Ολόκληρο στο RProject.gr
Τ ους τελευταίους μήνες, το επίπεδο της ταξικής πάλης άρχισε επιτέλους να ανεβαίνει στις ΗΠΑ, ύστερα από τέσσερις δεκαετίες διαρκούς ήττας. Μέσα στο 2023 χάθηκαν λόγω απεργιακής δράσης περισσότερες ημέρες εργασίας από οποιαδήποτε άλλη χρονιά εδώ και δύο δεκαετίες.
Τα σωματεία που κατέβηκαν σε απεργία οργάνωσαν μαχητικές μαζικές απεργιακές φρουρές και μεγάλες διαδηλώσεις μέσα στη χρονιά, με πιο γνωστές εκείνες των σεναριογράφων και ηθοποιών του Χόλιγουντ, των εργαζόμενων στην Υγεία, των εκπαιδευτικών και των εργαζόμενων στις αυτοκινητοβιομηχανίες.
Η μαχητικότητα της
εργατικής τάξης αυξάνεται
Οι φετινές απεργίες (και η «παρ› ολίγον απεργία» των 340.000 εργαζομένων της UPS στα τέλη Ιουλίου) ήταν αγώνες μεγάλης κλίμακας και συνεπώς συγκέντρωσαν σημαντική προσοχή από τα ΜΜΕ, αναδεικνύοντας ευρέως τις χαμηλές αμοιβές και τις κακές συνθήκες εργασίας που αντιμετωπίζουν αυτοί οι συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι. Επιπλέον, οι αγώνες των εργατών στις αυτοκινητοβιομηχανίες και των Teamsters [συνδικάτο οδηγών φορτηγών] σηματοδότησαν την επανεμφάνιση των εργαζομένων σε κρίσιμους κλάδους στο επίκεντρο της ταξικής πάλης μετά από πολλά χρόνια απουσίας.
Η κοινή γνώμη υποστήριξε τους απεργούς σε όλες αυτές τις διαμάχες με διαφορά δύο υπέρ προς έναν κατά. Πρόκειται για την ίδια διαφορά με την οποία το κοινό υποστηρίζει τα συνδικάτα γενικότερα και η οποία είναι υψηλότερη από κάθε άλλη φορά μετά το 1965. Όλα αυτά υποδηλώνουν μια αύξηση της ταξικής συνείδησης στο σύνολό του πληθυσμού.
Σήμερα υπάρχει σε όλες τις ΗΠΑ ένα διάχυτο αίσθημα ταξικής οργής -για τα τεράστια εταιρικά κέρδη, τις διογκωμένες αμοιβές των διευθύνοντων συμβούλων, τους χαμηλούς μισθούς και τις κακές συνθήκες εργασίας- και οι άνθρωποι της εργατικής τάξης μπορούσαν να ταυτιστούν με τους απεργούς.
Μεγάλες νίκες, μετά από δεκαετίες ήττας
Ίσως το πιο σημαντικό είναι ότι όλοι οι εργαζόμενοι που ύψωσαν ανάστημα απέναντι στις εταιρείες πέτυχαν σημαντικές νίκες, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες. Τον περασμένο μήνα, ο δημοσιογράφος Στίβεν Γκρίνχαουζ περιέγραψε ένα «κύμα εντυπωσιακών - μερικές φορές σοκαριστικών» μισθολογικών αυξήσεων στις φετινές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Κέρδισαν οι απεργοί όλα όσα ζήτησαν φέτος; Φυσικά και όχι. Μια απεργία μόνο δεν θα μπορούσε ποτέ να αναπληρώσει 40 χρόνια παραχωρήσεων. Αλλά ανάγκασαν τους εργοδότες τους να υποχωρήσουν σε αιτήματα που είχαν ορκιστεί ότι δεν θα τα συζητούσαν καν ποτέ. Οι συγγραφείς και οι ηθοποιοί του Χόλιγουντ παρέμειναν αμετακίνητοι μέχρις ότου τα στούντιο συμφώνησαν τελικά σε ορισμένες διατυπώσεις στις συμβάσεις σχετικά με τα έσοδα από το streaming και την χρήση της AI (τεχνητή νοημοσύνη). Η απεργία του UAW [United AutoWorkers, το συνδικάτο στις αυτοκινητοβιομηχανίες] δεν κατάφερε να επανακτήσει τον παραδοσιακό τρόπο καταβολής συντάξεων και την υγειονομική περίθαλψη των συνταξιούχων, αλλά άντεξε αρκετά ώστε να κερδίσει την τιμαριθμική προσαρμογή των μισθών στο κόστος διαβίωσης (COLA – cost of living adjustment) και την συνδικαλιστική εκπροσώπηση της UAWσε ορισμένα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικών οχημάτων, κατοχυρώνοντας μια σημαντική πρώτη πρόσβαση σε αυτά για το συνδικάτο.
Αλλά οι προσδοκίες πολλών απεργών ήταν ακόμα υψηλότερες αυτή τη φορά, καθώς είχαν χάσει πάρα πολλά κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών μονόπλευρου ταξικού πολέμου. Αυτό ήταν πιο εμφανές μεταξύ των μεγαλύτερων σε ηλικία εργατών στις αυτοκινητοβιομηχανίες, οι οποίοι ψήφισαν ενάντια στη νέα σύμβαση, παρά τα τεράστια βήματά προς τα εμπρός που αυτή προσέφερε. Παρόλο που η συμφωνία επικυρώθηκε από το 64% των εργαζομένων στις τρεις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες (Big Three), η υποστήριξη που συγκέντρωσε διέφερε σημαντικά από τη μία στην άλλη. Ενώ το 68,8% των εργαζομένων στη Stellantis και το 69,3% στη Ford ψήφισαν υπέρ, η σύμβαση υποστηρίχθηκε μόνο από το 54,7% στη GM. Είναι χαρακτηριστικό ότι επτά από τα έντεκα εργοστάσια συναρμολόγησης της GM στις ΗΠΑ απέρριψαν τη συμφωνία.
Ο λόγος για το χαμηλότερο ποσοστό υπέρ του «ναι» στην GM είχε να κάνει με το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων με πολύχρονη προϋπηρεσία (και συνεπώς μεγαλύτερη ηλικία) σε αυτήν. Αυτοί οι εργαζόμενοι έχουν υποστεί δεκαετίες υποχωρήσεων στις συμβάσεις τους και ήταν θυμωμένοι που οι αυτοκινητοβιομηχανίες αρνήθηκαν να επαναφέρουν τις παραδοσιακές συντάξεις και την υγειονομική περίθαλψη μετά τη συνταξιοδότηση. Πολλοί από τους εργαζόμενους με μεγαλύτερη προϋπηρεσία ψήφισαν κατά της σύμβασης και στις τρεις μεγάλες εταιρείες.
Γιατί τώρα και όχι νωρίτερα;
Ένα προφανές ερώτημα παραμένει: Γιατί αυτή η άνοδος της ταξικής πάλης δεν συνέβη νωρίτερα; Η απάντηση είναι απλή, ειδικά όταν υπάρχει το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης.
Η ταξική οργή απλά συσσωρευόταν -χωρίς να μεταφράζεται σε αγώνες- μέχρις ότου οι εργαζόμενοι άρχισαν να αισθάνονται ότι είχαν υπήρχαν πιθανότητες νίκης αν απεργήσουν.
Υπάρχει μια σειρά παραγόντων που μπορούμε να εντοπίσουμε ξεκάθαρα, των οποίων η σύγκλιση συνέβαλε ώστε μεγαλύτερος αριθμός εργαζομένων να αισθάνεται έτοιμος να απεργήσει:
1. Διάχυτη ταξική συνείδηση: Αυτό περιλαμβάνει τηνεπίγνωση ότι οι εταιρείες συσσωρεύουν τεράστια κέρδη και επίσης αποζημιώνουν τα στελέχη και τους επενδυτές τους σε επίπεδα που ξεπερνούν κάθε όριο –οπότε θα τους ήταν οικονομικά εύκολο να δώσουν περισσότερα στους εργαζόμενους που καθιστούν αυτά τα κέρδη εφικτά.
Η πανδημία παρόξυνε αυτό το θυμό, ιδίως μεταξύ των λεγόμενων «αναγκαίων εργαζομένων» που αναγκάστηκαν να ρισκάρουν τη ζωή τους χωρίς πρόσθετη αποζημίωση, ενώ τα κέρδη των εργοδοτών τους εκτοξεύτηκαν στα ύψη.
Και μπορεί οι υψηλοί ρυθμοί πληθωρισμού που ξεκίνησαν να τρέχουν κατά τη διάρκεια της πανδημίας να επιβραδύνθηκαν σχετικά πρόσφατα, αλλά οι τιμές έχουν παραμείνει υψηλότερες από ό,τι πριν από την πανδημία, ενώ οι μισθοί δεν έχουν ακολουθήσει ούτε στο ελάχιστο το κόστος των ειδών πρώτης ανάγκης, όπως τα είδη διατροφής και το ενοίκιο.
