Δέκα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι. Μια δολοφονία που αποτέλεσε τομή στην εξέλιξη του αντιφασιστικού κινήματος στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Όσοι/ες ζήσαμε αυτό το κίνημα γνωρίζουμε τη δύναμή του. Όπως και οι φασίστες, αντίστοιχα.
10ετής αντιφασιστική πάλη
Με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα το 2013, η Χρυσή Αυγή ξεκινά να μετρά αντίστροφα ως πολιτική οντότητα. Την επομένη της δολοφονίας οργανώνεται μια μεγαλειώδης συγκέντρωση στη γειτονιά του Παύλου, όπου δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι δίνουν το «παρών». Αντίστοιχες μαζικές διαδηλώσεις θα υπάρξουν και τα επόμενα χρόνια σε όλη τη χώρα. Η Χρυσή Αυγή μέχρι και το 2015 επιβιώνει εκλογικά και μάλιστα με καλά ποσοστά, όμως η αρχή του τέλους της είναι πλέον ορατή. Ενόψει της έναρξης της δίκης περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό η εγκληματική της δραστηριότητα και μπαίνουν στον πάγο τα τάγματα εφόδου. Την ίδια στιγμή αναπτύσσεται ένα πολύμορφο και πολυεπίπεδο αντιφασιστικό κίνημα το οποίο της φράζει το δρόμο σε χώρους δουλειάς, γειτονιές, σχολεία και σχολές. Σε κάθε κοινωνικό χώρο υπάρχει αντίδραση απέναντι στους φασίστες.
Η δίκη της Χρυσής Αυγής υπήρξε το κομβικό ερώτημα γύρω από το οποίο έπρεπε να πάρει θέση το αντιφασιστικό κίνημα. Ένα κομμάτι της Αριστεράς συντάχθηκε με την άποψη ότι απέναντι στους νεοναζί χρειάζεται συσπείρωση του δημοκρατικού τόξου και εμπιστοσύνη στη δικαστική εξουσία. Ένα άλλο κομμάτι, κυρίως αναρχικών, σε πρώτο χρόνο απαξίωσε πλήρως τη δίκη απορρίπτοντας ολοκληρωτικά μια δικαιοδοτική διαδικασία του αστικού κράτους απέναντι στους φασίστες. Την καλύτερη απάντηση απέναντι και στις δύο προσεγγίσεις έδωσαν οι ίδιοι οι συνήγοροι Πολιτικής Αγωγής στη δίκη, όπου τόνιζαν αφενός τη σημασία της καταδίκης των νεοναζί στα δικαστήρια, αφετέρου τη σημασία της συνέχισης του αντιφασιστικού αγώνα στο δρόμο, καθώς τίποτα δεν τελειώνει με μια δικαστική απόφαση. Τη γραμμή αυτή υιοθέτησε και η πλειοψηφία των οργανώσεων και κομμάτων της Αριστεράς. Το αποτέλεσμα μιας τόσο γειωμένης πολιτικά προσέγγισης απέναντι στο νεοναζιστικό φαινόμενο της Χρυσής Αυγής ήταν η μεγαλειώδης συγκέντρωση της 7ηςης Οκτώβρη 2020, ημέρας της ανακοίνωσης της δικαστικής απόφασης, όπου δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι πλημμύρησαν τη λεωφόρο Αλεξάνδρας μην αφήνοντας σπιθαμή χώρου στους φασίστες.
Εκείνη η ημέρα πρέπει να αποτελέσει οδοδείκτη για το αντιφασιστικό κίνημα και την Αριστερά συνολικότερα. Η συγκέντρωση της μάξιμουμ πολιτικής δύναμης γύρω από μια μίνιμουμ πολιτική στοχοθεσία στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Το τρίπτυχο «ενωτικά-μαζικά-ριζοσπαστικά» έγινε πράξη με τον πιο σαφή τρόπο τόσο απέναντι στους φασίστες όσο και απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπου η αστυνομία της αμέσως μετά την ανακοίνωση της απόφασης, έσπευσε να πνίξει με χημικά τους διαδηλωτές. Από αυτή τη δεκαετή πάλη ενάντια στους φασίστες, αν βγαίνει ένα καθαρό συμπέρασμα, είναι ότι η απειλή τους δεν αντιμετωπίζεται ούτε με στρατιωτικοποίηση του κινήματος και αυτόκλητους σωτήρες, ούτε με θεσμικές αυταπάτες και δημοκρατικά τόξα. Η φασιστική απειλή αντιμετωπίζεται μέσα από την οργανωμένη παρέμβαση της Αριστεράς στους κοινωνικούς χώρους. Μια παρέμβαση ζωτική, σε σύνδεση με την τάξη, που παράγει πολιτική δράση. Μια παρέμβαση που είναι αποκομμένη από σεχταριστικές, ελιτίστικες και αυτοαναφορικές λογικές που το μόνο που πετυχαίνουν είναι να διασπούν το κίνημα και τη δυναμική του.
Νέα καθήκοντα σήμερα
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά τη δολοφονία του Παύλου, μπορεί να έχουμε τελειώσει με τη Χρυσή Αυγή οριστικά, όμως με το φασισμό και το συστημικό ρατσισμό έχουμε ακόμη ανοιχτούς λογαριασμούς. Μέσα στο καλοκαίρι, ο 23χρονος μετανάστης εργάτης από το Πακιστάν, Σιράζ Σαφτάρ, δολοφονείται τα ξημερώματα της 12ης Αυγούστου στον Περισσό από νεοναζιστική ομάδα της περιοχής, ενώ πήγαινε να πιάσει δουλειά στη λαϊκή αγορά όπου εργαζόταν ως φορτοεκφορτωτής. Τα μέσα της λίστας Πέτσα δεν βρήκαν μισή γραμμή να γράψουν για έναν ακόμη Παύλο, έναν ακόμη Σαχζάτ. Το θέμα προσπεράστηκε με συνοπτικές διαδικασίες.
Όμως πρέπει να εμμείνουμε στο εξής. Όλες αυτές οι φασιστογκρούπες που δρουν δολοφονικά με μαχαίρια δεν ξεφύτρωσαν από το πουθενά. Βρήκαν εύφορο πεδίο ανάπτυξης, στις ρατσιστικές και ξενοφοβικές πολιτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Το ναυάγιο της Πύλου με τους εκατοντάδες νεκρούς είναι ενδεικτικό. Τα στοιχεία που βγαίνουν διαρκώς στο φως κυρίως από ακτιβιστές και διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις, αποκαλύπτουν τις εγκληματικές ευθύνες της ελληνικής πολιτείας για το πολύνεκρο ναυάγιο. Όμως, τι μπορεί να πει κανείς για μια κυβέρνηση που δε δίστασε να στιγματίσει ακόμη και τους 20 απανθρακωμένους μετανάστες στον Έβρο ως «παράνομους εισβολείς» και «υπαίτιους των πυρκαγιών». Όταν η ελληνική κυβέρνηση αξιοποιεί τον πιο αισχρό ρατσισμό για να αποφύγει τις εγκληματικές ευθύνες της, είναι προφανές ότι θα αρχίσουν να φυτρώνουν παντού μικροί δολοφόνοι, ή κυνηγοί κεφαλών εν έτει 2023. Οι εικόνες των αυτόκλητων φρουρών του Έβρου που προχωρούσαν σε συλλήψεις προσφύγων ήταν μια εικόνα ντροπής.
Παρότι η κατάσταση σήμερα δεν δείχνει ιδιαίτερα αισιόδοξη, σίγουρα στο ζήτημα της αντιφασιστικής πάλης είναι σε καλύτερο σημείο απ’ ό,τι το 2013. Πλέον το αντιφασιστικό κίνημα διαθέτει την πολιτική εμπειρία, τα θεωρητικά εργαλεία και τα πρακτικά μέσα να ανακόψει τους όποιους επίδοξους συνεχιστές της Χρυσής Αυγής. Η υποψηφιότητα του Κώστα Παπαδάκη στις εκλογές για τον δήμο της Αθήνας είναι σίγουρα ένα σαφές βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Τη στιγμή που ο νεοναζί και πρωτόδικα καταδικασμένος Κασιδιάρης επιδιώκει να επανέλθει στο πολιτικό σκηνικό, η ριζοσπαστική Αριστερά, τόσο σε επίπεδο δρόμου, όσο και σε επίπεδο κάλπης, επιδεικνύει τα σωστά αντανακλαστικά, λαμβάνοντας μια σημαντική πρωτοβουλία συσπείρωσης και αγώνα.
Όπως το καλοκαίρι, τα μαζικά Αντιρατσιστικά Φεστιβάλ, κυρίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη αλλά και σε όλη την υπόλοιπη χώρα, αποτέλεσαν κόμβους συζήτησης, οργάνωσης και αγώνα, έτσι και τώρα, οι εκδηλώσεις μνήμης για τα δέκα χρόνια από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, το Φεμινιστικό Φεστιβάλ, οι εργατικοί-νεολαιίστικοι αγώνες και οι εκλογικές αναμετρήσεις που θα ξεδιπλωθούν το επόμενο διάστημα πρέπει να πιάσουν το νήμα του καλοκαιριού και να το πάνε δέκα βήματα παρακάτω. Σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθούν και όλοι οι αγωνιστικοί συλλογικοί φορείς. Κόμματα και οργανώσεις της Αριστεράς, εργατικά συνδικάτα, μεταναστευτικές οργανώσεις, αντιρατσιστικές συλλογικότητες, φοιτητικοί σύλλογοι και μαθητικές ομάδες πρέπει να βρουν κοινούς τόπους συζήτησης, οργάνωσης και δράσης απέναντι τόσο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και την αντεργατική-αντιμεταναστευτική πολιτική της, όσο και απέναντι στους Κασιδιάρηδες και τους επίδοξους μιμητές τους. Μόνο έτσι μπορούμε να ζήσουμε σε μια κοινωνία χωρίς φτώχεια, διακρίσεις και φασιστική βία.