Αν και ανήκουν στον ίδιο χρονικό «κύκλο», τα πραξικοπήματα των τελευταίων 3 χρόνων στην Αφρική δεν ανήκουν σε ένα ενιαίο ρεύμα.
Αλλού τα ενορχηστρώνουν άνθρωποι που αποτελούν «σάρκα από τη σάρκα» της ελίτ (όπως στο Νίγηρα, την Γκαμπόν, το Τσαντ, το Σουδάν), ενώ αλλού πρόκειται για αξιωματικούς που δεν προέρχονται από την άρχουσα τάξη, όπως (στο Μάλι και ιδιαίτερα στην Μπουρκίνα Φάσο). Μια άλλη διαφορά μεταξύ των πραξικοπημάτων αφορά τη σχέση τους με λαϊκά κινήματα στις χώρες τους. Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα που περιλαμβάνει την απουσία λαϊκού ερείσματος, μια σχέση (εύθραστης) σύμπραξης όπου ένα λαϊκό κίνημα νιώθει ότι τα αιτήματά του «διαμεσολαβούνται» από τους πραξικοπηματίες, ή μια σχέση καλλιέργειας λαϊκής στήριξης μέσω δημαγωγικών επικλήσεων στην εθνική κυριαρχία/ασφάλεια/ευημερία. Όχι άσχετα με τα παραπάνω, υπάρχουν διαφορές στα κίνητρα των πραξικοπηματιών. Αλλού θέλουν να διασφαλίσουν άμεσα την καθεστωτική «συνέχεια» (Τσαντ, Σουδάν), αλλού προχωρούν σε «τομές μέσα στην καθεστωτική συνέχεια» (Γκαμπόν, Νίγηρας), αλλού κατέχονται από επιθυμία για κάποιες αλλαγές στη χώρα τους (Μάλι, Μπουρκίνα Φάσο).
Υπάρχουν ωστόσο κάποια στοιχεία που ενώνουν τα στρατιωτικά κινήματα των τελευταίων χρόνων. Το πρώτο αφορά τον σχετικά αναίμακτο-ειρηνικό χαρακτήρα τους και την απουσία αντιδράσεων ή και την ύπαρξη μαζικών πανηγυρισμών (στα περισσότερα τουλάχιστον, εξαιρώντας την ιδιαίτερη περίπτωση του Σουδάν όπου πρόκειται για σύγκρουση επανάστασης-αντεπανάστασης), που αφορά την βαθιά απονομιμοποίηση των υπαρκτών κρατικών ηγεσιών που ανέτρεψαν.
Ένα άλλο κοινό σημείο αφορά την ανέλιξη του ζητήματος της «ασφάλειας» σε κυρίαρχο, στο φόντο υψηλής ή χαμηλής έντασης ένοπλων συγκρούσεων, των οποίων το τίμημα είναι βαρύ. Γι’ αυτόν το λόγο, συχνά εξελίσσεται σε πυροδότη της λαϊκής αγανάκτησης απέναντι στις κρατικές αρχές. Αυτή συσσωρεύεται για μια σειρά λόγους (φτώχειας, διαφθοράς, καταπίεσης), αλλά ξεσπά όταν το αυταρχικό κράτος δεν εξασφαλίζει καν το ένα πράγμα που υποτίθεται ότι κάνει καλά, θυσιάζοντας τις ελευθερίες: την «ασφάλεια». Η αγανάκτηση όσον αφορά την πορεία των ένοπλων συγκρούσεων επίσης θίγει πιο εύκολα ευαίσθητες χορδές μέσα στις ένοπλες δυνάμεις, που καταγράφουν ήττες κι αποτυχίες.
