Η διαδικασία του ελληνοτουρκικού «διαλόγου» σε κορυφαίο ηγετικό επίπεδο, μέσω της σύγκλισης του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ), δεν είναι κάτι καινούργιο στις σχέσεις των δύο χωρών.
Τον Ερντογάν θα συνοδεύει στην επίσκεψή του στην Αθήνα στις 7 Δεκέμβρη μια κουστωδία με 8 υπουργούς, δεκάδες στρατιωτικούς και διπλωμάτες και κάποιες εκατοντάδες επιχειρηματίες. Η σύνθεση είναι ενδεικτική: Παρά τις δημαγωγίες που προορίζονται για λαϊκή κατανάλωση, οι κυρίαρχες τάξεις και των δύο χωρών γνωρίζουν ότι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις υπάρχει «ψητό» και για τις δυο πλευρές.
Το ΑΣΣ συγκροτήθηκε το 1996, μετά την κρίση στα Ίμια όπου πρωτοβουλίες «θερμοκέφαλων» και από τις δύο πλευρές οδήγησαν τις δύο χώρες στα πρόθυρα μιας απολύτως ανεξέλεγκτης και εξαιρετικά επικίνδυνης αναμέτρησης. Έκτοτε συγκλήθηκε αρκετές φορές. Επί κυβερνήσεων Σαμαρά (που σήμερα δημαγωγεί κατά, εν γένει, του ελληνοτουρκικού διαλόγου) συγκλήθηκε δύο φορές. Επί της κυβέρνησης Τσίπρα συγκλήθηκε μία φορά (υπό την εποπτεία του ισχυρού πρέσβη των ΗΠΑ, Τζέφρι Πάιατ), ενώ η διαδικασία διακόπηκε το 2016 (επί των ημερών του υπ. Εξ. Νίκου Κοτζιά, της «πατριωτικής Αριστεράς», αλλά και στενού συνεργάτη του Τζ. Πάιατ…).
Το υπόβαθρο ήταν η επιδείνωση των σχέσεων των δύο χωρών, μέσα σε ένα περιβάλλον διεθνούς αστάθειας και μεγάλων αλλαγών «ισχύος» και διεκδίκησης επιρροής ειδικότερα στην περιοχή.
Στην αυγή της εποχής της «στρατηγικής των υδρογονανθράκων», που συμπύκνωναν τα μεγαλόπνοα σχέδια για τον αγωγό East Med (που σύντομα αποδείχθηκαν ανεφάρμοστα), οι παραδοσιακές αντιθέσεις σχετικά με το εύρος των χωρικών υδάτων και την υφαλοκρηπίδα, οδηγήθηκαν σε παροξυσμό μέσω των διεκδικήσεων για μεγιστοποίηση των ΑΟΖ και τη «στρατηγική» υπεροχή στην Ανατολική Μεσόγειο.
Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, η κυβέρνηση Ερντογάν (που από την αρχή της είχε δείξει δυναμική «πολυδιάστατης» εξωτερικής πολιτικής) δεν δίστασε να βαθύνει τις ρωγμές στις σχέσεις της Τουρκίας με τον ευρωατλαντισμό. Η μεγάλη αμερικανική βάση στο Ιντσιρλίκ τέθηκε σε καθεστώς αυστηρής εποπτείας και ο τουρκικός εναέριος και θαλάσσιος χώρος «ουδετεροποιήθηκε» ως προς τις νατοϊκές δραστηριότητες. Παρά τις εδώ μπουρδολογίες του καθεστωτικού Τύπου, η ΕΕ πάγωσε στο χρόνο όλες τις διαδικασίες ευρωτουρκικών σχέσεων, δείχνοντας καθαρά ότι η αρχική στρατηγική επιλογή του Ερντογάν για ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, απορρίπτεται σταθερά από τη Γερμανία και τη Γαλλία (για λόγους που, πέρα από στρατηγικές επιλογές στις διεθνείς σχέσεις, περιλαμβάνουν τη ρατσιστική αντιμετώπιση των 11 εκατομμυρίων Τούρκων εργατών που ζουν στην Ευρώπη).
