Αυτοδιοικητικές εκλογές 2023
Ο ι επερχόμενες εκλογές σε δήμους και περιφέρειες θα έιναι μία σημαντική πολιτική μάχη, ιδιαίτερα μετά τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών τον περασμένο Ιούνη. Θα είναι κρίσιμο σε ποιο βαθμό θα επιβεβαιωθούν ή/και εμπεδωθούν τα αποτελέσματα και οι δυναμικές που αποτυπώθηκαν στις εθνικές κάλπες. Από αυτή τη σκοπιά, οι ερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές αποτελούν πρόκληση για τις δυνάμεις της Αριστεράς και κατά πόσο θα καταφέρουν να εκφράσουν ένα ρεύμα αντίστασης στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ασκούνται σε δήμους και περιφέρειες, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είχε δεξιές και συστημικές διοικήσεις.
Η κάλπη των εθνικών εκλογών «έβγαλε» μόνη κοινοβουλευτική αριστερή αντιπολίτευση το ΚΚΕ, ενώ όλες οι υπόλοιπες δυνάμεις της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς κινήθηκαν σε χαμηλά ποσοστά. Αυτό το αποτέλεσμα θα έπρεπε να βάζει στο ΚΚΕ το καθήκον της ανάληψης ανάλογων πρωτοβουλιών, τόσο πολιτικά όσο και κινηματικά. Αυτό θα σήμαινε κινήσεις απεύθυνσης στις υπόλοιπες δυνάμεις και αγωνιστές/τριες της Αριστεράς είτε μέσω σχημάτων (σε εργατικούς χώρους, γειτονιές, σχολές κλπ) για την οργάνωση μιας μαζικής κοινωνικής αντιπολίτευσης, η οποία δε θα γινόταν να μην είχε στο κέντρο της τις δυνάμεις του ΚΚΕ. Αντίθετα, ακολουθήθηκε ο δρόμος της αυτοεπιβεβαίωσης και της (δήθεν) μοναδικής αντιπολίτευσης απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Το διάστημα αμέσως μετά τις εκλογές υπήρξε μία αμφισημία στις δηλώσεις στελεχών του ΚΚΕ. Από τη μία υπήρξε μία μεγάλη ικανοποίηση για τη συγκρατημένη άνοδο των ποσοστών του κόμματος τα οποία επιβεβαιώνουν ότι είναι η μόνη αντιπολίτευση από τα αριστερά. Από την άλλη υπήρξαν τοποθετήσεις, πιο «νηφάλιες» που έδειχναν να καταλαβαίνουν την πίεση και να δηλώνουν πώς το ΚΚΕ θα ηγηθεί μιας προσπάθειας συγκρότησης λαϊκής-εργατικής αντιπολίτευσης. Το εκκρεμές -εάν υπήρξε ποτέ τέτοιο- έγειρε προς την «κομματική αυτάρκεια».
Οι αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτώβρη θα μπορούσαν να αποτελέσουν μία εξαιρετική ευκαιρία για τις δυνάμεις του ΚΚΕ και της ριζοσπαστικής – αντικαπιταλιστικής Αριστεράς να συγκροτήσουν αριστερά – ενωτικά ψηφοδέλτια σε δήμους και περιφέρειες, δημιουργώντας έναν ισχυρό πόλο-ανάχωμα στις αντιλαϊκές πολιτικές αλλά και εμπνέοντας τον εργαζόμενο κόσμο και τη νεολαία. Μία τέτοια συμμαχία με πανελλαδική εμβέλεια θα μπορούσε με αξιώσεις να χαλάσει τα σχέδια των συστημικών κομμάτων και των συνδυασμών τους που παραδοσιακά προσπαθούν να αποπολιτικοποιήσουν τη διαδικασία των αυτοδιοικητικών εκλογών προεκλογικά (γιατί μετεκλογικά όλοι μετράνε δήμους και περιφέρειες), να γίνει σημείο αναφοράς για όλον τον κόσμο που έχει αγωνιστεί σε δήμους και γειτονιές τα τελευταία χρόνια ενάντια στις νεοφιλελεύθερες αντιλαϊκές πολιτικές και να αποτελέσει δύναμη αντίστασης για την επόμενη μέρα. Και αυτό δεν έχει να κάνει με το απαράδεκτο όριο εισόδου του 3% που έφερε ο νόμος Βορίδη αλλά με την ενίσχυση μιας αριστερής ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης στην αυτοδιοίκηση.
Δυστυχώς αυτή η ευκαιρία χάθηκε και αυτόν το στόχο δεν μπορούν να τον εξυπηρετήσουν τα ψηφοδέλτια της Λαϊκής Συσπείρωσης. Το μόνο που έκαναν οι δυνάμεις του ΚΚΕ ήταν να εντάξουν στα ψηφοδέλτιά τους κάποιους αγωνιστές και αγωνίστριες της Αριστεράς που μπορεί να ήταν στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, με όρους ατομικής προσχώρησης και όχι με μία ειλικρινή και ανοιχτή πρόσκληση ισότιμης συνεργασίας με προϋπάρχοντα δημοτικά σχήματα και συλλογικότητες. Παρότι, έγιναν κάποιες τέτοιες κινήσεις πριν τη συγκρότηση των ψηφοδελτίων της Λαϊκής Συσπείρωσης, αυτές ήταν αφενός πολύ λίγες και αφετέρου έμειναν στη μέση.
Η πολιτική και εκλογική μάχη στους δήμους και τις περιφέρειες δίνει τη δυνατότητα για ευρύτερες συνεργασίες των δυνάμεων της αριστεράς με αγωνιστές/τριες των κινημάτων. Η στάση των δυνάμεων του ΚΚΕ έχει καταλήξει σε ένα απόλυτα κομματικό κατέβασμα. Σε όλους τους δήμους και τις περιφέρειες οι επικεφαλής των ψηφοδελτίων είναι στελέχη του ΚΚΕ με μόνη εξαίρεση ίσως την Περιφέρια Βόρειου Αιγαίου όπου υποψήφια είναι η Αγλαΐα Κυρίτση που μέχρι το 2019 ήταν στη Λαϊκή Ενότητα. Ακόμα και η αρθρογραφία στον Ριζοσπάστη υπογραμμίζει ότι στις αυτοδιοικητικές εκλογές η ενίσχυση της Λαϊκής Συσπείρωσης θα είναι ενίσχυση του ΚΚΕ -του μόνου πραγματικού αντίπαλου των αντιλαϊκών πολιτικών!- και κατ’ επέκταση ενίσχυση/στήριξη μιας πολιτικής γραμμής που αρνείται τις συμμαχίες σε τοπικό επίπεδο, υποτιμάει τους αγώνες και τα σχήματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Σε αυτή τη συγκυρία η αλαζονεία της «κομματικής αυτάρκειας» και τα ψηφοδέλτια κομματικής καταγραφής δημιουργούν δυσκολίες και δε διευκολύνουν στην ανατροπή των συσχετισμών ούτε και στην ανατροπή του ρεύματος της αποχής και των χαμηλών προσδοκιών που καταγράφηκε εμφατικά στα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου. Την ίδια στιγμή χτίζει μία λογική «υπεράνω κριτικής» καθώς όντας το μόνο αντίπαλο δέος στην κυβερνητική πολιτική μπορεί περίπου να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να νιώθει την ανάγκη/πίεση απάντησης σε οποιαδήποτε κριτική. Αυτή η αλαζονεία οδηγεί στην υιοθέτηση συνθημάτων που παλιότερα το ίδιο το ΚΚΕ στηλίτευε ως «οπορτουνιστικά», θολά και ενσωματώσιμα όπως το κεντρικό σύνθημα της Λαϊκής Συσπείρωσης : «με τους αγώνες για τις ανάγκες των πολλών, ενάντια στα κέρδη των λίγων». Είναι η ίδια αλαζονεία που εξηγεί πώς γίνεται το φετινό φεστιβάλ της ΚΝΕ να έχει αφιέρωμα στον Άσιμο, στη Γώγου και το Σιδηρόπουλο, καλλιτέχνες που το έργο τους έχει στηλιτευτεί με σκληρό τρόπο ως εξύμνηση της «ναρκοκουλτούρας» (μέχρι πριν λίγα χρόνια αποτελούσαν απαγορευτικά ακούσματα για μέλη της ΚΝΕ και του ΚΚΕ) ενώ την ίδια στιγμή έχει πολύ ψηλά στην ατζέντα τον αγώνα απέναντι σε όλα τα ναρκωτικά, αντιμετωπίζοντας πολλές φορές τους τοξικοεξαρτημένους ως ανθρώπους δεύτερης κατηγορίας.
Σε αυτές τις εκλογές υπήρχε πραγματικά η δυνατότητα να έχουμε υποψηφίους της Αριστεράς σε πολλούς δήμους στο δεύτερο γύρο των εκλογών συσπειρώνοντας ευρύτερες δυνάμεις, χωρίς να είναι ο Πελετίδης στην Πάτρα η εξαίρεση που επιβεβαίωνει τον κανόνα. Και αυτό σε καμία περίπτωση δεν υποτιμάει ούτε τη στάση του Πελετίδη και τη δράση του ούτε το πολιτικό στίγμα που έχει καταφέρει να εκπέμψει απέναντι στις κυβερνητικές πολιτικές, απέναντι στις ιδιωτικοποιήσεις και τα επιχειρηματικά συμφέροντα, απέναντι στο ρατσισμό.
Δυστυχώς, η πολιτική γραμμή που έχει υιοθετήσει το ΚΚΕ υποτιμάει την ανάγκη συγκέντρωσης δύναμης απέναντι στις νεοφιλελεύθερες και αντιλαϊκές πολιτικές και κυρίως υποτιμάει τη δυνατότητα να πετυχαίνουμε πραγματικές νίκες. Υποτιμάει ακόμα και τη δράση και τη στάση των δυνάμεων της Λαϊκής Συσπείρωσης που την προηγούμενη τετραετία αγωνίστηκαν σε δήμους και περιφέρειες ενάντια σε ιδιωτικοποιήσεις, για την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου, για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων πολλές φορές μαζί με δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς.