Νέα από τον κόσμο
ΗΠΑ
Όπως θυμίζει η Αμερικανίδα μαρξίστρια Σάρον Σμιθ σε σχετικό άρθρο, το συνδικάτο των εργαζομένων στις αυτοκινητοβιομηχανίες (UAW) στις ΗΠΑ συνηθίζει να γράφει ιστορία -για καλό ή για κακό. Έγραψε ιστορία με τη νικηφόρα απεργία του 1937 ενάντια στη General Motors, που υπήρξε κορυφαία στιγμή του τότε μαχητικού συνδικαλισμού και άνοιξε το δρόμο στο μεγάλο κύμα συνδικαλισμού που ακολούθησε στη χώρα. Έγραψε ξανά ιστορία το 1979, με μια συνθηκολόγηση που υπήρξε η κορύφωση της εμπέδωσης ενός μοντέλου γραφειοκρατικού, διεφθαρμένου συνδικαλισμού και άνοιξε μετέπειτα το δρόμο στην εποχή της μεγάλης συνδικαλιστικής συρρίκνωσης στις ΗΠΑ. Με τη σημερινή του απεργία, ανάλογα τη διαχείριση και την έκβασή της, το UAW μπορεί να παίξει έναν αντίστοιχο ρόλο. Είχε προηγηθεί η ανατροπή της προηγούμενης διεφθαρμένης ηγεσίας μέσα από μια καμπάνια για «δημοκρατία στο συνδικάτο» που οδήγησε και στην εκλογική ανάδειξη μιας νέας ηγεσίας. Με αυτή τη νέα ηγεσία, το UAW τα έβαλε ταυτόχρονα και με τους 3 μεγάλους -Ford, General Motors, Stellantis (πρώην FIAT-Chrysler), παρουσιάζοντας μια εντυπωσιακή λίστα διεκδικήσεων: Το τέλος των συμβάσεων δύο ταχυτήτων (όπου οι προσλήψεις μετά το 2007 έχουν λιγότερα ασφαλιστικά και μισθολογικά δικαιώματα), αυξήσεις 46% μέσα στην 4ετία (της Συλλογικής Σύμβασης), αυτόματη σύνδεση των μισθών με τον πληθωρισμό και το κόστος ζωής, μείωση του εργάσιμου χρόνου σε 32 ώρες την εβδομάδα (με μισθό 40 ωρών), δικαίωμα απεργίας ενάντια στα κλεισίματα μονάδων και ένα πρόγραμμα όπου οι εργαζόμενοι μονάδων που κλείνουν θα παραμένουν στο μισθολόγιο της εταιρίας ενώ κάνουν κοινωνικά χρήσιμη εργασία, ρήτρα που προβλέπει μερίδιο των εργαζομένων στα κέρδη, επέκταση της ισχύς της σύμβασης και στις «συμπράξεις» (με νοτιοκορεατικές εταιρίες) που αναλαμβάνουν την παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων, ώστε η «πράσινη οικονομία» να είναι και κοινωνικά δίκαιη. Το συνδικάτο επιλέγει τη σταδιακή κλιμάκωση (η απεργία ξεκίνησε σε 3 σημαντικά εργοστάσια, στην πρώτη κλιμάκωση επεκτάθηκε στο 10% των μελών και μετά την επόμενη απεργεί το 17% των μελών), επικαλούμενο την ανάγκη να αντέξει το απεργιακό ταμείο σε έναν πιθανό μαραθώνιο, καθώς δηλώνει έτοιμο για μακρά κινητοποίηση. Η επιλογή έχει δεχτεί κριτικές από όσους-ες εκτιμούν ότι η άμεση γενικευμένη κινητοποίηση θα «πονούσε» περισσότερο τους εργοδότες. Στην κλιμάκωση της 24ης Σεπτέμβρη, εξαιρέθηκαν οι μονάδες της Ford, με την συνδικαλιστική ηγεσία να επικαλείται πρόοδο στις διαπραγματεύσεις. Οι «σκιές» βιαστικού συμβιβασμού απομακρύνθηκαν όταν στην κλιμάκωση της 29ης Σεπτέμβρη, επανήλθε στο απεργιακό ρεπερτόριο η Ford μιας και η «πρόοδος» (που περιλάμβανε στοιχεία όπως η μετατροπή των προσωρινών σε μόνιμους, η κατάργηση των δύο ταχυτήτων και η σύνδεση των μισθών με τον πληθωρισμό) κρίθηκε ανεπαρκής. Σε αυτό το γύρο κλιμάκωσης, εξαιρέθηκε η Stellantis, που δεν γνωρίζουμε τί έχει φτάσει να προσφέρει...