Τα κενά που δημιουργούσε η κρίση των σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας του Ερντογάν και του ευρωατλαντισμού επιχειρήθηκε να καλυφθούν με τη στρατιωτική και διπλωματική αναβάθμιση των σχέσεων με το ελληνικό κράτος, που μετατράπηκε στο βασικό στήριγμα του Νατοϊκού «τόξου» στην περιοχή. Οι ΗΠΑ μετέφεραν τη δύναμη του Ιντσιρλίκ στη Σούδα και έχτισαν την Αλεξανδρούπολη ως πύλη εισόδου των νατοϊκών δυνάμεων στο διάδρομο προς την Ουκρανία, παρακάμπτοντας τη στρατηγική σημασία των Στενών. Η ΕΕ, μέσω του ελληνογαλλικού πολεμικού συμφώνου, δήλωσε ότι δεν θα διστάσει να εγγυηθεί στρατιωτικά τα «ευρωπαϊκά σύνορα» στην ελληνοτουρκική γραμμή.
Οι «άξονες» με πρωταγωνιστικό ρόλο του Ισραήλ και υποστήριξη από τη δικτατορία του Σίσι στην Αίγυπτο, έδειξαν τις νέες διπλωματικο-στρατιωτικές πραγματικότητες.
Σε αυτή τη βάση ανταποκρίνονταν τα κολοσσιαία εξοπλιστικά προγράμματα των ελληνικών κυβερνήσεων. Είναι κοινό μυστικό στο διεθνή Τύπο, ότι τα προγράμματα των F-16 Viper, των Ραφάλ, των Μπελχάρα κλπ ανέτρεψαν το στρατιωτικό πλεονέκτημα του ογκοδέστερου τουρκικού στρατού στην περιοχή. Μέσα στο 2024 θα αρχίσει να «τρέχει» πρακτικά (με την οικοδόμηση των υποδομών, την εκπαίδευση των πιλότων, τις προμήθειες των συνοδευτικών ηλεκτρονικών συστημάτων κ.ο.κ.) το πρόγραμμα προμήθειας των 20 + 4 F35 που έχει εγκριθεί από τις ΗΠΑ. Το κόστος των F35 θα ξεπεράσει τα 4 δισ. ευρώ, που προστίθενται στα προηγούμενα 11 δισ. ευρώ των εξοπλισμών επί Μητσοτάκη. Και σχεδόν καθημερινά προστίθενται νέα εξοπλιστικά προγράμματα και εγκρίνονται νέες πολεμικές δαπάνες: αντι-υποβρυχιακά υπερσύγχρονα επιθετικά ελικόπτερα Romeo, πυραυλικά συστήματα Spike στα νησιά κ.ο.κ.
Όμως η πραγματικότητα αποδείχθηκε πιο σύνθετη από τους υπολογισμούς των πολεμοκάπηλων που ήλπιζαν ότι θα επιβάλουν «λύσεις» στα ζητήματα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού με τη μέθοδο των τετελεσμένων, στηριγμένοι στην απόλυτη ενσωμάτωση στον ευρωατλαντισμό και στους εξοπλισμούς.
Win-win συνεννοήσεις
Η αστάθεια στην περιοχή έχει ξεφύγει από κάθε όριο προβλεψιμότητας. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία και κυρίως ο πόλεμος του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων, υπενθυμίζουν στο ΝΑΤΟ και στη Δύση τη γεωγραφική και πληθυσμιακή σημασία της Τουρκίας. Η πίεση για επιστροφή στην προτεραιότητα της διπλωματίας είναι ουσιαστική και εκδηλώνεται και στις δύο όχθες του Αιγαίου: δεν είναι τυχαίο ότι στο τελευταίο δεκάμηνο, τόσο στον αέρα όσο και στη θάλασσα, έχει επιβληθεί μορατόριουμ και έχουν σταματήσει οι «συνήθεις» εκατέρωθεν προκλήσεις.
Το κίνητρο δεν είναι μόνο το γεωπολιτικό ζήτημα. Οι κυρίαρχες τάξεις και στις δυο χώρες μυρίζονται και ανιχνεύουν πιθανότητες κερδών μέσω της συνεργασίας, σε αντίθεση με τη χυδαία πατριδοκάπηλη δημαγωγία που έχουν συστηματικά καλλιεργήσει.
Οι «αγορές» έχουν κηρύξει το σχέδιο East Med άγονο και ανώφελο. Προκρίνουν τη θαλάσσια οδό μεταφοράς φυσικού αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο προς τις ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό σημαίνει κολοσσιαίες επενδύσεις για σταθμούς υγροποίησης-μεταφόρτωσης φυσικού αερίου στις δυτικές ακτές της Αιγύπτου, στην Κύπρο, στην Κρήτη και -τελικά- στην Αλεξανδρούπολη και στην Ηγουμενίτσα. Σημαίνει τη δέσμευση πολλών υπερσύγχρονων δεξαμενόπλοιων που θα αναλάβουν αυτή τη μεταφορά. Και αυτά τα σχέδια δεν μπορούν να προχωρήσουν αν στην Ανατολική Μεσόγειο δεν αποκατασταθεί καθεστώς ελάχιστης σταθερότητας και ασφάλειας.
Η Κίνα και η Ινδία πιέζουν για ασφαλή οδό μεταφοράς εμπορευμάτων τους προς την Ευρώπη. Η χερσαία οδός προϋποθέτει τουρκο-ελληνική συνεννόηση. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ατζέντα του ΑΣΣ της 7ης Δεκεμβρίου παρεισφρέουν κάτι «λεπτομέρειες» όπως η πιθανότητα συμφωνίας για άνοιγμα ασφαλούς πύλης στα ελληνοτουρκικά σύνορα αποκλειστικά για νταλίκες μεταφοράς κοντέινερ.
Όμως «ενδιαφέρον» υπάρχει και σε διμερές επίπεδο, μεταξύ των δύο κυρίαρχων τάξεων. Παρά τις ρατσιστικές δημαγωγίες, στην ελληνική οικονομία «λείπουν» τουλάχιστον 300.000 μετανάστες εργάτες. Και επειδή είναι σαφές ότι αυτό το κενό θα καλυφθεί κυρίως με «εισροές» από την Ανατολή, αυτός ο παράγοντας πιέζει για μια συνεννόηση σχετικά με το μεταναστευτικό με την Τουρκία, για λόγους απολύτως αντίθετους από αυτούς που υποθέτουν οι ρατσιστές και καλλιεργεί ο συστημικός Τύπος. Ο τουρισμός στο Αιγαίο θα μπορούσε να ενισχυθεί ιδιαίτερα μέσα από μια εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που θα επέτρεπε συνέργειες. Η μεγάλη τουρκική εσωτερική αγορά είναι ένα «έπαθλο» που το βλέπουν οι Έλληνες εμποροβιομήχανοι και τους τρέχουνε τα σάλια.
Ανταγωνισμοί
Φραγμός στην τάση για εξομάλυνση των σχέσεων είναι τα παραδοσιακά ζητήματα του ανταγωνισμού για κυριαρχία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Κυρίως τα ζητήματα της στρατιωτικοποίησης των νησιών, του εύρους των χωρικών υδάτων, του εύρους του «εθνικού» εναέριου χώρου, της υφαλοκρηπίδας και των ΑΟΖ, αλλά και της εκκαθάρισης των ζητημάτων κυριαρχίας που έχει αφήσει ανεπίλυτα η Συνθήκη της Λοζάνης (ακατοίκητες νησίδες και βραχονησίδες από τον περίγυρο της Σαμοθράκης ως νότια του Καστελόριζου). Η καλλιέργεια, στα προηγούμενα χρόνια, ενός κλίματος μαξιμαλιστικής επιβολής «δικών μας» λύσεων, γίνεται σήμερα πολιτικό εμπόδιο. Τα επίδικα είναι σημαντικά και γι’ αυτό είναι πιθανότατο ο «διάλογος» να καταλήξει σε ναυάγιο και σε μια νέα περίοδο ανταγωνιστικής στασιμότητας. Όμως δεν πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι πληθαίνουν οι φωνές εμπειρογνωμόνων-διαπραγματευτών του ελληνικού κράτους, αλλά και πολιτικών στελεχών (Ντόρα Μπακογιάνη, Ευάγγελος Βενιζέλος κ.ά.) που προειδοποιούν ότι δεν υπάρχει περίπτωση το λεγόμενο Διεθνές Δίκαιο, μέσα από όργανα όπως το Δικαστήριο της Χάγης, να καλύψει στο 100% τις διεκδικήσεις του ελληνικού κράτους που ονόμασε τα ζητήματα κυριαρχίας ως «εθνικά θέματα». Στον αντίποδα σηκώνονται οι φωνές των παραδοσιακών εθνικοφρόνων (από την ακροδεξιά μέχρι τον Σαμαρά και τον Καραμανλή) που επιμένουν στη «στασιμότητα» στον ανταγωνισμό, ελπίζοντας ότι οι εξοπλισμοί και η ασύστολη πρόσδεση στην ουρά του ΝΑΤΟ θα αποφέρει μεγαλύτερη λεία. Αυτή η αντιπαράθεση μπορεί να αποδειχθεί ένας επικίνδυνος πονοκέφαλος για τον Μητσοτάκη. Όμως, αν και όταν το καθεστώς κάνει τελικά τις επιλογές του, έχει τη δύναμη να τις επιβάλει στα πολιτικά επιτελεία των αστικών δυνάμεων.
Αριστερά
Από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων, ο ανταγωνισμός στο Αιγαίο συσσωρεύει κόστος και κινδύνους. Η συνέχεια των εξοπλιστικών δαπανών κάνει αδύνατη την ανατροπή της λιτότητας (οι εξοπλισμοί Μητσοτάκη κόστισαν περισσότερο από το «ακριβότερο» των τριών μνημονίων). Ο εγκλωβισμός στην εξορυκτική στρατηγική μετατρέπει σε ανέκδοτο κάθε υπόσχεση για «πράσινη» στροφή. Τα σφιχταγκαλιάσματα με τον ευρωατλαντισμό, η μετατροπή του ελλαδικού χώρου σε μια απέραντη νατοϊκή βάση, έχει μεγάλους κινδύνους και ενέχει δραματικούς περιορισμούς για την πολιτική εξέλιξη. Ο κίνδυνος μια πολεμικής αναμέτρησης με την Τουρκία ισοδυναμεί με μια καταστροφή ιστορικών διαστάσεων και για τους δυο λαούς.
Από αυτήν τη σκοπιά ήταν απολύτως προκλητική η στάση του «Κρητίκαρου» Κασσελάκη που, από τη θέση του επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, δήλωσε ότι «δεν θα ανεχθεί καμιά υποχώρηση στα εθνικά θέματα». Όπως και είναι λαθεμένη και πολιτικά επιζήμια η θέση του ΚΚΕ που βαφτίζει ως «εθνικά θέματα» τα ζητήματα κυριαρχίας στις θάλασσες, στις βραχονησίδες, στα κοιτάσματα και στους πιθανούς αγωγούς στην Ανατολική Μεσόγειο.
Από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων, μια «συνεννόηση» μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, που θα απομάκρυνε τον κίνδυνο πολεμικής αναμέτρησης, θα χαλάρωνε την πίεση για παράλογες εξοπλιστικές δαπάνες και θα αύξανε τα πολιτικά περιθώρια αυτονόμησης απέναντι στο ΝΑΤΟ, θα ήταν μια θετική εξέλιξη. Όμως δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρξει καμιά αυταπάτη ότι αυτό το καθήκον μπορεί να εκπληρωθεί από τις αστικές κυβερνήσεις, και ειδικότερα από τις αντιδραστικές κι επικίνδυνες κυβερνήσεις όπως του Μητσοτάκη και του Ερντογάν. Πολύ περισσότερο που αυτός ο «διάλογος» θα γίνει κάτω από την άγρυπνη εποπτεία του ευρωατλαντισμού, των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Δηλαδή της λυκοσυμμαχίας που μπορεί τη μια στιγμή να φορά το κοστούμι του υποκριτικά φιλο-ειρηνιστή, κοσμοπολίτη εμπόρου, και την αμέσως επόμενη στιγμή τις μπότες του πολεμοκάπηλου μιλιταριστή.
Η παρέμβαση, σε όλη τη γκάμα της θεματολογίας του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, ενός αντιιμπεριαλιστικού-αντικαπιταλιστικού-διεθνιστικού-φιλειρηνικού ρεύματος της Αριστεράς, είναι πιο επείγουσα από ποτέ.