Θυμάται κανείς τον Κ. Σημίτη, της δεύτερης τετραετίας;
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μπαίνει στην δεύτερη θητεία της με όρους ισχύος. Τυπικά, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που την στηρίζει παρέμεινε ακριβώς η ίδια (158/300). Όμως η κρίση κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ και ο κατακερματισμός της αντιπολίτευσης θα δίνουν στον Μητσοτάκη μεγαλύτερη πολιτική άνεση.
Η ΝΔ θα εξακολουθήσει να έχει στη διάθεσή της σημαντικούς πόρους. Στην προηγούμενη περίοδο είχε τη δυνατότητα να διανείμει 11 δισ. ευρώ από τις «ενισχύσεις» του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το ΕΣΠΑ. Ο Μητσοτάκης δεν έκρυψε την «τομή» που επέβαλε: οι «ενισχύσεις» κατευθύνθηκαν άμεσα ή έμμεσα στην ενδυνάμωση των μεγάλων, κυρίως, καπιταλιστικών ομίλων και όχι στις ανάγκες του πληθυσμού ή στις υποδομές της χώρας. Η κυβέρνηση θα επιμείνει στην κατεύθυνση αυτή πατώντας γκάζι. Στην επόμενη περίοδο αναμένεται εισροή 16 δισ. ευρώ «ενισχύσεων». Τη διανομή και αξιοποίηση θα εποπτεύει ο Χατζηδάκης που, ως προς τη «φιλική» σχέση του με τις επιχειρήσεις, κάνει τον Σταϊκούρα να φαίνεται διστακτικός και «δογματικός». Στην άλλη άκρη του νήματος, οι μεγάλες Α.Ε. ετοιμάζονται πυρετωδώς να υποδεχθούν αυτόν τον πακτωλό: στην ενέργεια, στα καύσιμα, στα τρόφιμα και ποτά, στο εμπόριο και στα logistics, οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις δίνουν και παίρνουν.
Η νέα κυβέρνηση
Η ενίσχυση των επιχειρήσεων δεν περιορίζεται ασφαλώς στο ζήτημα των πόρων. Το δόγμα του Χατζηδάκη ότι η αύξηση των επενδύσεων προϋποθέτει πλήρη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, προαναγγέλει πολιτική πλήρους «απελευθέρωσης των αγορών» στην ηγεσία του οικονομικού κυβερνητικού επιτελείου. Και στο υπουργείο Εργασίας θα βρίσκεται ο αδίστακτος Άδωνις Γεωργιάδης. Στο υπουργείο Δικαιοσύνης, ο (κάποτε σοσιαλδημοκράτης) Φλωρίδης θα έχει να σπάσει τις νομικές και συνταγματικές προστασίες του δημόσιου συμφέροντος που «εμποδίζουν» επιχειρηματικές δράσεις. Τα ζητήματα της διάβρωσης της ηγεσίας του δικαστικού συστήματος από κρυφούς νεοναζί, αλλά και της επέκτασης των μαφιόζικων κυκλωμάτων στο εσωτερικό των δικαστικών και αστυνομικών γραφειοκρατιών, αντιμετωπίζονται προφανώς ως δευτερεύουσες πολυτέλειες. Αντίστοιχα στο υπουργείο Ενέργειας, ο ακραιφνής νεοφιλελεύθερος Θ. Σκυλακάκης θα έχει να ανοίξει το δρόμο για την ανεμπόδιστη επέκταση των δραστηριοτήτων στα φωτοβολταϊκά και τις ανεμογεννήτριες, στη μεγέθυνση της παραγωγής και διακίνησης «νέων» καυσίμων, αλλά και στο ανεξερεύνητο «χωράφι» των υπεράκτιων αιλοικών. Ο Γ. Βαρουφάκης μπορεί να βιάστηκε να υποστηρίξει προεκλογικά τα offshore αιολικά, όμως η επέκτασή τους έχει μεγάλα νομικά και περιβαλλοντικά αγκάθια. Και στο σχετικό πεδίο ήδη «συνωθούνται» μεγάλοι ντόπιοι παίκτες (Motor Oil, Μυτιληναίος, Κοπελούζος κ.ά.), αλλά και ακόμα πιο μεγάλοι διεθνείς παίκτες (μεταξύ τους η Βρετανική BP, η κορεατική Hyundai κ.ά.). Αυτήν την κατεύθυνση -που θα μπορούσε να συνοψιστεί στο σύνθημα: όλα για επιχειρήσεις – όλα για τα κέρδη!- η κυβέρνηση θα την επιβάλει με μια «εσωτερική» συσπείρωση δυνάμεων. Αυτή περιλαμβάνει τους «σκληρούς» δεξιούς όπως ο Βορίδης (που θα αναλάβει, λέει, την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς!) ή ο σαμαρικός Σταύρος Παπασταύρου που επιστρέφει στο πρωθυπουργικό επιτελείο (ως υπουργός Επικρατείας) μετά τις δικαστικές περιπέτειές του με την υπόθεση Novartis και τη λίστα Λαγκάρντ. Περιλαμβάνει τους «παραδοσιακούς» νεοδημοκράτες όπως ο Δένδιας που αναλαμβάνει την εποπτεία των εξοπλισμών στην κρίσιμη περίοδο ένταξης στο πρόγραμμα των F-35. Περιλαμβάνει ακόμα τους σοσιαλφιλελεύθερους εκσυχρονιστές (Χρυσοχοΐδης, Φλωρίδης, Πιερρακάκης, Σκέρτσος κ.ά.) που αναλαμβάνουν κρίσιμα πόστα για την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων (με αιχμή την Υγεία και την Εκπαίδευση).
Πόσο ισχυρό είναι αυτό το «μέτωπο»; Μια πρώτη προειδοποίηση ήρθε από τον ίδιο τον Μητσοτάκη που απαγόρεψε στα στελέχη του εκδηλώσεις έπαρσης και αλαζονείας.
Ταυτόχρονα, ο Μητσοτάκης προσπαθεί συστηματικά να μεταμφιέσει το κυβερνητικό έργο ως φιλολαϊκό, ακόμα και φιλεργατικό, επαναλαμβάνοντας τις υποσχέσεις για αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, για προστασία των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων κ.ο.κ. Μπορεί εύκολα να στοιχηματίσει κανείς ότι πρόκειται για δημαγωγικά ψεύδη. Για παράδειγμα, η εξοντωτική ακρίβεια στα τρόφιμα θα αντιμετωπιστεί, λέει, με μια παράταση των marketpass -δηλαδή με την παράταση της πολιτικής που επιτρέπει την αύξηση των κερδών μέσω της αύξησης των τιμών, ενώ σε ένα μόνο τμήμα των φτωχών δίνει μια πιθανότητα να βγάλουν πέρα λίγες ακόμα μέρες του μήνα. Στο κρίσιμο ζήτημα των αυξήσεων στους μισθούς ο Χατζηδάκης υπογραμμίζει ότι το όριο είναι η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, ενώ στο δημόσιο τομέα οι «αυξήσεις» θα εξαρτώνται από την ατομική παραγωγικότητα των υπαλλήλων ή τη συλλογική παραγωγικότητα κάποιων τομέων των υπηρεσιών! Στο ζήτημα των αυξήσεων στις συντάξεις ο Μητσοτάκης επαναλαμβάνει τη δοκιμασμένη μέθοδο των εφάπαξ μικρών επιδομάτων στους πιο χαμηλοσυνταξιούχους ή σε όσους λόγω «προσωπικής διαφοράς» δεν έχουν πάρει καμιά αύξηση ως τώρα.
