Οι δεύτερες κάλπες του Ιούνη επιβεβαίωσαν και ενίσχυσαν το αρνητικό αποτέλεσμα της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης.
Σε συνθήκες πρωτοφανούς εκλογικής αποσυσπείρωσης κι αποθάρρυνσης του κόσμου της εργασίας, όπως αποτυπώθηκε στην ιστορικά υψηλή αποχή, ο Μητσοτάκης πετυχαίνει μια πολιτική νίκη, η οποία μεγεθύνεται από την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ. Το εκλογικό αποτέλεσμα κάνει πιο πικρό η παρουσία τριών ακροδεξιών κομμάτων στη Βουλή, όπως και η αποτυχία του ΜΕΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη να ξεπεράσει το όριο εισόδου. Αυτός ο αρνητικός εκλογικός-κοινοβουλευτικός συσχετισμός (που το θετικό νέο της ενίσχυσης του ΚΚΕ δεν είναι επαρκές για να τον αντιστρέψει), είναι που δημιουργεί μια αίσθηση πολιτικής δύναμης για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρότι αυτή κατέγραψε την ίδια κοινοβουλευτική δύναμη με εκείνη του 2019 και της περασμένης θητείας.
Αυτός ο συσχετισμός εις βάρος της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, δημιουργεί την αυτοπεποίθηση που αντανακλάται στην προκλητική σύνθεση της νέας κυβέρνησης, που προειδοποιεί για την επιτάχυνση της νεοφιλελεύθερης επιθετικότητας. Αλλά αυτή η αυτοπεποίθηση είναι «συγκρατημένη». Η επιμονή του Μητσοτάκη ενάντια σε εκδηλώσεις αλαζονείας, αλλά και η μετεκλογική συνέχεια της δημαγωγίας (για μισθούς, συντάξεις), είναι κάποιες ενδείξεις της επίγνωσης στου Μαξίμου ότι η νέα θητεία δεν θα είναι βόλτα στο πάρκο. Το τέλος του ευνοϊκού οικονομικού «φεγγαριού» για τον ελληνικό καπιταλισμό, οι διεθνείς κλυδωνισμοί (από τον ουκρανικό πόλεμο και τις παρενέργειές του μέχρι το πρόσφατο επικίνδυνο φλερτ του Ισραήλ με μια μεγάλη ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή), ο εργατολαϊκός θυμός που έμεινε «βουβός» στην κάλπη αλλά έχει δώσει μεγάλα δείγματα γραφής στο δρόμο όλο το προηγούμενο διάστημα είναι παράγοντες που θα κρίνουν την πορεία των εξελίξεων.
Ο χώρος στα δεξιά της ΝΔ, θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που του έδωσαν οι εκλογικές επιτυχίες για να πιέσει προς μια ακόμα πιο αντιδραστική μετατόπιση της πολιτικής ατζέντας. Η εμπειρία της νίκης επί της Χρυσής Αυγής, το γεγονός ότι η ακροδεξιά να έχει –ακόμα– «ανακάμψει» από τις συνέπειές της, και τα αυξημένα αντανακλαστικά που έχει αποκτήσει ο κόσμος του κινήματος μετά από αυτή την εμπειρία, οφείλουν να αξιοποιηθούν για να τους φράξουμε το δρόμο. Η ιστορία με το Pride στα Χανιά ήταν ένα μικρό δείγμα αυτής της δυνατότητας.
Η συσπείρωση του κόσμου των κινημάτων και της Αριστεράς, η οργάνωση και η μαζική στήριξη των «δικών μας» γεγονότων αποκτούν κομβική σημασία στη μάχη ενάντια στην δεξιά κυβέρνηση και τις ακροδεξιές εφεδρείες.
Το φετινό Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ είχε εξελιχθεί σε ένα κεντρικό σταθμό στο «καλεντάρι» κάθε ακτιβιστή και ακτιβίστριας μετά το δραματικό έγκλημα στην Πύλο αλλά και το εκλογικό αποτέλεσμα. Οι τρικλοποδιές που ισοδυναμούσαν με απόπειρα ακύρωσής του, αποτυπώνουν ένα κεντρικοπολιτικό κλίμα που κάνει τους κάθε λογής αντιδραστικούς να θεωρούν ότι «τους παίρνει». Η ακόμα πιο αποφασιστική και ακόμα πιο μαζική στήριξη του Φεστιβάλ θα είναι μια πρώτη, ηχηρή απάντηση από τον κόσμο της αντίστασης και της αλληλεγγύης, ότι θα μας βρουν μπροστά τους. Η μεγάλη διαδήλωση για την Πύλο, λίγο μετά την «κρυάδα» της πρώτης κάλπης, υπενθύμισε αυτή τη δυνατότητα.
