Μετά από μια περίοδο διαρκών και κλιμακούμενων εντάσεων, αντεγκλήσεων και προκλήσεων ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, φαίνεται να επιχειρείται μία πολιτική «κατευνασμού» και συνεννόησης.
Η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν που έλαβε χώρα στη Νέα Υόρκη, εγκαινιάζει ένα νέο κύκλο επαφών διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ο οποίος αναμένεται να ολοκληρωθεί στις αρχές Δεκεμβρίου. Στο τραπέζι των συζητήσεων είναι το μεταναστευτικό με κατεύθυνση σκλήρυνσης της αντιπροσφυγικής και αντιμεταναστευτικής πολιτικής, τα ζητήματα της κλιματικής κρίσης αλλά και τα ζητήματα των ΑΟΖ και των θαλάσσιων ζωνών.
Παρά τις εκτέρωθεν δηλώσεις για καλό κλίμα και παραγωγικές συζητήσεις, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορέσουν να διευθετηθούν ζητήματα που πυροδοτούν εντάσεις. Σε κάθε περίπτωση οι εργαζόμενοι/ες και οι λαοί στις δύο πλευρές του Αιγαίου, έχουν πολύ λίγα να περιμένουν. Ο ισχυρός συμβολισμός και το γεγονός ότι η συνάντηση των δύο πρωθυπουργών έγινε στις ΗΠΑ, υπό την προστασία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, προϊδεάζει για την επικίνδυνη κατεύθυνση των όποιων διευθετήσεων.
Μέσα στα τελευταία χρόνια η πλάστιγγα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχει γείρει αποφασιστικά προς τη «δική μας» πλευρά του Αιγαίου. Μέσα από έναν ανταγωνισμό μεταξύ των δύο χωρών για το ποιος θα είναι ο καλύτερος εγγυητής των συμφερόντων του δυτικού ιμπεριαλισμού, οικονομικά και στρατιωτικά, στην περιοχή, πλέον η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη θέση, έχοντας ακολουθήσει μια αρκετά επιθετική πολιτική και δημιουργώντας τετελεσμένα πάνω σε δύο άξονες. Από τη μία ενίσχυσε τις στρατιωτικές συμμαχίες με ΗΠΑ και Γαλλία μαζί με ένα πανάκριβο εξοπλιστικό πρόγραμμα και από την άλλη το ελληνικό κράτος «δουλεύει» το σχέδιο του αγωγού φυσικού αερίου EastMed σε συνεργασία με την Κύπρο και το Ισραήλ, αποκλείοντας την Τουρκία.
ΕastMed και η Ελλάδα ως ενεργειακός κόμβος
Μετά την πανδημία, το σχέδιο για τον αγωγό EastMed μαζί με το σχέδιο για τη μετατροπή σχεδόν όλης της χώρας σε ένα πεδίο εξορύξεων υδρογονανθράκων, είχε αποσυρθεί, όχι όμως για πολύ. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη για να αντιμετωπίσει το ζήτημα της ενεργειακής επάρκειας μετά την απομάκρυνση της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο, έβαλε ξανά σε λειτουργία το σχέδιο των εξορύξεων, με τις ερευνητικές γεωτρήσεις να έχουν ήδη ξεκινήσει σε Κρήτη και Δυτική Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, ο Αμερικανός πρέσβης Τζορτζ Τσούνης, δήλωσε πριν από λίγες μέρες για ακόμη μια φορά ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει ενεργειακός κόμβος στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου δηλώνοντας «ότι θα είναι η χώρα πρόσβασης για την ενέργεια που θα επιτρέψει στην Ευρώπη να ξεφορτωθεί τον Πούτιν», κάνοντας σαφή την υποστήριξη των ΗΠΑ σε όποια σχέδια θα ενισχύουν αυτή την προοπτική.
Και το σχέδιο του αγωγού EastMed έχει επανέλθει δυναμικά. Στις αρχές Σεπτέμβρη, σε τριμερή συνάντηση κορυφής, Ελλάδα, Κύπρος και Ισραήλ για να δουν πώς μπορεί να προχωρήσει η συμφωνία για τη μεταφορά φυσικού αερίου προς την Ευρωπαϊκή αγορά από το Ισραήλ (που αποτελεί έναν πολύ ισχυρό παραγωγό φυσικό αερίου) παρακάμπτοντας την Τουρκία. Έτσι ενισχύεται η οικονομική και στρατιωτική συμμαχία του άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, αυξάνοντας την πίεση στην Τουρκία. Προηγούμενα, σε συνάντηση των τριών με την Αίγυπτο, είχε συζητηθεί και η απευθείας σύνδεση των υφιστάμενων αιγυπτιακών εγκαταστάσεων με την Αλεξανδρούπολη, ως εναλλακτικό σχέδιο του EastMed.
Την ίδια στιγμή, τόσο η Ελλάδα όσο και το Ισραήλ, επιθυμούν να επεκτείνουν την τριμερή συνεργασία εντάσσοντας σε αυτή και την Ινδία. Έτσι επιβεβαιώνεται και η προοπτική σύσφισξης των σχέσεων Ελλάδας-Ινδίας μετά την επίσκεψη του ακροδεξιού-εθνικιστή προέδρου Μόντι στην Αθήνα και εξηγείται πλέον το ενδιαφέρον από την πλευρά του Μόντι για επενδύσεις στο λιμάνι του Πειραιά.
Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια παράκαμψης και αποκλεισμού της Τουρκίας από τις πιθανές ενεργειακές διαδρομές φυσικού αερίου αποτελεί αφενός προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων στον ελληνοτουρκικό διάλογο ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί στην πράξη προσπάθεια ακύρωσης της συμφωνίας Τουρκίας και Λιβύης για την ΑΟΖ. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι ο Γεραπετρίτης δήλωσε ότι ο αγωγός EastMed δεν έχει να κάνει με την Τουρκία και είναι εκτός των θεμάτων διαλόγου των δύο πλευρών αλλά το τουρκολιβυκό μνημόνιο θεωρείται άκυρο και αντίθετα με τον EastMed είναι αντικείμενο των συζητήσεων του επόμενου διαστήματος.
Τη στιγμή που τόσο ο Μητσοτάκης όσο και ο Ερντογάν δηλώνουν πρόθυμοι να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ταυτόχρονα ανταγωνίζονται για το ποιος θα έχει τον έλεγχο σε πιθανά κοιτάσματα υδρογονανθράκων και ποιος θα είναι ο ενεργειακός κόμβος για τη μεταφορά φυσικού αερίου. Ανταγωνίζονται δηλαδή για το ποιος θα ελέγχει τη ροή και τη μεταφορά ορυκτών καυσίμων, τη στιγμή που είναι απολύτως ζωτικής σημασίας η ενεργειακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Η υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο!
Εξοπλιστική κούρσα
Ένα κομβικό σημείο που η πλάστιγγα έχει γείρει προς την πλευρά του ελληνικού κράτους είναι οι πολεμικοί εξοπλισμοί. Παρότι η Τουρκία είναι μία μεγαλύτερη οικονομία και μια χώρα με μεγαλύτερο πληθυσμό, αυτή τη στιγμή η Ελλάδα εμφανίζεται πιο ισχυρή στρατιωτικά. Από τη μία, η αναβάθμιση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και η επέκταση-ενίσχυση των ΝΑΤΟϊκών βάσεων στη Σούδα και στην Αλεξανδρούπολη, έχουν μετατρέψει την Ελλάδα σε έναν πολύ σημαντικό σύμμαχο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην περιοχή, ως βάση πολεμικών εξορμήσεων προς την ανατολή. Επιπλέον, η αναβάθμιση της βάσης στην Αλεξανδρούπολη επιτρέπει πλέον στα ΝΑΤΟϊκά στρατεύματα να παρακάμπτουν την Τουρκία και να έχουν απευθείας πρόσβαση προς τη Μαύρη Θάλασσα, τα Βαλκάνια και και την Ανατολική Ευρώπη.
Μέσα στον Οκτώβριο, σύμφωνα με τον αστικό τύπο Αναμένονται εξελίξεις σε σχέση με την αγορά των μαχητικών αεροσκαφών F35, των ελικοπτέρων «Black Hawk», ενώ μέσα στο μήνα αναμένεται και η ολοκλήρωση της πρώτης πολεμικής φρεγάτας Bellhara. Μαζί με τις αγορές των πολεμικών αεροσκαφών Rafalle αλλά και με τη συζήτηση που άνοιξε για τη δημιουργία μίας νέας μεγάλης στρατιωτικής βάσης του ΝΑΤΟ στη Σκύρο, συμπληρώνουν ένα σερί στρατιωτικών-εξοπλιστικών επιτυχιών απέναντι στην Τουρκία, η οποία ακόμα περιμένει να αρθεί το εμπάργκο των ΗΠΑ ώστε να προμηθευτεί πολεμικά αεροσκάφη F16. Αυτή η εξοπλιστική αναβάθμιση αποτελεί στην πραγματικότητα μία επιλογή αλλαγής πορείας προς μία πιο επιθετική πολιτική στη Νοτιαοανατολική Μεσόγειο (και όχι μόνο στο Αιγαίο) αυξάνοντας τους κινδύνους και τους «πειρασμούς» για τη χρησιμοποίηση αυτών των σύγχρονων δολοφονικών μηχανών σε μία πιαθανή όξυνση της έντασης.
Το «αγκάθι» στις σχέσεις ΗΠΑ και Τουρκίας δεν κατάφερε να λύσει ούτε η αποπομπή του Μενέντεζ από τη θέση του Προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικής Πολιτικής των ΗΠΑ, μετά από καταγγελίες για συμμετοχή σε σκάνδαλο δωροδοκίας. Ο Μενέντεζ ήταν αυτός που είχε εισηγηθεί και υπερασπιστεί το αμερικανικό εμπάργκο στην Τουρκία για τη μη αγορά των F16. Η αποπομπή του ακόμα δεν έχει δείξει αν θα υπάρξει αλλαγή κατεύθυνσης, όμως η Τουρκία βρήκε την ευκαιρία να ξαναθέσει το ζήτημα συνδέοντας άμεσα την έγκριση της ένταξης της Σουηδίας στην ευρωατλαντική συμμαχία με την αγορά των F16, προσπαθώντας από τη μεριά της να δημιουργήσει τα δικά της τετελεσμένα.
