσιογράφοι που ακόμα διατηρούν το ερώτημα «μα γιατί δεν συμμορφώθηκε κι έβαλε μπρος το αμάξι να φύγει;», απλά πλέον το διανθίζουν με την αναγκαία δόση «οδύνης». Έλα ντε; Γιατί να μην εμπιστευτεί οποιοσδήποτε, και ιδιαίτερα κάποιος που το χρώμα του μαρτυρά αραβική καταγωγή, έναν μπάτσο που χωρίς κανένα λόγο τραβάει όπλο και του λέει «θα την φας στο κεφάλι»;
«Είναι 17. Για μια άδεια οδήγησης. Θα δείτε τι θα γίνει απόψε». Ο οδηγός ασθενοφόρου Μαρουάν δεν διεκδικεί δάφνες βαθιάς κοινωνικοπολιτικής ανάλυσης, αλλά σίγουρα είναι πολύ πιο εύστοχος από τις ερμηνείες του Μακρόν. Γιατί ασφαλώς η εν ψυχρώ εκτέλεση ενός 17χρονου για μια άδεια οδήγησης, μάλλον, παίζει μεγαλύτερο ρόλο και από το tik-tok που -λέει- διευκολύνει το συντονισμό και προάγει τον μιμητισμό στις γραμμές της βίαιης νεολαίας, και από τα video games τα οποία -λέει- την εξοικειώνουν με τη βία.
Μέρες και νύχτες οργισμένων διαδηλώσεων έχουν οδηγήσει σε επιθέσεις με πυροτεχνήματα σε αστυνομικά τμήματα με κάποια να παίρνουν φωτιά, σε πυρπολήσεις κάποιων δημαρχείων και μερικών αυτοκινήτων, λεηλασίες σε σούπερμαρκετ και πολυκαταστήματα, με την αστυνομία να έχει αναπτύξει πρωτοφανείς σε μέγεθος δυνάμεις στους δρόμους αλλά παρόλα αυτά να αδυνατεί να ελέγξει την κατάσταση. Οι Αρχές καλούν σε απαγόρευση εμπορίου βενζίνης, πυροτεχνημάτων και λοιπών, διατάζουν την διακοπή κυκλοφορίας των δημόσιων συγκοινωνιών κ.ο.κ. Ασφαλώς, η αστυνομική καταστολή και τραυματίες προκαλεί και πάρα πολλές εκατοντάδες συλλήψεις αποφέρει -με τις ηλικίες να είναι συγκλονιστικά μικρές: Μέσο όρο στα 17, συμπεριλαμβάνοντας και νεότερα εφηβάκια.
Ο δικηγόρος του δολοφόνου, που υποθέτουμε ξέρει καλά πώς χειρίζεται το κράτος κανονικά τέτοιες υποθέσεις «οργάνων του», γκρίνιαξε στην τηλεόραση: Οι βίαιες διαδηλώσεις, λέει, είναι η μόνη αιτία που δεν δόθηκε δυνατότητα στον πελάτη του να βγει με εγγύηση. Μάλλον έχει δίκιο…
Η δημόσια συζήτηση στρέφεται γύρω από τις καταστροφές, χάνοντας όλη την ουσία. Όπως γράφει ο Τζον Μάλεν από το Παρίσι:
«Τα ενημερωτικά κανάλια άρχισαν πλέον να προσκαλούν γονείς από διάφορα φτωχά προάστια, όπως και κοινωνιολόγους. Τους γονείς τους ρωτάνε “Πώς μπορούμε να αποφύγουμε περισσότερα καμένα αυτοκίνητα απόψε;”. Οι κοινωνιολόγοι καλούνται να εξηγήσουν πώς ο αθλητισμός και ο πολιτισμός μπορούν να βοηθήσουν την πολυεθνική νεολαία να αισθανθεί πιο ενταγμένη στην κοινωνία. Κανείς δεν φαίνεται να ρωτά πώς μπορούμε να σταματήσουμε την αστυνομία από το να προχωρά σε ρατσιστικές εκτελέσεις, ή τι εκπαίδευση είναι αυτή που οδηγεί τους μπάτσους να τραβάνε όπλο όταν ζητούν άδεια οδήγησης. Ή τι θα κάνουμε με την τεράστια φασιστική παρουσία μέσα στις δυνάμεις της αστυνομίας».