Το Φεμινιστικό Φεστιβάλ τον ερχόμενο Σεπτέμβρη, θα είναι ένα ακόμα τέτοιο πολιτικό-κοινωνικό «γεγονός», συσπείρωσης του κόσμου που στήριξε την ανάδυση ενός μαζικού-μαχητικού φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, μια πραγματικότητα που θέλουν να «διαγράψουν» οι αντιδραστικοί τύπου «Νίκη», αλλά και κυβερνητικά στελέχη που φλερτάρουν με πολιτικές διαιώνισης κι ενίσχυσης της έμφυλης ανισότητας, στο όνομα της «παραδοσιακής οικογένειας».
Η διαδήλωση των συνδικάτων στη ΔΕΘ οφείλει να είναι μια πρώτη παρουσία της εργατικής αντιπολίτευσης απέναντι στο πρόγραμμα που θα παρουσιάσει ο Μητσοτάκης. Η ομόφωνη απόφαση της ΓΣ της ΔΟΕ για συνέχεια του αγώνα ενάντια στην αξιολόγηση και τη νέα χρονιά, λίγο μετά τις δεύτερες εθνικές κάλπες, ήταν ένα πρώτο «μήνυμα» στην κυβέρνηση, ότι η εκλογική νίκη δεν σημαίνει και «λυμένα χέρια». Το εργατικό κίνημα θα έχει να αντιμετωπίσει μεγάλες προκλήσεις κι επιθέσεις και οι δυνάμεις της συνδικαλιστικής Αριστεράς οφείλουν να ετοιμάζονται για νέες μάχες, με τα μάτια στραμμένα σε αυτόν τον κοινωνικό συσχετισμό.
Μέσα από την συστηματική κοινή δράση μέσα, από και για αυτές τις αντιστάσεις μπορεί να βρει τη δύναμη η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά να στηρίξει ένα νέο ξεκίνημα. Αυτή η «μεθοδολογία» επιχειρείται να διαγραφεί από την ιστορία στους «απολογισμούς» της «εποχής Τσίπρα», που πασχίζουν να πείσουν ότι ένας χαρισματικός ηγέτης, με κάποιες ευφυείς εκλογικές τακτικές, «απογείωσε» ένα μικρό κόμμα του 3%. Η πραγματικότητα είναι άλλη: Περιλαμβάνει τα «καύσιμα» του διεθνούς κινήματος ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, την κοινή δράση μέσα σε αυτό, το συστηματικό διάλογο, τις μετατοπίσεις («αριστερή στροφή» ΣΥΝ), την στήριξη και την πολιτικοποίηση αγώνων όπως το φοιτητικό κίνημα του 2006-07, δοκιμασίες όπως ο Δεκέμβρης του 2008, τα ακόμα πιο προωθητικά καύσιμα του αντιμνημονιακού κινήματος και της επιλογής του ΣΥΡΙΖΑ (ή πιο σωστά, της τότε αριστερής πτέρυγάς του μαζί με άλλους, πχ ΑΝΤΑΡΣΥΑ) να συνδεθεί με αυτό και να δώσει αριστερόστροφη κατεύθυνση στο ριζοσπαστισμό. Μέσα από μια τέτοια διαδρομή έγινε εφικτή η τότε έξοδος από το αρνητικό περιβάλλον του «κόσμου μετά το 1989».
Έτσι και τώρα, η ταξική πάλη και τα κοινωνικά κινήματα είναι αυτά που θα κρίνουν τις δυνατότητες ανατροπής του πολιτικού συσχετισμού, εφόσον οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς επιχειρήσουν από κοινού, ειλικρινά και συστηματικά να συνδεθούν μαζί τους, ενώ προχωρούν το διάλογο «τι να κάνουμε».
Από αυτό το συνδυασμό «αντικειμενικών» κι «υποκειμενικών» παραγόντων θα κριθεί και το ερώτημα αν η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και το σκηνικό απόλυτης ρευστότητας «στα αριστερά του κέντρου» θα «μεταφραστεί» σε ήττα όλης της Αριστεράς ή σε νέα δυνατότητα για ένα νέο ξεκίνημα.
Με πρώτο σταθμό, ως προς την εκλογική θερμομέτρηση, τις δημοτικές-περιφερειακές του Οκτώβρη. Όπου η ΝΔ θα επιχειρήσει να ενισχύσει την εικόνα εκλογικής κυριαρχίας και η ακροδεξιά θα ψάξει νέες ευκαιρίες μονιμοποίησης-διεύρυνσης της παρουσίας της. Όπου θα παιχτεί η συνέχεια της «ανταγωνιστικής συνύπαρξης» ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ και της μάχης για τους συσχετισμούς εντός του «προοδευτισμού». Με το ΚΚΕ να οδεύει προς μια νέα απόπειρα στενής «καταγραφής» της δύναμής του, οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς πρέπει να βρουν κοινό βηματισμό για να δοθεί από κοινού η μάχη κατοχύρωσης της παρουσίας αυτού του «χώρου», απέναντι και στη λαιμητόμο-Βορίδη του 3%. Όχι ως αυτοσκοπός, αλλά ως πρώτο βήμα για την ανασύνταξή του και την προσπάθεια να παρέμβει αποτελεσματικά στην γεμάτη προκλήσεις περίοδο που άνοιξαν οι διπλές κάλπες του 2023.