Η ριζοσπαστική/αντικαπιταλιστική Αριστερά στην Ελλάδα διατηρεί σημαντικές κινηματικές δυνάμεις. Όμως στο κεντρικό πολιτικό πεδίο (και κατά συνέπεια στις εκλογικές δοκιμασίες) δεν έχει κατορθώσει να ξεπεράσει το «φράγμα» της απλής καταγραφής της ύπαρξής της.
Στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές (και ειδικά στις δημοτικές της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και κάποιων άλλων Δήμων όπου έχει προϊστορία ενωτικής-μαζικής δράσης) πέτυχε ένα βήμα ανόδου, από την καταγραφή στην πολιτική παρουσία. Ποσοστά της τάξης του 5-6% δείχνουν τη σχέση με ένα υπαρκτό ακροατήριο, που μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μια ανοδική συνέχεια.
Όμως αυτό θα κριθεί σε μια νέα κατάσταση, μια περίοδο απαιτητική πολιτικά, με πρώτο σταθμό τις επερχόμενες ευρωεκλογές. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήδη δείχνει τα δόντια της με το μπαράζ των «μεταρρυθμιστικών» νομοσχεδίων που περνάει καλπάζοντας στη Βουλή. Είναι κοινό μυστικό ότι το 2024 σηματοδοτεί ένα ορόσημο νέας κρισιακής δοκιμασίας για τους καπιταλιστές, που θα μεταφραστεί σε ακραία κλιμάκωση της κυβερνητικής επιθετικότητας. Μετά τις ευρωεκλογές θα ζήσουμε μια ουσιαστική αναμέτρηση, όπου θα κριθούν βασικά σημεία του κοινωνικού συσχετισμού δύναμης στην Ελλάδα.
Σε αυτή την πορεία θα χρειαστούν κάποιες βασικές τακτικές εκτιμήσεις απέναντι στις αλλαγές που δρομολόγησε ο εκλογικός κύκλος του 2023.
Η τελική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ
Η εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη σηματοδότησε το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ακόμα αυτός αυτοπροσδιοριζόταν, ως ένα κόμμα μιας κάποιας εκδοχής της «ριζοσπαστικής Αριστεράς». Ήταν μια βίαια οριστική στροφή χωρίς προσχήματα, προς το πολιτικό «Κέντρο». Μια στροφή που παρουσιάζεται ως η, τάχα, αναντικατάστατη προϋπόθεση για να ηττηθεί εκλογικά ο Μητσοτάκης.
Η αποφασιστική προεργασία για αυτήν τη συντηρητική στροφή έγινε επί Τσίπρα. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης 2015-2019, ο βαθιά μνημονιακός χαρακτήρας της συμφωνίας του 2018 με τους δανειστές (που ονομάστηκε θρασύτατα έξοδος από τα μνημόνια), η «λαϊκιστική»-εκλογοκεντρική αντιπολίτευση απέναντι στον Μητσοτάκη στα χρόνια 2019-23, η διάλυση κάθε οργανωμένης/δομημένης κομματικής λειτουργίας και η εμπέδωση του ακραίου, απωθητικού και τελικά πολιτικά αδύναμου αρχηγισμού, ήταν μεγάλα βήματα προς το μοντέλο του Μακρόν στη Γαλλία ή του Δημοκρατικού Κόμματος στις ΗΠΑ. Ο αρχιτέκτονας του «φαινομένου Κασσελάκης» είναι ο Αλέξης Τσίπρας. Με αυτή την έννοια, ο Τσίπρας δεν αποτελεί πλέον «εφεδρεία» για μια ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, όταν θα καταγραφεί η κατάρρευση του Κασσελάκη. Νομίζει ότι αποτελεί εφεδρεία μιας ευρύτερης κεντρώας-σοσιαλδημοκρατικής (;) «ανασύνθεσης», πιθανότατα αμέσως μετά τις ευρωεκλογές, αλλά υποτιμά το γεγονός ότι η κατάρρευση του Κασσελάκη θα επιφέρει αναπόφευκτα και την υποβάθμιση της μετοχής-Τσίπρας.
Η πραγματική πολιτική του Κασσελάκη -που στηρίζεται στην αποδαιμονοποίηση του κεφαλαίου, στη δαιμονοποίηση της ταξικής πάλης και την χωρίς προσχήματα ευθυγράμμιση με τον ευρωατλαντισμό- οδηγεί στη μεγαλύτερη συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ. Το ερώτημα που αντιμετωπίζει πλέον δεν είναι, ασφαλώς, το εάν θα νικήσει τον Μητσοτάκη, αλλά το εάν θα διατηρήσει την 3η θέση κάτω από την κλιμακούμενη πίεση του ΚΚΕ. Οι δημοσκοπήσεις υπενθυμίζουν ότι ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ, αποσύροντας μαζικά την εμπιστοσύνη του, στέλνει «μήνυμα» ότι θα επιμείνει στο να εναποθέτει τις ελπίδες -και την ψήφο του- προς την Αριστερά. Προσέξτε τις «προτεραιότητες» στην πολιτική Κασσελάκη (φορολογική δικαιοσύνη-καθημερινότητα-ασφάλεια-στεγαστική πολιτική). Από αυτές απουσιάζουν οι μισθοί και οι συντάξεις, η ελαστικοποίηση της εργασίας, οι ιδιωτικοποιήσεις, οι εξοπλισμοί, οι βάσεις κ.ο.κ. Αυτή η πολιτική είναι καταδικασμένη να συντριβεί.
Με αυτή την έννοια, οι οργανωμένες αποχωρήσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές πολιτικές δυνατότητες και ειδικό βάρος.
Δυστυχώς οι πολιτικές επιλογές τους υπονομεύουν μια τέτοια προοπτική.
Διάλεξαν να αναβαθμίσουν την αναφορά στην παράδοση της «ανανεωτικής» Αριστεράς, ξεχνώντας το πού είχε οδηγήσει αυτή η παράδοση στα τέλη του 20ού αιώνα, και το πώς το «ιδρυτικό γεγονός» του ΣΥΡΙΖΑ στηρίχθηκε στο κάλεσμα για στροφή στη «ριζοσπαστική Αριστερά», μέσω του διεθνούς κινήματος ενάντια στη νεοφιλελεύθερη-καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, στις μέρες του Φόρουμ, της Γένοβας και της Φλωρεντίας.
Ακόμα χειρότερα διάλεξαν να υιοθετήσουν την υπεράσπιση του «κυβερνητικού έργου» του 2015-19, τη στροφή προς το «ανοιχτό κόμμα» και τη συνολική «παρακαταθήκη του Αλέξη Τσίπρα». Οδηγούν έτσι τον πολιτικό κύκλο τους στην παράλογη θέση να επιχειρούν να συγκρουστούν με την πολιτική Κασσελάκη, αρνούμενοι να απορρίψουν τις ιδέες και τις πρακτικές που έθρεψαν και ολοκλήρωσαν τον εκφυλισμό του ΣΥΡΙΖΑ προς την ηγεσία Κασσελάκη.
Με αυτές τις επιλογές, τόσο η «Ομπρέλα», όσο και οι «6+6» υπονομεύουν καίρια κάθε πιθανότητα σχέσης με πρωτοβουλίες ευρύτερης ανασυγκρότησης. Υπονομεύουν επίσης τις όποιες δυνατότητες να εκφράσουν πολιτικά/εκλογικά τον κόσμο που αντιδρά στον Κασσελάκη ξεκινώντας μέσα από τις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ. Η αριστερή αντιπολίτευση του 2015, αρχικά η Αριστερή Πλατφόρμα και στη συνέχεια η ΛΑΕ, αντιμετώπιζε έναν «αντικειμενικό» φραγμό: το δικαίωμα της αμφιβολίας στη λαϊκή ετυμηγορία για την κωλοτούμπα, λειτουργούσε υπέρ του Αλέξη Τσίπρα και της τότε πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα αυτός ο παράγοντας έχει αντιστραφεί: η λαϊκή ετυμηγορία έχει εκδοθεί για τα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ, με την απόσυρση περισσότερων του 1,3 εκατ. ψήφων από την κάλπη του 2023 σε σύγκριση με την κάλπη του 2015. Έτσι το ξανακέρδισμα της εμπιστοσύνης αυτού του κόσμου, όπως και το κέρδισμα της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας των μελών του ΣΥΡΙΖΑ, έχει πλέον περισσότερες πολιτικές προϋποθέσεις από αυτές που προτίθενται να καλύψουν η «Ομπρέλα» και οι «6+6».
Έξω από το μαντρί
Το Μάη του 2023, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι το ΜΕΡΑ25 θα περνούσε με άνεση το όριο-λεπίδι του 3%. Παρά την ενίσχυσή του από τις δυνάμεις της ΛΑΕ, μέσω της ίδρυσης της Συμμαχίας για τη Ρήξη, τελικά το ΜΕΡΑ25 απέτυχε να μπει στη Βουλή.
Η ερμηνεία αυτής της αποτυχίας βρίσκεται στις απαντήσεις που έδωσε (ή δεν έδωσε…) ο Γ. Βαρουφάκης κατά την περίοδο της προεκλογικής σύγκρουσης. Ο λόγος που το θυμόμαστε και το υπενθυμίζουμε, είναι ότι αυτή η αδυναμία μπορεί και σήμερα να αναπαραχθεί.
Το γενικό πλαίσιο ερμηνείας της εποχής, η ονομασία των αντιπάλων που αντιμετωπίζουμε, έχει πάντα ιδιαίτερη σημασία για τα εγχειρήματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Μιλώντας για τον καπιταλισμό στην εποχή του ιμπεριαλισμού, υποχρεωνόμαστε να «δείχνουμε με το δάχτυλο» τον ντόπια αστική τάξη, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, αλλά και να αναγνωρίζουμε το συγκεκριμένο κοινωνικό υποκείμενο -την εργατική τάξη και τους λαϊκούς συμμάχους της- που μπορεί να αναλάβει την εναλλακτική: το σοσιαλισμό. Στη θέση αυτών των ακρογωνιαίων αναφορών, δεν είναι δυνατόν να μπουν αβασάνιστα κάποιες «νέες ιδέες». Τι περίπου είναι η «τεχνοφεουδαρχία»; Ποια είναι τα βασικά κοινωνικά στηρίγματά της και ποια κοινωνική δύναμη μπορεί να την ανατρέψει; Είναι ο «προοδευτισμός» (και ως φορέας του, μια «προοδευτική διεθνής») μια εναλλακτική στο σοσιαλισμό και στη διεκδίκηση της απελευθέρωσης από την εκμετάλλευση και την καταπίεση μέσω της εργατικής εξουσίας; Υπάρχει κάτι στις πρόσφατες κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις που να μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι «σκότωσε τον καπιταλισμό»; Υπενθυμίζουμε ότι το cloud δεν είναι ένας «αιθέρας»: Πατάει σε εκατομμύρια χιλιόμετρα οπτικών ινών και καλωδίων, σε γιγάντια εργοστάσια και εργοτάξια, σε θηριώδη εργασία εκατοντάδων εκατομμυρίων εργατών και εργαζομένων υπαλλήλων και τεχνικών, κάτω από τον έλεγχο και την απόλυτη εξουσία «μιας χούφτας καπιταλιστών» που συσσωρεύουν αμύθητα κέρδη και κτηνώδη δύναμη. Τα κέρδη της Amazon δεν τα εξασφαλίζει κάποιος «αλγόριθμος» αλλά η μισθωτή εργασία στα κάτεργα των αποθηκών και των κόμβων στα δίκτυά της. Και πρόσφατα αποδείχθηκε ότι αυτός ο καπιταλιστικός γίγαντας δεν είναι αμόλυντος από το μικρόβιο της εργατικής/απεργιακής δράσης. Με αυτές τις επισημάνσεις δεν υπερασπίζουμε έναν συντηρητισμό στην ανάλυση του σύγχρονου καπιταλισμού, αλλά τη σταθερή γείωση στη συνέχεια του μαζικού κινήματος για τη σοσιαλιστική απελευθέρωση. Που μεταξύ άλλων θα εμπόδιζε το λάθος να προβληθεί ξαφνικά και ξεκάρφωτα η ιδέα για ένα ηλεκτρονικό νόμισμα (ιδέα ήδη πλειοψηφική στις τράπεζες στη Φρανκφούρτη) ως μια μέθοδος που μας επιτρέπει να ελέγξουμε ή και να «κάψουμε» τις τράπεζες…
Το ΜΕΡΑ25 έχει δώσει στη δημοσιότητα τα «10 σημεία διαλόγου» όπου βάζει τις προτάσεις του για ενότητα δράσης, συμπεριλαμβανομένης της εκλογικής συνεργασίας. Πρόκειται για 10 κατηγορίες θεμάτων, όπως θα μπορούσε να αρθρώνεται ένα κυβερνητικό πρόγραμμα. Και εδώ πάλι υπεισέρχονται κάποιες «νέες ιδέες» -όπως τα «συνεταιριστικά-εταιρικά σχήματα νέου τύπου» («1 μετοχή-1 εργαζόμενος-1 ψήφος») ως εργαλεία προς την κατάκτηση μιας κάποιας «εργασιακής δημοκρατίας».
Αυτές οι «νέες ιδέες» υπολείπονται σε ακρίβεια και σαφήνεια των παραδοσιακών μεταβατικών συνθημάτων του εργατικού κινήματος: σαφής και διατυπωμένη αντίθεση στις ιδιωτικοποιήσεις, διεκδίκηση της επανάκτησης σε δημόσιο έλεγχο των ιδιωτικοποιημένων μεγάλων επιχειρήσεων και οργανισμών, διεκδίκηση και πάλη για την ανάπτυξη των μορφών του εργατικού ελέγχου.
Στην παρούσα περίοδο δεν χρειαζόμαστε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα ή ένα υποκατάστατό του. Χρειαζόμαστε ένα σαφές και συγκεκριμένο μεταβατικό πρόγραμμα πάλης (που θα ενοποιεί δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς και θα απευθύνεται στον κόσμο με στόχο να τον κινητοποιεί). Χρειαζόμαστε επίσης μια καθαρή αντικαπιταλιστική στρατηγική, που θα «δεσμεύει» τις τακτικές μας στον ορίζοντα της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης. Και για όλα αυτά χρειαζόμαστε μια ανοιχτή και έντιμη δημόσια πολιτική συζήτηση που θα πρέπει να ξεδιπλωθεί έγκαιρα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στις ευρωεκλογές θα αποτελεί κομβικό ζήτημα η γραμμή σχετικά με την ΕΕ. Απέναντι στη σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική της Κομισιόν και όλων των ευρωηγεσιών υπάρχει, ασφαλώς, η ανάγκη να ξεδιπλωθούν συγκεκριμένοι αμυντικοί αγώνες και διεκδικήσεις μεταρρυθμίσεων προς άμεσο όφελος των εργατικών και λαϊκών μαζών. Όμως η πολιτική εμπειρία πολλών δεκαετιών υποδεικνύει ότι το «οικοδόμημα» της ΕΕ και της Ευρωζώνης δεν είναι δυνατόν να αυτό-ρυθμιστεί με την κατάκτηση «αριστερής» πλειοψηφίας μέσα στους ενωσιακούς θεσμούς, ούτε να αντιμετωπιστεί συνολικά με τις μεθόδους της μεταρρύθμισης. Η στρατηγική της ρήξης/ανατροπής είναι απαραίτητη. Και αυτό δεν αποτελεί μόνο ένα ταυτοτικό στοιχείο όλων των πραγματικά ριζοσπαστικών δυνάμεων στην Ευρώπη σήμερα, δεν είναι μόνο ένα κρίσιμο ιδεολογικό χαρακτηριστικό: είναι αναγκαίος γνώμονας, αναγκαίος οδηγός στην τακτική και για την περίοδο των αμυντικών μεταρρυθμίσεων εντός της ΕΕ και ενάντια στην πολιτική της. Και στις μέρες που ζούμε, η ρατσιστική-φιλοπόλεμη και φιλομιλιταριστική «στροφή» της ΕΕ κάνει αναγκαία τη σύνδεση αυτής της πάλης με την άλλη μεγάλη πολιτική αιχμή: την πάλη ενάντια στο ΝΑΤΟ, τις βάσεις, τους εξοπλισμούς, τους αντιδραστικούς «άξονες» στρατιωτικοδιπλωματικών συμμαχιών κλπ.
Είναι αλήθεια ότι το ΜΕΡΑ25 έχει κάνει μια ριζοσπαστική προγραμματική στροφή σε σημαντικά θέματα όπως η απόρριψη της εξορυκτικής στρατηγικής, η καταγγελία των «αξόνων» με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, τα ζητήματα του ρατσισμού και του σεξισμού, τα ζητήματα των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών κ.ο.κ. Είναι επίσης αλήθεια ότι μαζί του βαδίζει ένας αριθμός στελεχών που έχει αντιμετωπίσει θετικά τη δοκιμασία του 2015 στο ΣΥΡΙΖΑ. Όμως μια εκλογική συμμαχία μαζί του, όπως και μια συστηματική πολιτική συμμαχία μακρού χρόνου, έχει ως προϋπόθεση την καλύτερη συγκρότηση των δυνάμεων της οργανωμένης ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Αυτό το «αντίβαρο» είναι για εμάς μια αναντικατάστατη πολιτική προϋπόθεση.
Σε αυτή την «περιοχή» η εικόνα δεν είναι καλή.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρίσκεται σε προφανή πολιτική κρίση. Οι επιδόσεις της στις εκλογές του Μάη/Ιούνη 2023 απέδειξαν μια περιορισμένη κι ευάλωτη σχέση με το ευρύτερο ακροατήριο ακόμα και της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Μετά από πολλά χρόνια κοινής μετωπικής συνύπαρξης, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όχι μόνο δεν έχει κατορθώσει να πετύχει μια ενοποίηση σε ανώτερο επίπεδο, αλλά αντίθετα σήμερα παρουσιάζει όλο και πιο σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των βασικών συνιστωσών της.
Αυτός ο απολογισμός δεν είναι δυνατόν να ξεπεραστεί ούτε μέσα από μια σκλήρυνση του φετιχισμού των «πλαισίων» (των, τάχα, προγραμματικών συμφωνιών που ζυγίζουν όσο το χαρτί που χρειάζονται για να γραφούν), ούτε μέσα από μια ενίσχυση του βερμπαλισμού και της τεχνητής υπερ-αισιοδοξίας του τύπου «ήρθε η ώρα να τους ανατρέψουμε».
Η μεγαλύτερη απήχηση των ενωτικών παρεμβάσεων στις δημοτικές εκλογές δείχνει την ανάγκη για νέα ξεκινήματα.
Σε αυτή την προσπάθεια σημαντικός ρόλος πέφτει στις πλάτες οργανώσεων που, στο προηγούμενο διάστημα, απέδειξαν μια μεγαλύτερη δυνατότητα για συνεργασίες (Αναμέτρηση, Κ-Σχέδιο/ΑΡΑΝ, ΔΕΑ, ΑΠΟ, Ξεκίνημα κ.ά.). Η τακτική δεν μπορεί να ξεκινά από τα κεραμίδια προς τα θεμέλια: πρέπει άμεσα να συγκροτηθεί και να παρουσιαστεί ένας «πόλος» κοινής δράσης από τα κάτω, στα κινήματα και στο δρόμο. Πρέπει άμεσα να ξεκινήσει μια διαδικασία δημόσιας πολιτικής συζήτησης, με αντικείμενο το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα και τις στρατηγικές συντεταγμένες μιας ενωτικής πορείας της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Πρέπει σε αυτό το σχέδιο να διεκδικηθεί η συμμετοχή, και γι’ αυτό να ανατεθεί ρόλος, σε σημαντικό αριθμό ανένταχτων αγωνιστών-στριών και κινηματικών ομάδων, συσπειρώσεων κλπ.
Αυτή η προσπάθεια, ασφαλώς, δεν πρέπει να είναι περίκλειστη. Απευθύνεται σε όλο το φάσμα, από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως τη ΛΑΕ και το ΜΕΡΑ25. Αυτό το «φάσμα» μπορεί να διεκδικήσει την επιστροφή στην πολιτική ενός κόσμου που έχει βυθιστεί στην εξατομικοποίηση της αποχής, μπορεί να διεκδικήσει κόσμο που «απελευθερώνει» η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και δεν πρέπει να αφεθεί να χαθεί στην απογοήτευση.
Προφανές σημείο μέτρησης είναι η παρέμβαση στις ευρωεκλογές, με το μάτι και την προσοχή στην επόμενη μέρα. Εξίσου προφανές είναι ότι οι δυσκολίες συγκρότησης είναι μεγάλες και ο διαθέσιμος χρόνος είναι περιορισμένος.
Η γνώμη μας είναι ότι η προσπάθεια πρέπει να ξεκινήσει άμεσα. Αν δεν γίνει εφικτή μια ενωτική και αποτελεσματική αντιμετώπιση των ευρωεκλογών, θα μείνει μια σοβαρή παρακαταθήκη και υποδομή για την επόμενη ημέρα. Για την ώρα που ο κόσμος μας θα έχει να αντιμετωπίσει μια στρατηγική κλιμάκωση της επίθεσης της κυβέρνησης Μητσοτάκη.