Η ειρωνεία είναι ότι ο Ναέλ επιχειρούσε όντως με τον αθλητισμό «να αισθανθεί πιο ενταγμένος στην κοινωνία». Έπαιζε (με θέρμη) ράγκμπι στους «Πειρατές της Ναντέρ», στα πλαίσια ενός αθλητικού προγράμματος που του έδινε και τη δυνατότητα να σπουδάσει (με λιγότερη θέρμη…) ηλεκτρικός, τουλάχιστον όσο του επέτρεπε το κυνήγι της επιβίωσης ως ντελιβεράς να τα κάνει όλα αυτά. Αλλά τίποτε από αυτά δεν άλλαξε ότι «ο αστυνομικός είδε ένα αραβικό πρόσωπο και θέλησε να του πάρει τη ζωή» (μητέρα του Ναέλ), ότι «η αστυνομική βία είναι καθημερινή, ειδικά αν είσαι Μαύρος ή Άραβας» (διαδηλωτής), ότι «έχουμε ένα νομικό και δικαστικό σύστημα που προάγει την ατιμωρησία της αστυνομίας» (δικηγόρος της οικογένειας)…
Πολιτική
Ο Μακρόν αρχικά χαρακτήρισε «ανεξήγητη» κι «ασυγχώρητη» την δολοφονία. Όπως σημείωσε εύστοχα αρθρογράφος της Liberation, στις εργατογειτονιές αναρωτιούνται «από πού κι ως πού ανεξήγητη;» (καθημερινή αστυνομική βία), ενώ στην Αστυνομία αναρωτιούνται «από πού κι ως πού ασυγχώρητη;» (ατιμωρησία). Αφού υποχρεώθηκε να πάρει αυτές τις αποστάσεις από τη δολοφονία, ο Μακρόν ασφαλώς στη συνέχεια στράφηκε στο να ζητά «ηρεμία», ενώ έχει αμολύσει τον (σκληρό αντιδραστικό υπουργό Εσωτερικών) Νταρμανίν που δηλώνει ότι η αστυνομία θα δείξει «μηδενική ανοχή», βγάζει πύρινους λόγους για τη «Δημοκρατία που αμύνεται», καταγγέλει «όσους δεν καλούν σε ηρεμία» κ.ο.κ.
Η Μαρίν Λεπέν δηλώνει τη συμπάθειά της στον δολοφόνο που «στοχοποιείται» (από τον Μακρόν, από όσους δηλώνουν την προφανή ενοχή του κλπ.), ζητά κατάσταση έκτακτης ανάγκης και απαγορεύσεις κυκλοφορίας, ενώ στέκεται στο πλευρό των αστυνομικών «συνδικάτων». Αυτά δεν περιορίζονται μόνο στην υπεράσπιση του «συναδέλφου» απέναντι στις «απαράδεκτες» δηλώσεις Μακρόν (περί «ανεξήγητης κι ασυγχώρητης δολοφονίας»). Δύο μεγάλα «συνδικάτα», που εκπροσωπούν το 50% των αστυνομικών, σε κοινή τους δήλωση γράφουν: «Απέναντι σε αυτές τις ορδές αγρίων, δεν αρκεί να καλούμε σε ηρεμία, πρέπει να την επιβάλουμε…». Οι ενώσεις διευκρινίζουν ότι δεν θα προχωρήσουν -τώρα- σε δική τους κινητοποίηση (διεκδίκησης «λυμένων χεριών») γιατί «τώρα είναι η ώρα της μάχης ενάντια σε αυτά τα παράσιτα». Σήμερα, λέει, «οι αστυνομικοί είναι στην πρώτη γραμμή του μετώπου, γιατί είμαστε σε πόλεμο». Μια διευκρίνηση (μετά τον σάλο) για «τις διαστρεβλώσεις που κάνουν οι πολιτικοί σε αυτά που είπαμε» και τους «κακοπροαίρετους που κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν», δεν ήταν πολύ καλύτερη επί της ουσίας…
Στα αριστερά, θλιβερές είναι οι δημόσιες παρεμβάσεις του γ.γ. του ΚΚΓ, Φαμπιάν Ρουσέλ, που ζητά «δικαιοσύνη», παίρνει αποστάσεις από τις πιο ακραίες εκδοχές καταστολής (πχ «απαγόρευση κυκλοφορίας») αλλά αναγνωρίζει την ανάγκη της (προτείνοντας και φίμωση του ίντερνετ…), αρνείται πεισματικά να καταδικάσει την Αστυνομία, ενώ καταδικάζει πολύ πιο πρόθυμα και απερίφραστα τη βία των οργισμένων διαδηλωτών…
Πολύ καλύτερα στέκεται η Ανυπότακτη Γαλλία. Ή πιο σωστά (μιας και η Α.Γ. δεν έχει λειτουργία κόμματος, οπότε «κεντρικοπολιτικά» υπάρχει μόνο μια δέσμη ιδιαίτερα «θεσμικών» προτάσεων της ΚΟ προς την Εθνοσυνέλευση), καλά στέκονται διάφορα στελέχη της και ο άτυπος «ηγέτης» της, Ζαν Λικ Μελανσόν, που όταν κορυφωνόταν η καθεστωτική πίεση δήλωσε: «Τα μαντρόσκυλα των ΜΜΕ λένε ότι πρέπει να καλέσουμε σε ηρεμία. Εμείς καλούμε για δικαιοσύνη!». Δήλωση που τον στοχοποίησε άμεσα ως «εχθρό της Δημοκρατίας», στο ζοφερό κλίμα που καλλιεργείται στη Γαλλία τα τελευταία χρόνια ενάντια στην Αριστερά.
