Τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, μετά από 3 μήνες στρατιωτικών επιχειρήσεων, η εξέλιξη της ουκρανικής αντεπίθεσης δικαίωνε όσους προειδοποιούσαν ότι δεν θα είναι μια επανάληψη του Χαρκόβου (αιφνιδιαστική επίθεση και άτακτη ρωσική υποχώρηση), ούτε της Χερσώνας (συντεταγμένη ρωσική υποχώρηση).
Μια από καιρό δημοσιοποιημένη επίθεση, απέναντι σε από καιρό καλά και γερά οχυρωμένες και ναρκοθετημένες θέσεις, δεν θα μπορούσε να παράξει τέτοια «θεαματικά» αποτελέσματα.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις
Μετά τις εκατόμβες νεκρών Ουκρανών στρατιωτών στο πρώτο κύμα επιθέσεων, η ουκρανική ηγεσία εγκατέλειψε το σχέδιο «μαζικής εφόδου» σε ένα συγκεκριμένο σημείο του μετώπου και προέκρινε μια πιο προσεκτική μέθοδο, με πιο ολιγάριθμες ομάδες και πιο αργό ρυθμό προώθησης, με σταθερή δραστηριότητα σε όλο το μήκος του μετώπου.
Η ουκρανική αντεπίθεση εύλογα εξελίχτηκε μέσα στο καλοκαίρι σε ένα ακόμα μακρύ επεισόδιο «πολέμου φθοράς» με αργή και βασανιστική πρόοδο για τον επιτιθέμενο. Καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές, ο ουκρανικός στρατός στη Ζαπορίζια είχε μόλις καταφέρει να «ρηγματώσει» ένα σημείο της πρώτης ρωσικής γραμμής άμυνας και να καταγράψει μια σχετικά ορατή διείσδυση σε μέχρι πρότινος κατεχόμενα εδάφη. Αλλά όπως το έθεσε άρθρο στο Foreign Policy: «Η Ρωσία έχει τρεις γραμμές άμυνας και πίσω από αυτές ακολουθούν οχυρωμένες πόλεις. Το θέμα δεν είναι αν η Ουκρανία μπορεί να διασπάσει μία ή δύο. Αλλά αν μπορεί να τις διασπάσει και τις τρεις και να διαθέτει -μετά από τη φθορά που θα υποστεί- αρκετές διαθέσιμες δυνάμεις για να πετύχει κάτι σημαντικό όπως η κατάληψη του Τόκμακ». Το Τόκμακ είναι ένας πολύ κρίσιμος κόμβος στο δρόμο προς την Μελιτόπολη, που θεωρείται ο στρατηγικός στόχος της ουκρανικής αντεπίθεσης -ένας στόχος για την επίτευξη του οποίου (στο άμεσο μέλλον) αμφιβάλουν πλέον οι αμερικανικές υπηρεσίες σύμφωνα με την Washington Post. Σε όλο το υπόλοιπο μέτωπο, επικρατεί σχετική στασιμότητα με εναλλαγές στο ρόλο επιτιθέμενου και του αμυνόμενου (ενώ στα σύνορα Λουχάνσκ-Περιφέρειας Χαρκόβου, είναι ο ρωσικός στρατός αυτός που καταγράφει αργά αλλά σταθερά κέρδη).
Σημείο καμπής;
Όταν η «ουκρανική αντεπίθεση» βρισκόταν στο στάδιο της προαναγγελίας, την είχαμε περιγράψει ως «ορόσημο όσον αφορά τις διπλωματικές διεργασίες». Αναφερόμασταν κυρίως στην αμερικανική πολιτική, καθώς στις ΗΠΑ είχε ήδη φουντώσει η δημόσια διαφωνία μεταξύ πολύ βαρυσήμαντων «Ινστιτούτων» για τη συνέχεια της στήριξης στον ουκρανικό στρατό ή για την ανάγκη να ασκηθεί πίεση στο Κίεβο για διαπραγματεύσεις. Αυτή η διαφωνία συνεχίστηκε αμείωτη και μέσα στο καλοκαίρι. Σε αυτό το φόντο, η κατάληξη της ουκρανικής αντεπίθεσης μπορεί να αποτελέσει και μια στιγμή «αναστοχασμού» στην Ουάσινγκτον, έχοντας πλέον πολύ πιο χειροπιαστά δεδομένα για το αν και πόσο μπορεί το Κίεβο να αντιστρέψει με στρατιωτικά μέσα τα τετελεσμένα της ρωσικής εισβολής.