Συρία
Στο φόντο μιας τραγικής οικονομικής κατάστασης για την πλειοψηφία του πληθυσμού, οι αυξήσεις σε κάποιες τιμές και η κατάργηση κάποιων επιδοτήσεων, προκάλεσαν ένα κύμα διαδηλώσεων σε διάφορες συριακές πόλεις από τον περασμένο Αύγουστο. Υπάρχουν αιτήματα για αυξήσεις στους μισθούς και για ελέγχους στις τιμές. Υπάρχει σε κάποιες πόλεις η απαίτηση «να φύγει ο Μπασάρ». Έχει όψεις συνέχειας με την εξέγερση του 2011-12 (πχ η διάσταση των διαδηλώσεων στην Νταράα, με μεγάλη αντικαθεστωτική παράδοση), αλλά χαρακτηρίζεται από την κινητικότητα σε πόλεις που είτε έμειναν στο πλευρό του καθεστώτος (πχ τα κυρίως Αλεβίτικα παράλια), είτε επέλεξαν την ουδετερότητα όταν η σύγκρουση εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο (κυρίως οι πόλεις με πλειοψηφία Δρούζων). Το ελπιδοφόρο (ως ένδειξη δυνατότητας δεσμών ανάμεσα στους παλιούς αντικαθεστωτικούς και τα στρώματα που κινητοποιούνται σήμερα) είναι η μαζικότητα και η διάδοση του συνθήματος για απελευθέρωση των (πολλών χιλιάδων…) κρατουμένων σε αυτές τις διαδηλώσεις οικονομικής δυσαρέσκειας. Η ήττα της εξέγερσης, η καταστροφική τροπή που πήρε ο εμφύλιος, η ξένη εμπλοκή, η άγρια εκδικητικότητα του καθεστώτος Άσαντ καθιστούν δύσκολη μια δυναμική-παρατεταμένη επιστροφή των μαζικών αγώνων. Αλλά η επιστροφή του «δρόμου» αποτελεί μια αχτίδα ελπίδα για το συριακό λαό και μια υπενθύμιση ότι και στις πιο σκληρές και δύσκολες συνθήκες, η ίδια η πραγματικότητα «σπρώχνει» τους ανθρώπους μας στη διεκδίκηση και στη δράση. Ένα παλιό σύνθημα της εποχής της ισοπέδωσης των πόλεων από το συριακό στρατό και τη ρωσική αεροπορία -«μέσα από τα ερείπια ξανασηκωνόμαστε»- έχει πολύ ευρύτερη μεταφορική αξία, αλλά τα αδέλφια μας στη Συρία, κάνοντάς το πράξη κυριολεκτικά, δίνουν άλλη δύναμη σε αυτό το κάλεσμα…
Ναγκόρνο-Καραμπάχ
Με τη γρήγορη συνθηκολόγηση της ηγεσίας του Ναγκόρνο-Καραμπάχ (κατάπαυση του πυρός, μονομερής αφοπλισμός, έναρξη διαπραγματεύσεων για «επανένταξη» στο Αζερμπαϊτζάν), μπαίνει τέλος στην ντεφάκτο ανεξαρτησία που είχε επιβάλει η στρατιωτική νίκη της Αρμενίας στον Πρώτο Πόλεμο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ (1988-1994). Σε μεγάλο βαθμό, η εξέλιξη είχε κριθεί στον Δεύτερο Πόλεμο (2020), όταν έγινε εμφανής η αλλαγή συσχετισμού (στρατιωτικού, αλλά και διπλωματικού) ανάμεσα στο αζερικό και το αρμενικό κράτος. Τότε, το Μπακού αντέστρεψε τα πιο μαξιμαλιστικά τετελεσμένα της αρμενικής νίκης του 1994, ανακτώντας τα αζερικά εδάφη (γύρω από το Καραμπάχ), τα οποία είχε καταλάβει η Αρμενία. Οι ένοπλες δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν αποδείχθηκαν ανώτερες στο πεδίο της μάχης, είχαν να υπολογίζουν σε στρατιωτικούς σύμμαχους (Τουρκία, Ισραήλ) και σε διπλωματική ανοχή (Ρωσίας, Γαλλίας, ΗΠΑ). Μετά από αυτό, άνοιξε η όρεξη του Αζέρου προέδρου Αλίγιεφ, που έχει επενδύσει στον εθνικισμό και έχει ενισχύσει πολιτικά την θέση του μέσα από τις «εθνικές επιτυχίες». Ακολούθησε -τον τελευταίο ένα χρόνο- ένας πολύμηνος αποκλεισμός του αρμενικού θύλακα που έφερε τον πληθυσμό στα όρια σκληρής ανθρωπιστικής κρίσης, «δοκίμασε» τα όρια των εγγυητριών δυνάμεων (και κυρίως της Ρωσίας που είχε την ευθύνη του διαδρόμου που συνδέει την Αρμενία με το Καραμπάχ). Από αυτό το μέτρημα, ο Αλίγιεφ εκτίμησε ότι είναι σε θέση να κλείσει στρατιωτικά το ζήτημα. Η αρμενική ηγεσία εκτίμησε ορθά ότι δεν μπορούσε να οδηγηθεί σε έναν ακόμα πόλεμο μετά την καταστροφή του 2020, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα παρενέβαιναν για χάρη του αρμενικού θύλακα. Από τη στιγμή που ανακινήθηκαν τα εθνικά μίση στα τέλη της δεκαετίας του 1980, και στο βαθμό που εμπλέκονταν και υλικά συμφέροντα των αστικών τάξεων και διεθνών συμμάχων τους, ήταν δύσκολο να βρεθεί «οριστική» λύση. Αλλά αξίζει να αναφερθεί ότι στο δημόσιο αρμενικό διάλογο, υπάρχουν φωνές που εντοπίζουν ότι μια ευκαιρία για ειρηνική επίλυση χάθηκε τη δεκαετία του 1990, όταν η αρμένικη πλευρά προτίμησε να επενδύσει στο μαξιμαλισμό και στα «τετελεσμένα». Σήμερα, το τίμημα πληρώνουν οι ντόπιοι, που προτιμούν μαζικά το ξεριζωμό από το (επιεικώς) αβέβαιο μέλλον που θα τους περίμενε αν υπάγονταν στη δικαιοδοσία του Μπακού, μετά τα εθνικιστικά εγκλήματα και μίση εκατέρωθεν τις τελευταίες 3 δεκαετίες, αλλά και το έξαλλο «κλίμα» που έχει διαμορφώσει ο Αλίγιεφ πιο πρόσφατα…