Τα αποτελέσματα των εκλογών και η επόμενη μέρα για την ριζοσπαστική Αριστερά
Η νίκη της ΝΔ προαναγγέλει επιτάχυνση της νεοφιλελεύθερης επιθετικότητας - Το αποτέλεσμα θα κριθεί στο δρόμο
Στις εκλογές του Ιούνη επιβεβαιώθηκε και ενισχύθηκε η αρνητική τροπή των αποτελεσμάτων του Μάη.
Οι δίδυμες εκλογές του 2023 σημαδεύτηκαν από την αποσυσπείρωση και την απογοήτευση του κάτω τμήματος της κοινωνίας. Στην αναμέτρηση του Ιούνη η συμμετοχή περιορίστηκε στο 52,8%, καταγράφοντας ιστορικό χαμηλό ρεκόρ.
Σε αυτές τις συνθήκες η ΝΔ του Μητσοτάκη πέτυχε μια καθαρή πολιτική/εκλογική νίκη. Η ΝΔ πήρε το 40,55% από το 52,8% των ψηφισάντων, μια πολιτική υποστήριξη που αντιστοιχεί (περίπου) στο 30% του πραγματικού πληθυσμού. Στηριγμένη κυρίως στο 1/3 των «προνομιούχων» (της κυρίαρχης τάξης, των εύπορων μεσοστρωμάτων και της κοινωνικής και εκλογικές επιρροής τους), η Δεξιά κατορθώνει να ανανεώσει την παραμονή της στην κυβερνητική εξουσία και να ανακτήσει την πολιτική πρωτοβουλία, μετά από δοκιμασίες που την έφεραν στα όρια της κατάρρευσης (υποκλοπές, Τέμπη κ.ά.). Ο Μητσοτάκης θα διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία 158 εδρών, μια δύναμη τυπικά ανάλογη με την προηγούμενη, που όμως θα είναι ισχυρότερη πολιτικά, μέσω του κατακερματισμού και της κρίσης της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης.
Η δεύτερη κυβερνητική θητεία του Μητσοτάκη θα είναι μια περίοδος έντασης και επιτάχυνσης της νεοφιλελεύθερης επιθετικότητας του κεφαλαίου, μια περίοδος δοκιμασίας για την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες. Αυτή η προοπτική έχει προαναγγελθεί και επιβεβαιώνεται στην προκλητική σύνθεση της νέας κυβέρνησης. Η μοίρα αυτού του προγράμματος θα κριθεί στους δρόμους και όχι στους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, θα κριθεί στην πορεία της ταξικής πάλης, μέσα σε συνθήκες διεθνούς οικονομικής επιδείνωσης και μεγαλύτερων αποσταθεροποιητικών πιέσεων για τον ελληνικό καπιταλισμό.
Η αίσθηση που αφήνουν τα αποτελέσματα γίνεται πιο πικρή, μέσα από την εκλογική επιτυχία των 3 ακροδεξιών ψηφοδελτιών. Δίπλα στους εθνικιστές της «Ελληνικής Λύσης» του Βελόπουλου, τώρα οι θρησκόληπτοι υπεραντιδραστικοί της «Νίκης» και κυρίως οι φασίστες «Σπαρτιάτες» του Κασιδιάρη θα διαθέτουν τα πολιτικά και υλικά προνόμια που δίνει η είσοδός τους στη Βουλή. Ο χώρος αυτός κεφαλαιοποιεί τώρα τον διεθνή άνεμο της ενίσχυσης της ακροδεξιάς, μαζεύει τους καρπούς του θεσμικού-κρατικού ρατσισμού και του εθνικισμού και σεξισμού της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά και αξιοποιεί την υποχωρητικότητα της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης σε εμβληματική σημεία της σχετικής θεματολογίας (φράχτες, εξοπλισμοί κ.ά.). Παρότι η ρατσιστική-φασιστική ακροδεξιά δεν έχει «αναρρώσει» από τη διαλυτική κρίση της Χρυσής Αυγής, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο υποτίμησης: το κίνημα πρέπει συστηματικά να τους φράξει κάθε βήμα ανάπτυξης και ειδικότερα το κρίσιμο βήμα ανασυγκρότησης της δυνατότητας για βίαια δράση στο δρόμο.
Αυτή η συνολικά αρνητικά εξέλιξη δεν είναι δυνατόν να ερμηνευτεί σωστά αν δεν συνυπολογίσει κανείς τις διαλυτικές συνέπειες της γραμμής και της τακτικής της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Η «κωλοτούμπα» του 2015, το νεοφιλελεύθερο-μνημονιακό περιεχόμενο της κυβερνητικής πολιτικής μεταξύ 2015-19, η συμφωνία με τους δανειστές το 2018 που ψευδεπίγραφα ονομάστηκε «έξοδος από τα μνημόνια», η συναινετική και εγκλωβισμένη στα καθεστωτικά όρια αντιπολίτευση στον Μητσοτάκη, συμπυκνώθηκαν τώρα στη «στροφή προς το κέντρο», στην προεκλογική καμπάνια ελάχιστων δεσμεύσεων, στο one man show του Τσίπρα και στο κομφούζιο σχετικά με την κυβερνητική εναλλακτική που επεδίωκε ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν αποτελεί υπερβολή ο ισχυρισμός ότι η δίδυμη εκλογική νίκη του Μητσοτάκη τον Μάη και τον Ιούνη, έχει ως χορηγό τη γραμμή και την τακτική του Αλ. Τσίπρα.
Με τα «εργαλεία» που επέλεξε η ηγεσία του, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε μεταξύ Μάη και Ιούνη περίπου 200.000 ψηφοφόρους του! Εάν υπολογίσουμε σε σχέση με το υψηλότερο σημείο εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, στις εκλογές του Γενάρη του 2015, τότε θα διαπιστώσουμε ότι περισσότερο από 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι απέσυραν σταδιακά την εμπιστοσύνη που κάποτε εναπόθεσαν στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ! Η σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, που παρουσιάζεται ως «διεύρυνση» και ως ο μοναδικός δρόμος προς τη διεκδίκηση της κοινωνικής πλειοψηφίας, αποδεικνύεται τώρα ότι αποτελεί το δρόμο προς την αποσυσπείρωση, το διαλυτισμό, την πολιτική ήττα. Οι σημαντικές απώλειες μεταξύ Μάη και Ιούνη υποδεικνύουν ότι αυτή η κατηφόρα είναι για τον ΣΥΡΙΖΑ μπροστά και όχι πίσω του. Οι μετεκλογικές πολιτικές αντιδράσεις ήταν ακόμα πιο απογοητευτικές: ο Τσίπρας δήλωσε την (αναμενόμενη) επιμονή να διατηρήσει τον έλεγχο του κόμματος, ενώ μέχρι στιγμής δεν έχει ακουστεί καμιά στελεχική φωνή που να τολμά να θέσει τα στοιχειώδη και αυτονόητα ζητήματα μετά από μια τόσο σοβαρή ήττα.
Το ΠΑΣΟΚ αξιοποιώντας τα κενά και τις αντιφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε το Μάη ένα ποσοστό επιστροφής σε ρόλο με κάποια δυναμική (676.000 ψήφους και 11,46%). Στις εκλογές του Ιούνη έχασε 60.000 ψήφους (ένα όχι ευκαταφρόνητο 10% της δύναμής του) αποδεικνύοντας ότι αυτή η επιστροφή γίνεται με «βήμα σαλιγκαριού». Όμως φαίνεται να κατοχυρώνει ήδη ότι η προοπτική της «σοσιαλδημοκρατικής ανασύνθεσης» είναι πλέον μια επιχείρηση με δύο συνομιλητές –τον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα και το ΠΑΣΟΚ της εποχής Ανδρουλάκη– και όχι με έναν πρωταγωνιστή και έναν κομπάρσο.
Τις μεγάλες απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσαν να κερδίσουν ικανοποιητικά τα κόμματα και τα ψηφοδέλτια στα αριστερά του.
Το ΚΚΕ με τις 426.000 ψήφους και το 7,23% τον Μάη και τις 400.000 ψήφους και το 7,7% τον Ιούνη, σημειώνει μια άνοδο της επιρροής του σε σύγκριση, όμως, με προηγούμενες χαμηλές επιδόσεις του. Η άνοδος αυτή αντανακλά κυρίως την οργανωμένη δράση του στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα και στη νεολαία. Όμως σε σύγκριση με τις προ του 2015 μεγαλύτερες εκλογικές επιδόσεις του ΚΚΕ, αλλά και συνυπολογίζοντας τις μεγάλες απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ, η άνοδος αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ικανοποιητική. Αναδεικνύεται έτσι ένα πάγιο πολιτικό πρόβλημα: εάν και κατά πόσο το ΚΚΕ αναλαμβάνει τις πολιτικές ευθύνες που αντιστοιχούν στο μέγεθός και στην οργανωτική συγκρότησή του. Η σύνθεση της Βουλής που βγήκε τον Ιούνη, θα αυξήσει τις πιέσεις πάνω στην ηγεσία του ΚΚΕ για ανάληψη μεγαλύτερων ευθυνών απ’ ό,τι μέχρι σήμερα συνηθίζει.
Η «Συμμαχία για τη Ρήξη» γύρω από το ΜΕΡΑ25, αν είχε κατορθώσει να κρατήσει τις ψήφους που πήρε στις εκλογές του Μάη, θα είχε μπει στη Βουλή στις εκλογές του Ιούνη. Έχασε περίπου 25.000 ψήφους και οριακά απέτυχε (2,49%). Έχει σημασία να θυμίσουμε ότι το ΜΕΡΑ25 μπήκε στην προεκλογική περίοδο με δημοσκοπική πρόβλεψη για άνετη υπέρβαση του ορίου του 3%. Οι αιτίες της αποτυχίας του θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στις πολιτικές αστοχίες που ξεδίπλωσε μέσα στην προεκλογική περίοδο. Η ορατή ριζοσπαστική στροφή των μελών του, ειδικά μέσα στον τελευταίο χρόνο, θα πρέπει τώρα να βρει την πολιτική δύναμη για επιβίωση χωρίς την κοινοβουλευτική παρουσία.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έκανε στις εκλογές του Μάη ένα μικρό βήμα ανασύνταξης, με τις 31.760 ψήφους και το 0,54%. Όμως στις εκλογές του Ιούνη έχασε τη μισή επιρροή της και περιορίστηκε στις 15.950 ψήφους και το 0,31%. Σε ένα μειοψηφικό και κατ’ ανάγκη «πρωτοποριακό» ακροατήριο, η επίκληση της γενικής αύξησης της αποχής δεν αρκεί για να ερμηνεύσει την υποχώρηση. Αποδεικνύεται μια «χαλαρή» σχέση, ακόμα και με ένα τόσο στενό ακροατήριο, που θα έπρεπε να βάλει σε συνολικότερη επανεξέταση την αέναη εκλογική τακτική που βασίζεται στην (αυτοπροσδιοριζόμενη) υπεροχή ενός κάποιου «αντικαπιταλιστικού προγράμματος».
Η περίοδος που έρχεται θα είναι σκληρή, ειδικά στο ξεκίνημά της. Θα σημαδευτεί από την εντατικοποίηση και τη συνολικοποίηση της επίθεσης των «από πάνω» ενάντια στον κόσμο μας. Η οργανωμένη Αριστερά θα πρέπει να παλέψει συστηματικά για να μην επιτρέψει να αναπτυχθεί κλίμα απογοήτευσης και κινηματικής αναδίπλωσης. Είναι σημαντικό να θυμίσουμε ότι η περίοδος θα έχει μεγάλες δυσκολίες και «περιπέτειες» για την κυρίαρχη τάξη και κατά συνέπεια και για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η Γαλλία των μεγάλων απεργιακών αντιστάσεων ενάντια στην πολιτική του Μακρόν είναι ένα σημαντικό και σύγχρονο παράδειγμα που θυμίζει ότι ο νικητής των εκλογών δεν έχει τη δυνατότητα την επόμενη μέρα να κάνει ό,τι θέλει. Οι πρώτες μάχες ενάντια στην πολιτική του Μητσοτάκη θα πρέπει να οργανωθούν ως «υποδείγματα». Με σοβαρότητα, με συνέπεια, με ενωτικό και αποφασιστικό τρόπο. Στις μέρες που έρχονται η μεθοδολογία και οι πρακτικές του Ενιαίου Μετώπου θα είναι αναντικατάστατη προϋπόθεση για να παίξουν οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς έναν πραγματικά δημιουργικό και ωφέλιμο ρόλο.