Αυτή η πιο στρατηγική συζήτηση επί των αμερικανικών προτεραιοτήτων, συμπίπτει και με πιο «πρακτικά» ζητήματα. Στις 30 Σεπτέμβρη, λήγει η ισχύς του «πακέτου βοήθειας στην Ουκρανία» που είχε εγκρίνει το Κογκρέσο και από το οποίο αντλεί χρήματα ο Μπάιντεν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η Ρεπουμπλικανική πλέον πλειοψηφία θα συμφωνήσει σε ένα νέο. Αυτή η απόφαση μπορεί να πάρει μια μικρή παράταση, καθώς σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, τα χρήματα που απομένουν αρκούν για να συνεχιστεί η αμερικανική στρατιωτική στήριξη -στα τρέχοντα επίπεδά της- μέχρι το τέλος του χρόνου.
Δεν αποκλείεται έτσι να αντιλαμβάνεται (ως «αποφασιστική ζαριά») την τρέχουσα αντεπίθεση και το ίδιο το Κίεβο. Μέσα στο καλοκαίρι, διέρρευσε στον Τύπο το «σχέδιο» που παρουσίασε η ουκρανική ηγεσία στον επικεφαλής της CIA: Σύμφωνα με αυτό, η κυβέρνηση Ζελένσκι φιλοδοξεί να έχει μέχρι το τέλος του χρόνου κάποιες σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες (χερσαία απομόνωση της Κριμαίας από το Ντονμπάς και κάποια εδαφικά κέρδη στα ανατολικά) μετά τις οποίες το Κίεβο θεωρεί ότι μπορούν να ξανανοίξουν οι διαπραγματεύσεις.
Χωρίς να μπορεί να προκαταβάλει κανείς τα συμπεράσματα στα οποία θα καταλήξουν τα επιτελεία από την -επιτυχή ή αποτυχημένη- έκβαση της αντεπίθεσης (είτε «ανάγκη συνέχειας/κλιμάκωσης» είτε «ως εδώ ήταν»), είναι δεδομένο ότι η κατάληξή της θα είναι η στιγμή που θα μάθουμε περισσότερα για τις διαθέσεις που επικρατούν.
Διπλωματία
Άλλωστε, παράλληλα με την ουκρανική αντεπίθεση ξεδιπλώθηκαν και διάφορες -προδρομικές- διπλωματικές διεργασίες μέσα στο καλοκαίρι. Η αρχή έγινε στα τέλη Ιούνη στη Δανία, όπου συναντήθηκαν αντιπροσωπείες από την Ουκρανία, τα μέλη των G7, την Ινδία, τη Βραζιλία, τη Νότια Αφρική, τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία. Ακολούθησε τον Αύγουστο η 2ήμερη Σύνοδος στην Τζέντα, η οποία προκάλεσε μεγαλύτερο «θόρυβο» για αρκετούς λόγους. Είχε ακόμα πιο διευρυμένη συμμετοχή από εκείνη της Δανίας (40 κράτη, που περιλάμβαναν όσα βρέθηκαν στη Δανία αλλά και άλλες δυνάμεις όπως Ινδονησία, Αίγυπτος, Μεξικό, Χιλή, Πολωνία κλπ). Σε αντίθεση με τη συνάντηση στη Δανία (όπου αρνήθηκε να συμμετέχει), στην Τζέντα συμμετείχε και αντιπροσωπεία της Κίνας, κάτι που χαρακτηρίστηκε από το Κίεβο ως «υπέροχο βήμα προόδου και ιστορική επιτυχία», ενώ υποχρέωσε τον Κινέζο υπουργό Εξωτερικών να διαβεβαιώσει τον Λαβρόφ ότι η Κίνα «διατηρεί την ανεξάρτητη και αμερόληπτη στάση» της. Διοργανώθηκε από τη Σαουδική Αραβία, που φιλοδοξεί να παίξει όλο και πιο ηγετικό ρόλο στη διεθνή σκηνή, αξιοποιώντας τις σχέσεις που διατηρεί με όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις και την (οικονομική και πετρελαϊκή) ισχύ που έχει το Βασίλειο. Καμία από αυτές τις συναντήσεις δεν έβγαλε ιδιαίτερη είδηση, πέρα από την θολή «συναίνεση να συνεχίσουμε τις συνομιλίες για ειρηνική λύση». Αλλά το πύκνωμα και η διεύρυνση των συνομιλιών (βλ. και τις επισκέψεις Αμερικάνων, Γερμανών, Γάλλων στο Πεκίνο, όπως και το πιθανολογούμενο ταξίδι του Πούτιν στην Κίνα τον Οκτώβρη) δείχνουν ότι αυξάνεται το διεθνές ενδιαφέρον για αναζήτηση φόρμουλας πιθανής λήξης των εχθροπραξιών.
Όμως από αυτή την διεθνή κινητικότητα μέχρι την επίλυση της σύγκρουσης μεταξύ των εμπόλεμων απέχουμε αρκετά. Όσον αφορά την κυβέρνηση Ζελένσκι, η αισιοδοξία/προθυμία για μια «παγκόσμια σύνοδο ειρήνης μέχρι το τέλος του 2023» φαίνεται να συνδέεται με την αισιοδοξία για στρατιωτική αντιστροφή σημαντικού μέρους των τετελεσμένων της εισβολής, που -ως τώρα- θεωρείται προϋπόθεση συνομιλιών. Την ίδια στιγμή, η ρωσική άμυνα αποδεικνύεται ανθεκτική, ενώ ο Πούτιν έχει ανακοινώσει την πρόθεσή του να διεξάγει περιφερειακές εκλογές (που θα γίνουν σε όλη τη Ρωσία στις 10 Σεπτέμβρη) και στις 4 ουκρανικές επαρχίες που ανακοίνωσε την προσάρτησή τους (χωρίς καν να τις ελέγχει πλήρως στρατιωτικά) στέλνοντας ένα σήμα ότι εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τη «ρωσοποίηση» των κατεκτημένων εδαφών ως δρόμο χωρίς επιστροφή…
Το τέλος του Πριγκόζιν και η «οχύρωση» του Κρεμλίνου
Η «κινηματογραφική» ζωή του Γεβγένι Πριγκόζιν είχε ένα αντίστοιχο τέλος, με τον αιφνίδιο (;) και (όχι-τόσο) μυστηριώδη θάνατό του.
Το διάστημα μετά την ένοπλη ανταρσία της Βάγκνερ, ο «εξόριστος στη Λευκορωσία» ολιγάρχης έκανε πυκνά ταξίδια μεταξύ Μόσχας-Πετρούπολης, όπως και μεταξύ Ρωσίας-Αφρικής, ενισχύοντας όσους εκτιμούσαν ότι εξακολουθεί να υπάρχει υπόγεια «συνεννόηση» μεταξύ Πούτιν-Πριγκόζιν, ακόμα και μετά την αποτυχημένη ανταρσία. Με την «μυστηριώδη» πτώση του αεροπλάνου του (όπου επέβαινε και ο στρατιωτικός ιδρυτής και διοικητής της Βάγκνερ, Ντίμτρι Ούτκιν) επιβεβαιώθηκαν τελικά όσοι εκτιμούσαν ότι ο Πριγκόζιν ήταν «dead man walking» (όπως λέγονται οι θανατοποινίτες που βαδίζουν τα τελευταία μέτρα προς την εκτέλεση).
Δε γνωρίζουμε αν ο Πούτιν είναι οπαδός της σχολής που θεωρεί την εκδίκηση ως «κρύο πιάτο» ή αν με τις προσπάθειες του Πριγκόζιν να διατηρήσει την αυτόνομη ισχύ της Βάγκνερ και των επιχειρήσεών του (ιδιαίτερα με τα ταξίδια στην Αφρική) κρίθηκε «υπότροπος» και ενεργοποιήθηκε τελικά η θανατική ποινή που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του.
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για το τέλος της διαδρομής ενός από τους πιο σκοτεινούς ανθρώπους που «γέννησε» η σύγχρονη Ρωσία, αλλά και το τέλος της Βάγκνερ -τουλάχιστον με τη μορφή που τη γνωρίσαμε. Σε διεθνές επίπεδο, το εγκληματικό «έργο» της θα αναλάβουν άλλες εταιρίες ή ένοπλα σώματα που πρόσκεινται στο ρωσικό υπουργείο Άμυνας. Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι διακόπηκε βίαια η τρομακτική άνοδος του Πριγκόζιν και της Βάγκνερ είναι μια καλή είδηση. Η δολοφονία του Πριγκόζιν συνέπεσε χρονικά και με κάποιες άλλες ειδήσεις από το εσωτερικό της Ρωσίας.
Πίεση στην
ακροδεξιά «αντιπολίτευση»
Ο στρατηγός Σουροβίκιν, ο «Αρμαγεδώνας», ο λατρεμένος των σκληρών εθνικιστών, έχοντας ήδη υποβαθμιστεί στο ουκρανικό μέτωπο, απομακρύνθηκε και συνολικότερα από τη διοίκηση της Πολεμικής Αεροπορίας και τουλάχιστον προς το παρόν, τίθεται σε αργία, «στη διάθεση του υπουργείου Άμυνας». Είχε προηγηθεί η προσαγωγή και η κράτηση/ανάκρισή του, στα πλαίσια των ερευνών/εκκαθαρίσεων για την ανταρσία της Βάγκνερ. Είναι το κορυφαίο όνομα σε μια ευρύτερη λίστα καρατομημένων στρατιωτικών στελεχών, που αφορούν κυρίως θερμούς υποστηρικτές της εισβολής, που όμως είναι και οι πλέον «φωνακλάδες» όσον αφορά την κακή κατάσταση στο μέτωπο.
Επίσης μέσα στο καλοκαίρι, είχαμε τη σύλληψη του Ιγκόρ Γκίρκιν («Στρέλκοφ») για «υποκίνηση σε εξτρεμισμό». Ο άνθρωπος που πυροδότησε τον πόλεμο στο Ντονμπάς το 2014, ο πρώτος υπουργός Άμυνας της «Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονιέτσκ», ήταν από τους πιο σκληρούς εκ δεξιών επικριτές της «Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης», απαιτώντας «ολοκληρωτική πολεμική κινητοποίηση». Δεν εμπλέκεται με την ανταρσία της Βάγκνερ, καθώς υπήρξε εχθρός του Πριγκόζιν και «νομιμόφρων» στη διάρκεια της κρίσης. Η δίωξή του, όπως και του απόστρατου αξιωματικού Βλαντιμίρ Κβάτσκοβ (για δυσφήμιση των ενόπλων δυνάμεων), είναι επίθεση στο «Σύλλογο Θυμωμένων Πατριωτών», μια νεοπαγή οργάνωση-ομπρέλα που φιλοδοξούσε να οργανώσει την ανεξάρτητη πολιτική παρέμβαση των υπερ-εθνικιστών.
Σε αυτά πρέπει να προστεθούν μια σειρά από «περιστατικά» στο telegram, που αναδεικνύουν μια προσπάθεια του Κρεμλίνου να χαλιναγωγήσει (ή και να φιμώσει) ακόμα και (κάποιους από) τους «στρατιωτικούς μπλόγκερ» που είχε αφήσει να κυριαρχήσουν στην σοσιαλμιντιακή-πληροφοριακή σφαίρα της Ρωσίας.
Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, οι άνθρωποι της αντιπολεμικής (φιλελεύθερης ή αριστερής) αντιπολίτευσης, σημείωναν με πικρία ότι διώκονται για την αναφορά της λέξης «πόλεμος», ενώ οι εθνικιστές μπορούσαν ελεύθερα να επιδίδονται ανηλεώς στο αδίκημα της «δυσφήμισης των ενόπλων δυνάμεων». Φαίνεται ότι αυτή η συνθήκη παίρνει τέλος. Έχοντας συντρίψει τις άλλες αντιπολιτεύσεις, το Κρεμλίνο έδωσε χώρο στην εθνικιστική-μιλιταριστική «αντιπολίτευση», που ήταν βολική για την στήριξη της εισβολής. Αλλά πλέον φροντίζει να οχυρωθεί και απέναντί της, καθώς την είδε να «θεριεύει» μέσα στην πορεία του πολέμου -και η ανταρσία Πριγκόζιν λειτούργησε ως «καμπανάκι».
Το ανοιχτό ερώτημα είναι αν αυτή η επίθεση αφορά τη γενικότερη ανάγκη του Πούτιν να «οχυρωθεί» (και το ευρύτερο κλίμα «φόβος και παράνοια» που πάντοτε υπήρχε στο Κρεμλίνο και παρόξυνε η ανταρσία της Βάγκνερ). Ή αν η στοχευμένη πίεση πάνω στους υπερ-εθνικιστές συνδέεται με την εξέλιξη του πολέμου. Δηλαδή την προληπτική εξουδετέρωση/αδρανοποίηση όσων θα μπορούσαν να φωνάξουν «προδοσία!» (και να ακουστούν…) τη στιγμή ενός πιθανού τερματισμού της εισβολής…
Να απελευθερωθεί ο Μπόρις Καγκαρλίτσκι
Μέσα στο καλοκαίρι, ήρθε και μια σκληρή υπενθύμιση ότι το καθεστώς διεξάγει έναν ανελέητο πόλεμο στη ριζοσπαστική Αριστερά, με τη σύλληψη του Μπόρις Καγκαρλίτσκι. Πρόκειται για τον πιο αναγνωρίσιμο Ρώσο μαρξιστή διανοούμενο εντός και εκτός Ρωσίας, που είχε γλιτώσει το πογκρόμ που υπέστη η ευρύτερη ριζοσπαστική Αριστερά και αναρχία λόγω της φήμης και του πολιτικού παρελθόντος του. Το 2014-15 είχε υποστηρίξει τις «Λαϊκές Δημοκρατίες» και πίστευε σε μια κάποια δυνατότητα προοδευτικού μετασχηματισμού του ρωσικού καθεστώτος. Μετά το 2017 πέρασε ξανά στην αντιπολιτευτική-αντικαθεστωτική δράση (που χαρακτηρίζει όλη τη ζωή του από την εποχή Μπρέζνιεφ και μετά). Από το Φλεβάρη του 2022 αποτελεί δριμύ πολέμιο της ρωσικής εισβολής και του καθεστώτος. Τον Μάη του 2022, το ρωσικό κράτος τον χαρακτήρισε «πράκτορα ξένης δύναμης». Ήταν μια διακριτική προειδοποίηση ότι μάλλον ήρθε η ώρα να φύγει από τη χώρα ή να σωπάσει. Επέλεξε να μην κάνει ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Συνελήφθη τον Ιούλιο (τις ίδιες μέρες με τον «Στρέλκοφ») και διώκεται για «δικαιολόγηση της τρομοκρατίας» (7 χρόνια φυλάκιση), για ένα σχόλιο που είχε κάνει στο telegram τον… Οκτώβρη του 2022 για την έκρηξη στη γέφυρα της Κριμαίας. Στην πρώτη του δήλωση μέσα από το κελί, ο Ρώσος μαρξιστής χαρακτηρίζει τη φυλάκισή του ως «απόδειξη της σημασίας που έχουν αυτά που λέω και γράφω». Μια καμπάνια για την απελευθέρωσή του, που ανοίγει και το ζήτημα συνολικά των πολιτικών κρατουμένων, είναι σε εξέλιξη. Τη σημασία της περιέγραψε o Ουκρανός αριστερός αγωνιστής (αυτοεξόριστος στην Ισπανία από το 2014, λόγω επιθέσεων που δέχτηκε από την ουκρανική ακροδεξιά) Αντρέι Μόβτσαν:
«Η καμπάνια για την απελευθέρωσή του είναι σημαντική και για άλλους λόγους [σσ: πέρα από την αυτονόητη αλληλεγγύη σε πολιτικό κρατούμενο]. Χωρίς ένα αντιπολεμικό κίνημα μέσα στην ίδια τη Ρωσία, θα είναι πολύ δύσκολο, ίσως και ανέφικτο, να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η ρωσική κοινωνία απέχει από το να είναι ιδανική φυσικά, αλλά μόνο μέσα από αυτή την ατελή κοινωνία, με τους ατελείς ανθρώπους που έχουν ατελή βιογραφικά, μπορεί να αναδυθεί ένα αντιπολεμικό, αντικυβερνητικό κίνημα. Όποιος καθυστερεί την ανάδυση αυτού του κινήματος προκαλεί ζημιά. Τους τελευταίους 18 μήνες, ο Καγκαρλίτσκι την έφερε πιο κοντά».