Το NPA δηλώνει τη στήριξή του «σε μια δίκαιη εξέγερση» και προβάλει μια λίστα σωστών αντικατασταλτικών αιτημάτων (καταδίκη των ενόχων, αποζημιώσεις στις οικογένειες των θυμάτων, αφοπλισμός της Αστυνομίας, επαναλειτουργία των δημόσιων συγκοινωνιών, καμιά απαγόρευση κυκλοφορίας, απελευθέρωση των συλληφθέντων των τελευταίων ημερών, παραίτηση του Νταρμανίν).
Αλλά το πιο σημαντικό στοιχείο που ξεχωρίζει στην παρέμβαση του NPA είναι το κάλεσμα για δράση: «Το NPA καλεί τον κόσμο να κινητοποιηθεί μαζί με τους οργισμένους νέους, να συγκεντρωθεί μπροστά στα δημαρχεία, αν χρειαστεί κάθε βράδυ, για να εκφράσουμε την οργή μας και τα αιτήματά μας. Καλεί τις οργανώσεις του εργατικού κινήματος, τα συνδικάτα, τις συλλογικότητες και τα κόμματα να συναντηθούν το συντομότερο δυνατό για να συζητήσουν πώς θα οργανώσουμε μια κινητοποίηση σε έκταση και με μορφές που θα ενισχύσουν τη σημερινή εξέγερση, θα αποδώσουν δικαιοσύνη και θα εξαπολύσουν αντεπίθεση ενάντια στην αντιδημοκρατική και αντικοινωνική εξουσία του Μακρόν και της κυβέρνησής του».
Η βία των καταπιεσμένων
Το ζήτημα των «τυφλών» καταστροφών έχει απασχολήσει τη συζήτηση -όπως σε κάθε οργισμένη εξέγερση των πλέον καταπιεσμένων. Η συχνά και εύλογα «αδιάκριτη» βία, λίγο-πολύ αναπόφευκτη, δεν είναι λόγος καταδίκης τους ως «παρανοϊκές», με βάση το γνώριμο -από τις ΗΠΑ της δεκαετίας του 1960- μοτίβο «μα καταστρέφουν τις ίδιες τους τις γειτονιές!». Αξίζει να θυμόμαστε πάντα την υπεράσπιση των «Black Riots» από την Κιγιάνγκα Γιαμάτα Τέιλορ, ως «βίαιη είσοδο των μαύρων μαζών στην πολιτική συζήτηση, που ως τότε τις αντιμετώπιζε ως αόρατες ή αδιάφορες». Η ίδια υπενθύμιζε ότι μετά από τα «Black Riots», το κράτος έσπευσε να δαπανήσει σε κοινωνικές πολιτικές όσα δεν είχε ξοδέψει για χρόνια ολόκληρα. Στην πιο πρόσφατη ιστορία, ο Τζον Μάλεν θυμίζει ότι μετά την βίαιη εξέγερση (επί 3 εβδομάδες) των παρισινών προαστίων το 2005 «η άρχουσα τάξη ταράχθηκε: μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια, επενδύθηκαν 50 δισεκατομμύρια ευρώ στη βελτίωση της στέγασης και των δημόσιων υπηρεσιών σε 600 από τις γειτονιές που άγγιξε η εξέγερση».
Ασφαλώς, όπως σημειώνει ο Μάλεν στο ίδιο άρθρο, «οι βίαιες εξεγέρσεις είναι σύνθετα φαινόμενα που μπορούν να είναι δύσκολες και για τον τοπικό πληθυσμό». Το απόσπασμα που παραθέτει είναι ενδιαφέρον: «Επιτροπές γονιών σε πολλές φτωχογειτονιές κάνουν έκτακτες συναντήσεις για να δουν πώς θα προστατέψουν τη νεολαία από τις αστυνομικές επιθέσεις και πώς θα εμποδίσουν την οργή να χτυπά τους λάθους στόχους (πχ πυρπόληση σχολείων σε μια-δυο πόλεις). Στη γειτονιά μου στο Μοντρέιγ, η επιτροπή μανάδων πέρασε όλο το βράδυ στο δρόμο να συζητά με τη νεολαία».
Αυτές οι παρεμβάσεις, ακριβώς επειδή προέρχονται μέσα από τις γραμμές των καταπιεσμένων, έχουν πολύ πιο εμφανείς ιεραρχήσεις: Οι γονείς δεν «μαζεύουν τα παιδιά σπίτι», όπως ζητά ο Μακρόν. Βγαίνουν κι αυτοί στο δρόμο για να είναι πλάι τους. Έχουν έγνοια να προστατεύσουν τα παιδιά από την βία της αστυνομίας κι όχι να ασχοληθούν με τη δική τους βία. Δεν θέλουν να τους πουν να «ηρεμήσουν» γενικά, αλλά να συζητήσουν πού είναι πιο δίκαιο να στραφεί η οργή τους.
Ο Μάλεν θέτει ως κατακλείδα το πραγματικά σημαντικό ερώτημα: «Πόσο χειρότερο θα ήταν αν μπάτσοι σκοτώναν τα παιδιά μας και δεν υπήρχε αντίδραση»;