Ο πόλεμος
Η πραγματικότητα τέτοιων ένοπλων συγκρούσεων είναι διαδεδομένη σε μεγάλο τμήμα της Αφρικής (της φτώχειας/εγκατάλειψης και των τεχνητών-αυθαίρετων κρατικών συνόρων), αλλά έχει αναδειχθεί σε μείζον ζήτημα ιδιαίτερα στη ζώνη όπου δρουν τα τελευταία 8-10 χρόνια ισλαμιστικές φονταμενταλιστικές οργανώσεις (Μπουρκίνα Φάσο, Μάλι, Νίγηρας, Τσαντ, Λιβύη κ.ά). Αυτές έχουν κατορθώσει να επενδύσουν με θρησκευτικό μανδύα και εμπόλεμη τεχνογνωσία μια σειρά από συγκρούσεις με ρίζες πολιτικές: Περισσότερο από την «τζιχάντ», ρόλο στη δυνατότητά τους να στρατολογούν παίζουν πράγματα όπως ο έλεγχος των πηγαδιών σε περιοχές που το κράτος δεν ασχολήθηκε ποτέ με την ύδρευση, τη μισθοδοσία του μαχητή σε περιοχές που δεν υπάρχει άλλη πηγή εισοδήματος, τις διαμάχες γύρω από φυσικούς πόρους (πχ μεταξύ βοσκών και καλλιεργητών για νερό ή εδάφη) που έχουν συχνά και εθνοτική/φυλετική διάσταση, παροξύνονται από την ένδεια και τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης, αλλά και από την διάλυση παλιών μηχανισμών διαμεσολάβησης και συνεννόησης για την επίλυσή τους.
Αυτή η ανάπτυξη της δράσης ένοπλων τζιχαντιστικών οργανώσεων εκδηλώθηκε στην ίδια ζώνη όπου δρούσε τα τελευταία χρόνια ο γαλλικός στρατός, στα πλαίσια «αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων». Αυτό το δίπολο ισλαμικών αντάρτικων και γαλλικής στρατιωτικής παρουσίας έπαιξε καταλυτικό ρόλο σε κάποια από τα τελευταία πραξικοπήματα, ιδιαίτερα στο Σαχέλ και την λεγόμενη Francafrique («γαλλ-αφρική»), δηλαδή τις πρώην γαλλικές αποικίες τις οποίες ο γαλλικός ιμπεριαλισμός δεν έπαψε ποτέ να αντιμετωπίζει ως προνομιακά δική του σφαίρα επιρροής κι εκμετάλλευσης.
Το 2013, καθώς οι ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις απειλούσαν τη σταθερότητα αυτής της «ζώνης», ο γαλλικός ιμπεριαλισμός εξαπέλυσε την επιχείρηση «Μπαρκάν». Η επέμβαση αυτή, παρόξυνε τη λογική στρατιωτικής αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων και ταυτόχρονα απέτυχε να αντιμετωπίσει την εντεινόμενη δράση και επέκταση των ένοπλων οργανώσεων. Στο παραδοσιακό αντιγαλλικό αίσθημα για λόγους προϊστορίας και στην συνηθισμένη απόδοση ευθυνών στη Γαλλία για τα εσωτερικά πολιτικά προβλήματα (εύλογη όταν το Παρίσι διαφημίζει από μόνο του ότι «έχει ευθύνες» απέναντι στις πολιτικές εξελίξεις σε αυτές τις χώρες), προστέθηκε ο θυμός για την επιχείρηση «Μπαρκάν», καθώς ακόμα και όσοι/ες δεν διαφωνούν επί της αρχής με τη στρατιωτικοποίηση της σύγκρουσης ή/και την ανάγκη πολεμικών συμμάχων στη διεξαγωγή της, χρεώνουν στο γαλλικό στρατό την «αποτυχία να μας προστατεύσει».
Είτε εκφράζοντας ειλικρινά, είτε δημαγωγώντας οπορτουνιστικά πάνω σε αυτό το αίσθημα, κινήθηκαν οι πραξικοπηματίες σε Μάλι, Μπουρκίνα Φάσο και Νίγηρα.
