Η δολοφονία του Μιχάλη Κατσούρη στη Νέα Φιλαδέλφεια στις 7 Αυγούστου του φετινού καλοκαιριού φέρει κρατική υπογραφή.
Το επιτελικό κράτος του Κυριάκου Μητσοτάκη που δεν αφήνει «κουνούπι» να περάσει στα σύνορα, συλλαμβάνοντας ανελλιπώς μετανάστες και πρόσφυγες, δεν κατάφερε να σταματήσει 150 Κροάτες νεοναζί χούλιγκανς που αφού διέσχισαν όλη τη χώρα με αυτοκινητοπομπή, κατέληξαν στη Νέα Φιλαδέλφεια μαζί με Έλληνες φίλους τους, προκειμένου να επιτεθούν δολοφονικά σε όποιον βρουν μπροστά τους. Σε όλη αυτή την «ηρωική κάθοδο» η αστυνομία παρακολουθούσε «διακριτικά και από απόσταση». Δεν περιμέναμε και κάτι άλλο είναι η αλήθεια. Απλώς σε αυτό το σκηνικό ξεγυμνώθηκε πλήρως η ιδιοτέλεια του αστικού κράτους.
Δημόσια συζήτηση
Η κουβέντα περί οπαδικής αντιπαράθεσης σε ραντεβού και όχι μιας εγκληματικής επίθεσης Κροατών χούλιγκανς με νεοναζιστικό προφίλ, είναι πολύ βολική για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όπως και για τους συνηγόρους των δολοφόνων, καθώς ταυτίζει το θύμα με το θύτη και δίνει αφορμή για επικίνδυνες γενικεύσεις. Κάπως, έτσι για ακόμη μια φορά η δημόσια συζήτηση εκτυλίχθηκε γύρω από τη «βιαιότητα των οπαδών», την «εγκληματικότητα των συνδέσμων» και τη «διαφθορά του ποδοσφαίρου» και όχι γύρω από μια δολοφονική επίθεση χούλιγκανς με νεοναζιστικά χαρακτηριστικά. Αυτή η γενικόλογη καταδίκη του οπαδισμού που αποκόπτεται από τα πραγματικά περιστατικά της 7ης Αυγούστου, έδωσε το πάτημα στον Κυριάκο Μητσοτάκη, να προχωρήσει σε μια σειρά απίθανων πραγματικά μέτρων που περισσότερο εξυπηρετούν τα αφεντικά των ΠΑΕ και την αστυνομία, παρά την προώθηση ενός άλλου μοντέλου αντίληψης του αθλητισμού.
Μέτρα Μητσοτάκη
Τι ανακοίνωσε κωδικά ο πρωθυπουργός έπειτα από τη δολοφονία του Μιχάλη Κατσούρη; α) Ότι θα καταργήσει όλους τους συνδέσμους οπαδών ανεξαρτήτως της δραστηριότητάς τους, β) Ότι σε κάθε ομάδα θα λειτουργεί μόνο ένας σύνδεσμος οπαδών που θα έχει έδρα του τα γραφεία της εκάστοτε ΠΑΕ, γ) ότι ο έλεγχος των γηπέδων περνά πλήρως στην ελληνική αστυνομία, δ) ότι στη Νέα Φιλαδέλφεια υπήρξε μια σύγκρουση οπαδών και όχι μια δολοφονική επίθεση νεοναζί χούλιγκανς. Πρόκειται για την πιο φαιδρή καρικατούρα του πιο ωμού θατσερισμού. Άλλωστε διαχύθηκε ευρέως η ατάκα «ε ρε Θάτσερ που μας χρειάζεται» από συστημικά, αλλά δυστυχώς και εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης, επειδή δήθεν τα κατάφερε η Βρετανίδα πρωθυπουργός στην Αγγλία τη δεκαετία του ’80. Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική και όποιος έχει πάει έστω και μια φορά στη ζωή του γήπεδο, αντιλαμβάνεται ότι αυτά τα μέτρα περισσότερο εξυπηρετούν τους επιχειρηματίες και τους κολαούζους τους, παρά φέρουν κάποια «κάθαρση» στο ποδόσφαιρο. Και σε αυτό υπάρχει πληθώρα επιχειρημάτων.
Καταρχάς δεν αναπτύσσουν όλοι οι σύνδεσμοι οπαδών εγκληματική δραστηριότητα. Η άκρως αυταρχική και αντιδημοκρατική απόφαση, που η αλήθεια είναι ότι έχει αναγγελθεί και άλλες φορές κατά το παρελθόν, περί κατάργησης όλων των συνδέσμων, στην ουσία τσουβαλιάζει όλους τους οπαδούς στην ίδια εγκληματική φατριά χωρίς κανένα κριτήριο. Κάτι τέτοιο, μπορεί κάλλιστα να αξιοποιηθεί αργότερα, όχι για το ποδόσφαιρο, αλλά για την ίδια την κοινωνία και τις συλλογικότητές της. Δευτερευόντως, αν υπήρχε τώρα μία πιθανότητα οι επιχειρηματίες να προσεταιριστούν οργανωμένους οπαδούς προκειμένου να τους προσδέσουν στο άρμα τους για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, τώρα υπάρχουν εκατό. Η ύπαρξη ενός μόνο συνδέσμου οπαδών σε κάθε ομάδα υπό την σκέπη της εκάστοτε ΠΑΕ, είναι δώρο στον Μελισσανίδη, τον Αλαφούζο, τον Μαρινάκη και τον Σαββίδη. Γι’ αυτό και κανένας από όλους τους παραπάνω δεν έσπευσε να υπερασπιστεί, τους ενοχλητικούς πολλές φορές γι’ αυτούς πιτσιρικάδες της κερκίδας, αλλά συμφώνησαν ομόφωνα οι επικεφαλής των ΠΑΕ να περάσουν όλοι οι οπαδοί στον έλεγχό τους. Το ακόμη πιο εξοργιστικό όμως, μέσα σε αυτό το τραγελαφικό πλαίσιο που ανακοινώθηκε, είναι ότι η αστυνομία θα έχει τον πλήρη έλεγχο των γηπέδων. Μιλάμε για την ίδια αστυνομία που «παρακολουθούσε διακριτικά» τα γεγονότα στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Κοινωνία και ποδόσφαιρο
Δεν υπάρχει καμία πρόθεση ωραιοποίησης των οργανωμένων οπαδών και των συνδέσμων τους. Υπάρχει βία, υπάρχει διασύνδεση με αφεντικά, υπάρχει εγκληματική δραστηριότητα. Και αυτό στην πλειονότητα των περιπτώσεων έχει κοινωνικό και όχι ποδοσφαιρικό υπόβαθρο. Η φτώχεια, η ανεργία, η έλλειψη προοπτικής, πολλές φορές σπρώχνει ανθρώπους στην εύκολη εκτόνωση, στο εύκολο χρήμα και όχι στην οργανωμένη πάλη, στη διεκδίκηση μια διαφορετικής κοινωνίας. Αυτό το γνωρίζουν οι ιδιοκτήτες των ΠΑΕ και γι’ αυτό επιδιώκουν να ελέγχουν τους οπαδούς και να φτιάχνουν ιδιωτικούς στρατούς κάτω από τη σημαία μιας ομάδας.
Όμως το τσουβάλιασμα και η εύκολη γενίκευση είναι επικίνδυνο εργαλείο ανάλυσης μιας κατάστασης. Δεν είναι ούτε όλες οι κερκίδες ίδιες, ούτε όλοι οι οπαδοί ίδιοι, ούτε όλοι οι σύνδεσμοι το ίδιο. Στο εσωτερικό τους αναπτύσσονται κουλτούρες και κατευθύνσεις. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ταυτίσουμε την άγρια νεολαία των γηπέδων με τους μαφιόζους, τους μπράβους και τους επιχειρηματίες που λυμαίνονται το ποδόσφαιρο. Αν το κάνουμε αυτό από μια ελιτίστικη σκοπιά, τότε θα αφήσουμε τις κερκίδες να γίνουν προνομιακό πεδίο δράσης για τους φασίστες. Υπάρχουν ποικίλες περιπτώσεις που έχει γίνει αυτό.
Το ζήτημα της οργανωμένης ενασχόλησης με το ποδόσφαιρο από τη σκοπιά του οπαδού, είναι ένα ζήτημα σύνθετο, πολυεπίπεδο, που περικλείει πληθώρα αφηγήσεων και που δεν λύνεται με εύκολες γενικεύσεις και κλισέ ατάκες. Έτσι επιχείρησε να το λύσει ο Μητσοτάκης και κατέληξε να προωθήσει επιχειρηματικούς στρατούς, αστυνομοκρατία και ανοχή στους νεοναζί στα γήπεδα. Εμείς από αυτό το άρθρο, δεν έχουμε μια έτοιμη λύση, όμως είμαστε πεπεισμένοι, ότι καμία αστυνομία, κανένας επιχειρηματίας και κανένας οπαδός-φερέφωνό τους δεν πρόκειται να αλλάξουν την κατάσταση. Το ποδόσφαιρο ως αντανάκλαση της κοινωνίας μπορεί να αλλάξει, μόνο όταν μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι μπορούν να διαμορφωθούν άλλοι όροι πολιτικής ηγεμονίας, όπου εχθρός δεν θα είναι όποιος φοράει μια άλλου χρώματος μπλούζα ομάδας, αλλά όποιος εκμεταλλεύεται ανθρώπους για να βγάζει λεφτά. Ακούγεται πολύ ρομαντικό, όμως είναι ακραία πραγματικό.