2. Η πολύ σφιχτή αγορά εργασίας. Το ποσοστό ανεργίας έχει παραμείνει κάτω από 4% για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από οποιαδήποτε άλλη φορά μετά τη δεκαετία του 1960. Σε μια έρευνα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο, περίπου το 58% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι αναμένει πως θα μπορέσει να βρει μια νέα θέση εργασίας εάν χάσει την τρέχουσα. Αυτό καθιστά την απεργία λιγότερο επικίνδυνη, ιδίως μεταξύ των εκατομμυρίων εργαζομένων των οποίων οι σημερινοί μισθοί και οι συνθήκες εργασίας δεν διαφέρουν πολύ από τις άλλες θέσεις εργασίας που είναι εύκολα διαθέσιμες.
3. Επεκτεινόμενοι κλάδοι, ιδίως εκείνοι που χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες. Σε αντίθεση με τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, όταν όλοι οι κατασκευαστές ισχυρίζονταν ότι δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστούν λόγω της χαμηλής παραγωγικότητας (είτε αυτό ήταν αλήθεια, είτε όχι), οι περισσότερες μεγάλες εταιρείες δεν μπορούν να προβάλουν αυτόν τον ισχυρισμό σήμερα. Και πολλοί εξαιρετικά κερδοφόροι κλάδοι, όπως η ψυχαγωγία, υιοθετούν νέες τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη για να αυξήσουν τα κέρδη τους. Στην περίπτωση της αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτό σημαίνει επίσης την επέκτασή της στην παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων –η οποία σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτείται από ομοσπονδιακές δημόσιες επενδύσεις στην «πράσινη» τεχνολογία, σε μια κατάσταση win-win για τις τρεις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες.
4. Μεταρρυθμιστικές συνδικαλιστικές ηγεσίες [με την έννοια της διεκδίκησης «μεταρρύθμισης» του ίδιου του συνδικαλιστικού κινήματος]. Ενώ οι αλλαγές στην ανώτατη συνδικαλιστική ηγεσία δεν είναι απαραίτητες για την προώθηση της ταξικής πάλης, μπορούν ωστόσο να είναι πολύ χρήσιμες. Παράδειγμα αποτελούν τα μεταρρυθμιστικά ψηφοδέλτια που νίκησαν και είναι σήμερα στην ηγεσία των Teamsters και της UAW. Τόσο ο πρόεδρος των Teamsters, Σιν Ο’ Μπράιαν όσο και ο Σον Φέιν της UAW κατέβηκαν στις εκλογές ως μεταρρυθμιστές υποψήφιοι που χρησιμοποιούν τη γλώσσα της ταξικής πάλης και εκφράζουν μια προθυμία να συγκρουστούν με τους εργοδότες για να πάρουν τα μέλη τους αυτό που αξίζουν.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον Φέιν, ο οποίος σε συνέντευξη Τύπου στα πανεθνικά μέσα ενημέρωσης φορούσε ένα μπλουζάκι με το σύνθημα «Φάτε τους πλούσιους» (Eat the Rich), ενώ στο βασικό προσωπικό του επιτελείο περιλαμβάνονται άνθρωποι που ανήκουν στην Αριστερά, όπως ο Κρις Μπρουκς, πρώην δημοσιογράφος του LaborNotes. Καθ’ όλη τη διάρκεια της απεργίας, ο Φέιν κατέστησε σαφές ότι ο αγώνας του UAW διεξάγεται για λογαριασμό όλης της εργατικής τάξης. Αφού το συνδικάτο ανακοίνωσε τη νίκη του, ο Φέιν δήλωσε εμφατικά ότι η νίκη του συνδικάτου θα αποτελέσει «σημείο καμπής στον ταξικό πόλεμο που μαίνεται στη χώρα τα τελευταία 40 χρόνια».
Ο Φέιν κατάφερε να εκλεγεί επειδή, για πρώτη φορά στην ιστορία του, το UAW επέτρεψε σε όλα τα μέλη του να συμμετέχουν άμεσα στην εκλογή της ανώτατης ηγεσίας του συνδικάτου και κέρδισε με πολύ μικρή διαφορά, στις αρχές της χρονιάς. Όμως, το ψηφοδέλτιο «UAW Members United» (Ενωμένα Μέλη του UAW) κατάφερε να εκθρονίσει την παγιωμένη και διεφθαρμένη «Διοικητική Συμμαχία» (Administrative Caucus) που κυριαρχούσε στο UAW για περισσότερα από 70 χρόνια.
Αυτή η νέα ηγεσία του UAW ακολούθησε μια στρατηγική που ονόμασαν «Stand Up Strike» [Σηκωνόμαστε Όρθιοι κι Απεργούμε], που δείχνει να αποτίνει φόρο τιμής στις ιστορικές «καθιστικές απεργίες» (Sit – Down Strikes), με τις οποίες κατάφεραν να συνδικαλιστούν οι βιομηχανικοί εργάτες τη δεκαετία του 1930.
Εν προκειμένω, αυτή η στρατηγική (Stand Up Strike) έσπασε τη μακρόχρονη παράδοση του UAW να κηρύσσει απεργία μόνο σε μία από τις τρεις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες, ενώ η γενική προσδοκία ήταν ότι οι άλλες δύο θα συμμορφώνονταν με το περιεχόμενο της σύμβασης [που θα προέκυπτε από την απεργία με την πρώτη εταιρεία]. Αντίθετα, το συνδικάτο κήρυξε απεργία ενάντια και στις τρείς αυτοκινητοβιομηχανίες, επιλέγοντας όμως ποιες εγκαταστάσεις θα απεργούσαν και πότε, αφήνοντας τις τρεις εταιρείες να προσπαθούν να μαντέψουν ποιες από τις μονάδες τους θα ήταν ο επόμενος στόχος. Με αυτόν τον τρόπο, το συνδικάτο είχε το πάνω χέρι στον έλεγχο της πορείας της σύγκρουσης, ενώ οι εταιρείες πάσχιζαν να ανταπεξέλθουν. Αυτή η στρατηγική αποδείχθηκε νικηφόρα, αλλά ακόμη και έτσι, η απεργία χρειάστηκε να κρατήσει έξι εβδομάδες μέχρι να μπορέσει το συνδικάτο να κηρύξει τη νίκη του.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν συνδυαστικά στο μέγεθος και στον χαρακτήρα των απεργιών που πραγματοποιήθηκαν φέτος, με τους εργαζόμενους που συμμετείχαν να νιώθουν πιο σίγουροι και αποφασισμένοι να αγωνιστούν για αυτό που τους αξίζει.
Το μέλλον: αλληλεγγύη και αγώνας
Το κλειδί για το μέλλον, όπως πάντα, περιλαμβάνει την αλληλεγγύη και την προθυμία για αγώνα. Και λόγω αυτών των πρόσφατων απεργιών έχουμε κάνει ένα βήμα μπροστά. Το πιο σημαντικό είναι η επιτακτική ανάγκη για οργάνωση νέων σωματείων -η οποία έχει παραμεληθεί κατάφωρα από τους εταιρικούς συνδικαλιστές [business unionism, η πρακτική λειτουργίας του συνδικάτου με τέτοιο επαγγελματισμό και γραφειοκρατία, σαν να πρόκειται για «εταιρεία»].
Ο Φέιν το κατανοεί σαφώς αυτό. Δήλωσε ξεκάθαρα: «Ένας από τους σημαντικότερους στόχους μας, μετά από αυτή την ιστορική νίκη στη σύμβαση που πετύχαμε, είναι να οργανώσουμε εργαζόμενους όπως δεν έχουμε οργανώσει ποτέ πριν», προσθέτοντας: «Όταν επιστρέψουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το 2028, δεν θα είναι μόνο με τις τρεις μεγάλες εταιρείες. Θα είναι με τις μεγάλες πέντε ή τις μεγάλες έξι».
Ο Φέιν και η διαπραγματευτική ομάδα του UAW κατάφεραν επίσης να αλλάξουν την ημερομηνία λήξης της σύμβασης και να τη μεταθέσουν στις 30 Απριλίου 2028, γεγονός που επιτρέπει η πρώτη μέρα απεργίας εκείνη τη χρονιά να είναι η Πρωτομαγιά. [ΣτΜ: Στις ΗΠΑ απαγορεύεται η απεργιακή δράση όσο η Συλλογική Σύμβαση είναι σε ισχύ]. Και παροτρύνει και άλλα συνδικάτα να κάνουν το ίδιο, ώστε όσο το δυνατόν περισσότερα συνδικάτα να μπορούν να απεργήσουν την ίδια ημερομηνία. Αυτός ο συντονισμός θα επέτρεπε στα συνδικάτα να «αρχίσουμε να τεντώνουμε τους συλλογικούς μας μύες», δήλωσε ο Φέιν.
Και πρόσθεσε: «Αν πρόκειται να τα βάλουμε πραγματικά με την τάξη των δισεκατομμυριούχων και να ξαναχτίσουμε την οικονομία έτσι ώστε να αρχίσει να λειτουργεί προς όφελος των πολλών και όχι των λίγων, τότε είναι σημαντικό όχι μόνο να απεργήσουμε, αλλά να απεργήσουμε όλοι μαζί».
Ο Φέιν έχει προτείνει ένα πολλά υποσχόμενο όραμα, αλλά μόνο ο χρόνος θα δείξει αν αυτό μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Η μελλοντική ταξική πάλη σίγουρα δεν θα αποτελεί μια ευθύγραμμη αύξηση των νικών της εργατικής τάξης. Η ιστορία μας διδάσκει ότι αυτό δεν συνέβη ποτέ και ούτε πρόκειται να συμβεί ποτέ. Πολλά εμπόδια στέκονται στο δρόμο της επιτυχίας και δεν θα είναι εύκολο να ανατραπούν.
Μερικές ξένες αυτοκινητοβιομηχανίες στις οποίες δεν υπάρχουν σωματεία –οι Hyundai, Toyota και Honda– αύξησαν τους μισθούς των εργαζομένων τους αμέσως μετά τη νίκη του UAW, με την ελπίδα να αποφύγουν μια ανάπτυξη του συνδικαλισμού στις δικές τους εταιρείες. Όμως το UAW εκπροσωπεί λιγότερο από το ήμισυ του συνόλου των εργαζομένων που παράγουν αυτοκίνητα στις ΗΠΑ. Η Toyota, η Nissan, η Volkswagen, η Mercedes-Benz, η Honda, η Tesla και η Hyundai παραμένουν όλες ακλόνητα ασυνδικάλιστες, και αν οι εργαζόμενοί τους δεν καταφέρουν να συνδικαλιστούν, θα συνεχίσουν να ασκούν καθοδική πίεση στους μισθούς στην αυτοκινητοβιομηχανία. Και οι εταιρείες αυτές αναμένεται να πολεμήσουν με νύχια και με δόντια κάθε νέα συνδικαλιστική προσπάθεια στα εργοστάσιά τους.
Οι ηγεσίες των επιχειρήσεων αναμφίβολα παρακολουθούν στενά την άνοδο της μαχητικότητας της εργατικής τάξης τους τελευταίους μήνες και θα καταστρώσουν τις δικές τους στρατηγικές για να αποτρέψουν οποιαδήποτε αλλαγή στον ταξικό συσχετισμό δύναμης, που τους βόλεψε τόσο καλά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ο ρόλος των μαρξιστών
Παρ’ όλα αυτά, η εργατική τάξη έχει πλέον τη δυνατότητα να κερδίσει σημαντικές κατακτήσεις, όχι μόνο στο εγγύς αλλά και στο απώτερο μέλλον. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, οι πρόσφατες απεργίες δίνουν ελπίδα στους εργαζόμενους ότι αυτό που μέχρι πρόσφατα έμοιαζε αδύνατο μπορεί να επιτευχθεί.
Αν όλα αυτά ακούγονται ως μη ρεαλιστικά, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι, όπως οι ήττες, έτσι και οι νίκες είναι μεταδοτικές - και μερικές φορές προκαλούν μια απότομη αύξηση της ευρύτερης ταξικής συνείδησης. Τις νίκες που επιτέλους ήρθαν φέτος, τις περιμέναμε εδώ και πολύ καιρό.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί στο μέλλον, αλλά μια από τις μεγαλύτερες συνεισφορές των μαρξιστών στην ταξική πάλη είναι το να φαντάζονται τι θα μπορούσε να είναι εφικτό -όχι μόνο στο επόμενο και στο μεθεπόμενο βήμα, αλλά και μακροπρόθεσμα.
Ίσως το πιο σημαντικό αυτή τη στιγμή είναι να αναγνωρίσουμε ότι η αίσθηση της ελπίδας έχει επιστρέψει στην εργατική τάξη, μετά από μια πολύ μακρά περίοδο απελπισίας –και αυτή είναι η ελάχιστη προϋπόθεση για τις μελλοντικές νίκες του κόσμου της εργασίας.
*Αναδημοσίευση
από International Socialism Project,
μετάφραση Θάνος Λυκουργιάς