Παραίτηση Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ: Τέλος εποχής… μετά από μια πλήρη πολιτική αποτυχία

Φωτογραφία

Η παραίτηση του Αλ. Τσίπρα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ήταν μια αναπόφευκτη εξέλιξη, μετά τη διπλή εκλογική συντριβή στην οποία οδήγησε το κόμμα του με τις επιλογές και τη γραμμή του.

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Αντώνης Νταβανέλος

Η αθλιότητα του αντιπάλου (κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρέθηκε συχνά να παραπαίει μέσα στην προηγούμενη περίοδο, π.χ. μετά τις υποκλοπές, τα Τέμπη κ.ά.), αλλά και η πλήρης ανικανότητα να διαγνωστεί η προοπτική μιας τόσο βαριάς ήττας του ΣΥΡΙΖΑ έκαναν αυτήν την εξέλιξη απλώς αναπόδραστη. 
Στη συνέχεια ακολούθησε ένα μελόδραμα που δεν αξίζει σε τέτοιες «βαριές» στιγμές. Ένα μελόδραμα που δεν είναι καθόλου «αθώο»: επιχειρεί να επαναχαράξει το παρελθόν, για να προκαταλάβει (κατά δύναμη…) το μέλλον. 
Ο Αλ. Τσίπρας έδειξε, λέει, γενναιότητα. Όμως αρχικά προσπάθησε να αποφύγει την αυτονόητη παραίτηση, διεκδικώντας «μια ακόμα ευκαιρία» μέχρι τις ευρωεκλογές. Όταν αναδείχθηκαν τα όρια της δεύτερης εκλογικής ήττας και όταν αποδείχθηκε ότι το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ έμοιαζε με καζάνι που βράζει, αυτή η απόπειρα κατέρρευσε. Ο Αλ. Τσίπρας δήλωσε την απόφασή του να αποχωρήσει από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κάποιο Εκτελεστικό Γραφείο, ένα άτυπο όργανο που δεν προβλέπεται από το καταστατικό του κόμματός του. Ακόμα και στην κρίσιμη στιγμή της πολιτικής ζωής του, ο Αλ. Τσίπρας (όπως και σε εκείνο το φοβερό καλοκαίρι του 2015) «απέδρασε» από την υποχρέωση να σταθεί μπροστά στην ΚΕ και στην ΠΓ του κόμματός του, απέφυγε την υποχρέωση να εξηγήσει τις αποφάσεις του στα μέλη του κόμματός του. 
Ο Αλ. Τσίπρας δέχθηκε, λέει, ανελέητες επιθέσεις από το «σύστημα». Αντίθετα, το καθεστωτικό «Βήμα» δηλώνει ότι θα τον θυμάται με συγκίνηση: «Από το καλοκαίρι του δημοψηφίσματος κι εντεύθεν, φανέρωσε αρετές, πολιτεύτηκε πειθαρχημένα, προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις των ευρωπαϊκών εταίρων, έλαβε πλήθος μέτρων και κατάφερε… να παραδώσει το 2019 στον κ. Μητσοτάκη το δημόσιο ταμείο γεμάτο και ανθεκτικό στις κρίσεις που ακολούθησαν». Ο προσεκτικός παρατηρητής ξέρει ότι αυτό αντανακλά μια τοποθέτηση του συνόλου των καθεστωτικών δυνάμεων, που χτίζουν προσεκτικά μια διάκριση: Άλλο ο Αλέξης, άλλο το κόμμα του και άλλο οι «ανευθυνότητες» που αυτό το κόμμα εξαπέλυσε στη δημόσια ζωή σε μια προηγούμενη περίοδο. Σε αυτή τη διάκριση βασίζονται οι όποιες προοπτικές του Αλ. Τσίπρα για «επάνοδο» στη δημόσια ζωή, που προσεκτικά αφήνονται ανοιχτές από πολλές και διάφορες πλευρές. Άλλωστε, μια ανασύνθεση των αντιπολιτευτικών δυνάμεων, στην πολιτική βάση που χαράζει η σύγχρονη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, πιθανότατα θα κριθεί αναγκαία πολύ σύντομα. 
