Και όμως γυρίζει...

Νέα από τον κόσμο

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
.

Γερμανία
Στα τέλη Οκτώβρη ολοκληρώθηκε μια προαναγγελθείσα ρήξη στο γερμανικό αριστερό κόμμα Die Linke, με την Σάρα Βάγκενκνεχτ, την πιο δημοφιλή και πιο πολωτική προσωπικότητα του κόμματος να δηλώνει την αποχώρησή της, μαζί με μερικούς βουλευτές του κόμματος. Η Βάγκενκνεχτ θέλει να παρουσιάζεται ως ριζοσπαστική εναλλακτική στο πρώην κόμμα της, ως πιο σκληρή «ενάντια στο κατεστημένο». Την διευκολύνει σε αυτό η προσωπική της δημοφιλία και προβολή (ό,τι γράφει γίνεται best-seller, έχει μόνιμο «στασίδι» σε τηλεοπτικές εκπομπές), που της δίνει αυξημένες δυνατότητες να συγκρούεται με κυβερνητικά στελέχη, χωρίς να κουβαλά το βάρος της εφαρμοσμένης πολιτικής του Linke (που συγκυβερνά σε αρκετά κρατίδια κι έχει μετατοπιστεί σε ένα πιο «υπεύθυνο» προφίλ). Αλλά πρόκειται για δεξιά διάσπαση. Πολύς λόγος έχει γίνει (και σωστά) για την συνθηκολόγηση της Βάγκενκνεχτ απέναντι σε διάφορες ιδέες που ανήκουν στο οπλοστάσιο της Δεξιάς (ρατσισμός-σωβινισμός, υποτίμηση της κλιματικής κρίσης, καχυποψία απέναντι στα ζητήματα έμφυλης καταπίεσης, στάση απέναντι στα εμβόλια). Αυτά είναι απολύτως κρίσιμα, γιατί δεν αφορούν «παράξενες μειονότητες», όπως το έχει θέσει η Βάγκενκνεχτ, που δείχνει να πιστεύει ότι «οι ξεχασμένοι, που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα», είναι αποκλειστικά λευκοί, αρσενικοί, στρέιτ και γεννημένοι στη Γερμανία. Αλλά -επίσης- για την κάποτε «κόκκινη Σάρα», φαίνεται ότι «στον ήλιο μοίρα» δεν έχουν και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι λεγόμενοι στη Γερμανία «κρυφοί πρωταθλητές της εγχώριας οικονομίας», τους οποίους επίσης θέλει να εκφράσει. Ακόμα και οι φιλεργατικές πτυχές του προγράμματός της εντάσσονται σε μια μεγάλη αφήγηση που έχει χαρακτηριστεί ως προσχώρηση στο γερμανικό ορντο-φιλελευθερισμό (την κρατική παρέμβαση που διαμορφώνει ένα νομικό πλαίσιο «προστασίας» των εργαζομένων και «δίκαιου ανταγωνισμού» μεταξύ επιχειρήσεων). Όχι τυχαία, στον λόγο της υπερασπίζεται με νοσταλγία τη Γερμανία του ’60 και του ’70. Η απουσία του σοσιαλισμού και της ταξικής πάλης (πράγματα που έστω τυπικά παραμένουν το «πρόγραμμα» του Die Linke) δεν είναι μόνο ρητορική, αντανακλά και την απουσία δεσμών με την οργανωμένη δράση -και αυτό διαφαίνεται στο νέο κόμμα: Ένα «άχρωμο» σάιτ, κάμποσοι «στενοί συνεργάτες» και όνομα… «Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ». 

Ουκρανία
Τον Απρίλη του 2022, στις πρώτες εβδομάδες της ρωσικής εισβολής, το πρωτοσέλιδο του περιοδικού TIME ήταν αφιερωμένο σε συνέντευξή του με τον Ζελένσκι. Ο τίτλος αναφερόταν κολακευτικά στην ηγεσία Ζελένσκι, όχι με την έννοια της νομικής θέσης του ως ηγέτης κράτους, αλλά με την έννοια του ρόλου του διεθνώς και στο εσωτερικό της Ουκρανίας: «Ο Ζελένσκι ηγείται». Το ίδιο περιοδικό τον συνάντησε ξανά τον περασμένο Σεπτέμβρη για μια συνέντευξη. Το πρωτοσέλιδο ήταν διαφορετικό. Παρέθετε τα λόγια του Ουκρανού προέδρου «Κανείς δεν πιστεύει στη νίκη μας όπως εγώ. ΚΑΝΕΙΣ.» και έφερε ως υπότιτλο «ο μοναχικός αγώνας του Βολοντιμίρ Ζελένσκι». Είναι μια συμβολική-συνοπτική αποτύπωση της αλλαγής στην κατάσταση πνευμάτων στον «δυτικό κόσμο», αλλά ενδεχομένως και σε τμήματα της ουκρανικής ηγεσίας, που δηλώνουν (ανώνυμα) στο περιοδικό ότι ο Ουκρανός πρόεδρος «δεν ακούει κανέναν». Η συνέχεια της αμερικανικής στήριξης είναι ερωτηματικό, καθώς εξαντλούνται οι πόροι των προηγούμενων πακέτων και η Ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στη Βουλή αρνείται ως τώρα να συζητήσει κάθε νέα στήριξη στην Ουκρανία. Το ίδιο το στρατιωτικό μέτωπο έχει χαρακτηριστεί ως «ο ορισμός της αδιέξοδης ισορροπίας» από τον επικεφαλής των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, Ζαλούζνι. Ασφαλώς ο Ζαλούζνι πραγματεύεται στο άρθρο του τρόπους να ανατραπεί αυτή η συνθήκη, αλλά παραμένει ακριβής η διαπίστωση ότι «με τις τρέχουσες συνθήκες, καμιά πλευρά δεν μπορεί να κερδίσει αποφασιστικό πλεονέκτημα έναντι της άλλης».

Ιταλία
Λίγο καιρό μετά την απονέκρωση (εν μέσω σκληρών διαφωνιών μέσα στον κυβερνητικό συνασπισμό) του πολυδιαφημισμένου από τη Μελόνι «φόρου στα υπερκέρδη των τραπεζών», η ακροδεξιά πρωθυπουργός παρουσίασε τον προϋπολογισμό του ιταλικού κράτους. Απουσία μέτρων στήριξης του εργατικού εισοδήματος, συνέχεια των περικοπών στις δημόσιες υπηρεσίες, καλπασμός των ιδιωτικοποιήσεων (υπολογίζει 20 δισ. έσοδα από αυτές το 2024-26), φορολογικά δωράκια στους ελεύθερους επαγγελματίες (προνομιακή βάση της Δεξιάς) και πλήρης διασφάλιση των συμφερόντων των μεγαλοκαπιταλιστών. Παράλληλα, αυξάνοντας τις «ποινές» στην πρόωρη συνταξιοδότηση, η Μελόνι βάζει καρφί στο φέρετρο της εμβληματικής προεκλογικής υπόσχεσης για κατάργηση του νόμου Φορνέρο (που είχε ανεβάσει το όριο στα 67), ενώ η κατώτατη σύνταξη μένει καθηλωμένη για άλλη μια χρονιά, εγκαταλείποντας και την άλλη «μεγάλη υπόσχεση» (του κόμματος του Μπερλουσκόνι). Η Μελόνι προσπαθεί να αναπληρώσει την απουσία φιλολαϊκής πολιτικής με την ακροδεξιά θεματολογία που συσπειρώνει σημαντικό τμήμα της κοινωνικής της βάσης, αλλά και εκεί τα πράγματα είναι σύνθετα (υπό το βάρος της αύξησης του αριθμού αφίξεων προσφύγων και της δημαγωγικής αξιοποίησης του γεγονότος από τον «εταίρο» Σαλβίνι, που πετάει καρφιά με το βλέμμα στον εσωτερικό τους ανταγωνισμό ενόψει ευρωεκλογών). Απέναντι σε αυτά, η Μελόνι επιχειρεί μια μεγάλη κι επικίνδυνη φυγή προς τα εμπρός: Ανακοίνωσε τη «μητέρα όλων των μεταρρυθμίσεων», μια αλλαγή του συντάγματος που θα οδηγήσει σε μια πανίσχυρη-μονοπρόσωπη εκτελεστική εξουσία. Η μεταρρύθμιση αφαιρεί εξουσίες από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (που στο ιταλικό πολιτικό σύστημα παίζει πιο ενεργό θεσμικό ρόλο) και ενισχύει αυτές του πρωθυπουργικού αξιώματος, προβλέποντας παράλληλα και εκλογή πρωθυπουργού με άμεση, καθολική ψηφοφορία. Παράλληλα, δημιουργεί εκλογικό νόμο που εγγυάται αυτόματα το 55% των εδρών (!) στο κόμμα που θα νικήσει τις κοινοβουλευτικές εκλογές, χωρίς να έχει διασαφηνίσει καμία άλλη προϋπόθεση (ποσοστό στην κάλπη, απόσταση από τον δεύτερο κλπ). Η μεταρρύθμιση είναι κομμένη και ραμμένη στις σημερινές ανάγκες θεσμικής «θωράκισης» της εξουσίας της Μελόνι προσωπικά, αλλά και μια μεγάλη αυταρχική τομή συνολικότερα. Η Μελόνι επικαλείται την «κυβερνησιμότητα», με δεδομένη την γνωστή προϊστορία της Ιταλίας, όπου 2 ή και 3 διαφορετικές κυβερνήσεις προέκυπταν στη διάρκεια μίας κοινοβουλευτικής θητείας και το φαινόμενο αποτελεί τον «κανόνα», με την εξαίρεση να αποτελεί μια κυβέρνηση που συμπληρώνει 4ετία. Πατάει πάνω στο αφήγημα προηγούμενων, κεντροδεξιών και κεντροαριστερών, κυβερνήσεων που επιχείρησαν επίσης αντιδημοκρατικές αλλαγές αντιμετώπισης της «αστάθειας», που τη διευκολύνει να κρύβει κάποιες ανατριχιαστικές ομοιότητες ανάμεσα στη μεταρρύθμισή της και τις αλλαγές που προώθησε ο Μουσολίνι λίγους μήνες μετά την άνοδό του στην εξουσία. Ασφαλώς η αλλαγή του συντάγματος απαιτεί πλειοψηφία 2/3 που δεν διαθέτει ο συνασπισμός ακροδεξιάς-Δεξιάς, ούτε την διασφαλίζει μια πιθανή στήριξη από τον «κεντρώο» γυμνοσάλιαγκα Ματέο Ρέντσι. Ο δρόμος οδηγεί σε ένα απολύτως κρίσιμο δημοψήφισμα...
 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία