Η διαδικασία της εκλογής προέδρου στον ΣΥΡΙΖΑ είναι κάθε άλλο παρά η τελευταία πράξη του δράματος που άρχισε με την εκλογική συντριβή του κόμματος του Αλέξη Τσίπρα.
Την επομένη της εκλογής θα αρχίσει να διαμορφώνεται σταδιακά η απάντηση στο πόσοι και ποιοι θα παραμείνουν στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ, σε τι σχέση μεταξύ τους, με ποιες πραγματικές πολιτικές προοπτικές, δηλαδή η απάντηση στο ερώτημα του τι τύπου κόμμα θα είναι πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ. Το χτίσιμο της απάντησης θα πάρει χρόνο και, μέσα σε αυτόν, το ζήτημα της βιωσιμότητας θα παραμένει στοίχημα ανοιχτό.
Διαδικασίες
Απόδειξη για αυτόν τον ισχυρισμό είναι η ίδια η διαδικασία επιλογής προέδρου. Η υποψηφιότητα του Στέφανου Τζουμάκα θα μπορούσε να θεωρηθεί «τρολιά», αλλά η υποψηφιότητα Κασσελάκη δεν είναι. Γιατί πίσω του είναι φανερές δυνάμεις και ιδέες όχι απλώς ξένες, αλλά εχθρικές προς κάθε εκδοχή Αριστεράς. Οι δυνάμεις και οι ιδέες αυτές μπόρεσαν να εκτοξεύσουν τον Κασσελάκη ως μια συζητήσιμη υποψηφιότητα, γεγονός που δεν θα έπρεπε να είναι εφικτό ακόμα και στις χαλαρότερες των χαλαρών παραδόσεων μέσα στην Αριστερά, σχετικά με τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις ανάδειξης κομματικής ηγεσίας.
Ασφαλώς η ευθύνη δεν είναι του Κασσελάκη (αυτός «αυτοδημιούργητο» άτομο-εφοπλιστής είναι, ό,τι θέλει κάνει…), αλλά του συλλογικού ΣΥΡΙΖΑ. Που έχει φτάσει στο σημείο να μη διαθέτει δυνάμεις πειθάρχησης ούτε τέτοιων εκφυλιστικών φαινομένων. Και αυτή η ουσιαστική αποδυνάμωση φάνηκε χειροπιαστά στη διαδικασία του Διαρκούς Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, όπου η παρουσίαση των υποψηφιοτήτων στους αδρανείς/σιωπηλούς «συνέδρους» ήταν μια βαβέλ ασύμβατων μονόλογων. Με βάση τα οργανωτικά ήθη που δημιούργησε η εποχή Τσίπρα, τα κρίσιμα πολιτικά, ακόμα και στρατηγικά, διλήμματα που εκτέθηκαν στις ομιλίες των Αχτσιόγλου-Παππά-Τσακαλώτου θα λυθούν δια της ψήφου όσων προαιρούνται να καταθέσουν ένα δίευρο και να ψηφίσουν στην κάλπη που θα βγάλει αρχηγό.
Η Αχτσιόγλου μιζάρισε στη συνέχεια της «παρακαταθήκης του Αλέξη Τσίπρα»: κυβερνώσα Αριστερά και «ανοιχτό κόμμα». Μόνο που αυτή η παρακαταθήκη έχει γίνει πλέον κομμάτια και θρύψαλα: Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πλέον «κυβερνώσα» δύναμη, στις γραμμές του υπάρχουν έντονες αμφιβολίες αν πρέπει να εντάσσεται στην Αριστερά, ενώ το «ανοιχτό» κόμμα έχει αποδειχθεί ως περίπου μη-κόμμα.
Ο Νίκος Παππάς επέμεινε σε αυτά που τον έκαναν να ξεχωρίζει και κατά την κυβερνητική περίοδο: ο τακτικισμός αποδίδει, το χτίσιμο «μοχλών» μέσα στους μηχανισμούς εξουσίας είναι αναγκαίο, η διεύρυνση προς το Κέντρο είναι όχι μόνο επιθυμητή αλλά και αναντικατάστατη. Μια σοσιαλδημοκρατική τοποθέτηση, στην εποχή που η σοσιαλδημοκρατία έχει γίνει σοσιαλφιλελευθερισμός, που μην μπορώντας να παρέχει μεταρρυθμίσεις εξαντλείται στις τεχνικές διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ζήτησε προσανατολισμό ριζοσπαστικής Αριστεράς και «ταξικής μονομέρειας». Πώς; Μαζί με ποιους; Ενάντια σε ποιους; Λήθη ή αυτοκριτική για το μνημόνιο 3;
Αυτά «παρουσιάστηκαν» σε μια αίθουσα όπου δεν ακούστηκαν ούτε μια φορά οι λέξεις «σοσιαλισμός», «εργατική τάξη» ή «εργατικό κίνημα», «καπιταλιστές» κ.ο.κ. Μπορεί αυτό το κόμμα να απαντήσει δημιουργικά στα ερωτήματα που αντιμετωπίζει; Αμφιβάλλω, αλλά το δεδομένο είναι ότι δεν το έχει ακόμα επιχειρήσει.