Ξηλώνεται η Francafrique
Το Μάλι ήταν το πρώτο που απαίτησε τον τερματισμό της Μπαρκάν στα εδάφη του και την αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων. Όταν ο επικεφαλής του πραξικοπήματος Γκοϊτά ανακοίνωσε την επέκταση της «μεταβατικής περιόδου» στα 5 χρόνια, η ECOWAS (Οικονομική Κοινότητα Κρατών Δυτικής Αφρικής), υπό την πίεση του Μακρόν, ανακοίνωσε σαρωτικές κυρώσεις στο Μάλι. Οι μαζικές διαδηλώσεις κατά των κυρώσεων ενίσχυσαν την πολιτική θέση της νέας εξουσίας και την οργή κατά του γαλλικού ιμπεριαλισμού. Το Παρίσι υποχρεώθηκε να συμφωνήσει στην απόσυρση των στρατευμάτων του.
Ακολούθησε η Μπουρκίνα Φάσο. Και το Νοέμβρη του 2022, ο Μακρόν επισημοποιούσε το τέλος της «Επιχείρησης Μπαρκάν», αν και έκανε λόγο για «αναθεώρηση της στρατηγικής», δηλαδή διατηρούσε τη γαλλική στρατιωτική παρουσία σε Νίγηρα και Τσαντ. Το περασμένο καλοκαίρι ήρθε η σειρά του Νίγηρα. Η ECOWAS ενεργοποίησε έναν πλήρη οικονομικό αποκλεισμό της χώρας, παρότι είχε ήδη βγει η απόφαση του Δικαστηρίου της Δυτικής Αφρικανικής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης που είχε κρίνει ως παράνομες τις προϋπάρχουσες κυρώσεις ενάντια στο Μάλι. Η περιοχή βρέθηκε στα πρόθυρα της σύρραξης, όταν η ECOWAS απείλησε με στρατιωτική εισβολή. Οι απειλές προκάλεσαν μαζικές διαδηλώσεις, ακόμα και από δυνάμεις που δεν ταυτίζονται με τη νέα εξουσία ή την στηρίζουν κριτικά. Σημαντικές δυνάμεις, περιφερειακές (Αλγερία) και παγκόσμιες (ΗΠΑ), έδειχναν πιο ανήσυχες απέναντι σε μια τέτοια εξέλιξη. Όπως σημειώνει γλαφυρά ο Γάλλος σύντροφος Πολ Μαρτιάλ: «Μόνο ένας πολεμοκάπηλος ξεχωρίζει ανάμεσά τους: Ο Εμμανουέλ Μακρόν». Η σύρραξη αποτράπηκε προσωρινά, ενώ ο Γάλλος πρόεδρος υποχρεώθηκε να καταπιεί την αρχική ιμπεριαλιστική αλαζονεία («δεν έχουν δικαιοδοσία για να ζητούν απομάκρυνση του στρατού μας») και πρόσφατα αποδέχθηκε την έξοδο των γαλλικών στρατευμάτων από το Νίγηρα.
Η διαβόητη «Φρανσαφρίκ» ξηλώνεται. Γαλλικά στρατεύματα συνεχίζουν να υπάρχουν σε Τσαντ, Σενεγάλη, Ακτή Ελεφαντοστού και Γκαμπόν. Αλλά όπως σημείωσε ένας κορυφαίος Γάλλος διπλωμάτης (διατηρώντας την ανωνυμία του) στο france24: «Η βαθύτερη τάση επιβεβαιώνεται: Η στρατιωτική μας παρουσία δεν γίνεται πλέον αποδεκτή… Μας πέταξαν έξω από την Αφρική. Πρέπει να αποχωρήσουμε και από άλλες χώρες, πριν μας πουν οι ίδιες να σηκωθούμε να φύγουμε».
Το τέλος της «Μπαρκάν» είναι μια πολύ ευχάριστη είδηση. Όχι μόνο λόγω της μακράς προϊστορίας γαλλικών εγκλημάτων στην Αφρική. Το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα όχι μόνο συμμετείχε ενεργά στη στρατιωτικοποίηση της κρίσης στο Σαχέλ απέναντι στην άνοδο ισλαμιστικών οργανώσεων, αλλά έκανε κι άλλες δουλειές: Έσωσε από τη λογοδοσία τον δικτάτορα της Μπουρκίνα Φάσο, Κομπαορέ, μετά την ανατροπή του από τη λαϊκή εξέγερση του 2014. Παρενέβη στο Τσαντ για να σώσει το καθεστώς Ντεμπί όταν απειλούνταν από τους αντάρτες της Ένωσης Δυνάμεων Αντίστασης (καμία σχέση με τις τζιχαντιστικές ομάδες που περιλαμβάνονταν στην επίσημη «εντολή» της Επιχείρησης). Αντιμετώπισαν με πυρά και δολοφονίες διαδηλωτές ενάντια στα κονβόι τους στο Νίγηρα και τη Μπουρκίνα Φάσο. Όπως αποκάλυψε η LeMonde, η τελευταία πράξη της γαλλικής στρατιωτικής παρουσίας στο Νίγηρα ήταν η ενορχήστρωση μιας απόπειρας «αντι-πραξικοπήματος», που σταμάτησε μόνο λόγω της άρνησης του Μπαζούμ (ο φυλακισμένος πρώην πρόεδρος της χώρας) να συναινέσει.
Δημοκράτες;
Όσον αφορά την ECOWAS, αυτή την ομάδα κρατών με «δημοκρατικές ευαισθησίες» απέναντι στα πραξικοπήματα, θα βρούμε στις γραμμές τους ηγέτες όπως ο Σενεγαλέζος πρόεδρος Μακί Σαλ του οποίου οι δυνάμεις άνοιξαν πυρ κατά διαδηλωτών, δολοφονώντας 13. Ο Ουατάρα της Ακτής Ελεφαντοστού, που αγνόησε το συνταγματικό όριο 2 θητειών για να παραμείνει στην εξουσία. Ο Πατρίς Ταλόν του Μπενίν, που έχει κλείσει τους δύο βασικούς πολιτικούς του αντιπάλους στη φυλακή ως «τρομοκράτες». Η μόνη φιλόξενη στην «Μπαρκάν» χώρα μένει το Τσαντ. Και αυτός είναι ίσως -λέμε ίσως- ο λόγος που το πραξικόπημα σε εκείνη τη χώρα είναι το μόνο που δεν προκάλεσε την ιερή δημοκρατική οργή της γαλλικής κυβέρνησης.
Οι αυταπάτες για τη Ρωσία
Αρκετά από τα πρόσφατα πραξικοπήματα έχουν χαρακτηριστεί ως φιλο-ρωσικά ή/και ενορχηστρωμένα από τη Μόσχα. Χρειάζεται να γίνουν μερικές διακρίσεις.
Όσον αφορά την (καταγεγραμμένη) συστηματική προώθηση της αντιγαλλικής προπαγάνδας από τις μιντιακές επιχειρήσεις του μακαρίτη του Πριγκόζιν, είναι αστείο να αποδίδονται εκεί οι εξελίξεις. Γενικά, στον κόσμο τούτο, οι προπαγανδιστές προπαγανδίζουν και οι πράκτορες πρακτορεύουν. Αλλά η μαζική οργή που μετατρέπεται σε κινητοποίηση έχει πάντοτε τους δικούς της πολύ πραγματικούς λόγους. Δεν περίμεναν τα τρολ οι άνθρωποι στο Μάλι για να βρουν λόγους να στραφούν ενάντια στο Παρίσι. Όσον αφορά την παρουσία ρωσικών σημαιών στις διαδηλώσεις κατά της Γαλλίας και υπέρ των πραξικοπηματιών, αυτή είναι εξίσου αναμενόμενη με την παρουσία φιλοδυτικών αισθημάτων-συμβόλων-συνθημάτων σε αντικαθεστωτικά κινήματα που ξεσπούν σε χώρες εκτός της σφαίρας επιρροής/συμμαχιών των ΗΠΑ. Αυτά αφορούν το λαϊκό αίσθημα στις διαδηλώσεις.
Όσον αφορά τους πραξικοπηματίες, τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα. Οι περισσότεροι κινήθηκαν με δική τους πρωτοβουλία και δικά τους κίνητρα. Αλλά είναι προφανές ότι στρατιωτικά στελέχη τα οποία έχουν συχνά ως κεντρική ατζέντα την «ασφάλεια» και αφετηρία της αντιγαλλικής στροφής τους την «ανικανότητα» του παλιού στρατιωτικού συμμάχου/προστάτη, προσβλέπουν -από τη φύση της θέσης τους- στην εύρεση ενός νέου.
Η Βάγκνερ και
το «νέο αφεντικό»
Σε αυτούς τους κύκλους, πράγματι έπαιξε ρόλο το «επιθετικό μάρκετινγκ» της Βάγκνερ, που διαφημίζει το αξιόμαχό της και διακινεί στην αγορά τις «υπηρεσίες» της. Η διαβόητη μισθοφορική οργάνωση είχε ήδη αναπτύξει τη δράση της στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία, λειτουργώντας ως πραιτωριανή φρουρά του προέδρου Τουαντερά, με αντάλλαγμα την εκμετάλλευση διαμαντιών, χρυσού και ξυλείας της χώρας. Η ισχύς της έφτασε στο σημείο, όπου η πρακτική της «παροχής προστασίας» (με όλες τις συνυποδηλώσεις του όρου) έχει επεκταθεί στα τελωνεία του μεγαλύτερου αεροδρομίου της χώρας, αποσπώντας έτσι ακόμα και τμήμα των φορολογικών εσόδων από τις εισαγωγές. Έχουμε γράψει για τις αντίστοιχες «δουλειές» στο Σουδάν (ορυχεία χρυσού) σε σύμπραξη με τους διαβόητους παραστρατιωτικούς RSF του πολέμαρχου «Χεμέντι». Γνωρίζοντας αυτή την προϊστορία, η πρόσκλησή της στο Μάλι, για να στηρίξει τον εθνικό στρατό στις «αντι-τρομοκρατικές» επιχειρήσεις, δεν προϊδεάζει για τίποτε καλό στο εσωτερικό της χώρας.
Καταρχήν, η στροφή της νέας εξουσίας στο Μάλι στις υπηρεσίες της Βάγκνερ σήμαινε ότι θα παραμείνει προσηλωμένη στη διεξαγωγή του πολέμου. Το τέλος της γαλλικής επιχείρησης «Μπαρκάν», αποτελούσε μια ευκαιρία να μπορέσει ο λαός του Μάλι να διερευνήσει μια πολιτική λύση. Τα τελευταία 2μιση χρόνια, ο πόλεμος συνεχίζεται -με τα εκατέρωθεν εγκλήματα πολέμου να συνεχίζουν να συσσωρεύονται. Η σφαγή ενός ολόκληρου χωριού από ένοπλους ισλαμιστές επειδή οι κάτοικοι ενημέρωσαν το στρατό για τις κινήσεις τους, ήταν ένα μήνυμα προς τους ντόπιους να μη συνεργάζονται με τις Αρχές. Όμως η άρνηση συνεργασίας με τις Αρχές αντιμετωπίζονται ως συνενοχή με τις ισλαμιστικές οργανώσεις και οι λεβέντες της Βάγκνερ την αντιμετωπίζουν -επίσης- με μαζικές εκτελέσεις χωρικών. Σε αυτό το φόντο, το αίτημα της κυβέρνησης του Μάλι να αποχωρήσει η αποστολή του ΟΗΕ από τη χώρα, προειδοποιεί για ένα ζοφερό μέλλον στα χωριά που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Το αίτημα αυτό, μπορεί επίσης να βαθύνει και την εξάρτηση της νέας εξουσίας από τη Βάγκνερ, καθώς βασικές λειτουργίες (φύλαξη κρατικών κτιρίων, ασφαλής μεταφορά κυβερνητικού προσωπικού κ.ά.) στηρίζονταν σε κυανόκρανους. Σε ένα τοπίο που ήδη είχαν εμφανιστεί δυσκολίες πληρωμής (10 εκατομμύρια δολάρια το μήνα χρέωνε η καλή εταιρία), η Βάγκνερ βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση για να «διευρύνει» το πεδίο (επιχειρηματικής) δράσης της, στα πρότυπα της Κεντρικής Αφρικανικής Δημοκρατίας και του Σουδάν.
Μετά τον θάνατο του Πριγκόζιν, είναι σε εξέλιξη η ενσωμάτωση της Βάγκνερ (και όλου του δικτύου επιχειρήσεων του Πριγκόζιν) στο ρωσικό υπουργείο Άμυνας. Το περασμένο καλοκαίρι, ο υφυπουργός Άμυνας, Γιούνους Μπεκ Γεβκούροφ, έκανε μια μίνι περιοδεία σε Μάλι, Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία, Μπουρκίνα Φάσο, για «επικαιροποίηση» των συμφωνιών με τις δύο πρώτες και για διερεύνηση έναρξης πιθανής στρατιωτικής συνεργασίας με την τελευταία.
Γνωρίζοντας ότι η Βάγκνερ δεν δρούσε αυτόνομα και αποκλειστικά για λογαριασμό του ιδιοκτήτη της, αλλά γνωρίζοντας και τα βασικά για τον ιμπεριαλισμό, δεν έχουμε λόγο να πιστέψουμε ότι η πιο «επίσημη» ρωσική παρουσία θα διαφέρει από τις πρακτικές του Πριγκόζιν που ισοδυναμούσαν με λεηλασία πολύτιμων πόρων.
Τα θύματα ενός ιμπεριαλισμού ή μιας αστικής τάξης με συγκεκριμένες συμμαχίες κι αντιπάλους, συνηθίζεται κι είναι σε ένα βαθμό αναμενόμενο να έχουν αυταπάτες για τον «άλλο» ή να επιζητούν την βοήθεια/προστασία του. Βέβαια αν η ρωσική αντικατάσταση του γαλλικού ρόλου προχωρήσει ομαλά (μεγάλο «αν»), φοβόμαστε ότι -ίσως όχι για τις εθνικές ελίτ, αλλά σίγουρα για την κοινωνική πλειοψηφία αυτών των χωρών- η κατάσταση θα θυμίσει τους στίχους των The Who: «Meet the new boss, same as the old boss» (Από εδώ το νέο αφεντικό, είναι ίδιο με το παλιό).
Εργατική απάντηση στον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό
Οι ΗΠΑ παρακολουθούν διακριτικά ως τώρα όλες αυτές τις ανατροπές εις βάρος της «συμμάχου» Γαλλίας, εξασφάλισαν (σύμφωνα με κάποια ρεπορτάζ) τη δική τους στρατιωτική παρουσία στο Νίγηρα (καθώς οι Γάλλοι φεύγουν…), ενώ η AFRICOM (το αμερικανικό σώμα στρατού στην Αφρική) παραμένει η μεγαλύτερη ξένη στρατιωτική δύναμη στην ήπειρο και η διοίκησή της κάνει τις δικές της «μίνι περιοδείες». Η Κίνα είχε καταγράψει την βαθιά (οικονομική) διείσδυση στη Μαύρη Ήπειρο πολύ καιρό πριν τις πρόσφατες ανατροπές.
Έχουμε ξαναγράψει ότι η εποχή μας έχει αναλογίες με εκείνη της εποχής που κατέληξε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μπορεί να προστεθεί στη σχετική λίστα και ο «Αγώνας για την Αφρική», όπως είχε ονομαστεί η αποικιοκρατική κούρσα που «μοίρασε» την πολύπαθη ήπειρο πριν φτάσουμε στη μεγάλη πολεμική σύγκρουση για την αναδιανομή της…
Οι εργαζόμενοι και οι φτωχές της περιοχής, με την ενίσχυση των ανεξάρτητων κινημάτων και οργανώσεών τους, χτίζοντας δεσμούς αλληλεγγύης και συνεργασίας μεταξύ τους, είναι η μοναδική δύναμη που μπορεί να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον για την Μαύρη Ήπειρο. Χωρίς να υπολογίζουν σε «προστάτες» και χωρίς να εναποθέτουν την απελευθέρωσή τους σε (έντιμους ή οπορτουνιστές) αξιωματικούς του στρατού.
Όπως καταλήγει ένα άρθρο του Κογκολέζου μαρξιστή Ζαν Νάνγκα, που απαντoύσε στην αυταπάτη της καπιταλιστικής ανάπτυξης (που στα μέσα της περασμένης δεκαετίας είχε δώσει πάτημα σε μια σχολή «αφρο-αισιοδοξίας»):
«Τα θύματα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, οι αντίπαλοι της οικο-κτονίας θα ενωθούν σε τοπικούς και περιφερειακούς αγώνες για την απελευθέρωση της Αφρικής, σε αλληλεγγύη με όσους αντιμετωπίζουν αντίστοιχους αγώνες αλλού. Κανείς δεν θα τους απελευθερώσει για λογαριασμό τους -και σίγουρα όχι οι υποστηρικτές του καπιταλισμού, είτε είναι από την Αφρική είτε από αλλού, είτε είναι από το Βορρά, είτε από τον Νότο, ούτε καν αν φοράνε τη μάσκα του συνδικαλιστή ή εκείνη των ένδοξων αγώνων του παρελθόντος».
Το έγκλημα στη Λιβύη
Ο τυφώνας Ντάνιελ άφησε πίσω του ασύλληπτες καταστροφές αλλά και ανθρώπινα θύματα στο πέρασμά του από Βουλγαρία, Τουρκία, Ελλάδα. Αλλά αποδείχθηκε φονικότερος στη Λιβύη, όπου αφάνισε ένα μεγάλο κομμάτι της πόλης Ντέρνα κι άφησε πίσω του χιλιάδες νεκρούς, υπερ-πολλαπλάσιους αγνοούμενους. Γιατί; Όχι γιατί «αγρίεψε» ο Ντάνιελ, αλλά γιατί οι άνθρωποι στη Λιβύη έμειναν ακόμα πιο απροστάτευτοι. Είναι μια υπενθύμιση ότι οι απώλειες που προκαλούν οι «φυσικές καταστροφές» δεν είναι αμιγώς «φυσικές» και ότι τείνουν να «καταστρέφουν» τους φτωχότερους. Στη Λιβύη, το «ανθρώπινο αποτύπωμα» βρίσκεται παντού.
Τα φράγματα που κατέρρευσαν, οδηγώντας σε πλημμύρες που οδήγησαν ολόκληρα κτίρια σε κατάρρευση, χτίστηκαν τη δεκαετία του ’70 με λιγότερο ανθεκτικά υλικά κι έμειναν ασυντήρητα από τότε. Τόσο απλοί κάτοικοι όσο και μηχανολόγοι, προειδοποιούσαν από καιρό για την κατάσταση αυτών των φραγμάτων. Μετά την κρατική αμέλεια, ήρθε ο εμφύλιος πόλεμος, πρώτα κατά του Καντάφι, έπειτα μεταξύ διάφορων πολιτοφυλακών και φατριών και στη συνέχεια στην πιο «παγιωμένη» πλέον διένεξη μεταξύ Τρίπολης και Βεγγάζης. Δεν μένουν ούτε πόροι, ούτε χρόνος για τις στοιχειώδεις κοινωνικά χρήσιμες εργασίες όταν μαίνεται η σύγκρουση για τη μοιρασιά του πλούτου και της εξουσίας, η οποία οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή. Σε όλη αυτή τη διαδρομή, μεγάλες και περιφερειακές δυνάμεις ενεπλάκησαν ενεργά. Από τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς κατά τον εμφύλιο Καντάφι-αντικαθεστωτικών, μέχρι την κούρσα διάφορων παικτών (κυρίως Ιταλία και Γαλλία) να προσεταιριστούν ομάδες και φατρίες για να διαφυλάξουν τη συνέχεια της ροής του πετρελαίου και τη διακοπή της ροής των ανθρώπων. Μέχρι την ανοιχτή ή υπόγεια στήριξη στην μία ή την άλλη πλευρά του εμφυλίου τα τελευταία χρόνια, από Τουρκία, Αίγυπτο, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία, ΗΑΕ και ασφαλώς Ελλάδα.
Οι πόροι και η ενέργεια που αφιερώθηκαν στην στήριξη των ενόπλων δυνάμεων της κυβέρνησης της Τρίπολης ή στον στρατό του πολέμαρχου Χαφτάρ, με ένα «εμπάργκο όπλων» όπου ήταν κοινό μυστικό ότι ο ένας αποκλείει τα όπλα του άλλου (όπως η ελληνική φρεγάτα που περιπολούσε ανοιχτά της Τρίπολης, χωρίς να πολυσκοτίζεται για τη ροή όπλων προς τη Βεγγάζη), έχουν αποτύπωμα στην πλήρη διάλυση των υποδομών της χώρας.
Η ίδια η Ντέρνα, παρεμπιπτόντως, βομβαρδίστηκε ανελέητα από την αιγυπτιακή αεροπορία, στη διάρκεια της πολιορκίας της από τον στρατάρχη Χαφτάρ. Εγκαταλείφθηκε σκόπιμα (με όρους στοιχειώδους ανοικοδόμησης) από αυτό το στενό φίλο και σύμμαχο της χώρας μας, γιατί την θεωρούσε «ανυπάκουη» (όχι άδικα, ως πόλη με μεγάλη προϊστορία αντίστασης πρώτα στην αποικιοκρατία, έπειτα στον Καντάφι, έπειτα στο ISIS και τέλος στον Χαφτάρ). Δεν γνωρίζουμε αν η εντολή που έδωσε (όταν ενημερώθηκε μέρες πριν για την έλευση του τυφώνα) για απαγόρευση κάθε κυκλοφορίας ήταν πολύ κακός ή πολύ κυνικός υπολογισμός. Σε κάθε περίπτωση, πλέον πυκνώνουν οι καταγγελίες για το γεγονός ότι οι άνθρωποι πέθαναν κλεισμένοι στα σπίτια τους, χωρίς προειδοποίηση ή έστω δυνατότητα εκκένωσης.
Ακόμα κι εν μέσω των προσπαθειών αντιμετώπισης των συνεπειών της καταστροφής ή ανοικοδόμησης, συνεχίζεται η πολιτική σπέκουλα. Η ελληνική «αποστολή» με την τραγική κατάληξη είχε ως στόχο-με τα λόγια του Τάκη Θεοδωρόπουλου παρακαλώ…- «παρουσία της ελληνικής σημασίας σε μια περιοχή που η Τουρκία θεωρεί όμορή της χώρα». Η κυβέρνηση της Τρίπολης θα επενδύσει πολιτικά στο πλήγμα στον Χαφτάρ, ενώ ο πολέμαρχος θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει την καταστροφή, χρήζοντας τον ένα γιο του «υπεύθυνο» της αποκατάστασης και στέλνοντας τον άλλο σε ευρωπαϊκό τουρ δημόσιων σχέσεων.
Τα ρεπορτάζ περιγραφής της ευρωπαϊκής βοήθειας (σε υλικό, ανθρώπινο δυναμικό ή χρήματα) αποτυπώνουν μια πενιχρή εισφορά σε σχέση με τις δυνατότητες, που σε κάθε περίπτωση ωχριά μπροστά στη δαπάνη πόρων και ενέργειας όσον αφορά την παρεμπόδιση των μεταναστών να φεύγουν από τη Λιβύη -και τη συνενοχή στη μετατροπή της Λιβύης σε τόπο με σκλαβοπάζαρα. Πρακτικές που δεν προβλέπεται να αλλάξουν ούτε μετά την νέα τραγωδία που χτύπησε τη χώρα.
Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος…