Η ομιλία του Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, αλλά και το σχέδιο προϋπολογισμού για το 2024, επιβεβαίωσε ότι -πίσω από τα φτηνά επικοινωνιακά τρικ που πασχίζουν να βαφτίσουν το κρέας ψάρι- η κυβέρνηση παραμένει απαρέγκλιτα στην γραμμή της λιτότητας για τους «από κάτω» και της υπεράσπισης των κερδών των «από πάνω».
Αυτό συνοψίζει το σύνθημα «λιγότερες παροχές» (ότι τρώγαμε με χρυσά κουτάλια μέχρι πέρσι…), που συνοδεύεται από το σύνθημα για «περισσότερες μεταρρυθμίσεις» -την κατεύθυνση των οποίων υπογράμμισε η πρώτη μεγάλη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης: Το νομοσχέδιο Γεωργιάδη που καταστρατηγεί θεμελιώδεις προστασίες των εργαζομένων και λύνει τα χέρια στην εργοδοτική ασυδοσία, η οποία ήδη εκδηλώνεται με απολύσεις ανθρώπων που αρνούνται την υπερεργασία ή και με τα διαρκή εργατικά «ατυχήματα» ανθρώπων που υπόκεινται σε αυτήν την εξοντωτική εκμετάλλευση.
Ο διαβόητος «δημοσιονομικός χώρος», αυτή η έννοια που μπήκε ορμητικά στη «μετα-μνημονιακή» εποχή και επιβάλει μια συστηματική συμπίεση των κοινωνικών προσδοκιών, είναι πιθανό να στενέψει κι άλλο από την επιστροφή της δημοσιονομικής πειθαρχίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο αλλά κι από την προοπτική επανέναρξης της αποπληρωμής του ελληνικού χρέους.
Ακόμα χειρότερα, η αξιοποίηση αυτών των πόρων αναδεικνύει τις προτεραιότητες της ΝΔ. Η «στενότητα» έχει διαβρώσει κάθε κοινωνικά χρήσιμο τομέα του δημοσίου, κάτι που στην εποχή της κλιματικής κρίσης σημαίνει τραγωδίες, όπως οι καταστροφικές φωτιές του καλοκαιριού και –πριν καν συνέλθει η κοινωνία από το σοκ– οι πλημμύρες στις αρχές του φθινοπώρου. Την ίδια ώρα, μεγάλοι πόροι κατευθύνονται στα εξοπλιστικά προγράμματα, καθώς ο Μητσοτάκης επιστρατεύει και το «επιχείρημα» της πολεμικής ισχύος στο διάλογο με την Τουρκία –δείγμα κι αυτό του χαρακτήρα αυτών των συνομιλιών και της ανάγκης να μην υπάρξει καμιά εμπιστοσύνη στην αστική διπλωματία ως εχέγγυο ειρήνης στην περιοχή, ή πολύ περισσότερο ως εχέγγυο αναχώματος στην κλιματική κρίση, καθώς δίνουν και παίρνουν τα εναλλακτικά σχέδια «αγωγών», που έχουν κοινό τόπο τη συνέχεια-κλιμάκωση του εξορυκτικού πάρτι.
Η πολιτική κατεύθυνση της κυβέρνησης αναδεικνύεται και από τους διεθνείς προνομιακούς συνομιλητές της. Οι εναγκαλισμοί με την ακροδεξιά ιταλική κυβέρνηση στηρίζονται σε κάποιες κοινές επιδιώξεις που αναδεικνύουν τον εθνικιστικό-ρατσιστικό προσανατολισμό. Μπροστά στο διάλογο για την ανάγκη νέας, λίγο πιο «ευέλικτης», μορφής του Συμφώνου Σταθερότητας, Μελόνι και Μητσοτάκης συμφωνούν στο περιεχόμενο και τις προτεραιότητες αυτής της «ευελιξίας»: Την εξαίρεση των… στρατιωτικών δαπανών από τους δημοσιονομικούς κανόνες. Αντίστοιχη σύμπνοια έχει εμφανιστεί στην αντιμεταναστευτική-αντιπροσφυγική αγριότητα, όπου ο Καιρίδης στηρίζει τις «δίκαιες» ιταλικές απαιτήσεις στην κεντρική Μεσόγειο και δηλώνει έτοιμος να προβάλει τις ελληνικές αντίστοιχες στο Αιγαίο…
Σε ένα τέτοιο πολιτικό περιβάλλον, δεν προκαλεί έκπληξη η ενίσχυση της ακροδεξιάς, πόσο μάλλον όταν η αντιπολίτευση συνηγορεί σε εκ δεξιών αντιπολιτεύσεις στη ΝΔ σε αυτές τις κρίσιμες θεματικές. Στα περιθώρια της πολιτικής-εκλογικής ανασύνταξης της κοινοβουλευτικής ακροδεξιάς, φαίνεται ότι επιχειρούν να ανασυνταχτούν και οι φασιστικές συμμορίες, οργανώνοντας μια «πρόβα» την 1η Νοέμβρη και ζητώντας τη στήριξη των Ευρωπαίων ομοϊδεατών τους.
Απέναντι στο μέλλον που μας ετοιμάζουν οφείλουμε να οργανώσουμε τις αντιστάσεις μας.
Ο Σεπτέμβρης είχε «στιγμές» και γεγονότα που σκιαγραφούν αυτή την κατεύθυνση και κατέγραψαν ένα πρώτο «παρόν!» του κινήματος. Η απεργία ενάντια στο νόμο Γεωργιάδη, παρόλα τα εμπόδια (της ΓΣΕΕ) και τις δυσκολίες (της βιαστικής διοργάνωσης και της ευρύτερης συγκυρίας), άφησε μια παρακαταθήκη ως προς την κινητικότητα σωματείων και ομοσπονδιών που κατόρθωσαν να προσδώσουν πανελλαδικό χαρακτήρα στην απεργία. Η αντιφασιστική διαδήλωση στο Κερατσίνι, στα 10 χρόνια από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ήταν μια ακόμα υπενθύμιση των αυξημένων ανακλαστικών κι «αντισωμάτων» που έχει αναπτύξει το κίνημα και η Αριστερά από την εμπειρία της πάλης ενάντια στη Χρυσή Αυγή. Η επιτυχία ενός ακόμα Φεμινιστικού Φεστιβάλ επιβεβαιώνει την διαθεσιμότητα ενός δυναμικού να συζητήσει και να δράσει ενάντια στη σεξιστική αγριότητα και καταπίεση. Η πλατιά εργατική-λαϊκή αλληλεγγύη, μαζί με τις οργισμένες διαδηλώσεις στη Θεσσαλία, παρουσίασαν το αντίπαλο δέος στα κρατικά εγκλήματα.
Η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά οφείλει να χτίσει πάνω σε αυτές τις εμπειρίες, για να οργανώσει τη συστηματική προσπάθεια να αποτελέσουν βήματα για ακόμα μεγαλύτερα γεγονότα κοινωνικής αντίστασης. Με την αναγκαία κοινή δράση μέσα στα συνδικάτα (και τις ιδιαίτερες ευθύνες ειδικά του ΠΑΜΕ σε αυτόν τον τομέα), ως προαπαιτούμενο για να συγκεντρωθούν δυνάμεις που θα δώσουν πολύ πιο αποφασιστικούς και καλύτερα οργανωμένους αγώνες με στόχευση στη νίκη, όπως μας καλούν τα παραδείγματα από τις ΗΠΑ. Δουλεύοντας από κοινού για τη μαζικότερη δυνατή παράταξη δυνάμεων απέναντι στο φασισμό, την ακροδεξιά και τις αντιδραστικές πολιτικές και ιδέες του ρατσισμού και του σεξισμού σε κάθε έκφανσή τους. Σηκώνοντας το γάντι απέναντι στην κοινοβουλευτική συναίνεση επί της «εθνικής γραμμής», για την υπεράσπιση της ειρήνης στο Αιγαίο, για την υπεράσπιση των ζωών μας και του περιβάλλοντος από την εξορυκτική απληστία. Μέσα από αυτή την προσπάθεια μπορεί να χτιστεί και η αναγκαία πολιτική-οργανωτική δύναμη που θα συγκρουστεί με την κυβερνητική, προβάλλοντας μια κοινωνική εναλλακτική στην ομοφωνία των μεγάλων κομμάτων γύρω από την διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων…
Οι δυνάμεις στις οποίες αντιστοιχούν σήμερα αυτά τα καθήκοντα, θα «μετρηθούν» και στο εκλογικό πεδίο στις 8 Οκτώβρη. Σε μια σειρά από δήμους, έγιναν εφικτά σχετικά ενωτικά κατεβάσματα αυτού του «χώρου» που αξίζει να στηριχθούν. Ασφαλώς εμβληματική είναι η προσπάθεια της Ανατρεπτικής Συμμαχίας για την Αθήνα, όπου τρία αυτοδιοικητικά σχήματα ένωσαν τις δυνάμεις τους με υποψήφιο τον Κώστα Παπαδάκη, αλλά και αυτή της «Πόλης Ανάποδα» στη Θεσσαλονίκη, όπου ένα ζωηρό κι ενωτικό σχήμα έχει κατορθώσει να δράσει ως «η ριζοσπαστική Αριστερά της πόλης» όλο το προηγούμενο διάστημα.
Η συμπόρευση και η προσπάθεια για συγκέντρωση δύναμης που έγιναν εφικτά στο δρόμο προς αυτή την εκλογική μάχη, οφείλουν να χαρακτηρίσουν και τη συνέχεια των δράσεων και των παρεμβάσεων αυτού του χώρου, με στόχο τη συγκρότηση μιας μαχητικής αντιπολίτευσης απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ και τα κοινωνικά της στηρίγματα…