Μέσα από αυτήν την εξέλιξη προκύπτουν ανάγλυφα οι ευθύνες της ηγεσίας Τσίπρα.
Στρατηγική στροφή
Η στροφή προς το Κέντρο δεν ήταν μόνο μια αποτυχημένη προεκλογική τακτική. Δεν αφορούσε μόνο υποψηφιότητες και ψήφους. Αφορούσε πολιτικές, αλλά και αλλαγή αναφοράς σε κρίσιμες ιδέες (πχ έθνος, επιχειρηματικότητα, ιδιωτικοποιήσεις κλπ). Με αυτή την έννοια η στροφή στο Κέντρο ήταν μια ήττα της Αριστεράς στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, που συνέβαλε στην εκλογική ήττα από τον Μητσοτάκη, αλλά και διαμόρφωνε τους όρους για τη σημερινή ανικανότητα για στοιχειώδεις αριστερές επιλογές.
Η στροφή προς το Κέντρο για να νικηθεί εκλογικά η Δεξιά είναι σε αντίθεση με την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ στη σύγκρουση με τους Σαμαρά/Βενιζέλο τον Γενάρη του 2015. Όμως μεσολάβησε η αντιστροφή του δημοψηφίσματος και ο Σεπτέμβρης του 2015, που οδήγησε στην «υιοθεσία» του Μνημονίου 3. Η ηγεσία Τσίπρα έζησε όλη εκείνη την εποχή με την πεποίθηση ότι ο Σεπτέμβρη του ’15 ήταν μια λαμπρή εκλογική νίκη, ενώ ήταν μια βαθιά πολιτική και στρατηγική ήττα. Εργάστηκε για την ευθυγράμμιση των κομματικών δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ με τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα της κυβερνώσας «ευθύνης» του 3ου Μνημονίου. Στο τέλος της ημέρας αποδείχθηκε ότι αυτό οδηγούσε στη ρευστοποίηση μιας δύναμης και μιας δυναμικής που είχε ξεκινήσει με διαφορετικές προοπτικές.
Η αποτυχία είναι δεδομένη. Το μέγεθος της ήττας απομένει να διευκρινιστεί. Η προοπτική μιας σοσιαλδημοκρατικής «ανασύνθεσης» στην Ελλάδα έχει πάρει διαφορετικό, πιο πολύπλοκο και μακρόσυρτο χαρακτήρα, από τις υποσχέσεις που έδινε ο Αλ. Τσίπρας στις συνόδους της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Μια πρόσθετη βαριά ευθύνη της ηγεσίας Τσίπρα είναι ότι κουβάλησε μέσα στις γραμμές της Αριστεράς την «πατέντα» του Γ. Παπανδρέου γα ανοιχτή εκλογή του προέδρου του κόμματος από το «λαό» των ψηφοφόρων του. Ήταν μια ακραία αρχηγοκεντρική αντίληψη με προέλευση τις οργανωτικές συνήθειες στο Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ (βλέπετε ο Κασσελάκης δεν είναι ο πρώτος που αναφέρεται εκεί…). Όποιος έχει στοιχειώδη οργανωτική εμπειρία, καταλαβαίνει ότι η αλλαγή από το θεσμό του γραμματέα της ΚΕ στον πρόεδρο του κόμματος ήταν ήδη σημαντική, ενώ η εκλογή του προέδρου όχι από τα μέλη της ΚΕ ή του συνεδρίου αλλά από το «λαό» είναι μια αρχηγοκεντρική καινοτομία που διαλύει κρίσιμα γνωρίσματα της έννοιας κόμμα. Η απόρριψη αυτών των συνήθειων γίνεται πλέον απαραίτητη για όλα τα κόμματα, αλλά είναι απολύτως αναγκαία σε κάθε δύναμη που αναφέρεται στην Αριστερά.
Στην πορεία της μάχης κατά του Μητσοτάκη, ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ θα εξακολουθεί να είναι πολύτιμος. Όμως αυτό, όλο και πιο καθαρά, θα κρίνεται έξω από τον παραλυτικό και πολιτικά οπισθοδρομικό και συντηρητικό προσανατολισμό της ηγεσίας του και των συγκροτημένων (;) κομματικών του δυνάμεων.