Νέα από τον κόσμο
Αργεντινή
Οι «προκριματικές εκλογές» στην Αργεντινή είναι μια ιδιόμορφη κάλπη. Στο λεγόμενο PASO, τις «Ταυτόχρονες και Υποχρεωτικές Ανοιχτές Προκριματικές», το πανεθνικό εκλογικό σώμα καλείται να επιλέξει τους υποψηφίους των κομμάτων στις πανεθνικές, αλλά με τη δυνατότητα κάθε ψηφοφόρου να ρίξει μόνο μία ψήφο, δηλαδή να συμμετέχει στις «προκριματικές» μόνο ενός κόμματος. Γι’ αυτό και το PASO θεωρείται η πλέον έγκυρη «δημοσκόπηση» πριν τις εθνικές εκλογές. Φέτος το καλοκαίρι, συνέβη μια μεγάλη έκπληξη, καθώς το 30% του εκλογικού σώματος πήγε στην κάλπη του Χαβιέ Μιλέι, ενός «ελευθεριακού ακροδεξιού», που συνδυάζει τον δημαγωγικό αντι-κρατισμό του λεγόμενου «αναρχο-καπιταλισμού» με την ακροδεξιά ατζέντα, παρουσιάζοντας έναν αχαλίνωτο κανιβαλιστικό «καπιταλισμό Άγριας Δύσης», ως αντίπαλο δέος στα αδιέξοδα του υπαρκτού (πιο «οικόσιτου») καπιταλισμού, τον οποίο ταυτίζει με τις «ελίτ». Στο PASO, το περονικό κόμμα (ένα ιδιόμορφο εργατικό-ρεφορμιστικό ρεύμα στην Αργεντινή), ήρθε τρίτο (27,3%), πίσω και από την παραδοσιακή κεντροδεξιά (28,3%). Αλλά στις πανεθνικές κάλπες του Οκτώβρη, υπήρξε νέα έκπληξη. Ο Σέρχιο Μάσα, ο υποψήφιος του περονισμού εκτινάχθηκε στην πρώτη θέση με 36,7%, ενώ ο Μιλέι έμεινε καθηλωμένος στο 30%. Όλοι οι αναλυτές συμφωνούν ότι υπήρξε ένας «δημοκρατικός συναγερμός» που βελτίωσε τις επιδόσεις του Μάσα, ενώ ο Μιλέι πλήρωσε τις εξαλλοσύνες της προεκλογικής του καμπάνιας που προκάλεσε και τον αριστερό κόσμο (ωραιοποίηση της δικτατορίας του Βιντέλα), και κεντρώους («ανάμεσα στη μαφία και το κράτος, προτιμώ τη μαφία»), αλλά και τμήμα του επιχειρηματικού κόσμου που τον θεωρεί «ακατάλληλο για την θέση». Ο Μάσα απευθύνθηκε περίτεχνα σε όλο αυτό το ακροατήριο και ελπίζει στο δεύτερο γύρο να προσελκύσει ψηφοφόρους της παραδοσιακής κεντροδεξιάς και ενός περονικού «αντάρτη», αν και τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Στις συνθήκες αυτής της πόλωσης, η ανθεκτικότητα του Μετώπου της Αριστεράς και των Εργατών – Ενότητα (FIT-Unidad) γύρω στο 3% (χαμηλότερα από το «ταβάνι» του αλλά πολύ κοντά στα «στάνταρ» του) δείχνει ένα βαθύτερο «ρίζωμα» στη μειοψηφική αλλά ορατή-σημαντική κοινωνική του βάση, πράγμα δυστυχώς σπάνιο στη Λατινική Αμερική των μεγάλων αγώνων αλλά και της παντοδυναμίας των διάφορων «ροζ» μαζικών κομμάτων χωρίς αντικαπιταλιστική αντιπολίτευση. Εν όψει του δεύτερου γύρου, τουλάχιστον μια από τις συνιστώσες (MST) έχει τοποθετηθεί καλώντας σε μη-ψήφο στον Μιλέι, δηλώνοντας κατανόηση σε όσους ψηφίσουν τον Μάσα («γι’ αυτό δεν θα καλέσουμε σε λευκή ψήφο») και δηλώνοντας τους λόγους που δεν θα δώσει πολιτική στήριξη στον Μάσα, εκφράζοντας την σιγουριά ότι «αν νικήσει, θα βρεθούμε στους δρόμους με πολλούς από τους ψηφοφόρους του, στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων που θα επιχειρήσει να καταργήσει»…
Πολωνία
Οι εκλογές στην Πολωνία οδήγησαν σε μια σημαντική πολιτική ανατροπή, με την ήττα του κόμματος «Νόμος και Δικαιοσύνη», δηλαδή της δύναμης που θεωρείται ο ντε φάκτο «πολιτικός βραχίονας» της Καθολικής Εκκλησίας (εξ’ ου και η απαγόρευση των εκτρώσεων που είχε προκαλέσει τις μαζικές φεμινιστικές κινητοποιήσεις). Μετά από 8 χρόνια στην εξουσία, όπου επιχείρησε να οικοδομήσει «καθεστώς» τύπου Ορμπάν και σε πείσμα των δημοσκοπήσεων, το κόμμα έχασε 8 μονάδες (35,4%) και μαζί τη δυνατότητα να συγκροτήσει κυβέρνηση, ακόμα και με τη στήριξη του «κλασσικού» ακροδεξιού συνασπισμού «Συνομοσπονδία» (σταθερός στο 7,2%). Η αντιπολίτευση παρουσίασε 3 ψηφοδέλτια, την κεντροδεξιά «Πλατφόρμα Πολιτών» (30,7%), τον κεντρώο «Τρίτο Δρόμο» (14,4%) και την «Αριστερά» (8,6%), ένα μίγμα πρώην σταλινικών σοσιαλδημοκρατών, αντινεοφιλελεύθερων δυνάμεων και μικρότερων «αντικληρικών», κοινωνικά προοδευτικών κ.ο.κ. ομάδων. Οι δυνάμεις αυτές συμφώνησαν μετεκλογικά στη συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας υπό τον διαβόητο -και παλιό μας «γνώριμο» στη μνημονιακή Ελλάδα…- Ντόναλντ Τουσκ. Ο Τουσκ κατόρθωσε να παρουσιαστεί ως «σωτήρας της δημοκρατίας», μη διστάζοντας να παίξει και το χαρτί της μαζικής κινητοποίησης στους δρόμους ή να υιοθετήσει τις επιδοματικές πολιτικές του «Νόμος και Δικαιοσύνη» (μόνο για οικογένειες βεβαίως-βεβαίως…) που του είχαν επιτρέψει να νικήσει το νεοφιλελεύθερο κόμμα του Τουσκ στο παρελθόν. Τον «βοήθησε» και η προεκλογική καμπάνια του Καζίνσκι που έπαιξε με όλη την (αντιφατική) θεματολογία του πολωνικού υπερ-εθνικισμού: Κατάργηση των δικαιωμάτων των Ουκρανών προσφύγων, καταγγελία του Τουσκ ως υποχείριου και των Ρώσων και των Γερμανών ταυτόχρονα, μπαλατζάρισμα ανάμεσα στην αντι-ρωσική «αλληλεγγύη στην Ουκρανία» και στην «προστασία του Πολωνού αγρότη» από τα (φτηνότερα) ουκρανικά σιτηρά, κραυγές ενάντια στο σχέδιο της αντιπολίτευσης «να γεμίσει τη χώρα λαθρομετανάστες από την Μέση Ανατολή». Αυτή η έξαλλη κι αλλοπρόσαλλη ατζέντα ηττήθηκε. Αλλά οι πολιτικές του Τουσκ ήταν αυτές που συνέβαλαν στην αρχική άνοδο του κόμματος «Νόμος και Δικαιοσύνη». Και όταν και η (λεγόμενη) «Αριστερά» υιοθετεί ως κοινωνικό όραμα το θλιβερό «συμμετοχή στην κυβέρνηση, ώστε να εισακούγονται και οι ανησυχίες των απλών πολιτών…», δεν συγκροτεί εναλλακτική δύναμη στην «ανελεύθερη δημοκρατία» που εκπροσωπεί ο Καζίνσκι…
Ουκρανία
Στον «ξεχασμένο» (μετά την ανάφλεξη στην Παλαιστίνη) ουκρανικό πόλεμο, οι δύο πλευρές έχουν μικρές ειδήσεις «προωθήσεων» να παρουσιάσουν (η Ρωσία στα ανατολικά, η Ουκρανία στα νότια), αλλά η εικόνα της μεγάλης στασιμότητας παραμένει. Με τον χρόνο, τους πόρους και την ενέργεια της διεθνούς διπλωματίας να επιστρέφει στη «κινούμενη άμμο» της Μέσης Ανατολής, επικρατεί μια αίσθηση στασιμότητας και σε αυτό το πεδίο. Όπως το έθεσε πρόσφατα ο πρόεδρος της Λευκορωσίας και από τους λίγους στενούς συμμάχους της Μόσχας, Λουκασένκο, καλώντας σε διάλογο: «Υπάρχουν αρκετά προβλήματα και στις δυο πλευρές και γενικά η κατάσταση είναι σήμερα σοβαρά αδιέξοδη. Κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα και να ενισχύσει ή να προωθήσει ουσιαστικά τη θέση του». Η συνύπαρξη δύο καυτών μετώπων (και κυρίως η ευκολία με την οποία αυτά μπορούν να διευρυνθούν, αν και έχουν «τοπικές» αιτίες και χαρακτήρα) αναμφίβολα υπογραμμίζει τον χαρακτήρα της περιόδου που ζούμε. Εξίσου σίγουρα η πορεία του ενός μπορεί να επηρεάσει την πορεία του, με πολύ διαφορετικούς τρόπους, Για αυτήν την δυνητική «αλληλεπίδραση» των δύο μετώπων είναι πολύ νωρίς για να κάνουμε προβλέψεις. Προς το παρόν, η ταυτόχρονη ανάφλεξη υπογραμμίζει διάφορες υποκρισίες -με κραυγαλέα αυτή των δυτικών κυβερνήσεων, που κόπτονται για το Διεθνές Δίκαιο και θεωρούν πράγματα όπως η εισβολή, η κατοχή και μέτρα εκτοπισμού/εθνοκάθαρσης ως αιτία κυρώσεων μόνο όταν αφορά τα ρωσικά εγκλήματα στην Ουκρανία, αλλά όχι όταν πρόκειται για τα ισραηλινά εγκλήματα την Παλαιστίνη.