Γι’ αυτό και μόνο αξίζει να θυμίσουμε ορισμένες πλευρές της ιστορίας του ΣΥΡΙΖΑ που σήμερα κακοποιούνται βάναυσα. 
Η προϊστορία
Ο μύθος ότι ο Αλ. Τσίπρας «πήρε από το χέρι ένα μικρό κόμμα της Αριστεράς και το εκτόξευσε» δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. 
Η συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ έγινε εφικτή μέσα σε μια διπλή διαδικασία: α) Την επιρροή του διεθνούς κινήματος κατά της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και την ίδρυση εδώ του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ. β) Την «αριστερή στροφή» στο κόμμα του Συνασπισμού και τη σκληρή ήττα -τότε…- της γραμμής συγχώνευσης με το σοσιαλφιλελευθερισμό τόσο στην Ευρώπη όσο και εδώ, στην Ελλάδα του «εκσυγχρονισμού» επί Σημίτη. 
Τα πρώτα σημαντικά βήματα ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ, ουσιαστικά η έξοδο από το λυκόφως του 3% έγιναν στην περίοδο Αλαβάνου. Η σκληρή γραμμή του Αλαβάνου ενάντια στην κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά και η αντοχή του στις πιέσεις της περιόδου της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008, συνέδεσαν με σταθερότητα και προοπτικές τον ΣΥΡΙΖΑ με ένα πλατύτερο εργατικό, λαϊκό και νεολαιίστικο ακροατήριο. Σε εκείνη τη στιγμή, ο Αλαβάνος είχε την αφέλεια ότι θα μπορούσε να κρατήσει την ευθύνη της πολιτικής, αναθέτοντας παράλληλα την χαμαλοδουλειά «στο κόμμα» σε έναν νεαρό εκπρόσωπο της ριζοσπαστικής πτέρυγας του ΣΥΝ, τον Αλ. Τσίπρα. Με την ενεργό υποστήριξη του Αλαβάνου, αλλά και του Αριστερού Ρεύματος, ο Τσίπρας έγινε Πρόεδρος στο Συνασπισμό απέναντι στην υποψηφιότητα Κουβέλη. Πολύ σύντομα αποδείχθηκε ότι οι «ριζοσπάστες» (με περιορισμένη σχέση με τις παραδόσεις της κομμουνιστικής Αριστεράς) είναι ένα «ευέλικτο» υλικό: Ο Τσίπρας απαίτησε όλη την καθοδηγητική εξουσία, ερχόμενος σε μια βίαιη σύγκρουση με τον μέντορά του, αλλά και αδιαφορώντας για τις συνέπειες που μια διασπαστική κρίση του Συνασπισμού (και μάλιστα στο εσωτερικό της αριστερής πτέρυγάς του) θα μπορούσε να έχει για τις προοπτικές του ΣΥΡΙΖΑ. Η κρίση ήταν σημαντική και θα μπορούσε να έχει οδηγήσει σε διαφορετικές «διακλαδώσεις» την ιστορία του επόμενου διαστήματος. Όμως η πίεση των πολιτικών εξελίξεων προέκρινε την «επανεκκίνηση» του ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας έγινε Πρόεδρος της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ. 
Είναι μύθος ότι το σύνθημα για την «Κυβέρνηση της Αριστεράς» και η πολιτική που συνδέεται με αυτό ήταν καρπός της ηγεσίας Τσίπρα. Τη συζήτηση αυτή άνοιξε ο Αλ. Αλαβάνος, στην περίοδο αμέσως μετά το Δεκέμβρη του ’08, συζήτηση που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο στόχος για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» δεν είναι παντός καιρού και προϋποθέτει μια ευρύτερη κοινωνική/πολιτική κρίση για να μη μετατραπεί σε μια σοσιαλδημοκρατική καρικατούρα. Αυτές οι επεξεργασίες αποδείχθηκαν χρήσιμες στην ταχύτητα με την οποία αντέδρασε πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το πρώτο μνημόνιο και την κρίση που ακολούθησε. Ακόμα και τότε όμως, άλλα στελέχη (όπως πχ. ο Π. Λαφαζάνης) έπαιξαν πολύ πιο ουσιαστικό ρόλο σε σύγκριση με την έλλειψη προσανατολισμού που χαρακτήριζε τον Αλ. Τσίπρα. 