Για την ώρα, αυτή η ψευδολογία, συνεπικουρούμενη από τα ΜΜΕ, δίνει μια άνεση στην κυβέρνηση, αλλά στο πέρασμα του χρόνου θα αποκαλυφθεί όπως πραγματικά είναι: μια σκληρή πολιτική λιτότητας.
Στρατηγικό πρόβλημα
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη γνωρίζει ότι βαδίζει κατά πάνω σε στρατηγικό πρόβλημα. Όπως έγραψε πρόσφατα η Άννα Διαμαντοπούλου: «Από το 2024, όμως, σταματά η αναστολή εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας και η ευχέρεια πρόσβασης σε φτηνό χρήμα». Σε αυτό το ερχόμενο νέο περιβάλλον, η κ. πρώην Επίτροπος της ΕΕ (και από τα λίγα μεγαλοστελέχη του «εκσυγχρονισμού» που δεν αξιοποίησε ακόμα ο Μητσοτάκης…) καλεί την κυβέρνηση να επιμείνει στο «να σπάσει αυγά», αλλά και όλους εμάς να υποστηρίξουμε τον Μητσοτάκη, γιατί μόνο έτσι -κάποτε…- «θα δούμε την περίφημη ομελέτα στην οποία χρόνια αναφερόμαστε».
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η δεύτερη κυβέρνηση Μητσοτάκη θα προσπαθήσει επίμονα «να σπάσει αυγά», να σπάσει τη ραχοκοκκαλιά της κοινωνικής αντίστασης στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα προσπαθήσει να σερβίρει στους καπιταλιστές πολύ πιο πλούσια και περιεκτικά πιάτα από την ομελέτα. Είναι επίσης σίγουρο ότι από αυτήν την πολιτική η εργατική τάξη και η κοινωνική πλειοψηφία δεν θα δουν ούτε ομελέτα ούτε στοιχειώδη ψίχουλα ενίσχυσης, αλλά αντίθετα μια ουσιαστική επιδείνωση της ζωής σε όλα τα επίπεδα.
Το ερώτημα που παραμένει είναι το εάν και κατά πόσο ο Μητσοτάκης θα μπορέσει να επιβάλει αυτήν την πολιτική. Γνωρίζουμε ότι την επομένη ενός αρνητικού εκλογικού αποτελέσματος, το ερώτημα μοιάζει «βαρύ». Όμως οφείλουμε να επιμείνουμε. Ο πραγματικός ταξικός συσχετισμός δύναμης στην Ελλάδα (όπως πχ εμφανίστηκε στις μαζικές δράσεις μετά τα Τέμπη) δεν ταυτίζεται με τον εκλογικό συσχετισμό δύναμης του Μάη και του Ιούνη. Με αυτήν την πραγματική δύναμη θα έχει να αναμετρηθεί ο Μητσοτάκης. Η ιστορία έχει πολλά διδακτικά παραδείγματα για όσους μπερδεύουν τον εκλογικό συσχετισμό με τον πραγματικό ταξικό συσχετισμό. Πριν από 20 χρόνια, ο Κ. Σημίτης έχοντας κερδίσει μια δεύτερη εκλογική θητεία και την ευκαιρία να οργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα, θεωρούσε ότι έχει τη δυνατότητα να μεταβληθεί σε ηγεμόνα μακράς περιόδου. Ηττήθηκε πρώτα πολιτικά και μετά εκλογικά, παρέδωσε το κόμμα του στον Γ. Παπανδρέου και οδηγήθηκε στην απόσυρση.
Η ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική Αριστερά οφείλει να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της στην αντιμετώπιση της επικίνδυνης κυβέρνησης Μητσοτάκη. Με καθαρή εκτίμηση και αυτοπεποίθηση ότι το εργατικό-λαϊκό κίνημα θα αποδειχθεί πολύ πιο σοβαρός αντίπαλος απ’ ό,τι τα ψηφοδέλτια του Τσίπρα ή του Ανδρουλάκη.