Η κούρσα των εξοπλισμών και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου ματώνουν το λαϊκό εισόδημα και κατευθύνουν πόρους δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ στην αγορά όπλων και όχι στις αναγκαίες κοινωνικές υποδομές, στην προστασία της ανθρώπινης ζωής και του περιβάλλοντος μπροστά στις συνέπειες της κλιματικής κρίσης. Ταυτόχρονα, ενισχύει τις πιθανότητες κάποιου πολεμικού επεισοδίου. Η φράση που χρησιμοποιούν πολύ συχνά καθεστωτικοί πολιτικοί και δημοσιογράφοι «όποιος θέλει ειρήνη, πρέπει να προετοιμάζεται για πόλεμο» είναι επικίνδυνη και αποπροσανατολιστική. Όποιος προετοιμάζεται για πόλεμο φέρνει το ενδέχομενο αυτό πιο κοντά. Όποιος θέλει ειρήνη παλεύει με κάθε μέσο ενάντια στη μιλιταριστική προπαγάνδα, ενάντια στη στρατοκρατία και ενάντια στους πολεμικούς εξοπλισμούς.
Καμία εμπιστοσύνη στις άρχουσες τάξεις και τους ιμπεριαλιστές
Είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς εάν μπορεί ο διάλογος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας να οδηγήσει στην οριστική αποκλιμάκωση της έντασης και να επιτύχει αυτό που ευαγγελίζονται και οι δύο πλευρές, δηλαδή τη συνεργασία των δύο χωρών για την εγγύηση της σταθερότητας και της ειρήνης στην περιοχή, κάτι το οποίο «εύχεται» και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ενόψει της ενάρξης του διαλόγου που εγκαινίασε η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στη Νέα Υόρκη.
Μπορεί μεσοπρόθεσμα και για όσο θα κρατήσουν αυτές οι συνομιλίες να υπάρξει μία πρόσκαιρη αποκλιμάκωση της έντασης. Βεβαια, ήδη με την έναρξη των συνομιλιών Ταυτόχρονα ανοίγει από την τουρκική πλευρά ξανά το ζήτημα αναγνώρισης της Βόρειας Κύπρου, κάτι που δε συζητάει η ελληνική πλευρά ενώ ο ίδιος ο Μητσοτάκης, είπε σε συνέντευξή του ότι υπάρχουν θέματα ΑΟΖ και θαλάσσιων ζωνών, που η Τουρκία θεωρεί περίπου ως casus beli. Ήδη οι προοπτικές ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας υπονομεύονται.
Μία πολιτική που επενδύει στον εθνικισμό και τον αντιτουρκισμό, που θέτει ζητήματα προστασίας εθνικής κυριαρχίας απέναντι στην Τουρκία, που βλέπει στους απεγνωσμένους πρόσφυγες πράκτορες του Ερντογάν, που διασφαλίζει την αναβαθμισμένη παρουσία των μακελάρηδων του ΝΑΤΟ στην περιοχή, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εγγυηθεί μακροπρόθεσμα την ειρήνη στο Αιγαίο και τη φιλία των λαών σε Ελλάδα και Τουρκία. Ούτε ο δυτικός ιμπεριαλισμός μπορεί να εμφανίζρεται ως εγγυητής της ειρήνης από τη στιγμή που πλέον η διεθνής εμπειρία αποδεικνύει περίτρανα το αντίστροφο: όπου εμπλέκεται το ΝΑΤΟ για να διασφαλίσει τάχα την ειρήνη προκαλούνται πόλεμοι.
Το καθήκον της υπεράσπισης της προοπτικής της ειρήνης στο Αιγαίο και της φιλίας των λαών πέφτει στις πλάτες της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Αυτό το καθήκον προϋποθέτει την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον εθνικισμό, την πάλη ενάντια στους εξοπλισμούς και τη διεκδίκηση πόρων για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών. Είναι αναγκαία και μία συνολικότερη αντικαπιταλιστική προοπτική, που θα αναδεικνύει ότι οι ανταγωνισμοί μεταξύ ιμπεριαλιστών είναι στο dna του καπιταλισμού και μόνο η ανατροπή του θα μπορούσε να δώσει οριστικό τέλος στη φρίκη των πολέμων. Αυτή η προοπτική πρέπει να κρατηθεί ζωντανή για να υπερασπιστούμε αποφασιστικά την ειρήνη, την προστασία του περιβάλλοντος, την ειρηνική συνύπαρξη του εργαζόμενου λαού και στις δύο πλευρές του Αιγαίου.