Ο ΣΥΡΙΖΑ ενισχύθηκε αποφασιστικά με μια γραμμή άνευ όρων υποστήριξης των μαζικών αγώνων της εποχής, με μια ενωτική-μαζική-ριζοσπαστική πολιτική που απαιτούσε την ανατροπή των μνημονίων και της λιτότητας και γι’ αυτό υποστήριζε την ανατροπή των μνημονιακών κυβερνήσεων μέσω μιας τακτικής που συνδύαζε το δρόμο με την κάλπη. Αυτή η γραμμή κυριάρχησε στη ριζοσπαστικοποίηση της εποχής και οδήγησε στην εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ στις δίδυμες εκλογές του Μάη και του Ιούνη του 2012. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο εκλογικές δοκιμασίες υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, η πιο θετική «στιγμή» του Τσίπρα: η αντοχή στην πίεση τότε για συμμετοχή σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Όμως δεν υπήρχε εναλλακτική. Η ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακόμα μια ισχυρή οντότητα και ήταν σαφές ότι όποια υποχώρηση θα ακύρωνε αυτοστιγμί την ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ.
Η πορεία προς 
την προσαρμογή

Η νίκη των Σαμαρά-Βενιζέλου το 2012 ήταν μια πύρρειος νίκη. Είχε γίνει καθαρό ότι η επόμενη αναμέτρηση θα οδηγήσει πιθανότατα σε επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ. 
Όμως έπρεπε πρώτα να ανατραπεί η κυβέρνηση των Σαμαρά-Βενιζέλου. Σήμερα που λέγονται πολλές υπερβολές για τη «χειρότερη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης» ή για τη «χούντα του Μητσοτάκη», πολλοί και πολλές καμώνονται ότι ξεχνούν το στρατηγικό κίνδυνο που αντιπροσώπευε η κυβέρνηση Σαμαρά με την υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου. Ο κόσμος από τα κάτω ρίχτηκε με ορμή στην πάλη για την ανατροπή της και μέσα σε αυτό το ρεύμα η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ κολύμπησε σαν το ψάρι στο νερό. 
Όμως στην κορυφή του κόμματος άρχιζε σταδιακά η πορεία προσαρμογής. Στο ιδρυτικό-ενοποιητικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ο Τσίπρας απαίτησε έκτακτες ηγετικές εξουσίες, με το πρόσχημα της πολυπλοκότητας του αγώνα. Τις πήρε, παρουσιάζοντας την προεδρική ενίσχυση ως πάλη «κατά των μηχανισμών», ως τμήμα της υπόσχεσης για ένα «κόμμα των μελών». Αυτήν τη τεχνική του φλας αριστερά-για τη στροφή δεξιά, την εξέλιξε στη συνέχεια σε μόνιμη συνθήκη. 
Την υποχώρηση στο προγραμματικό πεδίο την εξήγγειλε ο Δραγασάκης, αλλά την υλοποίησε ο Αλ. Τσίπρας. Με κέντρο την ιδέα για τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, προωθήθηκε η «ενηλικίωση», η ρήξη με τα θεωρούμενα ως υπερ-ριζοσπαστικά στοιχεία της πολιτικής δέσμευσης του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στις εργαζόμενες μάζες. Όμως πλησιάζοντας την κρίσιμη αναμέτρηση του 2015, αυτή η προσαρμογή γινόταν συστηματικά υπόγεια, προσπαθώντας να αποφύγει την προσοχή του κόσμου, των κομματικών μελών, ακόμα και των καθοδηγητικών οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η ισορροπία καθόριζε το αμφιλεγόμενο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», που περιείχε και τις βασικές δεσμεύσεις προς τον κόσμο της εργασίας, αλλά και το μήνυμα ότι «θα τα βρούμε» προς την ντόπια κυρίαρχη τάξη και τους δανειστές. 
Το κρίσιμο 2015
Η μεγάλη εκλογική/πολιτική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το Γενάρη του ’15 ήταν μια μεγάλη πολιτική ευκαιρία, αλλά ταυτόχρονα ήταν και η ώρα της αλήθειας για την ηγετική ομάδα Τσίπρα. Η παλλάντζα δεν θα μπορούσε πλέον να ισορροπεί στη νεφελώδη δημαγωγία, θα έγερνε υποχρεωτικά είτε προς τα αριστερά είτε προς τα δεξιά. 
Από την πρώτη στιγμή ο Τσίπρας έδειξε ότι δεν είχε, στην πραγματικότητα, διλήμματα. Η συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ και ο Προκόπης Παυλόπουλος ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έκαναν κουρέλι την πολιτική συμμαχιών που είχε εγκρίνει το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ («από την άκρα αριστερά μέχρι τα αριστερά της αντιμνημονιακής σοσιαλδημοκρατίας»). 
Η συμφωνία του Φλεβάρη με την ΕΕ και την Τρόικα, αναβάθμιζε την τακτική πρόταση περί «διαπραγμάτευσης με τους δανειστές» ως αναντικατάστατη προϋπόθεση για τις όποιες κοινωνικές αλλαγές θα είχε την πρόθεση να υλοποιήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Το στράγγισμα των δημόσιων ταμείων προκειμένου να πληρώνονται «τακτικά και στο ακέραιο» οι δόσεις του χρέους, πέρα από το ότι καταργούσε τη συνεδριακή απόφαση για παύση πληρωμών, ουσιαστικά προανάγγειλε το Μνημόνιο 3. Για εμάς, τότε, το μόνο σημείο που έμενε να αποσαφηνιστεί ήταν το πότε, πώς και πόσα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ θα έρχονταν σε ανοιχτή ρήξη με αυτήν την πολιτική επιλογή. 
Παρόλα αυτά, οι εξελίξεις είχαν ακόμα τον χαρακτήρα «ανοιχτής» περιπέτειας. Το απέδειξε το Δημοψήφισμα, ο τελευταίος ριζοσπαστικός «σφυγμός» στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν το Δημοψήφισμα ήταν μια κυνική ηγετική κομπίνα, με στόχο να αιτιολογηθεί η συνθηκολόγηση. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι ένα ηγετικό τμήμα στελεχών κινήθηκε την τελευταία στιγμή προς την ακύρωσή του. Και ότι ο σεβασμός στην περήφανη λαϊκή απόφαση του ΟΧΙ κράτησε κάτι λιγότερο από ένα 24ώρο. Ήταν ένα από τα ταχύτερα ξεπουλήματα στην ιστορία των συμβιβασμών της διεθνούς Αριστεράς. 
Ο Τσίπρας χτίζοντας προσεκτικά το ηγετικό προφίλ του χρησιμοποιεί τον ισχυρισμό ότι «έβγαλε πέρα» εκείνη τη μεγάλη κρίση. Κρύβει προσεκτικά ότι προς τούτο είχε ευρύτατη καθεστωτική υποστήριξη. Το Μνημόνιο 3 πέρασε στη Βουλή μόνο λόγω της υποστήριξης από τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015, ο Τσίπρας είχε την ανοιχτή στήριξη της Τρόικας (Μέρκελ: «Αυτές οι εκλογές δεν είναι τμήμα του προβλήματος στην Ελλάδα, αλλά τμήμα της λύσης του»), που γνώριζε ότι το μοναδικό επίδικό τους ήταν η εκκαθάριση του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ από την οργανωμένη αριστερή πτέρυγά του. 
Αυτό που ακολούθησε ήταν μια κυβέρνηση που άσκησε με προσήλωση μνημονιακή πολιτική νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων. Όσοι σήμερα δηλώνουν υπερήφανοι για την κυβερνητική πολιτική του 2015-19, ξεχνούν ότι σε αυτό το διάστημα το μερίδιο των μισθών και των συντάξεων στο παραγόμενο ΑΕΠ συνέχισε να μειώνεται σταθερά, ότι η ελαστικότητα στις εργασιακές σχέσεις συνέχισε να ενισχύεται σταθερά (για να φτάσει το 2017 στο εφιαλτικό 51% των νεοπροσλαμβανόμενων), ότι οι μνημονιακές περικοπές στις συντάξεις μονιμοποιήθηκαν ως «νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων» στο νόμο Κατρούγκαλου, ότι οι ιδιωτικοποιήσεις προωθήθηκαν ποιοτικά κ.ο.κ. Αν ένα αριστερό κόμμα ήταν πράγματι «αντικειμενικά» υποχρεωμένο εκ των συνθηκών να κάνει τέτοια πολιτική, τότε δεν θα είχε κανένα λόγο να παραμείνει στην κυβέρνηση, θα όφειλε να «δραπετεύσει» και μάλιστα τρέχοντας προς την κατεύθυνση μιας έντιμης αντιπολίτευσης. 
Σε εκείνη την περίοδο η διπλή πολιτική γλώσσα του ΣΥΡΙΖΑ έκανε διαδοχικά ρεκόρ. Η Συμφωνία των Πρεσπών, που υπαγορεύτηκε από τον Αμερικανό πρέσβη Τζέφρι Πάιατ, βαφτίστηκε αντιπολεμική, ίσως και διεθνιστική, πολιτική ειρήνης στα Βαλκάνια. Η συμφωνία του 2018 με τους δανειστές, που επέκτεινε όλες τις μνημονιακές περικοπές στα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα μέχρι το 2060, βαφτίστηκε «έξοδος από τα μνημόνια». Όμως το «παιχνίδι» με την κοινωνική εμπειρία των μαζών δεν μπορεί να συνεχίζεται ατιμωρητί ή επ’ άπειρο. Το πρόβλημα της αξιοπιστίας εμφανίζεται σταδιακά και κάποια στιγμή οδηγεί στο «ταμείο». 
Ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα μετά το 2019 έκανε απέναντι στον Μητσοτάκη μια αντιπολίτευση σκληρή στη ρητορική και βαθιά συναινετική στην πολιτική πράξη. Στην προεκλογική περίοδο επέλεξε μια τακτική ελάχιστων πραγματικών δεσμεύσεων, που διεκδικούσε το Κέντρο και τη μεσαία τάξη, ποντάροντας στο ότι ο Μητσοτάκης θα πέσει ως ώριμο φρούτο κάτω από την οργή της λαϊκής πλειοψηφίας. Οι δημοσκοπήσεις προειδοποιούσαν για το πρόβλημα αξιοπιστίας, υπογράμμιζαν την αποσυσπείρωση και έδειχναν την τάση προς την αποχή κρίσιμων τμημάτων του κοινωνικού ακροατηρίου της Αριστεράς. 
Οι μαθητευόμενοι μάγοι ήλπιζαν ότι θα μπορούν να συνεχίσουν να κοροϊδεύουν τους πολλούς, για μεγάλο χρονικό διάστημα. 
Συνάντησαν έτσι μια ταπεινωτική και διαλυτική εκλογική ήττα. 
Μετά την παραίτηση Τσίπρα, οι «αναλυτές» βάζουν τους επιγόνους σε μια δύσκολη θέση. Θα μπορέσουν, λέει, να διατηρήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα που διεκδικεί την εξουσία, όπως επιτύγχανε ο Αλ. Τσίπρας; Μα το κόμμα που αφήνει πίσω του ο Τσίπρας δεν είναι πλέον κόμμα εξουσίας. Δεν είναι καν κόμμα εξουσίας εν αναμονή, δηλαδή μια δυναμική αξιωματική αντιπολίτευση. Το πραγματικό πρόβλημα που έχουν να λύσουν οι επίγονοι δεν είναι το πώς θα αποκτήσουν Αρχηγό εκλογικής νίκης, αλλά το πώς θα αποκτήσουν ξανά κόμμα, δηλαδή πώς θα αποκτήσουν ξανά οργανωμένη βάση και λειτουργούσες δομές. 
Οι πολιτικές προοπτικές του Αλ. Τσίπρα μας είναι άγνωστες. Όμως για τον κόσμο που πάλεψε μέσα από τις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ, το πολιτικό ρολόι έχει γυρίσει αρκετά πίσω: στο τότε, που η διέξοδος από την κρίση προϋπόθετε μια σημαντική «αριστερή στροφή» και μια συνειδητή και σχεδιασμένη ρήξη με τον σοσιαλφιλελευθερισμό. 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία